Μποϋκοτάζ: φύλλο συκής του νεοφιλελευθερισμού

Μποϋκοτάζ: φύλλο συκής του νεοφιλελευθερισμού

και της ταξικής υποταγής



του Γιώργου Κωνσταντακόπουλου




Είναι δυνατόν η κατάρρευση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων να συνδυάζεται με ακόμα μεγαλύτερη ήττα της εργατικής τάξης; Αν το ερώτημα είχε τεθεί ως υπόθεση εργασίας πριν από μερικά χρόνια, πολλοί θα το αντιμετώπιζαν ως υπόθεση πέρα για πέρα παράλογη. Θα αντέτειναν ότι σύμφωνα με την «κοινή λογική», αν ο νεοφιλελευθερισμός κατέρρεε, η αστική τάξη θα αντιμετώπιζε μία κρίση στρατηγικής και η εργατική τάξη υποκινούμενη από τα οξυμένα προβλήματα και την κρίση της αστικής πολιτικής θα περνούσε στην αντεπίθεση. Όσα ζούμε τους τελευταίους μήνες, μας καλούν να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα με πιο σύνθετη σκέψη και να μην εμπιστευόμαστε τα σχήματα της «κοινής λογικής» του παραπάνω τύπου, που πολύ συχνά δυστυχώς διαπνέουν το αριστερό πολιτικό λόγο.

Οι νεοφιλελεύθεροι μύθοι γκρεμίζονται σήμερα με εκκωφαντικό θόρυβο, όμως οι εργαζόμενες μάζες δεν φαίνεται να το αντιλαμβάνονται και να αντιδρούν. Μια συνωμοσία της σιωπής, στην οποία συμμετέχουν όλα τα αστικά κόμματα, τα ΜΜΕ και οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές, είναι η «μόνωση» της αστικής πολιτικής έναντι αυτού του θορύβου. Φτάνει όμως αυτό για να δικαιολογήσει την αδράνεια του εργατικού κινήματος στη σημερινή συγκυρία;

 

Ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» δεν έφερε την καθήλωση των τιμών, για την οποία επί χρόνια τον διαφημίζανε οι θιασώτες του. Η όποια σταθερότητα στις τιμές τα προηγούμενα χρόνια, που ίσχυσε με πάμπολλες όμως εξαιρέσεις, επιτεύχθηκε όχι λόγω του ανταγωνισμού αλλά με αλλεπάλληλες «συμφωνίες κυρίων» κυβέρνησης - καπιταλιστών, συμφωνίες που κλείστηκαν φυσικά με παροχή μεγάλων ανταλλαγμάτων σε μερίδες του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Ωστόσο από την αρχή της χρονιάς όχι μόνο ζούμε ένα πρωτοφανές κύμα ακρίβειας, αλλά η άνοδος των τιμών συνδυάζεται και με υψηλό πληθωρισμό μετά από χρόνια «αντι-πληθωριστικής πολιτικής» και μάλιστα την στιγμή της κορύφωσης της νεοφιλελεύθερης δημοσιονομικής μεταρρύθμισης. Ζούμε δηλαδή την πλήρη αποτυχία της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, αν πιστέψουμε ότι ο χαμηλός πληθωρισμός και η σταθερότητα των τιμών αποτελούσαν πραγματικά στόχους της.

Αν όμως ξεφύγουμε από το νεοφιλελεύθερο διαχειριστικό δόγμα αυτό καθ' εαυτό και εξετάσουμε τον ουσιαστικό του στόχο, που δεν είναι άλλος από τη διασφάλιση ανόδου της κερδοφορίας, τότε οι πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις είναι πλήρως εξηγήσιμες. Οι ανατιμήσεις δεν είναι τίποτα άλλο από μια κίνηση διασφάλισης της κερδοφορίας του κεφαλαίου σε απάντηση των πιέσεων που δημιουργεί η οικονομική κρίση. Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από μία εσπευσμένη αύξηση της υπεραξίας σε βάρος της αξίας της εργατικής δύναμης επειδή οι συνθήκες δεν επιτρέπουν άλλα μέσα για να επιτευχθεί αυτό, δηλαδή επενδύσεις με σκοπό την άνοδο της παραγωγικότητας του κεφαλαίου.

