[2022-10-27] Καταιγίδα υποκρισίας
Καταιγίδα υποκρισίας
Υπάρχουν πολλά ζητήματα που φέρνει στην επιφάνεια η υπόθεση του βιασμού και εξαναγκασμού σε πορνεία της 12χρονης κοπέλας στον Κολωνό. Μερικά σύντομα σχόλια για δύο από αυτά.
Πρώτο ζήτημα: είναι εκπληκτική η υποκρισία της επίσημης αστικής κοινωνίας που εκπλήσσεται κάθε λίγο και λιγάκι για τη σήψη που αναπτύσσεται στα σπλάχνα της. Τα αστικά μέσα ενημέρωσης περιγράφουν με τα πιο ακραία επίθετα την περίπτωση του βιασμού της 12χρονης και τον εξαναγκασμό της σε πορνεία (‘φρίκη’, ‘αδιανόητο’, κ.τ.λ.). Και όπως πάντα, πολλοί ‘πέφτουν από τα σύννεφα’ με τους εμπλεκόμενους. Μάλλον όλοι οι υπόλοιποι θα πρέπει να εκπλησσόμαστε με την υποκρισία του αστικού κόσμου. Αν τελικά πέφτει κάτι από τα σύννεφα, είναι η υποκρισία και πέφτει σε καταιγιστικό ρυθμό.
Την υποκρισία αυτή τη στηλίτευσε ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήδη στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» από 1848. Η αστική τάξη μιλάει όλη την ώρα και ηθικολογεί για την ιερότητα της οικογένειας και την προστασία της «αθώας ψυχής» των παιδιών και την ίδια ώρα η κινητήρια μηχανή της αστικής κοινωνίας, το κυνήγι του κέρδους, έχει ως χαρακτηριστικό της προϊόν την αποσύνθεση της οικογένειας και την πορνεία:
«Πάνω σε ποια βάση στηρίζεται η σημερινή, η αστική οικογένεια; Πάνω στο κεφάλαιο, πάνω στο ατομικό κέρδος. Η οικογένεια αυτή σε ολωσδιόλου αναπτυγμένη μορφή της υπάρχει μονάχα για την αστική τάξη. Έχει όμως το συμπλήρωμά της στην αναγκαστική έλλειψη της οικογένειας για τον προλετάριο και στη δημόσια πορνεία.» (Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, στο Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα σε δύο τόμους, τόμος Ι, σελ. 39)
Αυτό που πραγματικά θα έπρεπε να εξοργίζει κάθε προλετάριο με ταξική συνείδηση δεν είναι ότι τέτοια εγκλήματα, όπως ο βιασμός παιδιών και εξαναγκασμός τους σε πορνεία, γίνονται στον καπιταλισμό. Αυτό που πρέπει να εξοργίζει είναι η συστηματική προσπάθεια συγκάλυψης της ίδιας της σαπίλας του καπιταλισμού.
Οι «ανατριχιαστικές» περιγραφές από τα αστικά μέσα ενημέρωσης στρέφουν τα βέλη τους κατά των θυτών (υποτίθεται, γιατί από ό,τι φαίνεται η «ανεξάρτητη» αστική δικαιοσύνη και η αστυνομία προσπαθούν να μετατρέψουν τη μάνα της 12χρονης σε μαστροπό και τον Μίχο και τους υπόλοιπους σε πελάτες), αλλά κρύβουν το σύστημα που τους γεννάει και αυτούς και τα θύματά τους. Όσο πιο πολύ η συζήτηση στρέφεται στο αν θα πρέπει να ευνουχίζονται οι παιδοβιαστές ή τελοσπάντων πόσο σκληρές ποινές πρέπει να έχουμε για βιαστές και μαστροπούς, τόσο εξαφανίζεται από το προσκήνιο ότι στον καπιταλισμό η πορνεία (παιδική, γυναικεία, ανδρική) είναι μια κανονική επιχείρηση (ήτοι: καλύπτει τις χαμερπείς ανάγκες που δημιουργεί ο ίδιος ο καπιταλισμός και τις καλύπτει με σκοπό το κέρδος), και γεννιέται από τη φύση του ίδιου του εκμεταλλευτικού συστήματος. Ο σεξουαλικός βιασμός είναι η συνέχεια του καθημερινού εργασιακού βιασμού του προλεταριάτου από τους καπιταλιστές-αφεντικά.
Τα αστικά μέσα ενημέρωσης δεν μιλάνε, για παράδειγμα, για το γεγονός ότι η δωδεκάχρονη, όπως και η μητέρα της, εργάζονταν για τον Μίχο στο κατάστημά του. Ότι δηλαδή η εκμεταλλευτική/εξαρτησιακή σχέση προϋπήρχε και ότι ήταν η βάση και για τον βιασμό και για την επιχείρηση εμπορίου της κοπέλας. Ούτε μιλάνε για το ότι η κοπέλα θα έπρεπε να βρίσκεται στο σχολείο, ούτε για το ότι δεν υπάρχει κανένας έλεγχος για τη «μαύρη» εργασία, την οποία οι αστικές κυβερνήσεις τάχαμου θέλουν να καταπολεμήσουν αλλά στην πραγματικότητα επιτρέπουν να ανθίσει για να εξασφαλιστεί η κερδοφορία αστών και μικροαστών.
Όπως έγραφαν οι Μαρξ και Ένγκελς:
«Οι αστοί μας, μη όντας ευχαριστημένοι απ’ το γεγονός ότι έχουν στη διάθεσή τους τις γυναίκες και τις θυγατέρες των εργατών τους, χωρίς καν να γίνεται λόγος για την επίσημη πορνεία, βρίσκουν μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση να ξελογιάζουν ο ένας τη γυναίκα του άλλου.» (ό.π., 40)
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς εδώ αναφέρονται στην αστική τάξη και όχι σε εκπροσώπους των μικροαστών όπως ο Μίχος. Είναι σίγουρο ότι τέτοια κυκλώματα μαστροπείας ανθούν στους κόλπους των πλούσιων και των ισχυρών (ας θυμηθούμε το κύκλωμα του κυρίου Επστάιν που έκανε ό,τι και ο Μίχος, αλλά σε ανώτερη –κοινωνικά ανώτερη– κλίμακα, έχοντας πελάτες πολιτικούς, δισεκατομμυριούχους ακόμα και γαλαζοαίματους πρίγκιπες). Η διαφορά είναι ότι οι πολύ ισχυροί διαφεύγουν τις συλλήψεις, ενώ την πληρώνουν οι μεσάζοντες.
Δεύτερο ζήτημα: είναι η ΝΔ κόμμα παιδοβιαστών; Αυτό το ζήτημα κυριάρχησε γρήγορα ως πρώτη αντίδραση στο γεγονός ότι ο Μίχος ήταν προβεβλημένος τοπικός παράγοντας της ΝΔ, όπως και προηγούμενοι παιδοβιαστές, αλλά και της εκκλησίας. (Κανείς όμως δεν είπε ότι το παπαδαριό είναι ανώμαλοι. Γιατί άραγε; Δεν ανθούν και εκεί τόσα μπουμπούκια;) Γρήγορα όμως τα καλοΠετσομένα κανάλια το εξαφάνισαν και αυτό. Η απάντηση είναι όχι, η ΝΔ δεν είναι κόμμα παιδιαβιαστών/παιδεραστών/βιαστών, κ.τ.λ., παρόλο που στις γραμμές της εμφανίζεται μεγαλύτερη συχνότητα αυτών των χαρακτήρων.
Η ΝΔ είναι το βασικό κόμμα της κυρίαρχης αστικής τάξης, το κόμμα των βιομηχάνων, των εφοπλιστών, των τραπεζιτών. Είναι επίσης το κόμμα του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», το κόμμα που οι πολιτικοί του πρόγονοι ήταν οι συνεργάτες των Άγγλων, των Γερμανών, των Αμερικανών, του παλατιού, της χούντας, και που ο σκληρός του «λαϊκός» πυρήνας αποτελούνταν από ταγματασφαλίτες, ρουφιάνους, χαφιέδες κ.τ.λ. Είναι το κόμμα της ατομικής ευθύνης και αριστείας, τα οποία μεταφράζονται στο ότι οι κυρίαρχοι είναι κυρίαρχοι γιατί έτσι πρέπει και οι κατατρεγμένοι είναι κατατρεγμένοι γιατί έτσι τους αξίζει. Και φυσικά οι κυρίαρχοι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν τους κατατρεγμένους. Γι’ αυτό οι δολοφόνοι της δεξιάς (Μελίστας, Κορκονέας, Καλαμπόκας, κ.λπ.), οι βιαστές της δεξιάς (Γεωργιάδης, Λιγνάδης, κ.λπ.) δικαιούνται να κυκλοφορούν ελεύθεροι σύμφωνα με την αστική δικαιοσύνη που τους δικάζει. Ο Μίχος δεν έφτιαξε τη βιτρίνα του δεξιού, του θρήσκου, του πατριώτη για να κρύψει την ανώμαλη φύση του, όπως προσπαθούν να μας πείσουν κάποια μέσα και οι εκπρόσωποι της ΝΔ. Η φύση αυτών των πραγμάτων –της δεξιάς, της θρησκείας, του πατριωτισμού – μπορούν κάλλιστα να περιβάλλουν και να τονώσουν αυτήν τη ανώμαλη φύση, γιατί και τα δύο λιπαίνονται από τη σαπίλα του καπιταλισμού.
Ένας βιαστής, ένας μαστροπός δεν μπορεί να είναι αριστερός όχι γιατί δεν υπάρχουν τέτοιοι, αλλά γιατί η ιδεολογία της κοινωνικής απελευθέρωσης, της κατάργησης της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης είναι σε σύγκρουση με αυτόν τον τρόπο ζωής. Η αριστερά, και βέβαια πιο πολύ η επαναστατική αριστερά που αγωνίζεται για την ανατροπή του καπιταλισμού –και όχι απλώς για τον εξανθρωπισμό του–, παλεύει ακριβώς για να καταργηθεί η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από τους καπιταλιστές, για να καταργηθεί η βαναυσότητα της μισθωτής εργασίας, που εκφράζεται μαζικά και καθημερινά από το ότι το σώμα του προλετάριου βρίσκεται στη διάθεση του καπιταλιστή ένα οκτάωρο και παραπάνω κάθε μέρα, για να καταργηθεί η εμπορευματοποίηση των αναγκών των ανθρώπων.
Γι’ αυτό στους κομμουνιστές δεν αρμόζει να «ανατριχιάζουν από φρίκη» μπροστά σε όσα αποκαλύπτονται (ή δεν αποκαλύπτονται) από τα ΜΜΕ τις μέρες τούτες. Αντίθετα, απαιτείται άμεσα αγώνας για ενισχυθεί το εισόδημα και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης στους χώρους εργασίας, για να ενισχυθεί και να επεκταθεί η δημόσια και δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση, για να ενισχυθούν οι δημόσιες δομές πρόνοιας για τους πιο φτωχούς από τους εργαζόμενους, για να ελεγχθεί η ασυδοσία του κεφαλαίου στους χώρους εργασίας.
Εντέλει, για να εκδιωχθεί η άθλια κυβέρνηση Μητσοτάκη που οδηγεί στην εξαθλίωση την εργατική τάξη για να προστατέψει τα συμφέροντα των καπιταλιστών. Για την ανατροπή συνολικά της εξουσίας των καπιταλιστών και του κράτους τους. Για την εγκαθίδρυση της εξουσίας της εργατικής τάξης, της δικτατορίας του προλεταριάτου, της μόνης εξουσίας που μπορεί να δώσει στους εργαζόμενους την ελευθερία και την αξιοπρέπεια που τους στερεί καθημερινά ο καπιταλισμός.
Βάιος Παπαθεοχάρης
[2022-10-05] ΑΠΟΦΑΣΗ 6ης ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗΣ ΤΗΣ κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ 6ης ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗΣ
κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
1. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός οδηγείται από κρίση σε κρίση. Η οικονομική κρίση του 2007-2009 δεν ξεπεράστηκε με μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, όμως οι ιστορικές νομοτέλειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οδηγούν τελικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Η πανδημία ήταν εκδήλωση αυτών των νομοτελειών. Το ίδιο και η πολεμική αναμέτρηση στην Ουκρανία. Για την αντιμετώπιση της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, οι κεφαλαιοκράτες χρησιμοποίησαν εργαλεία που στην προηγούμενη μεγάλη καπιταλιστική κρίση –αυτή της δεκαετίας του ’30– ήταν άγνωστα ή απορρίπτονταν από την οικονομική ορθοδοξία της εποχής, όπως η νομισματική χαλάρωση (πρόγραμμα QE) και οι κρατικές ενισχύσεις. Ωστόσο, παρά την προσωρινή τιθάσευση της ύφεσης, η υποτροπή της ήταν θέμα χρόνου.
Η καπιταλιστική κρίση είναι εκδήλωση όλων των αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και όχι μόνο της οικονομικής ύφεσης. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα φάση της κρίσης που ξεκίνησε το 2007-2009, η οποία συνδυάζεται με όλες τις άλλες κρίσεις που προκαλεί ο καπιταλισμός: την υγειονομική, την περιβαλλοντική, και την κρίση που προκαλεί στον καπιταλισμό η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών.
