[2025-06-24] Οι διεθνείς εξελίξεις μετά την εκλογή του Τραμπ
Οι διεθνείς εξελίξεις μετά την εκλογή του Τραμπ
Ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με τις αντιφάσεις του. Η εκλογή του Τραμπ στην ηγεσία της πιο ισχυρής ιμπεριαλιστικής δύναμης οξύνει αυτές τις αντιφάσεις, καθώς σηματοδοτεί μια πιο επιθετική εκδοχή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, επιθετική τόσο απέναντι στους επίδοξους ανταγωνιστές του (την Κίνα), όσο και απέναντι στη δική του και την παγκόσμια εργατική τάξη. Αυτή η επιθετικότητα, μέχρι στιγμής, επιτείνει την όξυνση των συγκρούσεων (παρά τα φληναφήματα του Τραμπ για σταμάτημα των πολέμων), αυξάνει την αστάθεια στον παγκόσμιο καπιταλισμό και φέρνει πιο κοντά τον κίνδυνο πολεμικών συρράξεων παγκόσμιας διάστασης. Το ζητούμενο είναι η απάντηση της εργατικής τάξης, που ακόμα δεν έχει αποκτήσει τη δική της επαναστατική πολιτική, ούτε σε εθνικό ούτε, πολύ περισσότερο, σε διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο.
Το γενικό πλαίσιο: η σχετική αποδυνάμωση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού
Το βασικό στοιχείο που καθορίζει τις διεθνείς εξελίξεις είναι η σύγκρουση των ΗΠΑ με την Κίνα.
Η σύγκρουση αυτή είναι αποτέλεσμα της σχετικής ανόδου της Κίνας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και της σχετικής υποχώρησης των ΗΠΑ.
Αυτές οι αλλαγές στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα αποτυπώνονται σε διάφορους δείκτες.
- Το μερίδιο των ΗΠΑ στο παγκόσμιο εμπόριο ήταν 15,13% το 2000. Το 2023 ήταν 10,35%. Το μερίδιο της Κίνας στο παγκόσμιο εμπόριο ήταν 4,80% το 2000. Το 2023 ήταν 11,92%. Αυτό σημαίνει ότι το εμπόριο με τις ΗΠΑ δεν είναι πια ο μεγαλύτερος συντελεστής στη μεγέθυνση του παγκόσμιου εμπορίου. Το εμπόριο με την Κίνα παίζει αυτόν τον ρόλο. [Σημειωτέον: το μεγαλύτερο μερίδιο στο παγκόσμιο εμπόριο το έχει η ΕΕ: το 2022, το μερίδιο της ΕΕ στις συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ήταν 16,6% του αντίστοιχου παγκόσμιου εμπορίου, ενώ το μερίδιο στις συνολικές εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ήταν 16,9% του αντίστοιχου παγκόσμιου εμπορίου (βλ. εδώ).]
- Η Κίνα είναι πλέον η απόλυτη κυρίαρχος στη βιομηχανική παραγωγή (31,6% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής). Η δική της βιομηχανική παραγωγή είναι μεγαλύτερη από τους υπόλοιπους 10 μεγαλύτερους παραγωγούς ως ποσοστό της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής (οι ΗΠΑ είναι δεύτερη με 15,9% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής). (Για στοιχεία βλέπε εδώ).
- Η Κίνα έχει κυριαρχήσει σε ορισμένους τομείς σχεδόν απόλυτα. Αυτοί περιλαμβάνουν την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, φωτοβολταϊκών πάνελ, ανεμογεννητριών, μπαταριών και όλων των υλικών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τους. Παράγει το 80% της παγκόσμιας παραγωγής φωτοβολταϊκών, το 60% των ανεμογεννητριών, το 60% των ηλεκτρικών οχημάτων και μπαταριών. Ήδη, από την περίοδο της προεδρίας Μπάιντεν, οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει επαυξημένους δασμούς στην εισαγωγή αυτών των εμπορευμάτων (100% είναι οι δασμοί στα κινέζικα ηλεκτρικά αυτοκίνητα).
- Η εξαγωγή κεφαλαίου είναι βασικό γνώρισμα της ισχύος του καπιταλισμού μιας χώρας. Το 2023, οι ΗΠΑ επένδυσαν καθαρά 354,1 δισ. δολ. σε άλλες χώρες του πλανήτη. Η Κίνα επένδυσε 185,3 δισ. δολ. (καθαρές εκροές) σε άλλες χώρες. Παρόλο που είναι ακόμα πολύ μικρότερες οι επενδύσεις κεφαλαίων της Κίνας στο εξωτερικό σε σχέση με των ΗΠΑ, η δύναμή της Κίνας έχει ανεβεί πάρα πολύ. Για παράδειγμα, το 2010, η Κίνα επένδυσε 58 δισ. δολ., ενώ οι ΗΠΑ 349,8.
- Ήδη από το Κεφάλαιο του Μαρξ, γνωρίζουμε ότι η ανταλλαγή εμπορευμάτων ανάμεσα σε χώρες δεν είναι ισότιμη. Η χώρα που κατασκευάζει, για παράδειγμα, ένα εξελιγμένο μοντέλο αυτοκινήτου (το οποίο κατά βάση κατασκευάζεται από ρομπότ και περικλείει μικρή ποσότητα ζωντανής εργασίας) το ανταλλάσσει με εμπορεύματα άλλων χωρών χαμηλότερης τεχνολογικής εξέλιξης (π.χ., με πρώτες ύλες, γεωργικά προϊόντα, ενδιάμεσα βιομηχανικά προϊόντα) που περικλείουν πολύ περισσότερη ζωντανή εργασία αλλά στην παγκόσμια αγορά ανταλλάσσονται ως ίσης αξίας με τα εμπορεύματα της προηγμένης χώρας. Η λιγότερο αναπτυγμένη χώρα ανταλλάσσει ένα εμπόρευμα (π.χ., τόνους πορτοκάλια) που περιέχει μεγάλο αριθμό ωρών εργασίας με ένα εμπόρευμα που περιέχει λιγότερες ώρες εργασίας (μία Mercedes-Benz). Λόγω της χρήσης υπερσύγχρονων μηχανημάτων και τεχνολογίας, η εργασία του εργάτη στην προηγμένη χώρα παράγει ένα ποσό αξίας σε πολύ λιγότερο χρόνο από ό,τι το παράγει η εργασία ενός εργάτη σε μια χώρα με λιγότερο εξελιγμένη τεχνολογία. Για την προηγμένη χώρα, η ανταλλαγή εμπορευμάτων με τη λιγότερο εξελιγμένη χώρα σημαίνει ότι εισάγει εμπορεύματα που φτηναίνουν την εργατική δύναμη (φθηνά τρόφιμα, για παράδειγμα) ή το σταθερό κεφάλαιο (πρώτες ύλες, ενδιάμεσα βιομηχανικά προϊόντα). Με τον τρόπο αυτό, αυξάνεται το ποσοστό κέρδους των καπιταλιστών της προηγμένης χώρας. Από την άλλη πλευρά, η λιγότερο αναπτυγμένη χώρα δαπανά μεγάλες ποσότητες εργασίας της δικής της εργατικής τάξης για να εισαγάγει τα τεχνολογικά πιο προηγμένα εμπορεύματα της αναπτυγμένης χώρας, για τα οποία έχει ξοδευτεί λιγότερη ζωντανή εργασία. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ότι η ανταλλαγή είναι άνιση, καθώς ανταλλάσσεται εργασία περισσοτέρων ωρών (της λιγότερο αναπτυγμένης χώρας) με εργασία λιγότερων ωρών (της πιο προηγμένης χώρας). Δεν είναι μόνο ότι οι καπιταλιστές της προηγμένης χώρας τσεπώνουν τη διαφορά. Υπάρχει και το ζήτημα ότι η λιγότερο προηγμένη χώρα θα βρεθεί χρεωμένη, ενώ η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτήν και την προηγμένη χώρα θα μεγεθύνεται. Αυτό σημαίνει ότι μια προηγμένη χώρα έχει συμφέρον να υπάρχει «ελεύθερο» εμπόριο: χωρίς δασμούς, χωρίς προστατευτισμό. Η διαφορά ανάμεσα σε μια προηγμένη και σε μια λιγότερο προηγμένη χώρα μειώνεται, όταν η λιγότερο προηγμένη χώρα αρχίζει να αναπτύσσεται και αυτή τεχνολογικά. Δείκτης αυτής της τεχνολογικής (και οικονομικής) ανάπτυξης είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου δείχνει τη σχέση ανάμεσα στο σταθερό κεφάλαιο (όλα τα μέσα παραγωγής: εγκαταστάσεις, μηχανήματα, πρώτες ύλες, κ.τ.λ.) και το μεταβλητό κεφάλαιο (τη ζωντανή εργασία). Μετράει αυτήν τη σχέση ως τον λόγο της αξίας του σταθερού κεφαλαίου (αριθμητής) προς την αξία του μεταβλητού κεφαλαίου (παρονομαστής), στον βαθμό που αυτές οι αξίες καθορίζονται από τη σχέση της μάζας των μέσων παραγωγής προς τη ζωντανή εργασία που απαιτείται για να μπουν σε κίνηση. Όσο πιο προηγμένη είναι μια χώρα, τόσο πιο πολύ αυξάνουν τα μέσα παραγωγής (και η αξία τους) που μπαίνουν σε κίνηση, ενώ σχετικά μειώνεται η ποσότητα της ζωντανής εργασίας (και η αξία της) που απαιτείται για να μπουν σε κίνηση. Ένας βασικός λόγος που οι ΗΠΑ βλέπουν στο πρόσωπο της Κίνας ένα επικίνδυνο ανταγωνιστή, είναι το κλείσιμο του χάσματος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα ως προς την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Ο παρακάτω πίνακας του μαρξιστή οικονομολόγου Μ. Roberts δείχνει τη σχέση της Τεχνικής Σύνθεσης Κεφαλαίου (δηλαδή, όπως το μετράει ο M. Roberts, το ποσό των πάγιου κεφαλαίου σε χρηματικούς όρους ανά κάθε εργάτη που απασχολείται) των ΗΠΑ σε σχέση με της Κίνας. Στις αρχές του 1990, όταν η Κίνα άρχισε να βγαίνει στις παγκόσμιες αγορές, η Τεχνική Σύνθεση Κεφαλαίου της Κίνας ήταν μόλις 3% σε σχέση με αυτή των ΗΠΑ. Αυτό το ποσοστό έχει ανεβεί στο 38% τα τελευταία χρόνια. Με τον τρέχοντα ρυθμό, η Κίνα θα κλείσει το χάσμα τα επόμενα 20 χρόνια.

[ https://thenextrecession.wordpress.com/2021/08/17/the-relative-decline-of-us-imperialism/ ]
Η διαδικασία μείωσης του τεχνολογικού χάσματος σημαίνει ότι όλα τα προνόμια που αποκτούν οι ΗΠΑ από το παγκόσμιο εμπόριο θα χαθούν και θα μετατραπούν σε προνόμια της Κίνας. Επομένως, είναι απαραίτητο για τις ΗΠΑ να εμποδίσει την τεχνολογική άνοδο της Κίνας.