Αποκρύπτοντας όμως αυτήν την ουσία, η αστική πολιτική, προσπαθεί να μας πείσει ότι οι πρόσφατες ανατιμήσεις δεν είναι παρά «αισχροκέρδεια» και δεν προέρχονται παρά μόνο από την εκμετάλλευση της αλλαγής του νομίσματος από «επιτήδειους» μέσω στρογγυλοποιήσεων σε Ευρώ.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα! Και είναι κρίμα και απορίας άξιον ότι παρόμοιες «εξηγήσεις» επαναλαμβάνονται από αριστερούς ανθρώπους, τη στιγμή που αποπροσανατολίζουν μαζικά τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Φυσικά οι ανατιμήσεις δεν είναι κλοπή. Αν κάποιος από τους μεγάλους ή μικρούς καπιταλιστές προσπαθούσε απλώς να κλέψει στην αγορά, πουλώντας με μεγαλύτερη τιμή, είναι σίγουρο ότι πολύ γρήγορα θα γινόταν αντιληπτός και δεν θα είχε σε ποιον να πουλήσει και θα επέστρεφε στο επίπεδο τιμών των ανταγωνιστών του. Για να πουλάνε όλοι οι παραγωγοί και οι έμποροι ακριβότερα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι όλοι συμφώνησαν μεταξύ τους να κλέψουν τους καταναλωτές. Και εφόσον έχουν ανατιμηθεί πάρα πολλά και διαφορετικά προϊόντα, πρέπει να έχει συμφωνηθεί το ύψος της ανατίμησης για κάθε ένα απ' αυτά. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό και δεν συμβαίνει ποτέ, γιατί όποιος έχει περιθώριο να πουλήσει φθηνότερα, το κάνει και δεν δεσμεύεται από καμιά συμφωνία. Γιατί αυτός θα πάρει μεγαλύτερο μερίδιο από την αγορά, θα πουλήσει περισσότερα και θα κερδίσει περισσότερα.

Αυτό που πραγματικά συμβαίνει σήμερα είναι ότι μεγάλες μερίδες του κεφαλαίου αναπροσαρμόζουν το ποσοστό κέρδους για να ανταποκριθούν στις συνθήκες της κρίσης. Οι βιομήχανοι πουλούν ακριβότερα, άλλοι παραγωγοί αγοράζουν ακριβότερες πρώτες ύλες και μετακυλύουν την αύξηση στο δικό τους προϊόν, οι μεγαλέμποροι αυξάνουν και το δικό τους κέρδος και σ' ένα βαθμό το ίδιο κάνουν μικροέμποροι και μικροπαραγωγοί. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι υπέρογκη ακρίβεια στην αγορά.

Ως ποσοστό κέρδος ορίζεται ο λόγος υ/μ+σ, όπου (υ) η υπεραξία, (μ) το ποσό μεταβλητού κεφαλαίου που απαιτείται για την παραγωγή της, δηλαδή μισθοί, ασφαλιστικές εισφορές και (σ) το ποσό σταθερού κεφαλαίου που απαιτείται αντίστοιχα, δηλαδή φθορές και άλλα έξοδα για τα μέσα παραγωγής. Όταν αυξάνεται η μάζα της υπεραξίας που αντιστοιχεί σε μια ορισμένη μάζα παραγόμενων προϊόντων, σε σχέση με το κεφάλαιο που δαπανάται για την παραγωγή της, τότε το ποσοστό κέρδους αυξάνει. Αντίστροφα, όταν η μάζα του κεφαλαίου μεταβλητού ή σταθερού που δαπανάται για την παραγωγή συγκεκριμένης μάζας προϊόντων αυξάνεται, τότε η υπεραξία που παράγεται μειώνεται σε σχέση με αυτό το κεφάλαιο και το ποσοστό κέρδους πέφτει. Σε συνθήκες κρίσης το δαπανούμενο κεφάλαιο τείνει να αυξάνει, γιατί η παραγωγικότητα του μεταβλητού κεφαλαίου πέφτει και το σταθερό κεφάλαιο υποαπασχολείται λόγω της πτώσης της παραγωγής. Προκειμένου το ποσοστό κέρδους να παραμείνει σταθερό πρέπει η μάζα των προϊόντων - που είναι τώρα μικρότερη - να αντιστοιχεί στην ίδια ποσότητα υπεραξίας κι αυτό σημαίνει ότι το προϊόν πρέπει να υπερτιμηθεί. Πρόκειται φυσικά για προσωρινό μέτρο, γιατί ο πληθωρισμός σύντομα θα ακυρώσει την όποια απόκλιση μεταξύ παραγόμενης υπεραξίας και τιμών.