2. Συνέπεια της κρίσης είναι και η όξυνση των ανταγωνισμών σε όλα τα επίπεδα: μεταξύ επιχειρήσεων, μεμονωμένων κεφαλαιοκρατών, μεταξύ κρατών. Η διαπάλη για αγορές, έλεγχο πρώτων υλών και τελικά την παγκόσμια ηγεμονία, εντείνεται σε περιόδους κρίσης. Οι αστικές τάξεις στις καπιταλιστικές χώρες αντιλαμβάνονται ότι η τράπουλα θα ξαναμοιραστεί, διαλέγουν στρατόπεδο και λαμβάνουν θέσεις μάχης.
Η ιμπεριαλιστική αλυσίδα συνταράσσεται από την άνοδο της Κίνας, αλλά και των άλλων χωρών των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Ν. Αφρική) με αποτέλεσμα να έχει ανοίξει ένας νέος γύρος οξυμένης αντιπαράθεσης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, παραδοσιακές και νέες, για το ξαναμοίρασμα του πλανήτη.
Επιβεβαιώνεται για μια ακόμα φορά ότι ο ιμπεριαλισμός δεν έχει να προσφέρει τίποτα στην ανθρωπότητα, ότι είναι ένα σύστημα σε παρακμή. Οι ιμπεριαλιστές θα θυσιάσουν ολόκληρους λαούς, ακόμα και τον ίδιο τον πλανήτη, στην προσπάθεια τους να διατηρήσουν ή να αυξήσουν τα κέρδη των μονοπωλιακών επιχειρήσεων. Η Ουκρανία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής, όπου οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές πολεμούν εναντίον των Ρώσων ιμπεριαλιστών μέσω αντιπροσώπων θυσιάζοντας τον λαό της Ουκρανίας. Οι ανάγκες του καπιταλιστικού ανταγωνισμού θα οδηγήσουν και σε άλλους πολέμους (π.χ., πιθανώς για τον έλεγχο της Ταϊβάν), ενώ παραμένει στο τραπέζι η απειλή ενός γενικευμένου παγκόσμιου πολέμου, ή ακόμα ενός πολέμου με χρήση πυρηνικών.
Βασικοί διεκδικητές της κορυφής της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας αναδεικνύονται οι ΗΠΑ και η Κίνα. Γύρω τους δημιουργούνται, όπως συμβαίνει συνήθως, διάφορα στρατόπεδα, καθώς οι αστικές τάξεις καλούνται να επιλέξουν με ποιον θα πάνε. Όμως, εντός αυτών των στρατοπέδων υπάρχουν επίσης αντιθέσεις, όπως φαίνεται από τις αντιθέσεις ΗΠΑ-ΕΕ για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
Αυτό που πρέπει να πούμε είναι ότι καμιά από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις δεν εκπροσωπεί τα εργατικά συμφέροντα. Οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία, οι G7 και οι άλλες χώρες των BRICS είναι όλες καπιταλιστικές χώρες με πολύ ισχυρές αστικές τάξεις που επιδιώκουν να αυξήσουν την ισχύ τους. Δεν θα διστάσουν να θυσιάσουν τις εργατικές τους τάξεις για να το επιτύχουν αυτό.
Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές επηρεάζουν πλέον όλο τον πλανήτη και επιλύονται και με πολεμικές συγκρούσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης έντασης. Ακόμα και η σύγκρουση Ελλάδας-Τουρκίας δεν αφορά μόνο τις παραδοσιακές διενέξεις ανάμεσα στους δύο μικρούς ιμπεριαλιστές της περιοχής αλλά συναρτάται και με τη γενικότερη γεωπολιτική και οικονομική σύγκρουση ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις.
3. Στην Ουκρανία, επιτιθέμενη πλευρά είναι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ που έχουν μετατρέψει την Ουκρανία, με τη συναίνεση της αστικής της τάξης, σε βάση εξόρμησης και σε ένα κρίκο ακόμα στην περικύκλωση της Ρωσίας. Η Ρωσία απάντησε όπως κάθε ιμπεριαλιστής σε αυτήν την απειλή: με στρατιωτική εισβολή και προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος.
Η κατάσταση στην Ουκρανία είναι ακόμα ρευστή. Η Ρωσία απέτυχε να επιβάλλει αλλαγή καθεστώτος αλλά είχε αρκετά κέρδη στο πεδίο των εδαφών που θέλει να αποσπάσει από την Ουκρανία. Οι αμερικανοί και ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές θέλουν να κάνουν την Ρωσία να πληρώσει ακριβά αυτήν την εισβολή. Επιδιώκουν το οικονομικό αδυνάτισμα της Ρωσίας μέσω των κυρώσεων, αλλά φαίνεται να προωθούν και την ιδέα της ολοκληρωτικής ήττας της Ρωσίας και της επανακατάκτησης των απωλεσθέντων εδαφών. Αυτό σημαίνει συνέχιση του αιματηρού πολέμου και κλιμάκωση. Η πιθανότητα του πυρηνικού χτυπήματος παραμένει στο τραπέζι, όπως και η πιθανότητα της ανατροπής του Πούτιν.
Σε έναν πόλεμο μεταξύ αστικών κρατών, η εργατική τάξη προσδοκά την ήττα και των δύο στρατοπέδων με την ανατροπή της αστικής εξουσίας και στα δύο μέρη. Έμπρακτα όμως μπορεί να συμβάλει μόνο στην ήττα του «δικού της» στρατού. Η στρατιωτική ήττα πάντα οδηγεί σε πολιτική κρίση και δημιουργεί επαναστατική ευκαιρία. Από αυτήν τη σκοπιά –από τη σκοπιά της διεκδίκησης της εξουσίας– εξετάζουμε κάθε πολεμική αναμέτρηση. Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να στραφούν και οι αγώνες της ελληνικής εργατικής τάξης στον συγκεκριμένο πόλεμο με στόχο την απεμπλοκή της Ελλάδας από τον πόλεμο, την ανατροπή των αστικών δυνάμεων που τον υπηρετούν, την απεμπλοκή από το ΝΑΤΟ και τους πολεμικούς του σχεδιασμούς. Ιδιαίτερα σήμερα που η κλιμάκωση της σύγκρουσης φαίνεται να παίρνει παγκόσμιο χαρακτήρα, αναδεικνύεται η ανάγκη επαναστατικής διεθνούς.
Οι εξελίξεις στην Ουκρανία αποδεικνύουν ακόμα ότι:
α. Η αλλαγή γεωπολιτικού στρατοπέδου για μια χώρα δεν είναι ένα απλό ζήτημα που λύνεται με την απόφαση μιας κυβέρνησης, αλλά ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα που απαιτεί τη χρήση βίας.
β. Οι κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία είναι αυτές που θα επιβάλλονταν σε κάθε χώρα που επιχειρούσε να αποδεσμευτεί από τις συμφωνίες που έχει υπογράψει η αστική τάξη και τις συμμαχίες στις οποίες συμμετέχει. Τέτοιες κυρώσεις θα αντιμετώπιζε η Ελλάδα στην περίπτωση που ακολουθούσε τον δρόμο της διαγραφής του χρέους.
4. Η κρίση του 2007-2009 άνοιξε τον δρόμο για ένα παροξυσμό εντάσεων. Οι αστικές τάξεις για να ξεπεράσουν την κρίση επενδύουν στον εθνικισμό. Τα αστικά κράτη και οι αστικές κοινωνίες αυταρχοποιούνται στη βάση της νεοφιλελεύθερης αντεπίθεσης των τελευταίων δεκαετιών που έχουν οδηγήσει στην ιδιωτικοποίηση των πάντων, στην κατάργηση κάθε κεκτημένου εργατικού δικαιώματος, στην πλήρη ασυδοσία του κεφαλαίου στους χώρους εργασίας. Πάνω σ’ αυτήν την οικονομική βάση, τα αστικά κράτη και να θέλουν δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα στην εργατική τάξη για να την προστατέψουν από την οποιαδήποτε κρίση (οικονομική, υγειονομική, κλιματική). Αντιθέτως, η απάντηση σε κάθε τέτοια κρίση είναι η περαιτέρω ενίσχυση των μονοπωλίων με κάθε είδους στήριξη από το κράτος.
Προετοιμάζουν τους λαούς, και ειδικά την εργατική τάξη, να ταυτιστεί με τα συμφέροντα των αφεντικών της, να υποστεί τη λιτότητα ή τον πόλεμο για το καλό της «πατρίδας», δηλαδή, για τα κέρδη των ντόπιων καπιταλιστών. Ο εθνικισμός είναι σε έξαρση σε κάθε χώρα του καπιταλισμού, από τις ΗΠΑ έως την Κίνα, από τις σκανδιναβικές χώρες έως τις μεσογειακές. Αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό του παγκόσμιου προλεταριάτου και κάθε ξεχωριστής εργατικής τάξης, καθώς ο εθνικισμός του κάθε έθνους δεν στρέφεται μόνον εναντίον άλλων λαών για να τους υποτάξει και να τους καταληστεύσει αλλά και εναντίον του επαναστατικού κινήματος και της εργατικής τάξης στο εσωτερικό κάθε χώρας.
Το αντίδοτο στον εθνικισμό της αστικής τάξης είναι ο διεθνισμός του προλεταριάτου, η πάλη για μετατροπή των εθνικών ιμπεριαλιστικών πολέμων σε εμφύλιο πόλεμο του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη της χώρας του, η αναγκαιότητα της ανατροπής από κάθε ξεχωριστό εθνικό προλεταριάτο της δικής του εθνικής αστικής τάξης.
Το μέτωπο ενάντια στον εθνικισμό στην Ελλάδα είναι κρίσιμη πλευρά της ιδεολογικής–πολιτικής διαπάλης. Οι ανιστόρητες απόψεις για το Μακεδονικό και η αστική προπαγάνδα για τα ελληνικά «κυριαρχικά δικαιώματα» στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, που δυστυχώς έχουν επίδραση και στις γραμμές της Αριστεράς, πρέπει να αποτελούν μόνιμο στόχο της πολεμικής μας.
5. Η αστική τάξη της Ελλάδας κατάφερε την προηγούμενη δεκαετία να βγει νικήτρια από μια σκληρή εσωτερική αναμέτρηση με την εργατική τάξη. Πάνω σε αυτήν τη νίκη οικοδομήθηκε η πολιτική σταθερότητα. Επίσης, χάρη σε αυτήν τη νίκη, η οικονομία αναπτύχθηκε με τους όρους των κεφαλαιοκρατών, με διάλυση των συλλογικών συμβάσεων και υποχώρηση των μισθών.
Μέσα στο βαρύ κλίμα της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας και της όξυνσης των καπιταλιστικών αντιθέσεων και των πολεμικών αναμετρήσεων, δυσκολεύει το τοπίο και για την ελληνική αστική τάξη. Οι διεθνείς εξελίξεις επιδρούν ήδη στην οικονομία, αλλά δεν έχουν εκτροχιάσει την κατάσταση. Η οικονομία παρουσιάζει υψηλή ανάπτυξη μετά το 2ο τρίμηνο του 2021 και το πανδημικό σοκ, αλλά εμφανίζεται επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 7% το 2ο τρίμηνο του 2022. Κρίσιμο ζήτημα παραμένει το δημόσιο χρέος. Παρά το ότι το προφίλ του χρέους με τις μνημονιακές πολιτικές και τη στήριξη ΕΕ και ΔΝΤ βελτιώθηκε και ως προς το μέσο επιτόκιο, αλλά και ως προς τους χρόνους αποπληρωμής, καθιστώντας το εξυπηρετήσιμο, ο κύκλος ανόδου των επιτοκίων που έχει ξεκινήσει, μπορεί να επαναφέρει το χρέος στο επίκεντρο.
Συνέπεια της ήττας της εργατικής τάξης είναι και ότι η δημόσια συζήτηση κινείται προς την κατεύθυνση να θεωρούνται ιερά τα «δίκαια» των καπιταλιστών (η μη πληρωμή φόρων, η ασυδοσία τους στους χώρους εργασίας και η άγρια εκμετάλλευση των εργατών τους, οι μπίζνες τους στις ξένες χώρες, η καταστολή στο εσωτερικό, και φυσικά τα «εθνικά» κυριαρχικά δικαιώματα ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν, όπως οι Α.Ο.Ζ.) και κάθε φωνή που εναντιώνεται σ’ αυτά, ακόμα και αστική, να φιμώνεται.
Στο επίπεδο των διεθνών ιμπεριαλιστικών σχέσεων, ο ελληνικός καπιταλισμός έχει επιλέξει τη στενότερη πρόσδεση στο στρατόπεδο των αμερικανών και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, και προσδοκά από αυτήν την πρόσδεση την αναβάθμιση της θέσης του και την ισχυροποίησή του στην αντιπαράθεσή του με την άλλη μεγάλη τοπική δύναμη, την Τουρκία, η οποία στη βάση της αύξησης της ισχύος της διεκδικεί μεγαλύτερο ρόλο στην περιοχή, στρεφόμενη όλο και περισσότερο προς τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ανατολής (Ρωσία, Κίνα). Αυτή η επιλογή στρατοπέδων οξύνει ακόμα περισσότερο τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτό που πρέπει να είναι ξεκάθαρο για την εργατική τάξη της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι ότι η όξυνση και πολύ περισσότερο η πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο χώρες δεν αφορά τα συμφέροντα των εργατών.