Το εμπορικό έλλειμμα και οι εμπορικοί πόλεμοι των ΗΠΑ
Αυτή η εξέλιξη, η άνοδος δηλαδή της Κίνας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και η σχετική υποχώρηση των ΗΠΑ, έχει σημαντικές συνέπειες για τις σχέσεις ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Το εμπορικό έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών των ΗΠΑ με την Κίνα δεν είναι το βασικό πρόβλημα.
Τα μέτρα που εξήγγειλε ο Τραμπ στις 2 Απριλίου (και πήρε πίσω λίγες μέρες μετά, στις 9 Απριλίου), είχαν ως ρητό στόχο τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ. Ας δούμε μερικά στοιχεία γι’ αυτό το εμπορικό έλλειμμα.
Το εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ σε αγαθά με άλλες χώρες είναι σταθερά ελλειμματικό από το 1975 και μετά. Το 2024 το έλλειμμα αυτό ήταν 1,2 τρισ. δολ. Αντιθέτως, το εμπορικό ισοζύγιο σε υπηρεσίες είναι σταθερά θετικό και το 2024 ανήλθε στα 295,1 δισ. δολ.
Ανεξαρτήτως του τι λέει ο Τραμπ, το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών δεν είναι αποτέλεσμα αντι-αμερικανικών δασμολογικών ή άλλων πολιτικών από τις υπόλοιπες χώρες, και ιδιαίτερα της Κίνας, με τις οποίες εμπορεύονται οι ΗΠΑ. Είναι, σε τελική ανάλυση, αποτέλεσμα της σχετικής απώλειας ανταγωνιστικότητας του αμερικανικού καπιταλισμού και της ενίσχυσης των ανταγωνιστών του. Είναι επίσης αποτέλεσμα του τρόπου που έχει διευθετηθεί το παγκόσμιο εμπόριο εξαιτίας της κυριαρχίας του αμερικανικού δολαρίου.
Το ότι για το έλλειμμα δεν φταίνε οι αντι-αμερικανικές πολιτικές των άλλων κρατών αποδεικνύεται ξεκάθαρα από το παράδειγμα της Νότιας Κορέας, στην οποία ο Τραμπ επέβαλε δασμούς 25% (πάνω από το 10% που επιβλήθηκε σε όλες τις χώρες. Ο Τραμπ πήρε πίσω όλους του επιπλέον δασμούς και η επιβολή τους θα επανεξεταστεί στις αρχές Ιουλίου). Η Νότια Κορέα και οι ΗΠΑ όμως, συνδέονται με εμπορική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου (KORUS FTA) με αποτέλεσμα η Ν. Κορέα να επιβάλει ένα ελάχιστο ποσοστό δασμών επί των εισαγόμενων αμερικανικών εμπορευμάτων των ΗΠΑ στη Ν. Κορέα (που κυμαίνονται από 0,26% έως 3,6% το 2023, και 0,19% έως 2,9% το 2024). Οι δασμοί που θέλει να επιβάλει ο Τραμπ δεν αντανακλούν υποτιθέμενους δασμούς που βάζουν οι Κορεάτες στα αμερικανικά εμπορεύματα, αλλά το έλλειμμα στο εμπόριο αγαθών ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ν. Κορέα, έλλειμμα σε βάρος των ΗΠΑ, που έφτασε τα 66 δισ. δολ. το 2024. Οι Κορεάτες πούλησαν εμπορεύματα συνολικής αξίας 131,5 δισ. δολ. στην αμερικανική αγορά και το μεγαλύτερο μερίδιο αυτών (27%) είναι τα αυτοκίνητα (Huyndai και KIA). Με απλά λόγια, οι Κορεάτες φτιάχνουν αυτοκίνητα που οι αμερικανοί καταναλωτές θέλουν να αγοράσουν. Δεν συμβαίνει το αντίστροφο. Αυτό αντανακλά την απώλεια ανταγωνιστικότητας της αμερικανικής βιομηχανίας: τα κορεατικά αυτοκίνητα είναι φθηνότερα και καλύτερα από τα αμερικανικά, γι’ αυτό και αγοράζονται.
Ας δούμε, όμως, πώς εκφράζεται αυτή η απώλεια ανταγωνιστικότητας ιστορικά και, επίσης, πώς συνδέεται και μια πολύ σημαντική πτυχή του παγκόσμιου εμπορίου.
Τα ελλείμματα των ΗΠΑ (στο εμπόριο αγαθών) ξεκινούν από το 1975 σε σταθερή βάση. Την προηγούμενη δεκαετία οι ΗΠΑ είδαν τη σταδιακή διάβρωση της οικονομικής κυριαρχίας τους (και όχι μόνο της οικονομικής κυριαρχίας: το 1975 η Σαϊγκόν θα απελευθερωθεί από την κατοχή των αμερικανικών στρατευμάτων με την είσοδο του στρατού των Βιέτ-Κονγκ). Αυτό αντανακλάται στην πτώση του ποσοστού κέρδους που πλήττει συνολικά τον καπιταλιστικό κόσμο από τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Όμως, για τις ΗΠΑ αυτή η διάβρωση αντανακλάται και στο ότι το 1971 οι ΗΠΑ εξαναγκάζονται από τα πράγματα να διαλύσουν τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς.
Η συμφωνία του Μπρέτον Γουντς
Το σύστημα που είχε εγκαθιδρύσει η συμφωνία του Μπρέντον Γουντς το 1944 αναγνώριζε την κυριαρχία των ΗΠΑ (οικονομική, βιομηχανική, στρατιωτική) στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Το σύστημα του Μπρέντον Γουντς εγκαθίδρυε σταθερές συναλλαγματικές αξίες και μετατρεψιμότητα ανάμεσα στα νομίσματα των άλλων χωρών με το δολάριο και σταθερή μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό (35 δολ./ουγγιά χρυσού). Το δολάριο αναγνωρίστηκε ως το αποθεματικό νόμισμα του κόσμου (του καπιταλιστικού κόσμου, καθώς η Σοβιετική Ένωση δεν συμμετείχε στη συμφωνία), και εξαφάνισε μια και καλή την εμπορική και οικονομική πρωτοκαθεδρία του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Όταν υπογράφτηκε η συμφωνία, οι ΗΠΑ είχαν τεράστια πλεονάσματα σε χρυσό (65% του παγκόσμιου χρυσού) και στο εξωτερικό εμπόριο. Για να μπορέσει, όμως, το δολάριο να είναι αποθεματικό νόμισμα θα πρέπει να είναι διαθέσιμο στις άλλες χώρες, για παράδειγμα, μέσω της πώλησης εμπορευμάτων στις ΗΠΑ από τις άλλες χώρες με αντάλλαγμα δολάρια. Καθώς οι οικονομίες της Γερμανίας, της Γαλλίας, και της Ιαπωνίας άρχισαν να ανορθώνονται, τα εμπορεύματά τους άρχισαν να γίνονται πιο ανταγωνιστικά, να πλημμυρίζουν την αμερικανική αγορά, ενώ οι τράπεζες των χωρών αυτών γέμιζαν με δολάρια τα οποία μπορούσαν να αντικαταστήσουν με χρυσό από το αμερικανικό θησαυροφυλάκιο. Πολύ γρήγορα τα εμπορικά πλεονάσματα των ΗΠΑ με τις άλλες χώρες μετατράπηκαν σε ελλείμματα και ο χρυσός των ΗΠΑ εξαντλήθηκε, ώστε πλέον να μην μπορεί να στηρίξει τη μετατρεψιμότητα των δολαρίων σε χρυσό.
Τον Αύγουστο του 1971, ο Νίξον ανήγγειλε το σταμάτημα της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, στην ουσία καταργώντας το σύστημα του Μπρέντον Γουντς. Το δολάριο παρέμεινε το αποθεματικό νόμισμα χωρίς να στηρίζεται στον χρυσό.
Μετά το Μπρέντον Γουντς
Αυτή η διευθέτηση πρακτικά σημαίνει το εξής: οι ΗΠΑ μπορούν να τυπώνουν δολάρια (το τύπωμά τους κοστίζει ελάχιστα) και να αγοράζουν ό,τι θέλουν από τις άλλες χώρες, οι οποίες όμως θα πρέπει στην πραγματικότητα (και όχι απλώς τυπώνοντας χαρτονομίσματα) να παράγουν αξίες ίσες, δηλαδή, εμπορεύματα ίσα σε αξία, με την αξία των δολαρίων με τα οποία πληρώνουν οι αμερικανοί για να τα αγοράσουν αυτά τα εμπορεύματα. Έτσι, αντικειμενικά οι ΗΠΑ θα έχουν ελλείμματα στο εμπορικό τους ισοζύγιο, αν θέλουν να έχουν το προνόμιο το νόμισμά τους να είναι το αποθεματικό νόμισμα του κόσμου.
Όμως, ο νόμος της αξίας του Μαρξ, δηλαδή, ότι η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την ενσωματωμένη αξία της εργασίας («μέσης κοινωνικά αναγκαίας εργασίας») καθορίζει σε τελική ανάλυση όλη την κίνηση του καπιταλισμού και θα επιβάλει τη λειτουργία του. Η αξία ενός νομίσματος δεν μπορεί να βασίζεται απλώς στην εκτύπωσή του. Αν δεν βασίζεται στον χρυσό –και στο κόστος παραγωγής του– που βρίσκεται στα θησαυροφυλάκια μιας χώρας (όπως γινόταν με το σύστημα του Μπρέτον Γουντς), θα πρέπει να βασίζεται στην ισχύ της οικονομίας που το εκτυπώνει, δηλ., στην ικανότητά της να παράγει εμπορεύματα που να μπορεί να ανταλλάσσει με άλλες χώρες. Τα μόνιμα και τεράστια ελλείμματα μιας οικονομίας σημαίνουν σε τελική ανάλυση ότι μια οικονομία δεν μπορεί να στηρίξει το νόμισμά της με την αξία των εμπορευμάτων που παράγει. Επομένως, το νόμισμα θα πρέπει να χάσει την αξία του. Κάθε οικονομία που χρεοκόπησε ή χρεωκοπεί και διαθέτει εθνικό νόμισμα οδηγείται και στην υποτίμηση του νομίσματός της.
