Τράπεζες: Αυτά τα ευαγή ιδρύματα (μέρος γ')
Τράπεζες: Αυτά τα ευαγή ιδρύματα (μέρος γ')
Τράπεζες και εργατική δύναμη
«Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που είναι αντικειμενοποιημένος σ’ αυτό». Ο Μαρξ με την παραπάνω διαπίστωση δε μιλά για τα εμπορεύματα (ή προϊόντα) όπως τα εννοούν οι τράπεζες (Δάνεια, αμοιβαία κεφάλαια, ασφαλιστήρια κλπ.). Μιλά για τα υλικά προϊόντα. Ωστόσο, και για τους τραπεζικούς ομίλους ισχύει ότι η εργατική δύναμη είναι η πηγή των κερδών. Πρώτα και κύρια τα κέρδη αυτά τα φτιάχνει η δουλειά των τραπεζικών υπαλλήλων.
Αξίζει να εξεταστεί λοιπόν ο παράγοντας εργασία στα «ευαγή» αυτά ιδρύματα. Οι τράπεζες παρουσιάζουν συνεχή εκμηχάνιση και βελτίωση των μηχανών τους. Η συνεχής τεχνολογική αναβάθμιση (σε μηχανογραφικά συστήματα, ΑΤΜ κλπ.) προκαλεί άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας των τραπεζικών. Έτσι αυξάνεται το ποσοστό εκμετάλλευσης και η μάζα των κερδών.
Από την άλλη υπάρχει μια γενική εντατικοποίηση της εργασίας η οποία βοηθά στην ίδια κατεύθυνση. Αυτό γίνεται με την εξέλιξη των συστημάτων διοίκησης, με την εξατομίκευση «στόχων» και στο κατώτερο προσωπικό. Με άλλα λόγια: κυνήγα να πουλήσεις πιστωτικές κάρτες, ασφαλιστήρια, δάνεια κοκ. για να σταθείς στη δουλειά. Η λογική των πωλήσεων και των bonus περιέχει και έναν άλλο εκβιασμό εκτός της απόλυσης. Χωρίς πρόσθετο εισόδημα πως θα ζήσει ένας νεοδιόριστος υπάλληλος με τα λιγότερα από 650 ευρώ του μισθού; Δεν είναι τυχαία τα προγράμματα «εκσυγχρονισμού», κυρίως των συστημάτων διοίκησης, που «τρέχουν» τα τελευταία χρόνια στις 3 κρατικές τράπεζες. Είχαν «μείνει πίσω» βλέπετε στην εκμετάλλευση των εργαζομένων, ενώ οι ιδιωτικές έχουν από καιρό πιάσει τα όρια της εντατικότητας στην εργασία. Εντυπωσιάζεται κανείς όταν μαθαίνει τον αριθμό των παραιτήσεων από τράπεζες, ακόμα και νέων υπαλλήλων, καθώς παλιότερα ο τραπεζικός κατατασσόταν στις καλές δουλειές από μισθό και συνθήκες. Όλη αυτή η πίεση προκαλεί, τέλος, συστηματική παραβίαση του ωραρίου, δηλαδή αύξηση της εκμετάλλευσης, μέσω της αύξησης του χρόνου εργασίας.