Η καλύτερη ασπίδα απέναντι στον πόλεμο είναι η διάσπαση του εθνικού μετώπου: η εμφάνιση της εργατικής τάξης στο προσκήνιο με τα δικά της ταξικά συμφέροντα, με την ενίσχυση της απειλής για την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας στην Ελλάδα.
Επίσης, ξεκάθαρο πρέπει να είναι ότι ακόμα κι αν υπάρξει πολεμική αναμέτρηση μετά από επιθετική ενέργεια της Τουρκίας, θα πρόκειται για μια ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση και από τις δύο πλευρές. Το καθήκον της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι η «υπεράσπιση της πατρίδας». Η ένοπλη εργατική τάξη πρέπει να χρησιμοποιήσει τα όπλα της ενάντια στην αστική της τάξη.
6. Στο πολιτικό πεδίο, το μνημονιακό μπλοκ διατηρεί την πολιτική ηγεμονία που κατέκτησε την περίοδο 2010-2015 και στο εσωτερικό αυτού του μπλοκ κυρίαρχο κόμμα παραμένει η Νέα Δημοκρατία. Η άνετη επικράτηση της κυβέρνησης σε όλες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που πήρε είναι εκδήλωση αυτής της κυριαρχίας. Ταυτόχρονα, δείχνει και τις συνέπειες από την ήττα της εργατικής τάξης κατά τη μνημονιακή δεκαετία: απογοήτευση, συρρίκνωση και αδυνάτισμα των συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων της τάξης, αδυναμία μαζικών πολιτικών αγώνων.
Οι πολιτικές εξελίξεις θα επηρεαστούν από τις συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης και από τη στάση της εργατικής τάξης. Η ακρίβεια που αποτελεί μια πρώτη συνέπεια της κρίσης προκαλεί δυσαρέσκεια, αλλά δεν φαίνεται να απειλεί την κυριαρχία της ΝΔ. Κι αυτό γιατί στο πολιτικό προσκήνιο δεν υπάρχει κάποια διαφορετική κυβερνητική πρόταση. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση δεν πιέζεται από μαζικές κινητοποιήσεις. Στην επικαιρότητα αναδείχτηκαν επιμέρους οικονομικοί αγώνες, που μπορεί να ήταν οι πιο μαζικοί των τελευταίων χρόνων, αλλά τέτοιοι αγώνες ποτέ δεν έλειψαν τα τελευταία 10 χρόνια. Αντίθετα, οι απεργίες που προκηρύχτηκαν ενάντια σε κυβερνητικούς νόμους είχαν χαμηλή συμμετοχή, προκαλώντας αναπόφευκτες συγκρίσεις με τον τελευταίο μεγάλο πολιτικό αγώνα τον Φλεβάρη του 2012.
Παρόλα αυτά πρέπει να διακρίνουμε πως οι εξελίξεις μπορεί να γίνουν πυκνές κάτω από το βάρος των προβλημάτων που δημιουργούνται από τον ενεργειακό πόλεμο και την ακρίβεια στην ενέργεια, στα καύσιμα και στα τρόφιμα. Η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός δεν θα καθίσουν με σταυρωμένα χέρια να πεθάνουν από το κρύο και την πείνα. Ως εκ τούτου η κατάσταση που περιγράφουμε μπορεί να μεταβληθεί άρδην και η κυβέρνηση να αμφισβητηθεί από πλατιά εργατικά και λαϊκά στρώματα, ακόμα και αν δεν υπάρχει ορατή πολιτική διέξοδος. Πιθανή εξέλιξη είναι και οι μεταναστευτικές ροές από τις φτωχές χώρες που θα αντιμετωπίσουν επισιτιστικό πρόβλημα προς την Ευρώπη. Την αναζωπύρωση του μεταναστευτικού ζητήματος θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει η άκρα δεξιά για να εμφανιστεί και πάλι στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Για αυτό το λόγο για μια ακόμα φορά οι κομμουνιστές, όπου και αν βρίσκονται πρέπει να σπεύσουν, για να δώσουν πολιτική διέξοδο σε επαναστατική κατεύθυνση.
7. Η νέα φάση της κρίσης βρίσκει την εργατική τάξη πιο αδύναμη σε σύγκριση με το 2010, από την άποψη της οργάνωσής της. Ταυτόχρονα, διατηρεί πολύ λιγότερες αυταπάτες σε σχέση με τότε. Αυτό καθιστά πιο δύσκολη την κινητοποίησή της υπέρ κάποιου από τα κόμματα που διεκδικούν τη στήριξή της. Οι διάφοροι τσαρλατάνοι με τις «μαγικές λύσεις» που αναδύθηκαν το 2010, θα δυσκολευτούν πολύ να επιπλεύσουν σε αυτό το κλίμα δυσπιστίας.
Η ολοένα αυξανόμενη αποχή στις εκλογές, δείχνει επίσης ότι δεν υπάρχει στο προσκήνιο κάποια πολιτική πρόταση που να κινητοποιεί τους εργαζόμενους. Σε αυτές τις συνθήκες, με τους σημερινούς πολιτικούς συσχετισμούς και το σημερινό επίπεδο κινητοποίησης της εργατικής τάξης, η πρόταση της εργατικής κυβέρνησης είναι σύνθημα ζύμωσης και όχι δράσης. Ακόμα και η προοπτική μιας φαινομενικά εργατικής κυβέρνησης είναι μακρινή και πάντως εντελώς αδύνατη στις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
8. Ο πόλεμος της ενέργειας που βρίσκεται σε εξέλιξη, μετά και την απόφαση Πούτιν να περιορίσει την ροή αερίου προς την Ευρώπη, σε συνδυασμό με την ακρίβεια σε ενέργεια, καύσιμα, τρόφιμα, θα δημιουργήσει αντιδράσεις στα λαϊκά στρώματα αλλά και σε καπιταλιστές και θα προκληθούν φαινόμενα πολιτικής αστάθειας και εξεγέρσεων. Ο χειμώνας που έρχεται θα είναι βαρύς για την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό και ίσως καυτός από την άποψη των διαμαρτυριών και των εξεγέρσεων που είναι πιθανό προκληθούν κάτω από το βάρος των προβλημάτων διαβίωσης και επιβίωσης. Η περίσταση αυτή θέτει ξανά στο προσκήνιο την κομμουνιστική απάντηση στα ζητήματα αυτά, δηλαδή, της κρατικοποίησης του τομέα της ενέργειας, την κρατικοποίηση όλων των μονάδων παραγωγής ενέργειας και τη λειτουργία τους με εργατικό έλεγχο.
Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση πρέπει να τονίσουμε τη θέση μας ότι αποτελούν ουτοπία οι απόψεις που μιλάνε για επιστροφή σε κάποια προηγούμενη κανονικότητα. Τέτοια δεν υπάρχει. Η μόνη κανονικότητα είναι η σημερινή δυστοπία η οποία θα χειροτερέψει μαζί με την ακρίβεια η οποία ήρθε για να μείνει.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η εξέγερση και η επαναστατική ανατροπή της σημερινής καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική διέξοδο για τα εργατικά συμφέροντα και τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού. Το λεγόμενο μεταβατικό πρόγραμμα πρέπει να μπει ξανά στο κέντρο του ενδιαφέροντος των εργατικών πολιτικών δυνάμεων και να αποτελέσει αντικείμενο πλατιάς πολιτικής ζύμωσης σαν η μόνη εργατική απάντηση στην παρούσα δυστοπική κατάσταση. Ταυτόχρονα, αποκτά άμεση επικαιρότητα το ζήτημα της ενότητας των κομμουνιστών για να απαντήσουν από τη σκοπιά της εργατικής τάξης στην παρούσα δυστοπία και στην πολύ πιθανή πολιτική αστάθεια και τις εξεγέρσεις που θα προκληθούν κάτω από το βάρος των ασήκωτων προβλημάτων που φαίνεται να προκαλεί η αντιπαράθεση των ιμπεριαλιστών και ο πόλεμος της ενέργειας.
9. Η κομμουνιστική Αριστερά κυριαρχείται από αστικές αντιλήψεις, οδηγεί σε ήττα και απογοήτευση τους κομμουνιστές, στη διάλυση του συνδικαλιστικού κινήματος, και δεν μπορεί να εμπνεύσει την εργατική τάξη. Κυρίαρχο ζήτημα αποτελεί το ζήτημα της εξουσίας της εργατικής τάξης, δηλαδή, της δικτατορίας του προλεταριάτου, το οποίο η κομμουνιστική αριστερά το έχει απεμπολήσει χαρακτηρίζοντας την εργατική τάξη ως αδύναμη για να ανατρέψει τη δικτατορία του κεφαλαίου. Η εμπειρία της προηγούμενης δεκαετίας το απέδειξε περίτρανα.
Σ’ αυτήν την κατάσταση, η μοναδική απάντηση βρίσκεται στην Ενότητα των Κομμουνιστών, η οποία δεν θα επιτευχθεί μέσα από διαπραγματεύσεις κάποιων ηγετών, ή μέσα από τη συνένωση κάποιων σκόρπιων ομάδων. Εκείνο που προέχει στην πάλη κατά του οπουρτουνισμού και του καπιταλισμού είναι το ξεκαθάρισμα στόχου και κατευθύνσεων, η προβολή του μεταβατικού προγράμματος της εξουσίας της εργατικής τάξης μέσα στους αγώνες του σήμερα χωρίς υστεροβουλίες και συμβιβασμούς.
Με όλους αυτούς που παλεύουν στην ίδια κατεύθυνση, όλους όσους θέλουν την κομμουνιστική ενότητα, που περνάει μέσα από τη διάσπαση με τον ρεφορμισμό, είμαστε σίγουροι ότι θα βρεθούμε αργά ή γρήγορα ενωμένοι και οργανωμένοι στο ίδιο επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί κοινωνική αναγκαιότητα. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί μόνιμο καθήκον της οργάνωσής μας η ανάπτυξη θεωρητικού διαλόγου και η παρέμβαση μας στο κίνημα της εργατικής τάξης και της νεολαίας.
Η διαδικασία αυτή της ενότητας των κομμουνιστών, σε συνθήκες κρίσης και ιδιαίτερα σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης όπως αυτή του 2011, απαιτεί συμφωνία και σε σχέση με την εκτίμηση της κατάστασης και τα άμεσα τακτικά καθήκοντα.
Η απογοήτευση από την ήττα, αλλά και τα νέα ζητήματα που απαιτούν απαντήσεις έχουν οδηγήσει την κομμουνιστική Αριστερά σε μια πορεία συρρίκνωσης και κατακερματισμού. Θα επιδιώξουμε την επαφή με δυνάμεις και αγωνιστές με τους οποίους είτε μοιραστήκαμε κοινές εκτιμήσεις και απόψεις είτε δώσαμε κοινές μάχες και θα ανταποκριθούμε σε κάθε πρόσκληση για πολιτικό και θεωρητικό διάλογο.
10. Στις σημερινές συνθήκες, απαιτείται η ανάπτυξη δράσεων ιδεολογικής – θεωρητικής κατεύθυνσης με ποικίλους τρόπους (επανέκδοση/παρουσίαση του βιβλίου του σ. Κώστα Μπατίκα για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό–κομμμουνισμό, ιδεολογικά μαθήματα, άρθρα κ.λπ.).
Στα πρακτικά καθήκοντα του επόμενου διαστήματος, ιδιαίτερο βάρος πρέπει να δοθεί στις εκλογές για τοπική διοίκηση του 2023, με στόχο τη συγκρότηση ψηφοδελτίων που θα διακρίνονται από τον απολίτικο κινηματισμό που κυριαρχεί σε ανάλογες προσπάθειες της Αριστεράς, θα υποστηρίζουν το μεταβατικό πρόγραμμα και θα μπορούν να συμβάλουν στην ενίσχυση του επαναστατικού ρεύματος και να κερδίσουν δυνάμεις στην πάλη για την εξουσία και το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι εκλογές αυτές θα πρέπει να συνδεθούν με τον αντιφασιστικό αγώνα, καθώς, ειδικά στην Αθήνα, είναι πιθανό να επιδιώξουν οι ναζί του Κασιδιάρη να εμφανιστούν και πάλι στο πολιτικό προσκήνιο.
Τέλος, στα πλαίσια της ενιαιομετωπικής δράσης θα παρακολουθήσουμε τις διαδικασίες της συνδικαλιστικής κίνησης «Μάχη».
Οκτώβρης 2022
[2022-10-02] Με αφορμή την έκθεση Λύτρα (για να λέμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη)
Με αφορμή την έκθεση Λύτρα (για να λέμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη)
Τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη και την Έκθεσητου επίκουρου καθηγητή Δημόσιας Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, Θεόδωρου Λύτρα, είναι αποκαλυπτικά σε σχέση με την υποβάθμιση του ΕΣΥ και τις ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη για χιλιάδες θανάτους από covid. Και επιβεβαιώνουν την ορθότητα της καταγγελίας της οργάνωσής μας σχετικά με το βαθμό των ευθυνών και τις εγκληματικές πράξεις της κυβέρνησης της Ν.Δ.
Στη μελέτη αναλύονται συνολικά τα στοιχεία από 14.011 διασωληνωμένους ασθενείς με covid, από τους οποίους οι 10.466 (ποσοστό 74,7%) απεβίωσαν, με τη θνησιμότητα να είναι αυξημένη κατά 21% σε σχέση με την περίοδο της πρώτης μελέτης (από την αρχή της πανδημίας έως τον Μάιο του 2021).