[Ας σκεφτούμε και το εξής: το ελληνικό αστικό κράτος χρεοκόπησε το 2010, καθώς τα αποθεματικά του δεν έφταναν για να αποπληρώσει τα χρέη του και κανένας δεν του έδινε νέο δάνειο, παρά μόνο με πολύ υψηλά επιτόκια (η εκτίναξη των spreads για τα οποία μας μιλούσαν όλη την ώρα το 2010). Όμως, η Ελλάδα δεν είχε δικό της νόμισμα για να το υποτιμήσει (το ευρώ είναι νόμισμα όλης της ΕΕ). Επομένως, ήταν μονόδρομος για την ελληνική αστική τάξη να υποτιμήσει την αξία της εργατικής δύναμης εσωτερικά: δραστική μείωση μισθών/ημερομισθίων/συντάξεων, άμεσα και έμμεσα (όχι απλώς μείωση του καθαρού μισθού αλλά και οποιασδήποτε άλλης μη άμεσα μισθολογικής δαπάνης –π.χ., δαπάνες υγείας, αδειών, ασφάλισης, κ.τ.λ.), αλλά και κάθε μέσου διαπραγμάτευσης της εργατικής τάξης για καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας. Αυτό το πρόγραμμα βίαιης υποτίμησης της αξίας της εργατικής δύναμης ήταν βασική πλευρά της εφαρμογής των μνημονίων. Κάποιοι αστοί πολιτικοί και διάφοροι ρεφορμιστές επικαλούνταν τότε την ανάγκη να επιστρέψουμε στη δραχμή, ακριβώς γιατί θεωρούσαν ότι θα μπορούσε να υποτιμηθεί το εθνικό νόμισμα (η δραχμή) και αυτό θα βοηθούσε στο ξεπέρασμα της κρίσης. Όμως, η υποτίμηση του νομίσματος δεν διαφέρει και πολύ από την εσωτερική υποτίμηση: η υποτίμηση του νομίσματος οδηγεί και πάλι σε υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης. Οι καπιταλιστές έχουν τη δυνατότητα να ανατιμούν την τιμή όλων των εμπορευμάτων που πουλάνε, ενώ οι εργάτες δεν έχουν τη δυνατότητα να ανατιμήσουν την αξία του μοναδικού εμπορεύματος που τους ανήκει, της εργατικής δύναμης, από μόνοι τους.]
Για να επιστρέψουμε τώρα στη βασική μας ανάλυση: οι χώρες που έχουν γεμίσει τα ταμεία τους με δολάρια από τα εμπορικά πλεονάσματα με τις ΗΠΑ διαθέτουν στα ταμεία τους μια ωρολογιακή βόμβα: η απώλεια ανταγωνιστικότητας του βιομηχανικού τομέα των ΗΠΑ (δηλ., του παραγωγικού τομέα των ΗΠΑ) σημαίνει ότι τα αποθεματικά σε δολάρια των άλλων χωρών κινδυνεύουν να υποτιμηθούν βιαίως. Ένας τρόπος να αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο οι άλλες καπιταλιστικές χώρες είναι να τοποθετήσουν αυτά τα δισεκατομμύρια χρηματικών δολαρίων σε παραγωγικές επενδύσεις. Για να το κάνουν αυτό, βέβαια, όπως κάθε καπιταλιστική επένδυση, θα πρέπει να υπάρχει το κίνητρο του κέρδους. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι, αν δεν υπάρχουν δυνατότητες κερδοφόρας επένδυσης, όλα αυτά τα κεφάλαια θα συνεχίζουν να λιμνάζουν (ή θα επενδύονται σε μη παραγωγικές, κερδοσκοπικές επενδύσεις. Οι στρατιωτικές επενδύσεις είναι επίσης μη παραγωγικές). Έτσι, μεγαλώνει ακόμα περισσότερο ο κίνδυνος να υπάρξει μια μεγάλη καταστροφή κεφαλαίων.
Απέναντι σε όλες αυτές τις αντιφάσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι που προσπαθεί να απαντήσει η σημερινή και η προηγούμενη πολιτική ηγεσία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, με αυτό που χαρακτηρίζεται ως «εμπορικός πόλεμος».
Η απάντηση της κυβέρνησης Τραμπ στις αντιφάσεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού
Πίσω από τις συνεχόμενες ταλαντεύσεις του Τραμπ, μπορούν να διακριθούν οι βασικές στοχεύσεις του αμερικανικού καπιταλισμού (αλλά και οι αδυναμίες του):
Πρώτον, να αναπτυχθεί η βιομηχανική βάση των ΗΠΑ και μάλιστα με τη διατήρηση της τεχνολογικής υπεροχής. Το εμπορικό έλλειμμα αυτό καθαυτό δεν είναι πρόβλημα. Αν οι ΗΠΑ εξάγουν εμπορεύματα υψηλής τεχνολογίας και εισάγουν εμπορεύματα χαμηλότερης τεχνολογικής αξίας, δεν κινδυνεύουν. Όμως, η κυριαρχία τους κινδυνεύει, όταν η βιομηχανική τους βάση δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τεχνολογικά τους ανταγωνιστές της. Ο Τραμπ, και πριν από αυτόν ο Μπάιντεν, προσπαθούν να βρουν τρόπο ανάπτυξης αυτής της βιομηχανικής βάσης είτε με την επιστροφή των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ (εξαναγκάζοντας π.χ., την Apple να μεταφέρει την παραγωγή από την Κίνα –ή από την Ινδία– στις ΗΠΑ), είτε μέσω επενδύσεων ξένων τεχνολογικών κολοσσών στις ΗΠΑ (π.χ., κίνητρα για να παράγει η ταϊβανέζικη εταιρεία TSMC τους ημιαγωγούς της στις ΗΠΑ) . Οι κρατικές επιδοτήσεις είναι ένας τέτοιος τρόπος (ο Μπάιντεν είχε προκρίνει να επιδοτήσει με διάφορους τρόπους την κατασκευή εργοστασίων στις ΗΠΑ για ημιαγωγούς και «πράσινη» τεχνολογία).
Δεύτερον, να εμποδιστεί πάση θυσία η άνοδος της Κίνας στην κλίμακα τεχνολογικής αξίας. Εκτός από τα μέτρα της απαγόρευσης εξαγωγής εμπορευμάτων υψηλής τεχνολογικής αξίας στην Κίνα (πράγμα που οι ΗΠΑ απαιτούν όχι μόνο από τις αμερικανικές επιχειρήσεις αλλά και από κάθε άλλη επιχείρηση του πλανήτη επί ποινή βαριών κυρώσεων), και ο τρόπος που ο Τραμπ καθόρισε αρχικά τους δασμούς έχει σκοπό να στραγγαλίσει την Κίνα, οικονομικά αλλά και τεχνολογικά. Όταν οι ΗΠΑ έβαλαν δασμούς στην Κίνα κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ, οι Κινέζοι βρήκαν μια πίσω πόρτα σ’ αυτό το εμπόδιο: παρήγαγαν κάποια εμπορεύματά τους στο Βιετνάμ, στο Μεξικό ή σε κάποια άλλη χώρα και μετά τα εξήγαγαν στις ΗΠΑ. Αυτό σήμαινε ότι το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ συνέχιζε να αυξάνει (αυξάνοντας ταυτόχρονα το πλεόνασμα και την παραγωγική βάση της Κίνας). Γι’ αυτό οι σημερινοί ιθύνοντες των ΗΠΑ αποφάσισαν να ακολουθήσουν μια διαφορετική τακτική: έβαλαν δασμούς σε όλες τις χώρες και μάλιστα όχι με βάση το ύψος των δασμών που επιβάλλουν οι άλλες χώρες στις εισαγωγές αμερικανικών εμπορευμάτων αλλά με βάση το ύψος του ελλείμματος που υπάρχει στο εμπορικό ισοζύγιο της καθεμίας από αυτές τις χώρες με τις ΗΠΑ. Αυτό πρακτικά αποκλείει τους πάντες από την αμερικανική αγορά και τους αναγκάζει να διαπραγματευθούν με τους αμερικανούς. Και τι ζητάνε οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση; Ό,τι θέλουν: να εισάγουν οι άλλες χώρες τα δικά τους εμπορεύματα, διευκολύνσεις για τον στρατό των ΗΠΑ, κ.λπ., αλλά κυρίως αυτό που ζητάνε είναι να απεξαρτηθούν οι άλλες χώρες από τις εισαγωγές και τις επενδύσεις του κινέζικου καπιταλισμού. Πρακτικά, σκοπός τους είναι να στραγγαλίσουν τις εξαγωγές της Κίνας, πράγμα που πιστεύουν ότι θα διαλύσει και την εσωτερική βιομηχανία της.
Το σύνθημα του Τραμπ «Να κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά» («Make America Great Again»), μεταφράζεται επί της ουσίας: «Να κρατήσουμε την Κίνα μικρή».
Τρίτον, υπάρχει μια πτυχή αυτής της πολιτικής που συνδέεται με αυτά που είπαμε παραπάνω για την κυρίαρχη θέση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο παγκόσμιο εμπόριο, η οποία εξηγεί τις συνεχείς ταλαντεύσεις και υπαναχωρήσεις του Τραμπ.
Τον Σεπτέμβριο του 2024, λίγο πριν τις εκλογές που κέρδισε ο Τραμπ, οι ΗΠΑ είχαν δημοσιονομικό έλλειμμα (δηλαδή, το έλλειμμα στον προϋπολογισμό της κυβέρνησης ανάμεσα στα έσοδα και τα έξοδα), 1,8 τρισ. δολ. Αυτό το έλλειμμα για να καλυφθεί θα πρέπει το αμερικανικό κράτος να καταφύγει σε δανεισμό. Το αμερικανικό δημόσιο έπρεπε να πληρώσει μόνο σε τόκους για το δημόσιο χρέος 1,1 τρισ. δολ. με επιτόκιο κατά μέσο όρο 3,32%, καθώς το συνολικό δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έφτασε στο ύψος των 36,2 τρισ. δολ. στο τέλος του 2024. Αυτά τα στοιχεία θέτουν σε αμφισβήτηση την ισχύ της αμερικανικής οικονομίας και του αμερικανικού δολαρίου ως αποθεματικό νόμισμα. Θέτουν σε αμφιβολία τη δυνατότητα των ΗΠΑ να χρηματοδοτεί το χρέος της με το να εκτυπώνει απλώς χαρτονομίσματα. Οδηγεί σε αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων και σε πτώση της αξίας του αμερικανικού δολαρίου, που σε κάθε προηγούμενη οικονομική κρίση ήταν οι ασφαλείς λιμένες για τα λιμνάζοντα κεφάλαια των άλλων χωρών. Η αύξηση της απόδοσης των αμερικανικών ομολόγων σημαίνει ότι αυξάνει το επιτόκιο των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, δηλαδή, αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού του αμερικανικού κράτους. Μια συνέπεια αυτού, είναι ότι αυξάνει και το κόστος δανεισμού για τις χιλιάδες επιχειρήσεις-ζόμπι των ΗΠΑ, που επιβιώνουν μόνο και μόνο λόγω του φθηνού δανεισμού. Η πτώση της αξίας του δολαρίου, από την άλλη, σημαίνει ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται περισσότερα δολάρια για να αποπληρώσουν το δημόσιο χρέος.
