Σχετικά με την “πρωτοβουλία των 1000”

Σχετικά με την “πρωτοβουλία των 1000”

Δόθηκε στη δημοσιότητα πρόσφατα το κείμενο υπογραφών “για ένα πλατύ πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο διεξόδου από την οικονομική και κοινωνική κρίση και για τη συμπαράταξη και την ενότητα της Αριστεράς”, το οποίο στηρίζουν πολιτικά μια μερίδα μελών της ΑΡΑΝ, η Κομμουνιστική Ανανέωση, το Ξεκίνημα και η “Παρέμβαση για την Ανασυγκρότηση της Κομουνιστικής Αριστεράς” (πρώην μέλη της ΚΟΕ). Στις προκαταρκτικές συζητήσεις είχε προσκληθεί και συμμετείχε και η κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ. Ωστόσο, όπως θα αναδειχτεί παρακάτω, η προγραμματική και πολιτική κατεύθυνση που δίνουν οι παραπάνω οργανώσεις στην πρωτοβουλία τους, μέσα από το κείμενο που υπογράφουν, δεν μας έβρισκε σύμφωνους και δεν επέτρεπε την περαιτέρω συμμετοχή μας στο εγχείρημα. Φυσικά, θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του και θα συμμετάσχουμε στις πρωτοβουλίες δημοσίου διαλόγου που θα αναληφθούν όπως άλλωστε και σε κάθε άλλη πρωτοβουλία διαλόγου, στο μέτρο των δυνάμεων μας.

Το κείμενο έχει σωστές διαπιστώσεις, οι οποίες άλλωστε ήταν ο λόγος της συμμετοχής μας στις προκαταρκτικές συζητήσεις. Αναφέρει πχ ότι “η οικονομική και κοινωνική καταστροφή από την ολομέτωπη επίθεση κατά του κόσμου της εργασίας βαθαίνει, η λύση δεν βρίσκεται παρά έξω από το πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος”, “...ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπερβεί ή να κρύψει την κρίση του. Το σύστημα χρεοκοπεί, φορτώνει όμως τη χρεοκοπία του, ελλείψει ικανού αντιπάλου, στην εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Απαιτείται άμεσα η συγκρότηση “υποκειμένων ανατροπής”, μετώπων και πολιτικών φορέων που να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για συστημική ανατροπή”...

Από τον πρόλογο ωστόσο ακόμα, το κείμενο οριοθετείται στα πλαίσια μιας συμπαράταξης των δυνάμεων της Αριστεράς στη βάση ενός προγράμματος, θεμέλια λίθος του οποίου είναι το σύνθημα “καμία θυσία για το ευρώ” και πολιτικός στόχος μια κυβέρνηση της Αριστεράς με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ που θα αποτελέσει “την απαρχή μιας πορείας ανάτασης του λαϊκού κινήματος και συγκρούσεων με το παρελθόν”.

Αναγνωρίζει ότι “είναι αναγκαίο να ενισχύεται συνεχώς εκείνο το αριστερό αντισυστημικό ρεύμα ... που συγκροτείται στην κατεύθυνση της αντισυστημικής διεξόδου από την κρίση, αλλά ταυτόχρονα πρωτοστατεί σε μετωπικές πρωτοβουλίες και στην κεντρική πολιτική σκηνή και στους μαζικούς χώρους”. Το πρόγραμμα ωστόσο που κατατίθεται ως βάση αυτού του “ρεύματος” είναι ελλιπές και αντιφατικό. Με άλλα λόγια ο πολιτικός ακρωτηριασμός του “αριστερού αντισυστημικού ρεύματος” ξεκινά από το ίδιο το πρόγραμμα του. Το σύνθημα της μονομερούς διαγραφής του χρέους μετατρέπεται σε “μη αναγνώριση του χρέους και άμεση παύση πληρωμών του”. Η έξοδος απ΄ την ΕΕ δεν διακηρύσσεται ανοιχτά αλλά μόνο “ως αποτέλεσμα της προσπάθειας υλοποίησης αυτού του προγράμματος”. Η “εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών” και η “εθνικοποίηση των πιο κρίσιμων και στρατηγικών τομέων και επιχειρήσεων της οικονομίας” συνδυάζεται με “βαριά φορολογία στο κεφάλαιο, άρση του τραπεζικού απόρρητου των μεγαλοκαταθετών”, γεννώντας αμέσως το ερώτημα: με τον όρο “εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση” εννοείται η απαλλοτρίωση των μεγαλοκαταθετών και του μεγάλου κεφαλαίου ή απλά ο “έλεγχος” τους;