Το φορτίο θνητότητας είναι μεγαλύτερο για τους νοσηλευόμενους σε δομές υγείας της επαρχίας (+64%) συγκριτικά με τα νοσοκομεία του λεκανοπεδίου της Αττικής, ενώ πριν την 1η Σεπτεμβρίου η διαφορά ήταν 36% (ποσοστό όμοιο με αυτό της πρώτης φάσης παρατήρησης).
Από την επιμέρους ανάλυση του δείγματος προκύπτει ότι, όσοι δεν εισήχθησαν σε ΜΕΘ σχεδόν όλοι έχασαν τη μάχη για τη ζωή τους (1.084 ασθενείς, 97,7%) έναντι 72,7% (9.382 ασθενείς) μεταξύ των νοσηλευομένων σε ΜΕΘ.
Ως κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ επισημάναμε τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, στην ανακοίνωση της οργάνωσης «Μαζικός υποχρεωτικός εμβολιασμός» που δημοσιεύτηκε στις 6.9.2021:
«…Η κυβέρνηση της ΝΔ και ο ίδιος ο Μητσοτάκης φέρουν εγκληματικές ευθύνες για τους πάνω από 14.000 νεκρούς, πολλοί εκ των οποίων δεν θα είχαν χάσει τη ζωή τους, αν είχαν παρθεί τα κατάλληλα μέτρα: αν η πλειοψηφία των νοσούντων δεν έμεναν εκτός ΜΕΘ, αν τα lockdown δεν ήταν προσχηματικά και εξαρτώμενα από τις ανάγκες των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα του τουριστικού κεφαλαίου, αν η πρωτοβάθμια υγεία δεν ήταν ανύπαρκτη, αν τα δημόσια νοσοκομεία δεν είχαν αποψιλωθεί, αν οι χώροι μαζικής εργασίας και οι μαζικές μεταφορές δεν έμεναν εντελώς ανεξέλεγκτα, αν δεν μετατρέπονταν η επιτροπή ειδικών σε τσιράκι της κυβέρνησης. Η εργατική τάξη πρέπει να τα θυμάται αυτά και να αποδώσει τις ευθύνες που πρέπει.»
Και στις 18.10.2021, γράψαμε:
«καθημερινά πεθαίνουν 30-40 άτομα από κορωνοϊό. Αυτό συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου του 2021 (ο μέσος ημερήσιος αριθμός νεκρών είναι πάνω από τριάντα τις τελευταίες επτά εβδομάδες). Όμως, κανένας δεν δείχνει να ενοχλείται από το γεγονός. Τόσοι νεκροί πιθανότητα θα προκαλούσαν ένα γενικό lockdown σε προηγούμενη περίοδο ή σε άλλο κράτος. Φαίνεται, όμως, ότι, από τη μια, οι ανάγκες της οικονομίας βαραίνουν περισσότερο από τις ζωές των ανθρώπων, και από την άλλη, η κανιβαλιστική αντίληψη ότι αυτοί που πεθαίνουν είναι κυρίως οι μη εμβολιασμένοι, έχει οδηγήσει στην υποβάθμιση του θέματος. Όμως, όλοι αυτοί οι νεκροί δεν είναι παρά δολοφονίες της κυβέρνησης, όπως ήταν και οι προηγούμενοι. Είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η κυβέρνηση εγκαταλείπει τους πολίτες, και κυρίως τους πιο φτωχούς και αδύναμους, στην τύχη τους, δεν παίρνει κανένα ουσιαστικό μέτρο για να σταματήσει τη διάδοση του ιού. Ο μόνος λόγος που αριθμός των νεκρών δεν έχει εκτοξευτεί, όπως είχε γίνει πέρυσι τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο, είναι ότι ένα ποσοστό του πληθυσμού (κοντά στο 60%) είναι πλήρως εμβολιασμένο και ένα άλλο έχει ήδη νοσήσει. Αυτά τα στοιχεία είναι αρκετά για να πείσουν τον κάθε εργάτη και κάθε εργάτρια αυτής της χώρας ότι αυτή η κυβέρνηση είναι επικίνδυνη και πρέπει να εκδιωχθεί. Προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να στραφούν οι προσπάθειες της εργατικής τάξης και των οργανώσεων της».
[2022-09-08] Ο εκφυλισμός της εργατικής εξουσίας στη Σοβιετική Ένωση, οι απολογητές και οι νονοί του
Ο εκφυλισμός της εργατικής εξουσίας στη Σοβιετική Ένωση, οι απολογητές και οι νονοί του
Σε άρθρο του με τίτλο «Ο καπιταλισμός θρηνεί τον ηγέτη της αντεπανάστασης!» ο Λ. Αναστασόπουλος μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ, με αφορμή τον θάνατο του Γκορμπατσόφ και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (Σ.Ε.), γράφει μεταξύ άλλων:
«Η βαθύτερη αιτία των ανατροπών
Φυσικά τα γεγονότα αυτά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, ούτε ήταν αποτέλεσμα απλά κάποιου μυστικού σχεδίου ανατροπής του σοσιαλισμού, παρότι οι χώρες του ιμπεριαλισμού, το ΝΑΤΟ και ειδικά οι ΗΠΑ ανέπτυσσαν και με πρακτικό τρόπο την υπονόμευση του σοσιαλισμού. Ενώ ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ είχε δηλώσει: «Ο στόχος ολόκληρης της ζωής μου ήταν η εξολόθρευση του κομμουνισμού. Ακριβώς για να πετύχω αυτόν το σκοπό, χρησιμοποίησα τη θέση μου στο κόμμα και στη χώρα».
Όμως για να ανατραπεί η εργατική εξουσία δεν αρκούσαν όλα αυτά από μόνα τους. Η αιτία ήταν βαθύτερη και αφορούσε –όπως έχει αναδείξει το ΚΚΕ στις επεξεργασίες του– στη δημιουργία κοινωνικών δυνάμεων που είχαν συμφέρον από την ανατροπή του σοσιαλισμού. Γιατί έγινε αυτό;
Η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ δεν προχώρησε ευθύγραμμα, ανοδικά και ομαλά. Τα πρώτα χρόνια έγινε κατορθωτό να μπουν οι βάσεις της νέας κοινωνίας, δηλαδή να δοθεί γενικά με επιτυχία η πάλη για την ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και την κυριαρχία του κοινωνικοποιημένου τομέα της παραγωγής με βάση τον Κεντρικό Σχεδιασμό. Παράλληλα, εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκαν οι νέοι θεσμοί της εργατικής εξουσίας και προχώρησε με επιτυχία η προσπάθεια της ανοικοδόμησης της ΕΣΣΔ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παρά αυτές τις επιτυχίες μετά το πρώτο μεταπολεμικό οικονομικό πλάνο, εμφανίστηκε καθυστέρηση στην αγροτική παραγωγή και ορισμένα προβλήματα στα αποτελέσματα του κεντρικού σχεδιασμού, μεταξύ άλλων στις αναλογίες μεταξύ παραγωγικών κλάδων. Επρόκειτο για νέες προκλήσεις που έθετε το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής που είχε κατακτήσει η ΕΣΣΔ. Ήταν προκλήσεις που, όπως η ζωή έδειξε, δεν υπήρχε συλλογικά κατακτημένη θεωρητική δυναμική που θα μπορούσε να προσαρμόσει την κομμουνιστική στρατηγική σε αυτές.
Έτσι τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν δεν ερμηνεύτηκαν σωστά και δεν αντιμετωπίστηκαν με άξονα την ενίσχυση και επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων. Ερμηνεύτηκαν ως αναπόφευκτες αδυναμίες που έχει από τη φύση του ο κεντρικός σχεδιασμός και όχι ως αποτέλεσμα των αντιθέσεων από τις επιβιώσεις του παλιού, ως αποτέλεσμα των λαθών τού μη επιστημονικά επεξεργασμένου σχεδίου. Έτσι, αντί η λύση να αναζητηθεί προς τα εμπρός, προς την επέκταση και ισχυροποίηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής, αναζητήθηκε προς τα πίσω, στην αξιοποίηση εργαλείων και σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού. Η λύση αναζητήθηκε στη διεύρυνση της αγοράς, στον «σοσιαλισμό με αγορά».
Σε μια πορεία, με τις αποφάσεις που πάρθηκαν ιδιαίτερα μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, ενισχύθηκε το ατομικό συμφέρον σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος, διευρύνθηκε η διαφορά εισοδήματος μεταξύ εργαζομένων και διευθυντικών στελεχών και δέχτηκε πλήγμα η κομμουνιστική συνείδηση, η στάση υπεράσπισης και προώθησης της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Εμφανίστηκε το λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο» ως αποτέλεσμα όχι μόνο πλουτισμού από το επιχειρησιακό κέρδος, αλλά και της «μαύρης» αγοράς, εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, που επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής και μίσθωσης ξένης εργασίας, την παλινόρθωση του καπιταλισμού.
Πάνω σε αυτό το έδαφος λοιπόν η οπορτουνιστική στροφή που υπήρξε στο ΚΚΣΕ με κομβικό σημείο το 20ό Συνέδριο το 1956 μετατράπηκε σε ανοιχτή αντεπαναστατική δύναμη τη δεκαετία του 1980.»
Εφημερίδα Ριζοσπάστης, Σάββατο 3 Σεπτέμβρη 2022 - Κυριακή 4 Σεπτέμβρη 2022
Ο Λ. Αναστασόπουλος, στο εξής Λ.Α., μας λέει πως μέχρι το 1956 τα πράγματα πήγαιναν σχετικά καλά, αφού παίρνονταν μέτρα για την «ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής», αλλά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρουσιάστηκαν νέα προβλήματα τα οποία δεν αντιμετωπίστηκαν σωστά:
«…Έτσι, αντί η λύση να αναζητηθεί προς τα εμπρός, προς την επέκταση και ισχυροποίηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής, αναζητήθηκε προς τα πίσω, στην αξιοποίηση εργαλείων και σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού. Η λύση αναζητήθηκε στη διεύρυνση της αγοράς, στον ‘σοσιαλισμό με αγορά’».
Με λίγα λόγια, σύμφωνα με τον Λ.Α., στην Σ.Ε. υπήρχαν ήδη πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή η κοινωνία έφτασε στον κομμουνισμό, διότι μόνο στον κομμουνισμό μπορούν να υπάρξουν κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής, αλλά κατόπιν, κυρίως μετά το 20ο Συνέδριο, υπήρξε πισωγύρισμα και αυτό διότι «…Εμφανίστηκε το λεγόμενο ‘σκιώδες κεφάλαιο’ ως αποτέλεσμα όχι μόνο πλουτισμού από το επιχειρησιακό κέρδος, αλλά και της ‘μαύρης’ αγοράς, εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, που επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής και μίσθωσης ξένης εργασίας, την παλινόρθωση του καπιταλισμού…».
Υπήρξε δηλαδή σε μία χώρα, στην Σ.Ε., αταξική-ακρατική κοινωνία, διότι έτσι προσδιόριζαν οι κλασικοί την κομμουνιστική κοινωνία, η οποία, σύμφωνα με τον Λ.Α., πισωγύρισε, επειδή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά το 20ο Συνέδριο: «…Η λύση αναζητήθηκε στη διεύρυνση της αγοράς, στον ‘σοσιαλισμό με αγορά’.»
Πόσες αντιφάσεις σε μία πρόταση: αν στην Σ.Ε. υπήρχαν κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής, τότε ποιες κοινωνικές δυνάμεις ενδιαφέρονταν για τον «σοσιαλισμό με αγορά»; Ποιες κοινωνικές δυνάμεις ενδιαφέρονταν για το πισωγύρισμα, αφού λογικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν τέτοιες δυνάμεις σε αυτή τη φάση της κοινωνικής ανάπτυξης της Σ.Ε.;
Μέσα σε ένα άρθρο, το οποίο κινείται στη βάση των αναλύσεων και αποφάσεων του ΚΚΕ, με τις οποίες διαπαιδαγωγήθηκε ο Λ.Α., συγκεντρώνεται τεράστιος όγκος αντιεπιστημονικών, αντιμαρξιστικών-αντιλενινιστικών ισχυρισμών, που η ανάγνωσή τους και μόνο πρέπει να προκαλεί άφθονο γέλιο στους αστούς διανοούμενους.
Το πιο τραγικό όμως δεν είναι αυτό. Το πιο τραγικό είναι πως πολλοί άνθρωποι, νεολαίοι, εργαζόμενοι και άλλοι, διαπαιδαγωγούνται με αυτό τον τρόπο, με αντιεπιστημονικές, αντιμαρξιστικές-αντιλενινιστικές, εν κατακλείδι αστικές, μπουρδολογίες. Ακόμα πιο τραγικό είναι το γεγονός ότι οι φορείς αυτών των απόψεων με τον τρόπο αυτό υποστηρίζουν ότι υπερασπίζουν τον σοσιαλισμό, ενώ στην πραγματικότητα τον γελοιοποιούν. Προπαγανδίζουν αυτό που ηττήθηκε και κατέρρευσε και που, στην απίθανη περίπτωση που οι φορείς αυτών των απόψεων έρθουν στα πράγματα με κυρίαρχες αυτές τις απόψεις, με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσουν το κίνημα ξανά σε ήττα.