Μόλις ο Τραμπ ανακοίνωσε τους δασμούς σε βάρος όλων των άλλων χωρών του πλανήτη στις 2 Απριλίου, οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων άρχισαν να ανεβαίνουν και το δολάριο να πέφτει. Αυτό ανάγκασε τον Τραμπ να υπαναχωρήσει (στις 9 Απριλίου) και να βάλει στον πάγο αυτές τις αυξήσεις των δασμών (εκτός από τους δασμούς προς την Κίνα, που αυξήθηκαν στο 145% –αλλά ακόμα και αυτό αναγκάστηκε να το πάρει πίσω θέτοντας χαμηλότερα όρια δασμών ακόμα και στην Κίνα).
Εν γένει, το κρίσιμο ερώτημα, για τις επιδιώξεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, είναι αν οι ΗΠΑ θα καταφέρουν με όλες αυτές τις ενέργειες το βασικό σκοπό τους: να διατηρήσουν την κυριαρχία τους σε βάρος της Κίνας, να παραμείνουν δηλαδή το μεγάλο αφεντικό του πλανήτη.
Δεν μπορεί κάποιος να κάνει ασφαλείς προβλέψεις επ’ αυτού αλλά οι ενδείξεις μέχρι στιγμής είναι ότι τεχνολογικά η Κίνα δεν έχει ανακόψει την ανοδική της πορεία. Μπορεί στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης του κινεζικού καπιταλισμού, οι κινέζοι να στηρίζονταν στη μεταφορά τεχνολογίας από πιο αναπτυγμένες χώρες που ήθελαν να βάλουν πόδι στη μεγάλη εσωτερική αγορά της Κίνας και να κάνουν χρήση του φθηνού εργατικού της δυναμικού, όμως, πλέον έχουν επέλθει αλλαγές σ’ αυτό το μοντέλο ανάπτυξης. Για παράδειγμα, η απαγόρευση της εξαγωγής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας που σχετίζεται με ημι-αγωγούς (chips) στην Κίνα φαίνεται ότι το μόνο που καταφέρνει είναι να κάνει τις κινέζικες εταιρείες (η Huawei κυριαρχεί σ’ αυτόν τον τομέα) να κατασκευάσουν τους δικούς τους [βλ. εδώ]. Η σημασία αυτού το γεγονότος είναι η εξής: η Κίνα διαθέτει τις δυνατότητες (υποδομές, προσωπικό, κεφάλαια) για να προχωρήσει μόνη της στην ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας. Επομένως, οι περιορισμοί που θέτουν οι ΗΠΑ καθυστερούν την Κίνα αλλά δεν μπορούν να την αποτρέψουν από την ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας.
Συνέπειες
Αυτές οι στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ έχουν μια σειρά από συνέπειες σε διεθνές επίπεδο.
Πρώτον, οι ΗΠΑ είναι υποχρεωμένες να επιβάλλουν τη θέλησή τους όχι μόνο στον βασικό τους ανταγωνιστή, την Κίνα, αλλά και στους συμμάχους τους. Οι ΗΠΑ δεν έχουν ελλείμματα μόνο με την Κίνα αλλά έχουν ελλείμματα και με τον Καναδά, το Μεξικό, την ΕΕ. Αυτό οξύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο της Δύσης.
Δεύτερον, οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να νικήσουν την Κίνα, αν η Κίνα στηρίζεται στη Ρωσία (όπως δεν μπορούν να νικήσουν τη Ρωσία, αν η Ρωσία στηρίζεται στην Κίνα). Γι’ αυτό ο Τραμπ και η υπόλοιπη ολιγαρχία των ΗΠΑ φαίνεται να αλλάζουν τακτική προτιμώντας να δελεάσουν τη Ρωσία προς την πλευρά τους και μακριά από την Κίνα, καθώς, όπως φάνηκε, η τακτική να διαλύσουν πρώτα τη Ρωσία και μετά την Κίνα, δεν απέδωσε καρπούς προς το παρόν. Αυτό έχει τα αποτελέσματα που βλέπουμε: οι ΗΠΑ, φαινομενικά τουλάχιστον, εγκαταλείπουν την Ουκρανία στην τύχη της (για να μη πούμε ότι απαιτούν να λεηλατήσουν τον ορυκτό της πλούτο ως αντίτιμο για τη βοήθεια που έχουν προσφέρει τα προηγούμενα χρόνια), φορτώνουν το βάρος του πολέμου στην ΕΕ, η ΕΕ μετατρέπει την οικονομία της σε πολεμική οικονομία για να σηκώσει το βάρος των εξοπλισμών και να κρατά τη Ρωσία σε περιορισμό. Όμως, από την άλλη, οι ΗΠΑ αντικειμενικά δεν μπορούν να προσφέρουν λύση σ’ αυτά που οι Ρώσοι θεωρούν ως αιτίες του πολέμου, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, τη στροφή της αστικής τάξης της Ουκρανίας προς το ΝΑΤΟ. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα υπάρξει πραγματική εκεχειρία και ο πόλεμος θα συνεχιστεί με τις ΗΠΑ να συνεχίζουν, θέλοντας και μη, να στηρίζουν τη Ουκρανία, η οποία όμως συνεχίζει να χάνει εκεί που μετράει, στο πεδίο των μαχών.
Από τη σύγκρουση αυτή, βέβαια, η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη χαμένη, καθώς αναγκάζεται να πολεμάει εναντίον ενός έθνους που θεωρεί αδελφό και αναγκαστικά το οδηγεί σε μεγαλύτερη εχθρότητα εναντίον της. Η επιμήκυνση του πολέμου λειτουργεί σε βάρος της Ρωσίας αντικειμενικά, καθώς την αποδυναμώνει οικονομικά και στρατιωτικά. Οι ΗΠΑ έχουν πολύ λιγότερα να χάσουν. Και έχουν καταφέρει το βασικό: πολλές μικρές και αδύναμες χώρες που περικυκλώνουν τη Ρωσία και οι οποίες στρέφονται προς τις ΗΠΑ για προστασία. Αν σκεφτεί κανένας ότι όλες αυτές οι χώρες αποτελούσαν κάποτε την αυλή της Σοβιετικής Ένωσης, χώρες στις οποίες δεν υπήρχαν όχι μόνο αμερικανικά στρατεύματα αλλά ούτε καν αμερικανικά εμπορεύματα, αυτό είναι μια τεράστια επιτυχία για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Τρίτον, αναπτύσσεται ο κατακερματισμός του πλανήτη και του διεθνούς εμπορίου. Οι χώρες καλούνται να επιλέξουν αν θα ενταχθούν στο στρατόπεδο των ΗΠΑ ή στο στρατόπεδο της Κίνας. Το σημαντικότερο διακύβευμα που διαπραγματεύονται διμερώς οι διάφορες χώρες στις οποίες επέβαλε δασμούς ο Τραμπ στο διάστημα των 90 ημερών που αναγκάστηκε να αναστείλει τους δασμούς (μετά δηλαδή τις 9 Απρίλη), είναι κυρίως η σχέση τους με την Κίνα. Μια συνέπεια αυτού του κατακερματισμού είναι η αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων (ο πληθωρισμός), τον οποίο τον πληρώνει η εργατική τάξη, ενώ οι καπιταλιστές συνεχίζουν να πλουτίζουν.
Τέταρτον, οι ΗΠΑ γίνονται όλο και πιο επιθετικές: απαιτούν να περάσει η Γροιλανδία, ο Καναδάς, ο Παναμάς υπό τον έλεγχό τους. Αυτά δεν είναι αστειότητες του Τραμπ. Τα έχουν σκεφτεί πραγματικά άνθρωποι πιο έξυπνοι από τον Τραμπ. Επιπλέον, η κυβέρνηση Τραμπ είναι ανοικτά φιλο-ισραηλινή και επιτρέπει στην ισραηλινή κυβέρνηση και στον ισραηλινό στρατό να διαπράττει εγκλήματα σε βάρος των Παλαιστινίων και των υπόλοιπων γειτόνων τους. Οι ΗΠΑ πιθανότατα περιμένουν ότι έτσι θα λυθεί μια και καλή το Μεσανατολικό πρόβλημα (δηλαδή, η παράνομη κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών από το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ) και δεν θα το έχουν μέσα στα πόδια τους, καθώς συγκεντρώνονται στον κύριο εχθρό τους, την Κίνα. Από την άλλη, το Ισραήλ βρίσκει την ευκαιρία όχι μόνο να σφαγιάσει τους Παλαιστίνιους αλλά να κάνει επίδειξη δύναμης σε όλους τους άλλους ανταγωνιστές του στην περιοχή (Λίβανο, Συρία, Ιράν), διεκδικώντας να παίξει κυρίαρχο ρόλο σε ολόκληρη τη Μ. Ανατολή.
Όμως, ούτε και εδώ μπορεί να υπάρξει πραγματική λύση: η εθνοκάθαρση δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη και χωρίς συνέπειες όχι μόνο για το Ισραήλ, αλλά και τους υποστηρικτές του, τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Η στάση των ΗΠΑ, να στηρίζει το Ισραήλ στα εγκληματικά σχέδιά του και στην παραβίαση κάθε κανόνα του διεθνούς δικαίου, αντανακλά άσχημα και στις ΗΠΑ. Η ιστορία των επεμβάσεων των ΗΠΑ στις αραβικές χώρες τα τελευταία χρόνια δεν οδηγεί σε σταθερότητα αλλά σε μεγαλύτερη αστάθεια όλη την περιοχή. Το να αποκτήσει το Ισραήλ πλήρη έλεγχο όλης της περιοχής (στο όνομα των Αμερικανών φυσικά), ώστε να μπορεί να αποκλειστεί η Κίνα από τη διέξοδο προς την ανατολική Μεσόγειο, φαίνεται να είναι ο πραγματικός στόχος πίσω από τις ενέργειες του Ισραήλ, και ο στόχος των ΗΠΑ. Όμως, αυτό δεν είναι τόσο απλό. Τα άθλια και αδύναμα καθεστώτα της περιοχής μπορεί να γίνουν εύκολος στόχος των ισραηλινών. Άλλα η αλλαγή αυτών των καθεστώτων και η τοποθέτηση πιο φιλικών για Ισραήλ-ΗΠΑ και πιο εχθρικών προς Κίνα-Ρωσία, δεν είναι τόσο απλή υπόθεση. Ακόμα κι αν επιτευχθεί, αυτό θα είναι προσωρινό, όσο ο καπιταλισμός δεν θα μπορεί να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον σ’ αυτούς τους λαούς.
Δυστυχώς, στην πολύπαθη αυτή περιοχή ισχύει ότι και σ’ όλο τον πλανήτη συνολικά: στον βαθμό που οι λαοί παραμένουν αδρανείς και δεν βγαίνουν στο προσκήνιο να διεκδικήσουν την ελευθερία τους από τον κάθε ιμπεριαλισμό και από τις αστικές τους τάξεις, θα συνεχίζουν να βρίσκονται σε περιδίνηση και να υποφέρουν από τις πολεμικές συγκρούσεις των ιμπεριαλιστών.