Επιπλέον η ανάγκη για τη συγκρότηση του “αριστερού αντισυστημικού ρεύματος” ξεχωριστά απ' τον ΣΥΡΙΖΑ, προκύπτει σύμφωνα με το κείμενο από το γεγονός ότι δεν έχει επιτευχθεί ακόμα μια “συνθετική προγραμματική δυναμική, που θα βλέπει ως πραγματικό ενδεχόμενο τη σύγκρουση της ελληνικής κοινωνίας με τη νεοφιλελεύθερη Ευρωζώνη και την ΕΕ, και θα προετοιμάζεται γι αυτό, είτε ως αναγκαιότητα, είτε ως επιθετική διεκδίκηση είτε ως εναλλακτικό σχέδιο διεξόδου” και έτσι “στις σημερινές συνθήκες, αυτό το πολιτικό ρεύμα μπορεί να ενισχύσει, να διεκδικήσει και τελικά να προκαλέσει τη ριζοσπαστική ανασύνθεση όλης της Αριστεράς”. Με άλλα λόγια η συγκρότηση του “αριστερού αντισυστημικού ρεύματος” γίνεται αντιληπτή ως ένα εργαλείο για τη διαμόρφωση μια πολιτικής συμφωνίας γύρω από το σύνθημα “καμία θυσία για το ευρώ” η οποία βαφτίζεται “ριζοσπαστική ανασύνθεση της Αριστεράς”.

Έτσι ο εντελώς συγκεκριμένος πολιτικός ρόλος αυτού του “ρεύματος” γίνεται αντικειμενικά το “σταμάτημα των ταλαντεύσεων” και η ανοιχτή αποδοχή από τον ΣΥΡΙΖΑ του ίδιου του δικού του συνθήματος “καμία θυσία για το ευρώ” προκείμενου να οδηγηθούμε στη ριζοσπαστική ανασύνθεση της Αριστεράς. Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε πράγματι είμαστε αρκετά κοντά. Η καινούρια διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει: “...όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα που χρησιμοποιήσαμε «καμιά θυσία για το ευρώ», απόλυτη προτεραιότητα για μας είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, και όχι η υπαγωγή σε υποχρεώσεις που άλλοι ανέλαβαν υποθηκεύοντας τη χώρα. Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο τέτοιων απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση. Είμαστε βέβαιοι ότι σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει ανεπιφύλακτα”. Τι διαφορά έχει άραγε αυτό από τη “συνθετική προγραμματική δυναμική” την οποία επιδιώκουν οι “1000”;

Ας επανέλθουμε σε κάποιες σωστές διαπιστώσεις της “πρωτοβουλίας των 1000”: “Σήμερα, δύο δρόμοι υπάρχουν. Ο ένας ήδη δοκιμάζεται: Εντός συστήματος, με τις καταστροφικές πολιτικές να στρέφονται ενάντια στον εργαζόμενο κόσμο. Ο άλλος είναι εκτός, συνδέοντας τα άμεσα αιτήματα με τη σοσιαλιστική προοπτική. Ενδιάμεσες λύσεις δεν υπάρχουν”... “Αυτή τη στιγμή, πρέπει να αντιστραφεί το κλίμα αμηχανίας και αναμονής. Να σταματήσει ο εφησυχασμός της Αριστεράς ότι μπορεί να αναμένει σαν ώριμο φρούτο την εξουσία. Να μην επικρατήσει το όριο της υποταγής στην αστική νομιμότητα. Να ενεργοποιηθεί ο λαός ενάντια σε λογικές ανάθεσης ή εκλογικής προσμονής”.