***
Αντί για τη θεωρία ότι στη Σ.Ε. υπήρχαν κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες για κάποιο μυστήριο λόγο οπισθοδρόμησαν, νομίζουμε ότι υπάρχουν καλύτερες εξηγήσεις, οι οποίες στηρίζονται στην μαρξιστική ανάλυση.
Η επανάσταση του Οκτώβρη, μια γνήσια λαϊκή, προλεταριακή επανάσταση, ήταν η νίκη της πρώτης πράξης της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Η επανάσταση αφαίρεσε την εξουσία από τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές, τσάκισε και διέλυσε το αστικό κράτος, εγκαθίδρυσε τη δικτατορία του προλεταριάτου, απαλλοτρίωσε τους απαλλοτριωτές, κατήργησε την ιδιωτική ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής και τα παρέδωσε στην ιδιοκτησία του εργατικού κράτους, του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου. Για όλα αυτά η Οκτωβριανή επανάσταση, ήταν μια γνήσια σοσιαλιστική επανάσταση στην πρώτη της πράξη, και δεν ήταν μια ιστορική απόκλιση-ανωμαλία λόγω της καθυστέρησης της Ρωσίας, ούτε μια ιδιόμορφη αστικοδημοκρατική επανάσταση. Έβαλε σε εφαρμογή τα μεταβατικά μέτρα που είχε επεξεργαστεί ο Μαρξ στη βάση της εμπειρίας της Παρισινής Κομμούνας και είχε επαναφέρει και επικαιροποιήσει ο Λένιν, μετά από την αποσιώπηση δεκαετιών από τις ηγεσίες της Β’ Διεθνούς. Εγκαινίασε έτσι τη μεταβατική περίοδο των επαναστατικών μετασχηματισμών των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, τη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Με τον αέρα της νίκης και την επαναστατική στρατηγική του μπολσεβίκικου κόμματος η εργατική τάξη της Ρωσίας σε συμμαχία –υπό την ηγεμονία της– με τη φτωχολογιά του χωριού κατάφερε να συντρίψει την αντίσταση των εκμεταλλευτριών τάξεων, να νικήσει και να εκδιώξει τους ιμπεριαλιστές εισβολείς και να περιφρουρήσει την επανάστασή της.
Αλλά η βοήθεια που περίμεναν οι μπολσεβίκοι και οι εργάτες της Ρωσίας από μια νικηφόρα έκβαση της προλεταριακής επανάστασης στη Δύση δεν ήρθε. Οι προλεταριακές επαναστάσεις στην Κεντρική Ευρώπη ηττήθηκαν. Η επανάσταση στη Γερμανία παρεκτράπηκε σε μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του συστήματος και ηττήθηκε με ευθύνη των προδοτικών ηγεσιών της Σοσιαλδημοκρατίας της Β’ Διεθνούς. Λόγω της ελλιπούς συγκρότησης και ανεπάρκειας τους οι επαναστάτες του Σπάρτακου δεν μπόρεσαν να αποκρούσουν την αντεπαναστατική δράση της Σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας, να αποτρέψουν την ήττα της επανάστασης και να οδηγήσουν το γερμανικό προλεταριάτο στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του. Έτσι το προλεταριάτο της Ρωσίας έμεινε μόνο του στους πρωτόγνωρους δρόμους της επαναστατικής μετάβασης στη νέα κοινωνία και μάλιστα σε συνθήκες άκρως δυσμενείς λόγω της πολιτικής και πολιτιστικής καθυστέρησης των πλατιών εργατικών και λαϊκών μαζών. Σε συνθήκες όπου το έτσι κι αλλιώς χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε σχέση με τις πιο ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού είχε υποχωρήσει ακόμα περισσότερο κατά τη διάρκεια της επανάστασης και των ιμπεριαλιστικών επιδρομών και η ερήμωση και η πείνα απειλούσε θανάσιμα την επανάσταση, το λαό και τη χώρα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η επανάσταση αναγκάστηκε να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις από τις αρχές της για να σωθεί. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει προσωρινά τις αρχές της Κομμούνας (αιρετότητα, ανακλητότητα, πληρωμή με το μέσο μισθό του εργάτη) κατά την ανάδειξη των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και της διεύθυνσης της παραγωγής και της οικονομίας. Αναγκάστηκε να κάνει παραχωρήσεις στο ξένο κεφάλαιο και στους εγχώριους καπιταλιστές με τη ΝΕΠ, προκειμένου να ανοικοδομήσει την κατεστραμμένη οικονομία και να σώσει το λαό από την πείνα. Οι υποχωρήσεις αυτές, που ήταν εντελώς αναγκαίες για την κατάσταση που βρέθηκε η Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν αποτελούν φυσικά νομοτέλεια για κάθε προλεταριακή επανάσταση, και δεν αποτελούν την αιτία για την τελική έκβαση της υπόθεσης της μετάβασης στη Σοβιετική Ένωση. Εκείνο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο δεν ήταν οι αναγκαίες υποχωρήσεις αυτές καθ’ αυτές, αλλά η μονιμοποίηση τους και η θεώρηση τους ως κανονική νομοτέλεια της προλεταριακής επανάστασης από τις ηγεσίες του ΚΚΣΕ μετά το Λένιν.
Παρ’ όλες τις υποχωρήσεις η εργατική τάξη της Ρωσίας και το μπολσεβίκικο κόμμα σε συνθήκες σκληρής ταξικής πάλης κατόρθωσαν να ανοικοδομήσουν την κατεστραμμένη οικονομία. Βασισμένοι στα εθνικοποιημένα μέσα παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό του προλεταριακού κράτους πέτυχαν εντυπωσιακά αποτελέσματα και έφτασαν στο σημείο να παραδώσουν τελικά σχεδόν όλα τα μέσα παραγωγής στο εργατικό κράτος και να υλοποιήσουν την τελική συνεταιριστικοποίηση της μικρής παραγωγής, και πρώτα και κύρια την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας.
Αυτή ήταν μια σημαντική στιγμή στην πορεία της μεταβατικής περιόδου και απαιτούσε αυξημένες θεωρητικές, ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές προσπάθειες για να αφομοιωθεί σωστά και να πραγματοποιηθεί μια ποιοτικά νέα προώθηση της επανάστασης και της πορείας προς την τελική νίκη. Το προλεταριάτο κατέκτησε τότε μια στέρεη βάση, η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής έκανε τεράστια βήματα προς τα εμπρός, ολοκληρώθηκε η παράδοση στο κράτος σχεδόν όλων των μέσων παραγωγής μαζί με την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας, απέκτησε πλέον σημαντικές εμπειρίες στον κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής και της οικονομίας. Πάνω σ’ αυτή τη στέρεη βάση θα μπορούσε να οργανωθεί η τιτάνια προσπάθεια για την κάλυψη της τεράστιας ακόμη απόστασης ως την πλήρη κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, ως την κατάκτηση της κοινοκτημοσύνης των παραγωγών. Προς αυτή την κατεύθυνση η επαναφορά όλων των επαναστατικών αρχών, η επαναθεμελίωση όλων των αρχών του κράτους τύπου Κομμούνας (αιρετότητα, ανακλητότητα, πληρωμή με το μέσο μισθό του εργάτη) και η τελειοποίηση έτσι της δικτατορίας του προλεταριάτου που θα εξασφάλιζε και το αναγκαίο για το σοσιαλισμό επίπεδο κοινωνικού πλούτου, αποτελούσε μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Η άλλη προϋπόθεση ήταν η ένταση των προβληματισμών για τους δρόμους προς τη νίκη της παγκόσμιας επανάστασης, απαιτούσε πολύπλευρη ενίσχυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς ώστε να συμβάλλει στις διαδικασίες ανάπτυξης της παγκόσμιας επανάστασης και στην κατάκτηση της παγκόσμιας δικτατορίας του προλεταριάτου ή τουλάχιστον στην κατάκτηση της στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ώστε να καταστεί δυνατή η έναρξη της κατάργησης των τάξεων και της απονέκρωσης του κράτους.
Αντί γι’ αυτά, σε κείνη την κρίσιμη στιγμή για τις τύχες της επανάστασης, η ηγεσία του ΚΚΣΕ υπό το Στάλιν «είδε» και διακήρυξε μπροστά σε όλο τον κόσμο την οριστική νίκη του σοσιαλισμού-πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας στη Σοβιετική Ένωση.
Έτσι ούτε καν συνειδητοποιήθηκε το δίλημμα στο οποίο βρέθηκε σε κείνη τη φάση της εξέλιξης της η σοβιετική κοινωνία: ή προχωράμε μπροστά (προς το σοσιαλισμό) ή το πισωγύρισμα δεν μπορεί να αποφευχθεί. Συσκοτίστηκε η πραγματικότητα, η επαναστατική πορεία μπερδεύτηκε, η επανάσταση διακόπηκε, αφού διακηρύχτηκε καταμεσής στο δρόμο της η τελική της νίκη.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η τιτάνια προσπάθεια των λαών της Σοβιετικής Ένωσης ανέβαλε προσωρινά τη λύση στο δίλημμα που τέθηκε από τη ζωή.
Η νίκη της Κινεζικής Επανάστασης από τη μια, και από την άλλη –ανεξάρτητα από το πως επιτεύχθηκε– η νίκη και η κατάργηση της αστικής εξουσίας και της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στις χώρες των Λαϊκών Δημοκρατιών στην Ευρώπη έθετε νέα προβλήματα στο κομμουνιστικό κίνημα, επικαιροποιούσε τον διεθνή χαρακτήρα της επανάστασης, μπορούσε να ανοίξει νέους δρόμους για την πορεία της. Ωστόσο, το πεδίο ήταν ήδη ναρκοθετημένο, ο επαναστατικός ορίζοντας του κινήματος ήταν ήδη ακρωτηριασμένος, η επαναστατική στόχευση έφτανε μόλις ως το πέρασμα των μέσων παραγωγής στο εργατικό κράτος και τη συνεταιριστικοποίηση της μικρής ιδιοκτησίας. Η σταδιοποίηση της επανάστασης έγινε γενικό καθεστώς στο κίνημα, και αυτό ισοδυναμούσε με την ουσιαστική εγκατάλειψη της, με παραίτηση από το στόχο να οδηγηθεί ως την πλήρη και τελική της νίκη, αφού επικράτησε η πεποίθηση ότι ο σοσιαλισμός (πρώτη φάση του κομμουνισμού) για τον οποίο παλεύουμε είναι αυτό που υπήρχε ήδη στη Σοβιετική Ένωση.
Για μια ακόμη φορά ξεχνιέται και αποσιωπάται ο Μαρξ και ο Ένγκελς, διαστρεβλώνεται ασύστολα ο Λένιν. Για την κατάκτηση αυτού του «σοσιαλισμού», ενός σοσιαλισμού καουτσκικής έμπνευσης, δεν προαπαιτείται φυσικά η παγκόσμια επανάσταση, η κατάργηση των τάξεων, η απονέκρωση του κράτους, η κοινοκτημοσύνη, η κατάργηση των εμπορευματικών σχέσεων, και όλα όσα είχαν πει σχετικά οι κλασσικοί του μαρξισμού. Οι διαδικασίες απονέκρωσης του κράτους, κατάργησης των τάξεων κ.λ.π. παραπέμπονται σε ένα ακαθόριστο πλέον κομμουνιστικό μέλλον. Η παγκόσμια δικτατορία του προλεταριάτου πετιέται στα αζήτητα, η πλήρης κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και η επίτευξη της κοινοκτημοσύνης των παραγωγών δεν αποτελεί πλέον στόχο για κατάκτηση, καθώς έχει ήδη «επιτευχθεί» με την κρατικοποίηση και τη συνεταιριστικοποίηση.
Ταυτόχρονα, η ηγεσία του ΚΚΣΕ διαβρώθηκε και αλώθηκε από τα διοικητικά και διευθυντικά στελέχη, η δικτατορία του προλεταριάτου είχε μετατραπεί σε πλήρη δικτατορία των διοικητικών και διευθυντικών στρωμάτων. Καμιά μερίδα της σοβιετικής ηγεσίας δεν ενδιαφέρονταν και δεν υπεράσπιζε πλέον τη σοσιαλιστική προοπτική της εργατικής τάξης και σταδιακά μετατρέπονταν σε δυνάστες της.
Τα συμφέροντα των ανεξέλεγκτων πλέον διοικητικών και διευθυντικών στρωμάτων έκφρασε και η διακήρυξη περί οριστικής νίκης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση το 1936. Τα στρώματα αυτά από την άποψη των συμφερόντων τους δεν ενδιαφέρονταν για το προχώρημα της επανάστασης. Τους αρκούσε αυτό που ήδη υπήρχε. Η επαναφορά των αρχών του κράτους τύπου Κομμούνας θα κατέστρεφε την κατακτηθείσα θέση τους, και κάθε προχώρημα της επανάστασης θα σήμαινε και την κατάργηση τους. Γι’ αυτό ακριβώς αντί για κράτος τύπου Κομμούνας προχώρησαν στην κοινοβουλευτικοποίηση της σοβιετικής δημοκρατίας για να αποτρέψουν κάθε υπόλειμμα ελέγχου, στην εγκατάλειψη των αρχών επαναστατικής συγκρότησης του Κόκκινου Στρατού για να εξουδετερώσουν κάθε κίνδυνο από μια ένοπλα συγκροτημένη δύναμη της εργατικής τάξης, στην ουσιαστική εγκατάλειψη της παγκόσμιας επανάστασης που επισημοποιήθηκε μερικά χρόνια αργότερα με την διάλυση της Γ’ Διεθνούς.