Πέμπτον, πολλές από τις κινήσεις των αμερικανών δείχνουν ότι σκέφτονται σοβαρά ότι δεν μπορεί να αποφευχθεί ο πόλεμος με την Κίνα. Καθώς, η Κίνα είναι πλέον μια ώριμη τεχνολογικά χώρα και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, με ή χωρίς δασμούς και απειλές κυρώσεων, ο μόνος τρόπος να εμποδιστεί είναι ο πόλεμος. Μια μικρή ένδειξη αυτής της αντίληψης είναι ακριβώς η υπεράσπιση των εγκλημάτων του ισραηλινού στρατού ως εγκλήματα που, ακόμα κι αν γίνονται κατά αμάχων, γίνονται «καλή τη πίστει» και λόγω των «κακών» επιδιώξεων του αντιπάλου (της Χαμάς). Μόνο με μια τέτοιου τύπου δικαιολόγηση μπορεί να γίνει ένας πόλεμος που δεν θα αφορά το είδος των πολέμων στους οποίους είχε εμπλακεί ο αμερικανικός στρατός τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές πολεμούσαν τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»: έχοντας βάσεις μακριά από τη δυνατότητα του εχθρού να τις χτυπήσει, μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε πλήγματα «ακριβείας» εναντίον των «τρομοκρατών», προσπαθώντας να μειώσουν τις απώλειες στον άμαχο πληθυσμό (όχι πως κατάφερναν πάντα το τελευταίο). Αυτός ο τύπος πολέμου διαφέρει αισθητά από τον πόλεμο ενάντια σε μια ισχυρή υπερδύναμη. Εκεί ο εχθρός, π.χ., η Κίνα, μπορεί να πλήξει τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ, όπου κι αν βρίσκονται, καθώς διαθέτει όπλα ισοδύναμης ισχύος. Σε τέτοιες καταστάσεις, η βαρβαρότητα του πλήγματος κατά αμάχων μπορεί να δικαιολογηθεί, αν γίνεται «καλή τη πίστει» και ο εχθρός είναι πολύ «κακός». (Ο αρχιεγκληματίας πολέμου, Πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρυ Τρούμαν, του οποίου το άγαλμα είναι μια ντροπή για την Αθήνα, δικαιολογούσε την εξαφάνιση δύο πόλεων της Ιαπωνίας με πυρηνικές βόμβες, γιατί έτσι θα συντόμευε τον πόλεμο ενάντια στους «κακούς» γιαπωνέζους). Μέσα στα πλαίσια αυτά, ο νέος Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πίτερ Χέγκσεθ, έπαυσε από τα καθήκοντα τους τα ανώτερα μέλη τους σώματος των δικηγόρων των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, κυρίως γιατί επιδιώκει την αναδιοργάνωση του σώματος αυτού, ώστε να μην περιορίζει την «ελεύθερη» (διάβαζε: εγκληματική) δράση του αμερικανικού στρατού, ή για να μην εμποδίζει την εκδίπλωση αυτού που ο Χέγκσεθ αποκαλεί το «ήθος του πολεμιστή». Βασική προϋπόθεση για να εκδιπλωθεί το «ήθος του πολεμιστή» είναι να πιστέψουν οι «πολεμιστές» αλλά και η κοινωνία για την οποία πολεμούν ότι έχουν το «δίκαιο» με το μέρος τους. Οπότε οτιδήποτε μπορεί να μπει εμπόδιο σ’ αυτήν την «πίστη» πρέπει να πατάσσεται. Ανάμεσα σ’ αυτά που πρέπει να παταχθούν και να παραμεριστούν είναι οι βαθιές ταξικές διαφορές που επικρατούν στην κοινωνία (και στον στρατό), το ότι το «δίκαιο» του αγώνα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, το ότι οι προλετάριοι του κόσμου δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν μεταξύ τους, κ.τ.λ.. Και βέβαια θα πρέπει να παταχθούν και οποιοιδήποτε κανόνες πολέμου και διεθνούς δικαίου προστατεύουν τα δικαιώματα και τις ζωές των αμάχων, των αιχμαλώτων, κ.τ.λ. Το «ήθος του πολεμιστή» είναι το ήθος όλων των εγκληματιών πολέμου (από τον Μ. Αλέξανδρο έως τον Τσένγκις Χαν, από τους ναζί μέχρι τους αμερικανούς πεζοναύτες και τον ισραηλινό στρατό κατοχής). Όλες οι εκμεταλλευτικές κοινωνίες καλλιέργησαν μετά μανίας αυτό το ήθος, δηλ. τη συνήθεια να πατάς επί πτωμάτων για να επιτύχεις τους στόχους σου.
Η αύξηση του αυταρχισμού (του εθνικισμού, του φασισμού, του συντηρητισμού, κ.τ.λ.)
Συνέπειες υπάρχουν βέβαια και στην εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ και όλων των άλλων χωρών.
Στις ΗΠΑ διεξάγεται μια έντονη σύγκρουση για τα δημοκρατικά δικαιώματα, που έχει πάει πολύ πιο πέρα από τη συνήθη συζήτηση για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων ή των μαύρων, και πλέον αφορά:
- τα δικαιώματα των μεταναστών (τους οποίους ο Τραμπ κατηγορεί για τα πάντα, και οι υπηρεσίες καταστολής του αμερικανικού κράτους τούς στέλνουν μαζικά για φυλάκιση στις φυλακές ξένων χωρών, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κατηγορία εναντίον τους). Όπως συμβαίνει πολύ συχνά, η καταστολή εναντίον της εργατικής τάξης ξεκινά από τα πιο αδύνατα τμήματα, όπως οι μετανάστες,
- τον περιορισμό των δικαιωμάτων στον ελεύθερο λόγο και τη διακίνηση ιδεών (άνθρωποι που καταφέρονται ενάντια στην σιωνιστική πολιτική του Ισραήλ παρακολουθούνται και καταδιώκονται από τις κατασταλτικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, ενώ τα πανεπιστήμια υποχρεώνονται να ασκήσουν την ίδια προληπτική καταστολή ενάντια σε όποιον έχει διαφορετική γνώμη, διαφορετικά θα χάσουν τις επιχορηγήσεις του αμερικανικού κράτους),
- τον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας (όχι βέβαια ότι οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι) και τη μη εφαρμογή των αποφάσεων της, όταν αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας,
- τη μετατροπή των νομοθετικών σωμάτων σε καθαρά διακοσμητικά σώματα, καθώς όλες οι κρίσιμες αποφάσεις παίρνονται από εκτελεστικά σώματα (στις ΗΠΑ, με εκτελεστικές αποφάσεις του Προέδρου),
- τη μετατροπή των ΗΠΑ σε ένα πιο συγκεντρωτικό κράτος, καθώς η Ομοσπονδιακή του δομή δεν το βοηθά να αντιμετωπίσει ενιαία τον αντίπαλο (την Κίνα). Γι’ αυτό στις ΗΠΑ συμβαίνει αυτό που έχει συμβεί στη Ρωσία και την Κίνα, δηλαδή, η αύξηση της ισχύος και της εξουσίας του κεντρικού κράτους σε βάρος της εξουσίας των Πολιτειών, αλλά ακόμα και του Κογκρέσου ή της δικαστικής εξουσίας.
Ο αυταρχισμός στο εσωτερικό αυξάνεται και θα αυξάνεται όσο πιο πολύ οι ΗΠΑ θα πρέπει να επιβάλουν μέτρα λιτότητας σε βάρος της εργατικής τους τάξης. Η δημιουργία ενός ημι-επίσημου τμήματος του κράτους (του Τμήματος Κυβερνητικής Αποδοτικότητας) με επικεφαλής ένα μη εκλεγμένο δισεκατομμυριούχο, τον Ήλον Μασκ, το οποίο συγκροτείται από δικούς του υπαλλήλους, και οι οποίοι πάνε από Υπουργείο σε Υπουργείο, από Υπηρεσία σε Υπηρεσία, και απαιτούν την περικοπή των δαπανών, διαλύοντας ολόκληρα τμήματα του κράτους και απολύοντας μαζικά υπαλλήλους, δεν έχει ως σκοπό απλώς τη συγκράτηση των δαπανών, αλλά την εξαφάνιση των δαπανών που αφορούν τη βελτίωση των συνθηκών της εργατικής τάξης και τα δικαιώματά της. Είναι κυρίως οι υπηρεσίες πρόνοιας, ασφάλισης, παιδείας, κ.τ.λ., που δέχονται απανωτά πλήγματα από τα τσιράκια του Ήλον Μασκ. Σε τελική ανάλυση, για να μπορέσει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός να ανταγωνιστεί επιτυχώς τον κινεζικό, ή οποιοδήποτε άλλον, θα πρέπει να έχει μια «φθηνή» εργατική τάξη, η οποία θα πρέπει να είναι διατεθειμένη να «εργάζεται σκληρά», δηλαδή, να την εκμεταλλεύονται σκληρά, για το καλό της αναγέννησης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (για να γίνει η «Αμερική Μεγάλη Ξανά»). Όταν τα ιδεολογικά μέτρα εξαντλούνται (εθνικισμός, συντηρητικές αξίες, κ.τ.λ.), αρχίζει η καταστολή.
Η ίδια πολιτική, εθνικισμός, σωβινισμός και καταστολή-αυταρχισμός, διαπερνά πλέον την πολιτική όλων των χωρών, όχι μόνο των κυρίαρχων δυνάμεων (των G7) αλλά και των ανταγωνιστών τους (BRICS) και των λιγότερο ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων (π.χ., Τουρκία, Ελλάδα).