Ακριβώς σ' αυτές τις διαπιστώσεις είναι που το κείμενο δεν μένει συνεπές. Ακριβώς αυτόν τον ενδιάμεσο δρόμο που δεν υπάρχει, αντιπροσωπεύει το πρόγραμμα και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Και ακριβώς την αμφισημία και την ανεδαφικότητα αυτού του δρόμου αντανακλά παραστατικά το σύνθημα “καμία θυσία για το ευρώ”. Γιατί στην πραγματικότητα μόνο θυσίες υπάρχουν εντός -όχι μόνο του ευρώ αλλά και- της ΕΕ. Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών της εργατικής τάξης εντός ευρώ και ΕΕ. Υπάρχει μόνο η θυσία τους στο όνομα του ευρώ και της ΕΕ. Το να βαφτίζεται αυτό ακριβώς το σύνθημα ως πολιτικό όριο της “ριζοσπαστικής ανασύνθεσης της Αριστεράς” δεν αποτελεί καλή υπηρεσία για το κίνημα. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι η ανάδειξη και η όξυνση των αντιφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική γραμμή “ριζοσπαστικής ανασύνθεσης της Αριστεράς” με όχημα το “καμία θυσία για το ευρώ” οδηγεί ακριβώς στο αντίθετο. Τελικά λοιπόν πως αντιλαμβάνεται και πως υπηρετεί η “πρωτοβουλία των 1000” τη δική της διαπίστωση ότι “η λύση δεν βρίσκεται παρά έξω από το πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος” ότι “απαιτείται άμεσα η συγκρότηση “υποκειμένων ανατροπής”, μετώπων και πολιτικών φορέων που να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για συστημική ανατροπή”, κι ακόμα πως ακριβώς “συνδέει τα άμεσα αιτήματα με τη σοσιαλιστική προοπτική” εφόσον “ενδιάμεσες λύσεις δεν υπάρχουν”;

Η μόνη διέξοδος από την κρίση προς όφελος της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού είναι η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού στην Ελλάδα και παγκόσμια. Κι αυτό δεν είναι “ιδεολογική, αφηρημένη αλήθεια”. Είναι η μόνη ρεαλιστική λύση. Η μονομερής διαγραφή του χρέους, η έξοδος απ' την ΕΕ, ο εργατικός έλεγχος και η εθνικοποίηση (απαλλοτρίωση) του τραπεζικού συστήματος, η εθνικοποίηση (απαλλοτρίωση) των μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφέλειας είναι τα πιο απαραίτητα, τα πιο στοιχειώδη μέτρα προκειμένου να υπάρξει και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Οι πολιτικές δυνάμεις που συμφωνούν σε ένα τέτοιο πλαίσιο, σε ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα όφειλαν εδώ και καιρό να έχουν συμπτύξει ένα πολιτικό μέτωπο μ' αυτούς τους στόχους. Όφειλαν πριν από όλα, να προβάλλουν από κοινού αυτό το πρόγραμμα στο μαζικό κίνημα, εφαρμόζοντας ταυτόχρονα μια ενιαιομετωπική δράση με όλους τους εργαζόμενους στην πάλη για τα άμεσα προβλήματα τους, χωρίς γραφειοκρατικούς τελεσιγραφισμούς, διασπαστικές πρακτικές και εκφυλιστικούς χωροταξικούς διαχωρισμούς. Για να δημιουργούνται έτσι προϋποθέσεις αποτελεσματικής δράσης, να τροποποιείται ο συσχετισμός δύναμης, να σπέρνονται οι σπόροι της συγκρότησης της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της, να δημιουργείται το έδαφος για την ανάπτυξης δομών εργατικού ελέγχου και εξουσίας.