Αν υπήρχε επαναστατικό κόμμα, αν υπήρχε δικτατορία του προλεταριάτου θα ήταν αδύνατο στους ανοιχτούς εκπροσώπους της αστικής τάξης να σφετεριστούν την ηγεσία του ΚΚ και να διαβρώσουν τους μηχανισμούς του προλεταριακού κράτους, Αυτά είχαν παραμεριστεί ήδη σε μια πολύχρονη πάλη ώσπου η γραφειοκρατία να συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να μετατραπεί σε αστική τάξη. Γι’ αυτό ακριβώς και η πτώση των ιστορικών κατακτήσεων έγινε χωρίς ουσιαστική αντίσταση.
Ο Οκτώβρης τελικά ηττήθηκε, αλλά η εμπειρία από την ένδοξη πορεία του είναι πολύτιμη.
Οι κοινωνίες που εγκαινίασε δεν έφτασαν στο σοσιαλισμό. Πουθενά στον πλανήτη δεν επιτεύχθηκε ακόμη αυτή η φάση της ανθρώπινης κοινωνικής εξέλιξης.
Η σοβιετική κοινωνία δεν ήταν πλέον καπιταλιστική αλλά ούτε είχε φτάσει στις σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής. Δεν ήταν φυσικά ούτε κρατικός καπιταλισμός, ούτε κρατικός σοσιαλισμός, ούτε ασιατικός τρόπος παραγωγής, ούτε κάποιος ανέκδοτος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός ή έκφραση κάποιου δήθεν πρώιμου σοσιαλισμού.
Η σοβιετική κοινωνία ήταν μια κλασσική κοινωνία μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.
Είχε μεταβατικές σχέσεις παραγωγής, μια μεταβατική κοινωνική ταξική διάθρωση και αρχικά ένα μεταβατικό εποικοδόμημα, ένα κράτος τύπου Κομμούνας έστω και σε τροποποιημένη μορφή.
Η βασική μεταβατική παραγωγική σχέση, η παραδομένη στα χέρια του κράτους ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, άντεξε μέχρι την τελική διάλυση της σοβιετικής κοινωνίας.
Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές η Ε.Σ.Σ.Δ.
***
Μια εξήγηση όπως η παραπάνω, η οποία κατανοεί το βασικό, ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, που είναι μια ακρατική-αταξική κοινωνία και κατώτερο στάδιο του ολοκληρωμένου κομμουνισμού, υπάρχει μια περίοδος μετάβασης και μια μεταβατική κοινωνία, στην οποία αντιστοιχεί το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, θα βοηθούσε πολλαπλώς το εργατικό κίνημα και τις κομμουνιστικές δυνάμεις μέσα σ’ αυτό:
- Θα βοηθούσε στην καλύτερη κατανόηση του τι γινόταν στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση και θα προστάτευε τα κόμματα με αναφορά στην εργατική τάξη, όπως το ΚΚΕ και οι ηγέτες του, από το να κάνουν δηλώσεις όπως η εξής:
«Οι ιδέες της περεστρόικα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αναδιοργάνωσης του σοσιαλισμού και συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη της σύγχρονης θεωρίας του σοσιαλισμού, ο σοσιαλισμός δεν ήταν ποτέ πιο ελκυστικός». (Αλέκα Παπαρήγα, Γ. Γ. Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Πράβντα, 25 Ιούνη 1991).
Η περεστρόικα και οι ηγέτες της δεν επανέφεραν τις αρχές του κράτους-κομμούνας αλλά προωθούσαν τα συμφέροντα των γραφειοκρατικών και διευθυντικών ηγεσιών που μπορούσαν πια, μετά από δεκαετίες συνεχών συγκρούσεων, να αποτελειώσουν το τελευταίο ίχνος της επανάστασης, την κρατική ιδιοκτησία: με ηγέτη τον Γκορμπατσόφ αυτά τα στρώματα μέσω της περεστρόικα έγιναν από διευθυντές και στελέχη του κρατικού και κομματικού μηχανισμού ιδιοκτήτες-καπιταλιστές.
- Θα βοηθούσε την εργατική τάξη να έχει προοπτική την επανάσταση και τη δημιουργία της δικής της εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου, αντί να βαλτώνει μέσα στον κινηματισμό (μορφή ρεφορμισμού στην πραγματικότητα, που εξοβελίζει τον τελικό στόχο της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου), ή να βαυκαλίζεται με το όραμα κάποιου σοσιαλισμού που, όταν έρθει, θα λύσει όλα τα προβλήματα. Η πρώτη αντίληψη έχει κυριαρχήσει συνολικά στο κίνημα, και οι ιδιαίτεροι πολιτικοί της φορείς ανήκουν στο χώρο της νέας αριστεράς, αλλά σ’ αυτήν καταλήγει τελικά και το ΚΚΕ. Η δεύτερη είναι η ιδιαίτερη αντίληψη της ηγεσίας του ΚΚΕ που ευαγγελίζεται τον σοσιαλισμό, όπως οι χιλιαστές τη Δευτέρα Παρουσία, και αισθάνεται έτσι και πιο επαναστατική από τους κινηματιστές της νέας αριστεράς. Βέβαια αυτό καθόλου δεν ενοχλεί την αστική τάξη. Τα όμορφα λόγια για τον σοσιαλισμό, από τη στιγμή που δεν μετατρέπονται σε απτό πρόγραμμα και δράση για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση της εξουσίας της εργατικής τάξης στο σήμερα, δεν απειλούν καθόλου την αστική εξουσία, όπως ο φόβος της τιμωρίας του Θεού επί των αδίκων στη Δευτέρα Παρουσία δεν αποθαρρύνει τους εγκληματίες. Και αφού δεν μπορεί να φέρει τον «σοσιαλισμό», η ηγεσία του ΚΚΕ, θέλοντας και μη, ξεπέφτει και αυτήν στον κινηματισμό.
Η πιο μεγάλη αδυναμία των δυνάμεων εργατικής αναφοράς είναι ακριβώς η εξαφάνιση της δικτατορίας του προλεταριάτου από τα προγράμματα και τη δράση τους. Και πώς να μην εξαφανιστεί αφού ταυτίζεται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, με μια μικρή σύντομη περίοδο, έως ότου περάσει στα χέρια του εργατικού κράτους η μεγάλη και συγκεντρωμένη βιομηχανική παραγωγή και το εμπόριο και να ολοκληρωθεί η συνεταιριστικοποίηση της αγροτικής παραγωγής. Δεν την αντιλαμβάνονται ως εκείνη τη μορφή κράτους που αντιστοιχεί σε μια μεγάλη μεταβατική περίοδο επαναστατικού μετασχηματισμού της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της μετατροπής της σε κοινή ιδιοκτησία των ενωμένων ισότιμων παραγωγών, και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα. Ως το κράτος που βασίζεται στις αρχές της αιρετότητας, ανακλητότητας, της πλήρους δημοσιότητας, της πληρωμής των κρατικών λειτουργών με βάση το μέσο μισθό εργάτη. Ως το μόνο κράτος που μπορεί να απονεκρωθεί. Για τους κομμουνιστές, το εργατικό κράτος δεν «καταργείται», απονεκρώνεται. Εξαφανίζεται λοιπόν το βασικό: ότι η περίοδος μετάβασης στην οποία αντιστοιχεί το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι κοινωνική αναγκαιότητα. Και ότι τελικά η πάλη για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, ως τη μόνη δίοδο προς το σοσιαλισμό, είναι η κρίσιμη διαφορά που διαχωρίζει τους κομμουνιστές από τους ρεφορμιστές και τους αναρχικούς.
- Θα βοηθούσε την εργατική τάξη να μην αισθάνεται από αδιαφορία έως απέχθεια για τον σοσιαλισμό, αφού οι καλοί σύντροφοι και ηγέτες του ΚΚΕ τον έχουν ταυτίσει με ό,τι γινόταν στη Σ.Ε. επί Στάλιν, δηλαδή, με την δικτατορία μιας χούφτας γραφειοκρατών και διευθυντικών στελεχών επί της εργατικής τάξης.
Η εργατική τάξη θα μπορούσε, αν οι δυνάμεις εργατικής αναφοράς έκαναν τα στοιχειώδη για να εξοπλιστούν μαρξιστικά, να αντιλαμβάνεται τον σοσιαλισμό ως μια αταξική και ακρατική κοινωνία. Όχι ως μια μεταβατική κοινωνία (αυτή είναι η κοινωνία που αντιστοιχεί στη δικτατορία του προλεταριάτου), αλλά ως την κοινωνία που εξελίσσεται πάνω στη δική της βάση, ως ανολοκλήρωτο κομμουνισμό. Στην κοινωνία αυτή ο καθένας θα είναι εργάτης, όπως και κάθε άλλος, δεν θα υπάρχουν τάξεις και το πολιτικό κράτος θα έχει απονεκρωθεί. Αυτό που θα υπάρχει είναι ένα υπόλειμμα διαχειριστικού κράτους που θα επιβλέπει την άνιση ακόμα σ’ αυτή τη φάση της κοινωνικής εξέλιξης διανομή, καθώς η διανομή γίνεται με βάση την προσφερόμενη εργασία. Και αυτό το υπόλειμμα κράτους θα απονεκρωθεί στην ανώτερη φάση, αυτή του κομμουνισμού, όταν η κοινωνία θα μπορέσει να γράψει στη σημαία της «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στο καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
***
Όπως και η αποτυχία της Παρισινής Κομμούνας δεν αποθάρρυνε τους λαούς να προχωρήσουν στις δικές τους επαναστάσεις, έτσι και η αποτυχία της πρώτης προσπάθειας οικοδόμησης εργατικού κράτους δεν θα αποθαρρύνει την παγκόσμια εργατική τάξη από το να προσπαθήσει ξανά να οικοδομήσει τη δική της εξουσία, εφαρμόζοντας αυτή τη φορά πλήρως τις αρχές της Παρισινής Κομμούνας στην οργάνωση του κράτους: αιρετότητα, ανακλητότητα, πληρωμή με τον μέσο μισθό του εργάτη, κτλ. Η δικτατορία του προλεταριάτου και η μεταβατική περίοδος επαναστατικών μετασχηματισμών που αντιστοιχεί σε αυτή, θα αποτελέσει το αναγκαίο σκαλοπάτι προς τον σοσιαλισμό, ανεξάρτητα από τα αστικά (εν τέλει) ιδεολογήματα περί σοσιαλισμού και της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης ανθρώπων που πιστεύουν ότι με αυτά τα ιδεολογήματα υπερασπίζονται την υπόθεση του σοσιαλισμού και τη Σοβιετική Ένωση.
Από το γραπτό και προφορικό πολιτικό λόγο της ηγεσίας του ΚΚΕ έχουν εξαφανιστεί οι άμεσοι στρατηγικοί στόχοι του κομμουνιστικού κινήματος: η ανατροπή της αστικής εξουσίας και της κυβέρνησής της, η προλεταριακή επανάσταση και η δικτατορία του προλεταριάτου. Οι στόχοι αυτοί έχουν αντικατασταθεί από τον τελικό σκοπό, τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, αφού «έτσι και αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη». Η μοναδική όμως πόρτα για την είσοδο στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό είναι η προλεταριακή επανάσταση, είναι η δικτατορία του προλεταριάτου! Μπορεί η ηγεσία του ΚΚΕ, κόντρα στον Μάρξ, τον Ένγκελς και τον Λένιν, να ταυτίζει τη δικτατορία του προλεταριάτου με τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό από σύγχυση. Μπορεί, όμως, με τον τρόπο αυτό να επιχειρεί μια απόδραση-διαφυγή από επικίνδυνες έννοιες και άμεσα καθήκοντα.
Δημήτρης Κάβουρας
[29-08-2022] Η «έξοδος» από τα μνημόνια και οι πανηγυρισμοί της αστικής τάξης
Η «έξοδος» από τα μνημόνια και οι πανηγυρισμοί της αστικής τάξης
Ο τερματισμός της διαδικασίας της «Ενισχυμένης Ευρωπαϊκής Εποπτείας» στις 20 Αυγούστου, πανηγυρίστηκε από την κυβέρνηση σαν σημαντικό ορόσημο που απαιτούσε την εκφώνηση πανηγυρικού λόγου από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό.
Ο πρωθυπουργός μας ενημέρωσε ότι: «Η σημερινή εξέλιξη σηματοδοτεί το τέλος των Μνημονίων και όσων επιβλήθηκαν στο όνομά τους: δυσβάσταχτοι φόροι και περικοπές μισθών και συντάξεων [...] υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας», κάτι που είναι ψευδές μια και ούτε οι μισθοί και οι συντάξεις αποκαταστάθηκαν, ούτε η δημόσια περιουσία έπαψε να είναι υποθηκευμένη, ενώ επιπλέον το σύνολο της αντεργατικής μνημονιακής νομοθεσίας παραμένει ακλόνητο στη θέση του.