Αυτό έχει το ενδιαφέρον του από την εξής σκοπιά: η διάλυση, μετά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2008-9, της πολιτικής του άκρατου νέο-φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης και η τάση για αύξηση της προστασίας της εσωτερικής αγοράς δεν συνοδεύτηκαν με μέτρα για την προστασία της εργατικής τάξης της κάθε χώρας, αλλά με έντονη ιδεολογική επίθεση των συντηρητικών, φασίζουσων απόψεων (με άλλα λόγια, ο Κεϋνσιανισμός δεν αποτελεί πουθενά επιλογή της αστικής τάξης για τη διαχείριση του καπιταλισμού). Η μία χώρα μετά την άλλη προστατεύει τα εθνικά της κεφάλαια, τους εθνικούς της καπιταλιστές που κινδύνευαν από την άνοδο της παγκοσμιοποίησης αλλά όχι την εργατική της τάξη. Αντί γι’ αυτό, η αστική τάξη της κάθε χώρας καλλιεργεί το δηλητήριο του εθνικισμού βάζοντας την εργατική τάξη της χώρας της να στραφεί ενάντια στους μετανάστες, δηλαδή, ενάντια σε άλλους εργάτες που βρίσκονται εντός της χώρας, και ενάντια στους εργάτες των άλλων χωρών, που είναι ανταγωνίστριες χώρες. Καλλιεργούν την αποβλάκωση των συντηρητικών αξιών (την επιστροφή στον παραδοσιακό ρόλο της γυναίκας –σπίτι, παιδιά, εκκλησία), την επίθεση στα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, τον θρησκευτικό φανατισμό. Την ίδια στιγμή, δεν προσφέρουν τίποτα καλύτερο στην «εθνική» εργατική τάξη: στους λευκούς, στρέιτ, χριστιανούς εργάτες. Καμιά αύξηση μισθών, καμιά προστασία από την ασυδοσία των αφεντικών, καμία προστασία απέναντι στη φτώχεια, την ανεργία, την ασθένεια, τις ανάγκες αναπαραγωγής της εργατικής τάξης μέσω της νέας γενιάς εργατών. Μόνο αποβλάκωση και φασισμό. Η επιστροφή βαθύτατα συντηρητικών αξιών είναι αποτέλεσμα των αδιεξόδων του καπιταλισμού που πρέπει πλέον να στοιχίσει την εργατική τάξη πίσω από τα «εθνικά οράματα». Κάθε τι που έρχεται σε σύγκρουση με αυτό –που διασπά την εσωτερική ενότητα– πρέπει να παταχθεί. Για να το πούμε διαφορετικά: η επίθεση από τα δεξιά εναντίον του νεο-φιλελευθερισμού δεν καλύπτει την ανάγκη για συλλογική προστασία της εργατικής τάξης αλλά αντικαθιστά αυτήν την ανάγκη με την αθλιότητα του εθνικισμού-σωβινισμού, ενώ κυρίαρχη παραμένει η νέο-φιλελεύθερη ιδεολογία της ατομικής ευθύνης.
Αυτή η κυρίαρχη πολιτική που εγκαθιδρύεται στη μία μετά την άλλη χώρα μπορεί να βοηθάει την καλύτερη αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε συνθήκες βαθιάς κρίσης αλλά ταυτόχρονα διασπά και κατακερματίζει την κοινωνία και ολόκληρο τον πλανήτη σε εχθρικά στρατόπεδα. Αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ, όπου πλέον η συζήτηση ανάμεσα σε «δημοκρατικούς» και «ρεπουμπλικανούς» είναι αδύνατη, συμβαίνει και σε κάθε χώρα (σκεφτείτε τις διενέξεις εναντίον των «ψεκασμένων» στην Ελλάδα). Δυστυχώς, όμως, όσο αυτές οι διενέξεις δεν στρέφονται ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό, ενάντια στην αστική τάξη, η βάση της εξαθλίωσης που τις γεννά δεν πρόκειται να σταματήσει να υπάρχει. Και έτσι θα παραμείνει η κατάσταση στον βαθμό που οι διαιρέσεις γίνονται με πολιτικά ή ιδεολογικά κριτήρια και όχι ταξικά.
Μερικά ζητήματα περί ιμπεριαλισμού
Μέσα στην εργατική τάξη αλλά και σε πολιτικούς χώρους που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη αναπτύσσεται συζήτηση για τον χαρακτήρα της Κίνας και της Ρωσίας. Είναι κάπως περίεργο που ακόμα και καλοί μαρξιστές σκέφτονται ότι η Κίνα ή η Ρωσία θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο από καπιταλιστικές χώρες.
Καταρχήν, ας απαντήσουμε το εύκολο ερώτημα. Είναι αυτές οι χώρες σοσιαλιστικές; (ακόμα και αυτό ακούγεται σε αριστερούς κύκλους).
Να θυμηθούμε τα στοιχειώδη.
«Ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μιας στην άλλη. Και σ’ αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, που το κράτος της δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η επαναστατική διχτατορία του προλεταριάτου.» (Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα (1875), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985, σελ. 24)
Για τον Μαρξ η κομμουνιστική κοινωνία είναι αυτή που έρχεται μετά την επανάσταση, που ανατρέπει τον καπιταλισμό, αλλά επίσης είναι η κοινωνία που ακολουθεί μετά την μεταβατική περίοδο που ακολουθεί την επανάσταση, στην οποία αντιστοιχεί σε πολιτικό επίπεδο το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η ακολουθία δηλαδή είναι:
καπιταλισμός > (επανάσταση, τσάκισμα του αστικού κράτους) μεταβατική κοινωνία (δικτατορία του προλεταριάτου) > (απονέκρωση του εργατικού κράτους) σοσιαλισμός-κομμουνισμός.
Μετά από δεκαετίες σταλινικής και ρεφορμιστικής διαστρέβλωσης (ο σταλινισμός είναι μια μορφή ρεφορμισμού), η μεταβατική περίοδος έχει ταυτιστεί με τον σοσιαλισμό. Η μεταβατική περίοδος, σε οικονομικό επίπεδο, είναι η περίοδος επαναστατικών αλλαγών στο καθεστώς κυρίως της ιδιοκτησίας (το βασικό διακύβευμα κάθε ταξικής επανάστασης), καθώς γίνεται η μετάβαση από την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής στη συλλογική (κοινή) ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς της κομμουνιστικής κοινωνίας. Σ’ αυτή την τελευταία, την κομμουνιστική κοινωνία, φτάνουμε μετά από τα «μακροχρόνια κοιλοπονήματα» της μεταβατικής περιόδου. Στην κομμουνιστική κοινωνία, ο Μαρξ διακρίνει δύο φάσεις: την πρώτη, αυτή που ακολουθεί αμέσως μετά τη μεταβατική περίοδο, στην οποία ισχύει το αστικό δίκαιο της δίκαιης διανομής των μέσων κατανάλωσης, δηλαδή, ο κάθε εργάτης-συνεταιρισμένος παραγωγός παίρνει από την «κοινωνική παρακαταθήκη μέσων κατανάλωσης, τόσα όσα αντιστοιχούν στη δουλιά που ξόδεψε» (όπ. παραπάνω, σελ. 13). Το δίκαιο αυτό είναι, όπως είναι εν γένει το αστικό δίκαιο, άνισο, καθώς ο κάθε παραγωγός παίρνει ένα μερίδιο ανάλογα με την απόδοση της δουλειάς του και αυτή η απόδοση δεν είναι ίδια από παραγωγό σε παραγωγό. Στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας θα «ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και θα γράψει η κοινωνία στη σημαία της: από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» (όπ. παραπάνω, σελ. 15). Το χαρακτηριστικό και των δύο αυτών φάσεων της κομμουνιστικής κοινωνίας (μπορούμε να ονομάσουμε την πρώτη φάση σοσιαλισμό και τη δεύτερη κομμουνισμό, για να συνεννοούμαστε) είναι ότι είναι αταξικές και ακρατικές κοινωνίες: η μετάβαση στη συλλογική ιδιοκτησία των συνεταιρισμένων παραγωγών, σε τελική ανάλυση, η πλήρης εξάλειψη των ταξικών διακρίσεων, οδηγεί στην απονέκρωση και του εργατικού κράτους (της δικτατορίας του προλεταριάτου). Στον σοσιαλισμό, την πρώτη φάση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, υπάρχει ακόμα ένα υπόλειμμα διαχειριστικού, όχι πολιτικού κράτους, για τη διανομή των προϊόντων της παραγωγής με βάση την απόδοση της εργασίας. Ακόμα και αυτό εξαφανίζεται στον κομμουνισμό, στην ανώτερη φάση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.
Επομένως, ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα μπορεί να είναι σοσιαλιστικές κοινωνίες, αφού είναι ολοφάνερο ότι διαθέτουν και τάξεις και κράτος. Σοσιαλιστική κοινωνία, με τα μαρξιστικά κριτήρια, δεν υπήρξε ποτέ στον πλανήτη και η ανθρωπότητα έχει πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσει σε μια τέτοια κοινωνία, παρόλο που είναι σίγουρο ότι θα φτάσει. Και επιπλέον, καμιά χώρα δεν μπορεί να «οικοδομήσει» σοσιαλισμό από μόνη της. Ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός είναι διεθνές και παγκόσμιο σύστημα.
Το πραγματικό ερώτημα είναι αν οι κοινωνίες αυτές είναι μεταβατικές κοινωνίες, με την έννοια ότι σ’ αυτές, σε οικονομικό επίπεδο, συντελούνται επαναστατικές αλλαγές μετατροπής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας σε κοινωνική και, σε πολιτικό επίπεδο, η εργατική τάξη είναι η κυρίαρχη τάξη που κυβερνά μέσω του κράτους της (δηλ., της δικτατορίας του προλεταριάτου).
Και εδώ δεν είναι πολύ δύσκολη η απάντηση. Χωρίς καν να μπούμε σε ιστορική ανάλυση για τη Ρωσική και Κινεζική επανάσταση και την εξέλιξή τους, αρκεί κανένας να δει αυτό που επικρατεί σήμερα σ’ αυτές τις χώρες για να αντιληφθεί ότι και η κοινωνία-οικονομία τους και η κρατική-πολιτική τους μορφή δεν αντιστοιχούν στις μεταβατικές κοινωνίες. Για να αναφερθούμε μόνο στις οικονομικές σχέσεις, είναι φανερό ότι κανένας επαναστατικός μετασχηματισμός της ιδιοκτησίας προς την κοινή ιδιοκτησία δεν συντελείται σε κάποια από τις δύο χώρες. Το αντίθετο μάλλον. Τα υπολείμματα της κρατικής ιδιοκτησίας που επιβλήθηκαν από τις επαναστάσεις σ’ αυτές τις χώρες, ως το πρώτο βήμα προς την κοινωνικοποίηση της παραγωγής, υποχωρούν συστηματικά εδώ και χρόνια. Οι ολιγάρχες στη Ρωσία και οι δισεκατομμυριούχοι στην Κίνα αυγαταίνουν και μαζί αυξάνει ο έλεγχος της ιδιωτικής οικονομίας (δηλαδή, των καπιταλιστών) στη σφαίρα της παραγωγής και του κράτους.
Ταυτόχρονα, οι δύο χώρες μοιράζονται μερικά χαρακτηριστικά που μπορούν να εξάψουν τον πόθο της εργατικής τάξης να είναι πράγματι αυτές οι χώρες ένα αντίπαλο δέος στον ιμπεριαλισμό των αμερικανών, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Και στις δύο χώρες έγιναν προλεταριακές επαναστάσεις. Και οι δύο χώρες διαθέτουν, ως αποτέλεσμα αυτών των επαναστάσεων, βαριά βιομηχανία, μεγάλη και μορφωμένη εργατική τάξη. Και στις δύο χώρες, το κράτος παίζει ένα αδιαμφισβήτητο ρόλο στην οργάνωση της οικονομίας. Και οι δύο χώρες βρίσκονται σε σύγκρουση με τις αναπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού (αυτές που αποτελούν τους G7 και κυρίως τις ΗΠΑ).