Κι ακριβώς για να τροφοδοτηθεί μια τέτοια διαδικασία έπρεπε η πάλη για το μεταβατικό πρόγραμμα να συνδεθεί με την πάλη για την εξουσία, λαμβάνοντας υπόψιν και την πολιτική κατάσταση, τη σημασία της -ασταθούς, ευμετάβλητης και παροδικής φυσικά- συμπύκνωσης των πολιτικών συσχετισμών στο κοινοβουλευτικό επίπεδο εν απουσία προς ώρας δομών εργατικής εξουσίας. Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης ανταποκρίνεται σ' αυτές ακριβώς τις συνθήκες με στόχο το κίνημα αναπτυσσόμενο υπό το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης, να αποκτά άμεση πολιτική προοπτική και παράλληλα ή καλύτερα μέσα απ' αυτή τη διαδικασία, “να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια επαναστατική κυβέρνηση με εξωκοινοβουλευτικά μέσα”.

Οι ηγεσίες τόσο του ΚΚΕ όσο και βασικών δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν ενδιαφέρθηκαν ή καλύτερα αντιστρατεύτηκαν μια τέτοια πολιτική τακτική και έδωσαν τη δυνατότητα στο ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσει αυτός με τη δική του ρεφορμιστική πρόταση την απαίτηση του λαού για μια άμεση λύση. Απ' αυτή τη σκοπιά συμφωνούμε με τη διαπίστωση του κειμένου των 1000 ότι: “η αριστερή πολιτική πρόταση οφείλει να αφουγκράζεται τον παλμό και την απαίτηση του κόσμου και να έχει το στοιχείο της άμεσης πολιτικής απάντησης και διεξόδου. Σε μια τέτοια εποχή, η Αριστερά έχει κρίσιμο ρόλο και ευθύνη. Δεν πρέπει να περιορίζεται στην αναμονή και στην αμηχανία”. Η επαναστατική-κομμουνιστική Αριστερά πληρώνει σήμερα το γεγονός της σεχταριστικής της πολιτικής στο μαζικό κίνημα και της απροθυμίας της να συνδέσει το μεταβατικό πρόγραμμα με το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας, με μια άμεση πρόταση, στόχο και τακτική που να την συνδέει με την επαναστατική ανατροπή και την εργατική εξουσία. Και δεν θα ξεπεράσει την αμηχανία και την αδυναμία της όσο θα αρνείται να απαντήσει το ζήτημα.

Μετά τις διπλές εκλογές οι συνθήκες άλλαξαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε με την “αριστερή κυβέρνηση” την (θολή και ασαφή φυσικά αλλά δίκαιη) εργατική και λαϊκή διάθεση για μια άμεση λύση. Το δικό μας συμπέρασμα ωστόσο απ' αυτή τη διαπίστωση δεν είναι ότι επιβάλλεται μια συμπαράταξη της Αριστεράς με άξονα το “καμία θυσία για το ευρώ” με στόχο μια κυβέρνηση με βασικό κορμό το ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ανοίξει κάποιος απροσδιόριστος δρόμος για το απροσδιόριστο σοσιαλιστικό μέλλον. Αντίθετα επιβάλλεται επιτακτικότερα η αυτοτελής συγκρότηση των δυνάμεων του μεταβατικού προγράμματος, η ενιαιομετωπική δράση αυτών των δυνάμεων στο κίνημα με όλους τους εργαζόμενους και όλους τους εκπροσώπους τους στο βαθμό που δεσμεύονται να παλέψουν στην πράξη για τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων. Και ειδικά στη σημερινή στιγμή αυτό σημαίνει την άμεση πάλη για το μπλοκάρισμα των μέτρων και άρα συνδέεται αναπόσπαστα με την πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης.