Η ραγδαία επιδείνωση της θέσης των υπαλλήλων των τραπεζών από το 1990 έχει φτάσει το μισθό τους σε επίπεδα κοντινά στο μέσο εργατικό μισθό. Για λόγους ενσωμάτωσης και ταξικού συσχετισμού (ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα) οι τραπεζικοί ιστορικά είχαν σχετικά καλούς μισθούς. Και μιλάμε για την εργατική τάξη των τραπεζών, γιατί στο χώρο υπάρχουν και σχετικά εκτεταμένα μεσαία στρώματα (διευθυντές, προϊστάμενοι κλπ.). Η χειροτέρευση των όρων είναι μεγαλύτερη αν συνυπολογίσουμε τον αστερισμό άθλιων εργασιακών σχέσεων που έχουν εμφανιστεί στο χώρο. Οι εργαζόμενοι σε θυγατρικές εταιρείες (πιστωτικές κάρτες, ασφάλειες κλπ.) δουλεύουν με το κομμάτι, ενώ πολλοί είναι επινοικιαζόμενοι, συμβασιούχοι του ΟΑΕΔ. Σε αυτούς οι συνθήκες εργασίας γίνονται άθλιες και η αξία της εργατικής δύναμης πέφτει πολύ, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές είναι ελάχιστες. Το Open – 24 είναι ένας οδηγός σ’ αυτή την κατάσταση. Οι υπάλληλοι που δουλεύουν εκεί, ενώ κάνουν τη δουλειά τραπεζικού υπαλλήλου, πληρώνονται πολύ κάτω από τους συναδέλφους τους της Eurobank, δεν έχουν ωράριο και ούτε ένταξη σε συνδικάτο...
Οι τραπεζίτες θέλουν κι άλλα...
Αν παρακολουθήσει κανείς τις δηλώσεις των τραπεζιτών, τις αναλύσεις τους κλπ. θα ξαφνιαστεί με την έμπνευση που αντλούν από το ....Μάη του ’68. «Δε ζητάνε πολλά, τα θέλουνε όλα». Να δούμε λοιπόν τους κύριους στόχους τους.
Πρώτα θέλουν επίθεση στις αγορές όπου είναι «πίσω» σε σύγκριση με τους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους. Θεωρούν ότι μπορούν να χρεώσουν κι άλλο τα νοικοκυριά. Παρ’ όλ’ αυτά, στη φετινή έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, ο γνωστός Γκαργκάνας τους επισημαίνει τον κίνδυνο από τον υπερδανεισμό των νοικοκυριών. Καλά τα δίνουμε, να μπορέσουμε να τα πάρουμε πίσω όμως. Οι ασφαλιστικές τους επίσης δεν κάνουν αρκετά προγράμματα ζωής και συντάξεων. Θέλουν το χέρι τους πιο βαθιά στην τσέπη μας.
Δεύτερον, δίνουν έμφαση σε επενδυτικά «προϊόντα» τα οποία να αντικαθιστούν τις καταθέσεις. Με τον εκβιασμό των ανύπαρκτων επιτοκίων καταθέσεων επιχειρούν να σπρώχνουν το χρήμα κατ’ ευθείαν στο χρηματιστηριακό τζόγο.
Τρίτον, επιχειρούν επέκταση στον τομέα των ακινήτων και της κατοικίας. Σωστά εκτιμούν ότι, λόγω οικονομικής δυσπραγίας, πολλά σπίτια αγορασμένα με στεγαστικό δάνειο θα κατασχεθούν και θα περιέλθουν στις τράπεζες.
Εξ’ άλλου οι αστοί πάντα ενδιαφέρονται τον οικονομικό κυκεώνα που φτιάχνουν αποϋλοποιώντας την οικονομία (τεράστιο κομμάτι πλούτου βρίσκεται με την μορφή μετοχών και γενικά τίτλων) να τον «γειώνουν» κάνοντας τον πιο υλικό. Αναμφίβολα, το ελληνικό φαινόμενο της κατοχής ιδιόκτητης κατοικίας από την εργατική τάξη θεωρείται από πολλούς «παρωχημένο». Το ιδιότυπο αυτό ελληνικό κοινωνικό συμβόλαιο φαίνεται εν μέρει να σπάει για την νέα εργατική γενιά. Έτσι οι τραπεζίτες σκέφτονται στα σοβαρά τη συγκέντρωση ακινήτων και την προώθηση της χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) σε αυτά.