Όμως, πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι η Ρωσία και η Κίνα δεν βρίσκονται σε σύγκρουση με τον δυτικό ιμπεριαλισμό γιατί θέλουν να τον αντικαταστήσουν με την πανανθρώπινη ένωση των συνεταιρισμένων παραγωγών. Είναι τον δικό τους καπιταλισμό και τις δικές τους αστικές τάξεις που θέλουν να προστατέψουν, τα συμφέροντα του δικού τους καπιταλισμού που θέλουν να προωθήσουν.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι το εξής: το να ξεφύγει κανείς από τη μέγγενη του ιμπεριαλισμού, ειδικά όσο πιο αναπτυγμένος γίνεται ο καπιταλισμός, δεν είναι εύκολο, και όμως, η Ρωσία και η Κίνα κατάφεραν να αμφισβητούν την εξουσία του ιμπεριαλισμού των κυρίαρχων δυτικών χωρών. Η Κίνα και η Ρωσία κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μέγγενη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού όχι μόνο εξαιτίας του επαναστατικού παρελθόντος τους, ούτε μόνο χάρη στο μέγεθος τους (έκταση, πληθυσμός, πόροι) αλλά και γιατί και στις δύο αναδύθηκαν ισχυρές κυβερνήσεις που ήταν υπέρ του καπιταλισμού αλλά δεν ήταν υποτελείς στην κυρίαρχη ιμπεριαλιστική τάξη. Αυτό δεν έγινε αυτόματα, ούτε ήταν δεδομένο.
Η Ρωσία αντιμετώπισε τη λεηλασία των κυρίαρχων ιμπεριαλιστών, ιδιαίτερα στην περίοδο που κυβέρνησε ο Γιέλτσιν. Ήταν η περίοδος που η κρατική ιδιοκτησία ξεπουλιότανε ταχύτατα και οι ολιγάρχες της χώρας, πρώην μαφιόζοι και γραφειοκράτες, μετάφεραν τον πλούτο που αποκτούσαν από αυτήν την λεηλασία στο εξωτερικό. Την ίδια στιγμή, η εργατική τάξη της Ρωσίας υπέφερε, καθώς βρέθηκε εντελώς απροστάτευτη απέναντι σ’ αυτήν τη λεηλασία. Ανάμεσα στο 1989 και το 1998, η παραγωγή μειώθηκε κατά 44%, οι μισθοί έχασαν το μισό της αξίας τους. Το 2000, το 30% του πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο φτώχειας. Την ίδια στιγμή μια χούφτα γραφειοκράτες έγιναν πάμπλουτοι σε μια νύχτα (π.χ. εταιρεία Yokos Oil αξίας 3 δισ. δολ. πουλήθηκε στον ολιγάρχη, και κολλητό του Γιέλτσιν, Χοντορκόβσκι για 100 εκ. δολ.). Ο δυτικός ιμπεριαλισμός είχε σκοπό τον μεγαλύτερο διαμελισμό της Σοβιετικής Ένωσης και τη μετατροπή των ξεχωριστών κρατικών οντοτήτων σε οικονομικές αποικίες του. Ο Πούτιν, ως εκπρόσωπος της Ρωσικής ολιγαρχίας, και όχι της εργατικής τάξης, σταμάτησε αυτά τα σχέδια. Αυτό το έκανε ελέγχοντας και την ολιγαρχία, οδηγώντας την στο να επενδύει στη Ρωσία αντί σε προσωπικό πλούτο στις δυτικές χώρες (σε γιοτ, επαύλεις και ποδοσφαιρικές ομάδες). Αυτό οδήγησε σε σταθερότητα στην οικονομία και ταυτόχρονα σε ενδυνάμωση του εθνικού αισθήματος. Ανάμεσα στο 1999 και το 2008, η ρωσική οικονομία διπλασιάστηκε. Αυτό που έγινε ξεκάθαρο, όμως, μετά την οικονομική κρίση του 2008 αλλά και μετά το 2014 και τον πρώτο γύρο κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, είναι ότι η οικονομία της είχε πήλινα πόδια, καθώς στηριζόταν εντελώς στις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων και πρώτων υλών. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση του Πούτιν στράφηκε στην προσπάθεια να αποκτήσει η Ρωσία σοβαρή βιομηχανική βάση και αυτονομία από τη Δύση. Σ’ αυτήν την προσπάθεια, η Ρωσία στηρίχτηκε από την Κίνα. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι χωρίς την αποφασιστικότητα της ρωσικής κυβέρνησης, που συνοδεύεται από βαθύ αυταρχισμό, η Ρωσία δεν θα κατάφερνε να ξεφύγει από τη μέγγενη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Και η Κίνα πέρασε, σε μικρότερο βαθμό, τις δυσκολίες της αναστήλωσης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Χωρίς την ανελέητη πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, η Κίνα δεν θα μπορούσε να σταθεί ως ανταγωνιστής του αμερικανικού και γενικά του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Η διαδικασία ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Κίνα έγινε πιο οριζόντια, κάνοντας πλούσιους συνολικά τα στελέχη του ΚΚ σε κεντρικό αλλά και σε τοπικό επίπεδο. Βασική αφετηρία της εισαγωγής του καπιταλισμού στην Κίνα ήταν η δημιουργία «ελεύθερων» οικονομικών ζωνών, κυρίως γύρω από το Χονγκ-Κονγκ μετά το 1978, όπου στις επιχειρήσεις του δυτικού καπιταλισμού προσφέρθηκε η εργατική τάξη της Κίνας προς άγρια εκμετάλλευση. Και ήταν βέβαια το ΚΚ της Κίνας που πρόσφερε την εργατική τάξη της χώρας προς εκμετάλλευση χωρίς κανένα έλεος. Ταυτόχρονα, πολλές «ελεύθερες» αγορές ξεπήδησαν σε όλη την Κίνα, δίνοντας τη δυνατότητα σε πολλούς τοπικούς παράγοντες να πλουτίσουν. Απέναντι και σ’ αυτήν την ανερχόμενη αστική τάξη έγινε η εξέγερση της πλατείας Τιεν Αν Μεν το 1989. Το ΚΚ της Κίνας προχώρησε, μετά την καταστολή της εξέγερσης, σε πιο γρήγορη ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής. Πολύ γρήγορα, η Κίνα μετατράπηκε στο εργοστάσιο του κόσμου, κυρίως για χαμηλής τεχνολογικής αξίας (πολύ συχνά, και χαμηλής ποιότητας) εμπορεύματα. Καθώς τα εμπορεύματα αυτά παράγονταν στην Κίνα σε καθεστώς υπεργολαβίας αλλά ανήκαν στις εταιρείες της Δύσης και πωλούνταν στις αγορές της Δύσης, ένα μεγάλο μέρος της παραγόμενης υπεραξίας μεταφερόταν στις ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες. Το ΚΚΚ οργάνωσε εξίσου πειθαρχημένα και αυταρχικά την αλλαγή αυτής της πολιτικής: από την παραγωγή μέσω συμβάσεων με δυτικές εταιρείες, η Κίνα άρχισε να παράγει μέσω των δικών της εταιρειών. Το ΚΚ της Κίνας έπαιξε κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτό με τη δημιουργία όλων εκείνων των υποδομών (μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, τράπεζες, παραγωγή ενέργειας και πρώτων υλών) που έκαναν δυνατή την παραγωγή των ιδιωτικών κινεζικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Η άνοδος του Σι Τζινπινγκ στην εξουσία και το κυνήγι της διαφθοράς σήμαινε την ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσίας στο κεντρικό κράτος και την οργάνωση της παραγωγής με στρατηγικούς όρους, για παράδειγμα, με σκοπό την κυριαρχία στις νέες τεχνολογίες, ή την εξαγωγή κεφαλαίων και εμπορευμάτων σε άλλες χώρες για τη δημιουργία μιας κινεζικής σφαίρας οικονομικής επιρροής (για παράδειγμα, μέσω της πρωτοβουλίας του Δρόμου του Μεταξιού). Το ΚΚΚ επέβαλε όχι μόνο στην εργατική τάξη την άγρια εκμετάλλευση «για την αναγέννηση του μεγαλείου της Κίνας» αλλά έβαλε και χαλινάρι στις ορέξεις της αστικής τάξης να διεθνοποιηθεί, πρακτικά απαγορεύοντας στις ισχυρές ιδιωτικές εταιρείες της Κίνας να ανοιχτούν στα χρηματιστήρια της Δύσης, και επομένως απαγορεύοντας στην αστική τάξη να δημιουργήσει οικονομικές σχέσεις με τις δυτικές αστικές τάξεις. Αυτό είναι βασικό στοιχείο της πολιτικής του Σι Τζινπινγκ που εύκολα μπορεί να φανεί σαν μια μορφή «σοσιαλισμού».
Σε όλα αυτά, η Κίνα δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να εκμεταλλεύεται τον διεθνή καταμερισμό εργασίας, καταλαμβάνοντας όλους τους χώρους που της επέτρεπε ο κυρίαρχος ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ και των άλλων δυτικών χωρών. Αυτό έχει και την εξής αδυναμία: όταν ο κυρίαρχος ιμπεριαλισμός δεν επέτρεψε στην Κίνα να χρησιμοποιήσει, όπως έκανε μέχρι τότε, τις προηγμένες τεχνολογίες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στους ημι-αγωγούς, ο κινεζικός καπιταλισμός βρέθηκε σε αδιέξοδο. Τώρα, θα πρέπει να (ανα)-παράγει μόνος του αυτές τις τεχνολογίες, αν θέλει να συνεχίσει, για παράδειγμα, να παραγάγει smartphones εφάμιλλα των δυτικών εταιρειών.
Οι εξελίξεις αυτές, που πολύ αδρά περιγράψαμε, δείχνουν ότι η Ρωσία και η Κίνα αντιστέκονται στον παγκόσμιο δυτικό, και ειδικά στον κυρίαρχο αμερικανικό, ιμπεριαλισμό αλλά όχι για να προστατέψουν τα συμφέροντα της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Αν δείχνουν κάτι, είναι ότι χωρίς ισχυρή κεντρική εξουσία καμιά χώρα και καμιά εξουσία, είτε αστική είτε προλεταριακή, δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μέγγενη του κυρίαρχου ιμπεριαλισμού.
Στην περίπτωση της Ρωσίας και τη Κίνας, ο στόχος που έχουν αυτές οι δύο χώρες περιγράφεται, κυρίως από τη Ρωσία, ως η δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου. Αυτό δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος για να μιλήσουμε για το «(ξανα)μοίρασμα του πλανήτη» (Λένιν) ανάμεσα σε ιμπεριαλιστές ή για τις «σφαίρες επιρροής» (Στάλιν). Πρόκειται δηλαδή για τα συμφέροντα των αστικών τάξεων και όχι του προλεταριάτου. Είναι ακριβώς αυτό το (ξανα)μοίρασμα του πλανήτη που μετατρέπει κάθε μικρή σύγκρουση σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη σε σύγκρουση ανάμεσα στις υπερδυνάμεις του στρατοπέδου των ΗΠΑ, από την μια, και της Ρωσίας-Κίνας, από την άλλη. Είναι ακριβώς αυτό το (ξανα)μοίρασμα του πλανήτη που, αν δεν γίνει με όρους που θα αποδεχτεί ο κυρίαρχος ιμπεριαλιστής, δηλαδή, οι ΗΠΑ, μπορεί να οδηγήσει σε μια επικίνδυνη πολεμική σύρραξη ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα.