Στο πολιτικό επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βγει πλέον “στο κέντρο του γηπέδου” και σχεδόν μονοπωλεί (με σοβαρή ευθύνη της επαναστατικής – κομμουνιστικής Αριστεράς) στη συνείδηση των πλατιών μαζών την “αριστερή πολιτική λύση”. Στην πρόληψη ακριβώς μιας τέτοιας εξέλιξης αποσκοπούσε -υπό αυτήν την έννοια εξεταζόμενο- το σύνθημα και η τακτική της εργατικής κυβέρνησης και σ' αυτήν ακριβώς την υπαρκτή πλέον εξέλιξη απαντούσε η πλευρά της κοινοβουλευτικής τακτικής που πρότεινε μετά τις εκλογές του Μάη η κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ για κοινοβουλευτική ψήφο ανοχής υπό όρους σε πιθανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Και οι όροι αυτοί έχουν να κάνουν ακριβώς με τα στοιχεία εκείνα του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ που αντανακλούν την ταλάντευση του προς την εργατική απάντηση στην κρίση: κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων, άμεση παύση πληρωμών και καταγγελία των δανειακών συμβάσεων, κατάργηση των αντεργατικών-αντιλαϊκών νόμων, άμεση αποκατάσταση του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος κλπ.

Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αποτελέσει την απαρχή εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος. Θα αποτελέσει όμως, αν και εφόσον υπάρξει, μια κρίσιμη καμπή στην πάλη των εργαζομένων για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους καθώς θα αντανακλά ένα αντιφατικό και μεταβατικό σημείο στην εξέλιξη της πάλης τους και της συνείδησης τους, ένα σημείο “φαινομενικής δικαίωσης” του αγώνα τους, μια “θεσμική κατοχύρωση” των αιτημάτων τους. Αυτός είναι ένας παραπάνω λόγος που καθιστά επιτακτική τη συζήτηση για τους “όρους” ανοχής σε μια αριστερή κυβέρνηση, για τους “όρους” του τι αποτελεί αριστερή πολιτική, προκειμένου να διαμορφώνονται προϋποθέσεις περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής – λαϊκής συνείδησης και πάλης. Ο ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο “έπαιζε και παίζει μπάλα μόνος του”. Η πίεση θα συνεχιστεί και ο εκλογικός νόμος με το μπόνους των 50 εδρών θα την καθιστά ασφυκτική. Η επαναστατική-κομμουνιστική Αριστερά κατήγγειλε και ένιψε τας χείρας της, κατρακύλησε εκλογικά και συνεχίζει να στέκεται αμήχανα.. Στο όνομα του να μην “ενισχύσει τις “εκλογικές αυταπάτες” ακολουθεί μια πολιτική “αναχωρητισμού” αφήνοντας τελικά τις μάζες περισσότερο έκθετες στον κυβερνητισμό του ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο το πρόγραμμα και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει μια ρεφορμιστική πρόταση διαχείρισης η οποία στις συνθήκες της κρίσης είναι ως σύνολο είτε ανεφάρμοστη είτε από άλλους δρόμους αντεργατική. Η απότομη εκλογική άνοδος του είναι ανάλογη με την απότομη και βίαια ρήξη των κοινωνικών συμμαχιών της αστικής τάξης και αντανακλά την απουσία συγκροτημένης και μαζικής επαναστατικής πολιτικής πρότασης και σε τελική ανάλυση την απουσία επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης στήριξε εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι αντιφάσεις του προγράμματος του ωστόσο αντανακλούν την ταλάντευση εν μέρει των συμφερόντων κάποιων μεσαίων στρωμάτων και κυρίως της συνείδησης των πλατιών μικροαστικών στρωμάτων μεταξύ της αστικής από τη μία και της εργατικής από την άλλη, απάντησης στην κρίση. Η εμμονή στο ευρώ και την ΕΕ είναι χαρακτηριστική για τη μια, η καταγγελία του μνημονίου για την άλλη ταλάντευση. Η ταυτόχρονη διεκδίκηση τους είναι αντανάκλαση της ανεδαφικότητας μιας ανεξάρτητης πολιτικής των μικροαστικών στρωμάτων.