Τέταρτον, νέα επίθεση στα εργατικά δικαιώματα. Επέκταση των άθλιων εργασιακών σχέσεων της ημιαπασχόλησης, της αμοιβής με το κομμάτι χωρίς ασφαλιστικές καλύψεις. Η πρόσφατη εξαγγελία Καραμανλή για άρση της μονιμότητας στις ΔΕΚΟ και κρατικές τράπεζες έρχεται γάντι σ’ αυτή την επιδίωξη. Βασικό όπλο των τραπεζιτών είναι πλέον και οι μαζικές «εθελούσιες» απολύσεις. Ο νεοαφιχθείς από το City του Λονδίνου στη διοίκηση της Εθνικής κύριος Αράπογλου έκανε κατευθείαν 1550 απολύσεις και μόνο 450 προσλήψεις. Ποσοστό μείωσης του προσωπικού πάνω από 7% και αντίστοιχη εντατικοποίηση της δουλειάς. Η γνωστή Εurobank έχει την πρακτική να απολύει όλους τους πάνω από 50 ετών εργαζόμενους! Οι διοικητές των κρατικών τραπεζών δεν κρύβουν σε συζητήσεις με συνδικαλιστές ότι τέτοια ονειρεύονται. Μάλιστα χρησιμοποιούν και νούμερα. Στην Εθνική π.χ. «έχουμε κόστος για μισθούς 45%. Πρέπει να φθάσουμε τη Εurobank που το αντίστοιχο κόστος είναι κάτω από 25% ...»
Πέμπτον, θέλουν λύση του ασφαλιστικού στα δικά τους μέτρα. Έτσι θα εμφανιστούν με τα ΔΛΠ χωρίς μεγάλες υποχρεώσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία και ουσιαστικά θα αυξήσουν την κερδοφορία τους. Ενδιαφέρονται μάλιστα, να βάλουν οι ίδιοι στο χέρι κεφάλαια και ακίνητα των ασφαλιστικών ταμείων ώστε να έχουν άλλον ένα τομέα κερδοφορίας. Αλλά όλα αυτά είναι αντικείμενο ιδιαίτερου άρθρου...
Έκτον, οι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι ενδιαφέρονται για περαιτέρω γιγάντωση. Να ενισχύσουν την εξαγωγή κεφαλαίων προς Βαλκάνια, Ρωσία, Τουρκία, να συσφίξουν σχέσεις με την κεφαλαιοκρατική Δύση. Σε όλα πάνε καλά. Στο εσωτερικό βρίσκονται στην εξής κατάσταση. Θέλουν να μείνουν μόνο 4 μεγάλοι «παίκτες», αλλά το μέγεθος των σημερινών 6 μεγάλων δεν επιτρέπει εύκολες εξαγορές. Το φιλέτο τώρα είναι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο με περίπου 5,5% του χώρου, πολύ δύσκολο, λόγω μεγέθους, κι αυτό να αγοραστεί. Η Εμπορική είναι προς πώληση απ’ το κράτος, αλλά την έχει «καπαρώσει» η γαλλική Credit Agricole. Η τελευταία θα επεκτείνει την κυριαρχία της αν η Εμπορική διαλύσει το ασφαλιστικό ταμείο. Θα είναι η μόνη ξένη τράπεζα που φαίνεται ότι θα παίξει στο χώρο των τραπεζών ως μεγάλη. Η Αγροτική προορίζεται για επόμενη φάση ιδιωτικοποίησης, προς το παρόν θα λειτουργεί ως Τράπεζα του κράτος.
DEUTSCHE BANK
Ο κυνισμός του τραπεζικού κεφαλαίου περιγράφεται χωρίς σχόλια, από τη στάση του γερμανικού τραπεζικού κολοσσού. Τα καθαρά κέρδη το 2004 ανήλθαν σε 2,55δις Euro παρουσιάζοντας άνοδο 87%!!! Γι’ αυτό και η τράπεζα προχωρεί μέσα στο 2005 σε 6.400 απολύσεις για να εξοικονομήσει 1,2δις Euro μέσα στο έτος και 1,1δις Euro στο μέλλον. Την ίδια στιγμή η ανεργία στη Γερμανία «πιάνει» το 12,6% (Φεβρ.’05), ξεπερνά τους 5,2 εκατ. Ανθρώπους και πιάνει ιστορικό υψηλό από το Μεσοπόλεμο!