Επίλογος
Η παγκόσμια εργατική τάξη δεν έχει διαμορφώσει ακόμα τα εργαλεία για να σταματήσει τις πολεμικές συγκρούσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη και την επερχόμενη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα. Δεν έχει βρει τρόπο να σταματήσει να πληρώνει τις συνέπειες των ανταγωνισμών των ισχυρών αστικών τάξεων, όταν δεν εμπλέκεται σε πόλεμο: την ακρίβεια, την υποβάθμιση της ζωής και των δικαιωμάτων της, την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Μόνο μια οργανωμένη εργατική τάξη, ανεξάρτητη από τις αστικές επιρροές (εθνικισμού, ρεφορμισμού), που θα προτάξει τα δικά της ταξικά συμφέροντα και με συνειδητοποίηση του ιστορικού της ρόλου μπορεί όχι απλώς να σταματήσει τον όλεθρο που εξαπλώνεται αλλά και να ανατρέψει το σύστημα που τον γεννά. Μια επαναστατική εργατική και κομμουνιστική Διεθνής θα ήταν το κατάλληλο εργαλείο γι’ αυτόν τον σκοπό. Βρισκόμαστε, όμως, πολύ μακριά από τη δημιουργία αυτού του εργαλείου.
Το πρώτο βήμα είναι, σε κάθε χώρα, να απαλλαγεί η εργατική τάξη από την κυριαρχία αστικών και μικρο-αστικών/ρεφορμιστικών συνδικαλιστικών και πολιτικών δυνάμεων και να γίνει ικανή να διεκδικήσει την ταξική εξουσία ανατρέποντας τον καπιταλισμό.
Σε όλες τις χώρες, στις ΗΠΑ και στους G7, στις χώρες των BRICS, στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, οι εργατικές τάξεις δεν αντιμετώπισαν με κατεβασμένα χέρια την επέλαση των αστικών, νέο-συντηρητικών και νέο-φασιστικών δυνάμεων. Οι ΗΠΑ συνταράχθηκαν από το κίνημα των μαύρων, η Γαλλία από τα «κίτρινα γιλέκα», και η Ελλάδα από τις κινητοποιήσεις ενάντια στα μνημόνια. Σε καμιά, όμως, από αυτές, και όλες τις άλλες χώρες, οι κινηματικές αντιδράσεις δεν κατάφεραν να αποκτήσουν πολιτική εκπροσώπηση, να γίνουν πολιτικά επικίνδυνες για το αστικό σύστημα. Είτε ενσωματώθηκαν σε ρεφορμιστικές δυνάμεις, είτε απλά εξάντλησαν τη δυναμική τους. Ως αποτέλεσμα τέτοιων αρνητικών εξελίξεων –στην ουσία, πραγματικής ήττας του κινήματος– δημιουργήθηκε το γόνιμο έδαφος για την έξαρση του φασισμού και του εθνικισμού. Κομμάτια της εργατικής τάξης, και πολύ περισσότερο τα ταλαντευόμενα μικροαστικά στρώματα, οδηγούνται προς αυτές τις αντιδραστικές λύσεις γιατί αυτές οι λύσεις υπόσχονται προστασία από τις συνέπειες του άκρατου νέο-φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Η περίοδος που ζούμε δείχνει ότι αυτές οι λύσεις δεν μπορούν να προσφέρουν διέξοδο στην εργατική τάξη. Η κατάρρευση αυτών των αυταπατών και η κρίση του καπιταλισμού που δεν έχει ξεπεραστεί θα ξανανοίξει νέο πεδίο αγώνων.
Μιλώντας για την Ελλάδα, χρειάζεται σκληρή δουλειά για να κυριαρχήσει μέσα στις οργανωμένες δυνάμεις της εργατικής τάξης ότι το κίνημα που τόσο πολύ προσπαθούμε να κτίσουμε θα πρέπει να έχει πολιτική στόχευση, να διεκδικεί δηλαδή την εξουσία, στη βάση των αιτημάτων του και όχι απλώς την απόσυρση αντεργατικών μέτρων και πολιτικών ή την έκφραση αλληλεγγύης στα πληττόμενα τμήματα της εργατικής τάξης. Δυστυχώς, πολλά τμήματα της κοινοβουλευτικής και της εξω-κοινοβουλευτικής αριστεράς δεν διεκδικούνε την εξουσία, εν γένει. Ούτε την προλεταριακή εξουσία, ούτε καμιά εξουσία. Απλώς, έχουν αποσυρθεί από αυτό το πεδίο.
Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για το πώς η καθημερινή αντίσταση της εργατικής τάξης θα μετατραπεί σε σύγκρουση τάξης με τάξη, σε σύγκρουση για την πολιτική και την ταξική εξουσία. Αντίθετα, αυτό που υπάρχει είναι, από τη μια, πολλές επικλήσεις στο κίνημα και την ανάπτυξή του, και από την άλλη, εκτιμήσεις για την ανωριμότητα της ταξικής-πολιτικής συνείδησης και των πολιτικών-ταξικών συνθηκών για την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτό οδηγεί στην κάπως σχιζοφρενική κατάσταση η επαναστατική αριστερά της Ελλάδας να προτείνει στην εργατική τάξη μια σειρά στόχων και διεκδικήσεων (αυξήσεις στους μισθούς, πέρασμα στο κράτος όλων όσων έχουν ιδιωτικοποιηθεί και μάλιστα με εργατικό έλεγχο –το ΚΚΕ εδώ αποτελεί εξαίρεση υπονομεύοντας συστηματικά το ίδιο το κίνημα–, συλλογικές συμβάσεις, κ.τ.λ.), αλλά την ίδια στιγμή, αναγνωρίζει ότι η ΝΔ, ως κυβέρνηση, ή οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση του «μνημονιακού» τόξου, δεν θα μπορούσε και δεν θα υλοποιήσει καμιά από αυτές τις διεκδικήσεις. Επομένως, η επαναστατική αριστερά προτείνει ένα πλαίσιο αγώνα στην εργατική τάξη, το οποίο και η ίδια ακόμα δεν θεωρεί πιθανό να υλοποιηθεί εντός του κυρίαρχου αστικού πλαισίου. Ταυτόχρονα, δεν έχει να προτείνει καμιά απάντηση στο ερώτημα ποιος και υπό ποιες συνθήκες να μπορούσε να υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα; Η στάση αυτή οδηγεί συστηματικά σε αποδυνάμωση και τελικά σε ήττα το ίδιο το κίνημα που θέλει να οικοδομήσει η επαναστατική αριστερά. Ανοίγει έτσι το δρόμο για να οδηγηθούν μάζες εργαζομένων σε συντηρητικές λύσεις.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη διεθνή θέση και στάση της αστικής τάξης της Ελλάδας. Το να λέει η επαναστατική αριστερά ότι το κίνημα θα πρέπει να διεκδικήσει, για παράδειγμα, τη μη εμπλοκή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, δεν έχει κανένα νόημα, έτσι γενικά: η αστική τάξη της Ελλάδας έχει διαλέξει στρατόπεδο. Είναι το στρατόπεδο των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ. Η ανατροπή αυτής της επιλογής, σε τελική ανάλυση, σημαίνει ανατροπή της αστικής τάξης. Διαφορετικά, η πάλη για τη «μη εμπλοκή» καταλήγει σε ένα ευχολόγιο.
Η επαναστατική αριστερά θα πρέπει να προσδιορίσει τι θα έκανε η ίδια αν είχε την εξουσία σε σχέση με τις διεθνείς εξελίξεις και με βάση αυτή τη στάση να απαντήσει όλα εκείνα τα διλήμματα που βάζει η αστική τάξη στον λαό για να τον στοιχίσει πίσω από τα «εθνικά» οράματα. «Μη εμπλοκή» στα ιμπεριαλιστικά σχέδια σημαίνει: το κλείσιμο των αμερικανο-νατοϊκών βάσεων, την έξοδο από ΝΑΤΟ και ΕΕ, την αντιμετώπιση πιθανού εμπορικού αποκλεισμού και κυρώσεων, την πιθανή χρήση του τουρκικού στρατού για ανατροπή μιας κυβέρνησης που θα εγκατάλειπε το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, την προσφυγή στην αλληλεγγύη της παγκόσμιας εργατικής τάξης, στην χρησιμοποίηση τω ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων για την προστασία της εργατικής εξουσίας, κ.τ.λ..
Όταν δεν χάνουμε αυτόν τον στόχο από τα μάτια μας, τον στόχο της επανάστασης, μπορούμε να δούμε καλύτερα και πώς οργανώνουμε το κίνημα σε καθημερινή βάση.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το ζήτημα της Παλαιστίνης. Χωρίς ένα στρατηγικό σχέδιο για τα ζητήματα αυτά, το μόνο που μένει είναι η συναισθηματική επίκληση ενάντια στα εγκλήματα του ισραηλινού στρατού κατοχής στη Γάζα και η έκφραση αλληλεγγύης στον υπό σφαγή και διωγμό παλαιστινιακό λαό.
Μια αριστερά που σκοπεύει να ανατρέψει τον καπιταλισμό στο σήμερα, και όχι όταν με κάποιο μαγικό τρόπο ωριμάσουν οι συνθήκες, θα μπορούσε να οργανώσει καλύτερα την αντίσταση στο ιμπεριαλισμό και τον σιωνισμό εκεί που μετράει: μέσα στην εργατική τάξη. Με μαζικές απεργίες διεθνιστικής αλληλεγγύης, μόνιμο αποκλεισμό των αμερικανο-νατοϊκών βάσεων, πίεση πάνω στο κυβερνητικό κόμμα και τους εκπροσώπους του (οι οποίοι θα πρέπει να στιγματίζονται ως συνεργάτες σε εγκλήματα πολέμου και επομένως υπόλογοι γι’ αυτά), μποϋκοτάζ των εταιρειών που έχουν σχέσεις με το ισραηλινό κράτος και ισραηλινές εταιρείες και παρεμπόδιση των δραστηριοτήτων τους, κ.τ.λ..
Στη βάση μιας τέτοιας στρατηγικής θα μπορούσαν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για διεθνείς σχέσεις με όλες εκείνες τις δυνάμεις που στοχεύουν στην ανατροπή του καπιταλισμού και μιας κοινής πλατφόρμας που θα είναι η βάση της κοινής δράσης της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Στη βάση μιας επαναστατικής πολιτικής, το σύνθημα του Μαρξ «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» μπορεί να γίνει πραγματικότητα.