Η επαναστατική Αριστερά οφείλει να παρέμβει σ' αυτήν την ταλάντευση για να την οδηγήσει στο πρόγραμμα της εργατικής τάξης. Η παρέμβαση αυτή δεν πρόκειται να έχει αποτελέσματα εκκινώντας από την διαπίστωση του κειμένου ότι “στην συγκυρία αυτή, αναγνωρίζουμε πως όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, τόσο η αστική ενσωμάτωση και πολιτική εξουδετέρωση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο όμως και το αντίστροφο”. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αυτός που είναι τώρα, ως μια αντανάκλαση της ρήξης των συμμαχιών της αστικής τάξης, δεν έχει άλλο μέλλον πλην της διάσπασης με τον ένα ή την άλλον τρόπο, στον ένα ή στον άλλον βαθμό, αργά ή γρήγορα. Επιπροσθέτως, οι πιθανότητες αυτή τη στιγμή είναι δραματικά υπέρ μιας (όχι ανώδυνης και χωρίς συγκρούσεις) διαχειριστικής μετατροπής του σε βαθμιαία ή περισσότερο απότομη σύγκρουση με τις λαϊκές προσδοκίες. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι εντελώς ανεδαφικός ο ακροβατισμός της “εξισορρόπησης” αυτής της διαδικασίας με τη φόρμουλα της “ριζοσπαστικής ανασύνθεσης της Αριστεράς” με όχημα το σύνθημα “καμία θυσία για το ευρώ”.

Η παρατήρηση του κειμένου για την “αντιμετωπική πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΚΚΕ” είναι σωστή (με διαφορετικούς τρόπους, σε διαφορετικό βαθμό). Και αφορά τόσο τη δράση στο μαζικό κίνημα όσο και το πολιτικό επίπεδο. Ο σεχταρισμός στο μαζικό κίνημα και ο αναχωρητισμός στο πολιτικό επίπεδο οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην περιθωριοποίηση της επαναστατικής - κομμουνιστικής Αριστεράς και τελικά στην ήττα του κινήματος. Η βασική προϋπόθεση ωστόσο ακόμα και για μια “ριζοσπαστική” όξυνση των αντιθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ είναι η εμφάνιση ενός πολιτικού μετώπου (για να μην μιλήσουμε εδώ για την αναγκαιότητα ενός επαναστατικού κόμματος) στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, το οποίο θα συνδέσει αυτό το πρόγραμμα με το ζήτημα της εξουσίας, με μια τακτική που θα αφορά και το θέμα της κυβερνητικής εξουσίας. Αυτή η προϋπόθεση δεν είναι η μόνη. Αυτό το πολιτικό μέτωπο πρέπει να αναπτύξει μια πλατιά δραστηριότητα ενιαιομετωπικής δράσης στο κίνημα, εκεί που θα συντελεστεί η καθοριστική τελικά προϋπόθεση για μια επαναστατική λύση. Και ταυτόχρονα να απαντήσει συγκεκριμένα με μια επιθετική πρόταση για τους όρους και τις μορφές πολιτικών συνεργασιών και με το ΣΥΡΙΖΑ, από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων κι όχι των διαχειριστικών δεσμεύσεων, με σκοπό την αποκάλυψη και την όξυνση των αντιθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ κι όχι την ανεδαφική εξισορρόπηση τους με κενά περιεχομένου συνθήματα, με σκοπό τη ενιαιομετωπική συμπαράταξη των εργαζομένων στην πάλη για τη λύση των προβλημάτων τους κι όχι στην τακτική του ώριμου φρούτου, για μια επαναστατική κοινοβουλευτική τακτική κι όχι για την υποταγή στο ρεφορμισμό.

Θοδωρής Νασόπουλος