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και το ωράριο
Οι τραπεζοϋπάλληλοι έχουν παραδοσιακά ισχυρά συνδικάτα. Οι αγώνες της περιόδου 1979 – 80 ανέβασαν την αξία της εργατικής τους δύναμης. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία είχε γιγαντωθεί ως αποτέλεσμα του κύρους που απόκτησε η ΟΤΟΕ και των μεσαίων στρωμάτων που αφθονούν στις τράπεζες. Αν κοιτάξει κανείς τα ψηφοδέλτια στις εκλογές των επιμέρους συλλόγων θα παρατηρήσει ότι μεγάλο ποσοστό των συνδικαλιστών -υποψηφίων είναι διευθυντές! Το κύρος των συνδικαλιστών ωστόσο, διαρκώς διολισθαίνει μαζί με τους μισθούς των τραπεζικών (αδιαλείπτως απ’ το 1990).
Στις ιδιωτικοποιήσεις καμία αντίσταση δεν πρόβαλε η ΟΤΟΕ. Ως ομοσπονδία άφησε ακάλυπτους ακόμα και συλλόγους που αγωνίστηκαν πεισματικά (Ιονική 1998). Το μόνο που διαπραγματεύτηκε ήταν η θέση κάποιων στελεχών μετά τις συγχωνεύσεις. Σήμερα, ενώ τα αφεντικά κερδοσκοπούν ασύστολα, οι σύλλογοι των επιμέρους τραπεζών τρομοκρατούν τους εργαζόμενους σπέρνοντας την αμφιβολία: «Θα επιβιώσει η τράπεζά μας στον ανταγωνισμό;».
Ο χειρισμός πάντως, που αποτελεί όνειδος για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, είναι για το θέμα του ωραρίου. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας μέσα στη δεκαετία του ’90 υπήρξε τεράστια για τις τράπεζες (πλήρης μηχανογράφηση κλπ.). Οι συναλλαγές σταματούσαν στις 2 μ.μ. και μετά υπήρχε μιάμιση ώρα για να κλείσουν τα ταμεία. Οι διαδικασίες όμως, επιταχύνθηκαν και η ώρα αυτή περίσσευε. Η εργοδοτική πλευρά τη διεκδίκησε και τα συνδικάτα της την έδωσαν. Από το 2003 οι συναλλαγές επεκτάθηκαν ως τις 2:30 μ.μ. και έτσι το κλείσιμο περιορίστηκε σε 45 λεπτά. Η ΟΤΟΕ μάλιστα, παρουσίασε την επέκταση του ωραρίου συναλλαγών ως επιτυχία, αφού τυπικά μειώθηκε το συνολικό ωράριο κατά ένα τέταρτο. Η σχετική αυτή επιτυχία όμως, εξανεμίστηκε στη πράξη αφού πάντα παραβιάζεται.
Την άνοδο της παραγωγικότητας, αντί να την κερδίσει η εργατική πλευρά ως καθαρή μείωση ωραρίου, την κέρδισε η εργοδοτική ως επέκταση κατά μισή ώρα των συναλλαγών. Είναι αξιοθαύμαστη η «μαρξιστική» κατάρτιση των τραπεζιτών που ξέρουν ότι από τη ζωντανή εργασία βγαίνουν τα φράγκα και εκεί στοχεύουν. Αντίθετα, η ΟΤΟΕ παρουσιάστηκε αδιάβαστη και ανεπαρκής κι αυτό θα το πληρώσουν όχι μόνο οι τραπεζοϋπάλληλοι, αλλά όλοι οι εργαζόμενοι στο εμπόριο με το νέο γύρο για το ωράριο που άρχισε από τα εμπορικά καταστήματα.