Ο πρωθυπουργός, εκπροσωπώντας την αστική τάξη της χώρας, είχε βέβαια αρκετούς λόγους για να πανηγυρίζει. Η μνημονιακή περίοδος μπορεί να αποτέλεσε μια σκληρή δοκιμασία για την αστική τάξη, το πολιτικό της προσωπικό και το αστικό κομματικό σύστημα, αλλά κατάφερε να βγει από αυτήν τη δοκιμασία νικήτρια. Απέφυγε τον κίνδυνο ανατροπής της εξουσίας της που πρόβαλε απειλητικός το 2011-12, αλλά και το 2015 και κατάφερε να νικήσει κατά κράτος το εργατικό κίνημα. Επέβαλε τη νομοθεσία που ήταν αναγκαία για την ανάπτυξη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και κατεδάφισε εργατικές κατακτήσεις δεκαετιών.
Οι κορώνες αισιοδοξίας για το μέλλον περίσσεψαν στον πρωθυπουργικό δεκάρικο και έχουν βάση. Οι έλληνες κεφαλαιοκράτες είναι πλέον καλύτερα προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τις επερχόμενες κρίσεις. Δεν θα έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν τις «δυσκαμψίες» που αποτέλεσαν ισχυρά εμπόδια στην εμπέδωση της μνημονιακής πολιτικής την προηγούμενη δεκαετία. Κι επιπλέον, έχουν στη διάθεσή τους ένα κομματικό σύστημα πολύ πιο υπάκουο και πειθήνιο, σύμμαχο στην όποια επόμενη κρίση.
Ο πρωθυπουργός δεν παρέλειψε να στηλιτεύσει τις «πληγές που άνοιξαν στον κορμό της κοινωνίας μας, αυτά τα 12 χρόνια: φανατισμοί, φωτιές, βία, αλλά και τραγικοί θάνατοι, όπως εκείνοι της Marfin. Τυφλή αμφισβήτηση των θεσμών. Πάνω και κάτω πλατείες, όπου φύτρωσε το ψέμα δίπλα στο δηλητήριο της Χρυσής Αυγής. Για ν’ ακολουθήσει, μετά, μία τετραετία δημαγωγίας που κόστισε 100 δισ. και έσπρωξε τον τόπο στο χείλος του γκρεμού. Χρειάστηκαν σκληρές μάχες κατά του λαϊκισμού για να παραμείνει η χώρα σε ευρωπαϊκή τροχιά» ταυτίζοντας ανόμοια πράγματα και τσουβαλιάζοντας τις επαναστατικές φωνές μαζί με τους ναζί.
Οι πρωθυπουργικές νουθεσίες ενάντια στον «λαϊκισμό» και οι ευχές του να μην επιστρέψουμε στο παρελθόν, δείχνουν τους μόνιμους φόβους της αστικής τάξης. Φοβούνται την κινητοποίηση της εργατικής τάξης και ένα εργατικό κίνημα ικανό να ανατρέψει την αστική εξουσία.
[2022-07-06] Συμπαράσταση στον απολυμένο εκπαιδευτικό Βασίλη Λιόση
Συμπαράσταση στον απολυμένο εκπαιδευτικό Βασίλη Λιόση
Να απαγορευτούν οι απολύσεις δια νόμου
Ο μαθηματικός Βασίλης Λιόσης, ιδιωτικός εκπαιδευτικός στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο Εράσμειος Ελλληνογερμανική Αγωγή, απολύθηκε μετά από 25 έτη εργασίας στο εν λόγω εκπαιδευτήριο. Ο νόμος 4713/2020 της Κεραμέως, με τον οργουελιανό τίτλο «για τον εκσυγχρονισμό της ιδιωτικής εκπαίδευσης», ενίσχυσε τη δυνατότητα των ιδιοκτητών ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων να απολύουν εκπαιδευτικούς με την ίδια ευκολία όπως οποιοσδήποτε επιχειρηματίας. Ο Βασίλης Λιόσης δεν απολύθηκε γιατί ήταν ανεπαρκής αλλά γιατί οι πολιτικές και ιδεολογικές του απόψεις και η δράση του ενοχλούσαν. Είναι γνωστός στο χώρο της αριστεράς και για τη δράση του και για τη συγγραφική του δραστηριότητα (με βιβλία για τον Ιμπεριαλισμό, τον Ναζισμό, την 3η Διεθνή, κ.ά.) αλλά και στον χώρο του συνδικαλισμού με τη συμμετοχή στα σωματεία των ιδιωτικών εκπαιδευτικών (Σ.Ι.Ε.Λ. και Ο.Ι.Ε.Λ.Ε.). Τον τελευταίο χρόνο διαμαρτυρήθηκε με αφορμή τον εκθειασμό του δικτάτορα Μεταξά στην σχολική εορτή για την 28η Οκτωβρίου, απειλήθηκε με διοικητικά μέτρα γιατί μίλησε στα παιδιά για τη Χρυσή Αυγή με αφορμή τη δίκη της, και κατήγγειλε προβολή βίντεο που προωθούσε τη χρήση βίας κατά προσφύγων.
Το αστικό καθεστώς παίρνει τα μέτρα του για την επιτυχία πολλαπλών στόχων: την ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης, την ευόδωση της κερδοφορίας της κάνοντας πιο φθηνούς και ανίσχυρους τους εργαζόμενους σ’ αυτήν, και την ιδεολογική χειραγώγηση μέσω της προώθησης και του φασισμού στη νέα γενιά.
Ολόκληρο το εργασιακό καθεστώς που έχει επιβληθεί στους χώρους εργασίας μετατρέπει σε πραγματικό νόμο τη θέληση των καπιταλιστών-ιδιοκτητών και ισοπεδώνει κάθε θεσμική δυνατότητα αντίδρασης στο διευθυντικό τους δικαίωμα. Οι εργαζόμενοι στην ιδιωτική και δημόσια εκπαίδευση αλλά και κάθε εργαζόμενος πρέπει να αντισταθεί και να ανατρέψει ακριβώς αυτήν την κατάσταση.
Συμπαραστεκόμαστε στον αγωνιστή εκπαιδευτικό Βασίλη Λιόση και δηλώνουμε την αλληλεγγύη μας και την ετοιμότητά μας να σταθούμε στο πλευρό του.
κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
[2022-06-10] Δημόσια υγεία: από κοινωνικό πρόβλημα στην ατομική ευθύνη
Δημόσια υγεία: από κοινωνικό πρόβλημα στην ατομική ευθύνη
[Φωτ. από την ιστοσελίδα της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αχαΐας]
Την Παρασκευή, 3 Ιούνη 2022, ένα αρκετά μεγάλο πλήθος κόσμου κινητοποιήθηκε στην Πάτρα απαιτώντας λύση για τα προβλήματα του Καραμανδάνειου Νοσοκομείου Παίδων, του μοναδικού παιδιατρικού νοσοκομείου στη Δυτική Ελλάδα, στην πραγματικότητα το μοναδικό παιδιατρικό νοσοκομείο εκτός Αθηνών και Θεσσαλονίκης.
Το άμεσο πρόβλημα εντοπίζεται στην έλλειψη αναισθησιολόγων. Από τις τέσσερεις θέσεις οι τρεις παραμένουν κενές, μετά από δύο συνταξιοδοτήσεις και μία παραίτηση, και η τελευταία καλυμμένη μόνιμη θέση θα μείνει και αυτή κενή εντός του έτους λόγω συνταξιοδότησης. Τα κενά καλύπτονται με μετακινήσεις από άλλα νοσοκομεία αλλά αυτό δεν συνιστά λύση διαρκείας και εξωθεί τους γιατρούς σε υπερεργασία [1].
Αυτό είναι απλώς το πιο αιχμηρό πρόβλημα, καθώς θέτει σε κίνδυνο τη συνολική λειτουργία του νοσοκομείου (π.χ., δεν μπορούν να γίνουν χειρουργεία). Ακόμα κι αν δεν υπήρχε αυτό το πρόβλημα, δεν θα δυσκολευτεί κάποιος να βρει πλήθος άλλων προβλημάτων: ελλείψεις σε όλες τις ειδικότητες, ελλείψεις σε εξοπλισμό (μαγνητικός τομογράφος), και ένα κτίριο που χρειάζεται ανακαίνιση και εκσυγχρονισμό.
Παρόμοια κατάσταση καταγράφεται σε όλα τα νοσοκομεία της περιοχής που εμφανίζουν πλέον ανοικτές πληγές [2], ιδιαίτερα μετά την πίεση που δέχθηκαν λόγω της πανδημίας αλλά κυρίως από τη σκόπιμη πολιτική της κυβέρνησης να αφήσει το δημόσιο σύστημα υγείας να καταρρέει σε αργή κίνηση και να προάγει, ως κοινός προαγωγός, την ιδιωτική εμπορευματοποιημένη υγεία.
Η πολιτική της κυβέρνησης, η οποία υπηρετήθηκε κάπως πιο ντροπαλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι τελικά να μετατρέψει τις υπηρεσίες υγείας σε ένα εμπόρευμα, η ποιότητα του οποίου θα εξαρτάται από το βαλάντιο του καθενός. Από δημόσιο αγαθό γίνεται ιδιωτικό απόκτημα. Τα μέτρα για το νέο ΕΣΥ της κυβέρνησης κατευθύνονται ακόμα περισσότερο προς αυτήν την κατεύθυνση [3]. Αφού, σε συνέχεια των μνημονιακών πολιτικών, συμπιέστηκαν οι μισθοί του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού με ταυτόχρονη υπερεντατικοποίηση της εργασίας τους, τώρα η κυβέρνηση τούς υπόσχεται ότι θα βγάλουν χρήματα με την παράλληλη εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Πράγματι, η κυβέρνηση κατάφερε να κάνει ζηλευτή τη δουλειά στον ιδιωτικό τομέα, όπου ένας γιατρός μπορεί να βγάζει άνετα τα δεκαπλάσια από έναν γιατρό ανάλογης ειδικότητας στο δημόσιο νοσοκομείο, κάνοντας λιγότερη δουλειά. Το κόστος θα το επωμιστούν οι ασθενείς. Θεσπίζει επίσης απογευματινά χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία από γιατρούς του ΕΣΥ κατά τα απογευματινά ιατρεία. Οι χειρουργημένοι στα πρωινά χειρουργεία θα είναι προφανώς δεύτερης κατηγορίας, αφού δεν θα πληρώνουν. Ετοιμάζεται να κλείσει και άλλα νοσοκομεία ή να υποβαθμίσει νοσοκομεία σε Κέντρα Υγείας (μια τέτοια προοπτική φαίνεται ορατή για το Γ.Ν. του Αιγίου). Καθώς οι κρατικές δαπάνες για το Ε.Σ.Υ. μειώθηκαν δραματικά λόγω των μνημονίων (κατά 50%) και δημιουργήθηκαν 40.000 κενές θέσεις εργασίας, η λύση που προτείνει η κυβέρνηση είναι η μετατροπή των Νοσοκομείων σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και γενίκευση της εφαρμογής των Συμπράξεων Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα. Χωρίς να μακρηγορούμε: για τα προβλήματα που δημιουργεί η ίδια η κρατική πολιτική, η λύση είναι η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση.
Οι ιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό που αγωνίζονται ενάντια σε όλα αυτά πρέπει να τύχουν της αγωνιστικής μας υποστήριξής. Όμως, υπάρχει κάτι που αφορά αυτό που λέμε δημόσια υγεία, το οποίο περνά απαρατήρητο και στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ με αφορμή τις κινητοποιήσεις για το Καραμανδάνειο αλλά και όλη την αγωνιστική κινητοποίηση που αφορά τη δημόσια υγεία τα τελευταία δύο χρόνια απ’ αφορμή της πανδημίας.
Η αστική ιδεολογία έχει κατακτήσει μία μεγάλη νίκη στο ζήτημα της δημόσιας υγείας, καθώς έχει κάνει αυτό το ζήτημα να μοιάζει απλώς ως ιατρικό ζήτημα. Ως ένα ζήτημα που αφορά το πολύ την πρόσβαση σε δημόσια νοσοκομεία, σε φάρμακα και σε εμβόλια. Κάποτε, όμως, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η δημόσια υγεία αφορούσε όλους εκείνους τους κοινωνικούς παράγοντες που επιδεινώνουν τη γενική υγεία του πληθυσμού: τις συνθήκες διαβίωσης (π.χ., κατάσταση κατοικιών, αποχέτευσης, καθαρότητα του αέρα) και τις συνθήκες εργασίας (π.χ., επιβαρυμένο περιβάλλον εργασίας). Οι αγώνες για δημόσια υγεία αφορούσαν όχι στενά τον ιατρικό τομέα αλλά συνολικά την κοινωνία. Οι αγώνες για να αποκτήσουν οι πόλεις αποχετευτικό σύστημα, να απομακρυνθούν ρυπογόνες βιομηχανίες από τον αστικό ιστό, να αναγνωριστούν βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, τα μαζικά προγράμματα εμβολιασμού, οι γιατροί στους χώρους εργασίας, και τα προγράμματα ιατρικής παρακολούθησης των μαθητών στα σχολεία, έχουν τις ρίζες τους σε μια αντίληψη για την υγεία που την συνδέει με το σύνολο των κοινωνικών λειτουργιών, κυρίως με την εργασία και τη διαβίωση του πληθυσμού. Κάποια στιγμή, όμως, ειδικά μετά τη δεκαετία του ’70, η αντίληψη για την δημόσια υγεία ως κοινωνικό ζήτημα άρχισε να υποχωρεί. Η πρόληψη της ασθένειας άρχισε να αφορά όχι την αντιμετώπιση των κοινωνικών παθογενειών που γεννούν την αρρώστια σε διάφορα τμήματα του πληθυσμού αλλά ως ατομικός τρόπος ζωής και ως ατομική επιλογή. Η έντονη εμπορευματοποίηση της ασθένειας, η «επιστημονικοποίηση» του κλάδου της ιατρικής σε απομόνωση από τις κοινωνικές επιστήμες, η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού ως κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, η κρίση του καπιταλισμού που προσπαθεί πλέον να βγάλει κέρδος από κάθε όψη της κοινωνικής ζωής και όχι μόνο από την παραγωγή υλικών εμπορευμάτων, και άλλοι τέτοιοι παράγοντες οδήγησαν στο να έχει μετατραπεί η δημόσια υγεία σε κάτι ασήμαντο. Καθόλου περίεργο λοιπόν που πριν την πανδημία κανείς δεν ήξερε το όνομα κανενός λοιμωξιολόγου. Αγώνας για δημόσια υγεία θεωρούταν, και συνεχίζει να θεωρείται, ο αγώνας για να παραμείνουν τα δημόσια νοσοκομεία δημόσια και δωρεάν και να προσφέρουν ιατρική φροντίδα στον πληθυσμό.