Υπάρχει ωστόσο ένα εμπόρευμα, όπως προαναφέραμε, που όχι μόνο δεν ανατιμάται αλλά υποτιμάται ακριβώς αντίστροφα με τα άλλα. Κι αυτό είναι η εργατική δύναμη. Οι καπιταλιστές θέλουν να συγκρατήσουν το δαπανούμενο μεταβλητό κεφάλαιο και γι' αυτό δεν αυξάνουν τους μισθούς και επιθυμούν τη μείωσή τους. Όταν οι ονομαστικοί μισθοί μένουν στάσιμοι ενώ τα προϊόντα (εμπορεύματα και υπηρεσίες) που απαιτούνται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης ακριβαίνουν, οι πραγματικοί μισθοί πέφτουν και συνεπώς το μεταβλητό κεφάλαιο που δαπανάται μειώνεται. Τότε το ποσοστό κέρδους ανεβαίνει. Αυτή η συνέπεια των ανατιμήσεων δεν είναι παροδική, αλλά - στο βαθμό που δεν αναπροσαρμοστούν οι μισθοί, σε ποσοστό πάνω από το επίπεδο του πληθωρισμού - παραμένει.

Αυτό είναι το σοβαρό και ουσιαστικό συμφέρον των αστών από τις μαζικές ανατιμήσεις. Η υποτίμηση της εργατικής δύναμης, που διασφαλίζει υψηλό ποσοστό κέρδους. Κέρδος, για το οποίο πληρώνει η εργατική τάξη όχι απλώς με την εργασία της και την εκμετάλλευσή της, αλλά με την καταδίκη της σε φτώχεια.

 

Για το κέρδος που παράγεται από την υποτίμηση της εργατικής δύναμης τίποτα δεν λέγεται στον Τύπο και τα ΜΜΕ, αλλά αντίθετα με ηχηρό τρόπο «καταγγέλλεται» η «κερδοσκοπία» στις λαϊκές αγορές και τα μικρομπακάλικα. Μ' αυτόν τον τρόπο η πραγματική επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία παραμένει στο απυρόβλητο. Κι όχι μόνο. Η κυβέρνηση, που είναι αποκλειστικά πολιτικά υπεύθυνη γι' αυτήν τη λεηλασία του εργατικού εισοδήματος, όχι μόνο απαλλάσσεται αλλά «καθαγιάζεται» γιατί έκανε λόγο για «συμφωνίες κυρίων» και υποστήριξε το μποϋκοτάζ! Η ΝΔ φυσικά δεν έχει επί της ουσίας καμιά αντίρρηση κι ενώνει τις δυνάμεις της με την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ δια της διακριτικής απουσίας της ως αντιπολίτευσης για το κοινό καπιταλιστικό συμφέρον!

Ούτε λόγος να γίνεται για έλεγχο των τιμών... Την στιγμή που το νεοφιλελεύθερο διαχειριστικό οικοδόμημα τρίζει, δίνονται νέοι όρκοι πίστης στην «ελεύθερη αγορά» από τον κ. Χριστοδουλάκη και επιδοκιμάζει όλος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Ο λόγος είναι - με όσα προαναφέραμε - προφανής. Δεν πρόκειται για πίστη σε διαχειριστικά δόγματα, αλλά στο ύψιστο αγαθό του καπιταλιστικού κέρδους.