Η περιθωριοποίηση της δημόσιας υγείας και η κυριαρχία της αντίληψης ότι η υγεία είναι ατομική υπόθεση επέδρασε καταλυτικά και στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι λοιμωξιολόγοι που βγήκαν μέσα από αυτό το σύστημα δεν ήταν απλώς ανίκανοι να αντιμετωπίσουν ένα κατεξοχήν ζήτημα δημόσιας υγείας, δηλαδή, ένα κοινωνικό ζήτημα, όπως το ξέσπασμα μιας πανδημίας, αλλά αντέδρασαν με τον τρόπο που ήταν εύλογος για το σύστημα που τους παρήγαγε: δεν είπαν κουβέντα για τους κοινωνικούς όρους μετάδοσης της ασθένειας και επικέντρωσαν την προσπάθεια τους να μας πείσουν για την τήρηση των ατομικών μέτρων προστασίας (μάσκες, πλύσιμο χεριών, τήρηση αποστάσεων, και εμβολιασμός). Ακριβώς, όπως οι εκπομπές lifestyle μας δίνουν συμβουλές για διατροφή και τρόπο ζωής, ώστε να έχουμε καλύτερη υγεία και μακροζωία. Αν κάποιος δεν τις ακολουθεί, τότε ο ίδιος φέρει την ευθύνη για ό,τι συμβεί.
Η δημόσια υγεία όμως είναι βαθιά πολιτικό ζήτημα. Ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται για τη δημόσια υγεία μόνο στο βαθμό που εξυπηρετεί τη συνολική κερδοφορία του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή του. Θέλει να υπάρχει πολιτική δημόσιας υγείας μόνο στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για να μπορεί να συνεχίζει τη λειτουργία του, της οποίας η επιβίωση εξαρτάται από την παραγωγή κέρδους, και στο βαθμό που αυτό δεν γίνεται σε βάρος των κερδών του. Αν, για παράδειγμα, υπάρχει υπερπληθώρα διαθέσιμου εργατικού δυναμικού –δηλαδή, μισθωτών σκλάβων–, η υγεία και η ζωή του καθενός προλετάριου αξίζει λιγότερο, αφού μπορεί πολύ εύκολα να αντικατασταθεί. Καθώς η τεχνολογική εξέλιξη κάνει ένα μέρος του προλεταριάτου πλεονάζον και καθώς η παροχή υπηρεσιών υγείας με την στενή ατομική έννοια έχει μετατραπεί σε εμπορευματικό προϊόν, ο καπιταλισμός εξωθεί τη δημόσια υγεία, εννοούμενη ως μια ευρύτερη κοινωνική πολιτική, στο περιθώριο και την αντιλαμβάνεται πια απλώς ως μια πολιτική για εκείνα τα τμήματα του προλεταριάτου που έχουν ξεπέσει αρκετά για να μπορούν να εξασφαλίσουν με τα δικά τους εισοδήματα στοιχειώδη υγειονομική φροντίδα. Από την άλλη, έχουν αυξηθεί τα περιθώρια κέρδους της ιδιωτικής υγείας (νοσοκομεία, διαγνωστικά κέντρα, δομές αποθεραπείας κ.λ.π.) τα προηγούμενα χρόνια, ενώ εκτινάχθηκαν στα χρόνια της πανδημίας. Επιπλέον, η συρρίκνωση της δημόσιας υγείας αποτελούσε στρατηγικό στόχο των καπιταλιστών από την εποχή των μνημονίων (κλείσιμο 5 δημόσιων νοσοκομείων, με προοπτική να κλείσουν 40 στα 120 υπάρχοντα).
Στο βαθμό που κερδίζει η αστική, ατομικιστική αντίληψη, διάφορα ζητήματα θα αντιμετωπίζονται ξεκομμένα, ως επιμέρους πολιτικές: η ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων θα είναι ένα ζήτημα, η παροχή πληρωμένων αδειών ασθένειας εργαζόμενου ή η παροχή πληρωμένων αδειών ασθένειας τέκνου εργαζόμενου ένα άλλο, το εργατικό ατύχημα ένα τρίτο, οι μακρόχρονες ασθένειες ένα τέταρτο, ο καθολικός εμβολιασμός ένα πέμπτο, η φτώχεια κάτι εντελώς άλλο, και η προστασία του πλανήτη ένα εντελώς άσχετο ζήτημα. Όμως, όλα αυτά συνδέονται. Όχι μόνον γιατί αφορούν την κατάσταση της γενικής υγείας του πληθυσμού (την επιδεινώνουν ή την βελτιώνουν, ανάλογα), αλλά γιατί η βάση όλων αυτών είναι κοινωνική και η ρίζα τους είναι η ίδια: είναι ο καπιταλισμός.
Ακόμα και η αριστερά αδυνατεί να αντιληφθεί την κοινωνική σημασία των ζητημάτων δημόσιας υγείας. Όταν ακόμα και αριστερές δυνάμεις, κυρίως του αναρχικού χώρου, αντιλαμβάνονται τον εμβολιασμό ως ατομική υπόθεση και επομένως δικαίωμα κάθε ξεχωριστού ατόμου το αν θα κάνει ή όχι εμβόλιο, τότε η αστική ιδεολογία έχει κυριαρχήσει. Φυσικά, και η αντίθετη άποψη, ότι το εμβόλιο θα τα λύσει όλα, είναι επίσης έκφραση της ατομικιστικής ιδεολογίας του αστισμού, αφού παραγνωρίζει τις κοινωνικές αιτίες της πανδημίας και τις μετατρέπει σε μια ατομική επιλογή να κάνει ή να μην κάνεις εμβόλιο. Η προλεταριακή άποψη δεν μπορεί να είναι άλλη από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό με απαίτηση λογοδοσίας του κάθε μη εμβολιασμένου στην κοινότητα που ανήκει. Αντίστοιχα, σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα μια προλεταριακή εξουσία θα επέβαλε την ιχνηλάτηση των κρουσμάτων, τα μαζικά, υποχρεωτικά και δωρεάν τεστ, αυστηρά lockdown όπου χρειαζόταν, εργασία μόνο σε όσες επιχειρήσεις είναι ζωτικής σημασίας, πληρωμένη άδεια για τους εργαζόμενους που δεν εργάζονται λόγω κλεισίματος ή εκ περιτροπής εργασίας, επίταξη μεταφορικών μέσων για την ανετότερη μεταφορά, κ.τ.λ.
Πάρτε επίσης το αίτημα για επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας: το αίτημα καθαυτό αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα υγείας, και μόνο σε κρίσιμες περιπτώσεις απαιτεί να λειτουργήσει για να εξυπηρετήσει κοινωνικές ανάγκες. Φυσικά, στον καπιταλισμό η καπιταλιστική ιδιοκτησία πολύ δύσκολα μπορεί να επιταχθεί χωρίς πλουσιοπάροχη ανταμοιβή για τον ιδιοκτήτη-καπιταλιστή. Οι μόνες επιτάξεις που γίνονται στον καπιταλισμό χωρίς αποζημίωση και με σοβαρά αντίποινα είναι οι επιτάξεις εργαζομένων. Το σωστό αίτημα είναι η κρατικοποίηση όλου του ιδιωτικού τομέα υγείας χωρίς καμιά αποζημίωση για τους ιδιώτες-καπιταλιστές.
Ακόμα περισσότερα χρειάζεται να γίνουν από τις δυνάμεις εργατικής αναφοράς για να κατανοηθεί τι σημαίνει να πληρώσει την κρίση ο καπιταλισμός για τα ζητήματα δημόσιας υγείας, όπως και για πολλά άλλα ζητήματα. Το κύριο, όμως, δεν είναι το ποια αιτήματα και διεκδικήσεις θα προταχθούν αλλά το τι θα εννοούν αυτοί που θα αγωνίζονται για την ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων και των διεκδικήσεων, και κυρίως οι πρωτοπορίες των αγωνιζόμενων.
Εδώ και πολλές δεκαετίες έχουν κυριαρχήσει στο κίνημα διάφορες αντιλήψεις που κοινή τους συνισταμένη είναι ότι εξοβελίζουν την αναγκαιότητα της επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου από την άμεση σύνδεση με το κίνημα για την ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων. Ένας τρόπος έκφρασης αυτού του εξοβελισμού είναι ότι η ικανοποίηση όλων των αιτημάτων ανάγεται στο κίνημα (κινηματισμός, κυρίως από δυνάμεις τις εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς). Όμως, καθώς ο καπιταλισμός διέρχεται βαθιά κρίση, αδυνατεί να ικανοποιήσει και τα πιο απλά αιτήματα, ακόμα κι αν βρεθεί αντιμέτωπος με ένα ισχυρό κίνημα. Αυτό οδηγεί στην απογοήτευση τις εργατικές μάζες, οι οποίες καταλαβαίνουν πολύ γρήγορα από την ίδια την εμπειρία τους ότι θετικές αλλαγές στη ζωή τους δεν γίνονται γενικώς με οικονομιστικούς αγώνες, αλλά, από την άλλη, δεν βρίσκουν καμιά δύναμη εργατικής αναφοράς διατεθειμένη να θέσει ζήτημα εξουσίας. Ένας άλλος τρόπος που εξοβελίζει την αναγκαιότητα της προλεταριακής επανάστασης είναι η αντίληψη ότι η λύση όλων των προβλημάτων θα δοθεί στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό (ΚΚΕ). Αυτό είναι εσφαλμένο από μαρξιστική άποψη, καθώς είναι, ή θα έπρεπε να είναι, γνωστό σε καθέναν με στοιχειώδη μαρξιστική αντίληψη ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό (που είναι μια αταξική και ακρατική κοινωνία, στην οποία τα μέσα παραγωγής είναι κοινωνικοποιημένα), παρεμβάλλεται το γεγονός της επαναστατικής ανατροπής τους καπιταλισμού και μια μεταβατική περίοδος στην οποία αντιστοιχεί ένας ιδιαίτερος τύπος κράτους, η δικτατορία του προλεταριάτου, όπου τα μέσα παραγωγής έχουν περάσει στα χέρια του (έχουν δηλαδή κρατικοποιηθεί). Η αντίληψη περί επίλυσης των προβλημάτων στο μακρινό μέλλον του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, καθώς δεν βάζει ζήτημα ανατροπής του καπιταλισμού στο σήμερα, οδηγεί επίσης σε απογοήτευση, καθώς καταλήγει και αυτή στον κινηματισμό και τον οικονομισμό.
Για να επανέρθω στο ζήτημα του Καραμανδάνειου. Η σωτηρία του, η αναβάθμισή του και ο δωρεάν και δημόσιος χαρακτήρας του απαιτεί όχι μόνο μεγαλύτερη κινητοποίηση από αυτή που έγινε την Παρασκευή. Απαιτεί τη σύνδεση του αγώνα αυτού, όπως και κάθε άλλου σημαντικού αγώνα της εργατικής τάξης, με την προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης, με την προοπτική της ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας. Όσο αυτό το καθήκον υποβαθμίζεται από τις δυνάμεις εργατικής αναφοράς, οι αγώνες θα αδυνατούν να οδηγήσουν σε πραγματικές νίκες. Αργά ή γρήγορα, το πρόβλημα της παιδιατρικής φροντίδας θα λυθεί με τον τρόπο που βολεύει τον καπιταλισμό. Το Καραμανδάνειο ίσως παραμείνει ανοικτό. Η πιθανή αναβάθμισή του, όμως, θα περνάει μέσα από την ιδιωτικοποίηση διαφόρων λειτουργιών του· διαφορετικά θα αφεθεί να υποβαθμιστεί.
Β.Π.
[3] ΓΙΑ ΤΟ «ΝΕΟ ΕΣΥ» – ΕΝΩΣΗ ΙΑΤΡΩΝ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ ΑΧΑΪΑΣ (eina.gr)
[2022-06-02] ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ 6η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ 6ης ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2022
ΣΤΟ ΘΥΜΩΜΕΝΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ, ΩΡΑ 18.30
ΟΜΙΛΗΤΗΣ Ο σ. ΒΑΣΙΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