Όλα αυτά είναι αναμενόμενα από τους πολιτικούς εκφραστές του κεφαλαίου. Η εργατική τάξη πρέπει να υπερασπιστεί μόνη της τον εαυτό της. Και στον αγώνα της αυτό είναι δυστυχώς πολύ μόνη. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ και δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών αποδεικνύουν ότι ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να υπερασπιστούν τα στοιχειώδη, το εργατικό εισόδημα του λεηλατείται, τους εργαζόμενους που καταδικάζονται σε φτώχεια. Υποταγμένες στην στρατηγική του κεφαλαίου, κρύβονται πίσω από μια παρωδία του αγώνα, υποστηρίζοντας το μποϋκοτάζ, για να μην πάρουν καμιά πραγματική πρωτοβουλία για ταξικό αγώνα υπεράσπισης των μισθών.

Το μποϋκοτάζ στα ακριβά προϊόντα γίνεται έτσι ένα πολύτιμο εργαλείο πολλαπλών χρήσεων. Είναι ένα φύλλο συκής που βολεύει τόσο τους αμετανόητους νεοφιλελεύθερους διαχειριστές στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση όσο και την υποταγμένη στο κεφάλαιο συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Το μποϋκοτάζ υποκινείται από τη λογική ότι το πρόβλημα είναι η ακρίβεια και ότι οι ανατιμήσεις προέρχονται από «ασυδοσία» και μάλιστα ορισμένων από τους παραγωγούς και του εμπόρους. Η λογική αυτού του είδους όχι μόνο αφήνει στο απυρόβλητο τον καπιταλισμό, το μοναδικό υπεύθυνο των ανατιμήσεων, αλλά αποπροσανατολίζει τις εργαζόμενες τάξεις από το πραγματικό τους πρόβλημα, που δεν είναι φυσικά οι ανατιμήσεις των προϊόντων αλλά η υποτίμηση της εργατικής δύναμης.

Ο μοναδικός δρόμος να υπερασπιστεί η εργατική τάξη τα συμφέροντά της στη σημερινή συγκυρία, είναι να απαιτήσει αύξηση των μισθών πάνω από το ύψος των ανατιμήσεων. Και όχι φυσικά να επιδίδεται σε κυνήγι των «κερδοσκόπων» στα ράφια των σούπερ-μάρκετ και τους πάγκους της λαϊκής. Η πραγματική απάντηση στη σημερινή συγκυρία που πρέπει να δώσουν τα συνδικάτα, είναι η άμεση καταγγελία της εθνικής συλλογικής σύμβασης και όλων των κλαδικών συμβάσεων.

 

Επιστρέφοντας στο ερώτημα που θέσαμε στην αρχή του άρθρου πρέπει σοβαρά να αναρωτηθούμε και μαζί μας πρέπει να αναρωτηθεί ο κάθε αγωνιστής του εργατικού κινήματος: Πώς φτάσαμε στην ανυπαρξία αντίστασης απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου, στα θλιβερά υποκατάστατα του συνδικαλιστικού αγώνα τύπου μποϋκοτάζ; Και πώς θα βγούμε από το τραγικό σημερινό αδιέξοδο;

Δεν είναι φυσικά στόχος αυτού του άρθρου να αναλύσουμε τις αιτίες της σημερινής τρομερής αδυναμίας του εργατικού κινήματος και να προτείνουμε λύσεις. Άλλωστε η ανασύνταξη του κινήματος είναι υπόθεση που θα κριθεί στην πράξη.

Όπως επισημάναμε, η κρίση του νεοφιλελευθερισμού δεν φέρνει «αυτομάτως» τη μαζική αμφισβήτησή του, η οικονομική κρίση δεν «γεννά» από μόνη της ταξικούς αγώνες. Η ενότητα και η δύναμη της εργατικής τάξης δεν εξασφαλίζεται από συγκυρίες, αλλά είναι υπόθεση δουλειάς, ιδεολογικής, πολιτικής, οργανωτικής των πρωτοπόρων δυνάμεών της. Χωρίς μια ουσιαστική τακτική ενότητας της εργατικής τάξης, χωρίς παρέμβαση μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα και ενάντια στην πολιτική της ταξικής υποταγής, δεν πρόκειται να αντιστραφεί η σημερινή ζοφερή κατάσταση. Γι' αυτό από τη σημερινή αποδιάρθρωση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος δεν πρόκειται να ξεφύγουμε ούτε με περιχαρακώσεις τύπου ΠΑΜΕ ούτε όμως και με εύηχα συνθήματα, όπως αυτά για «Νέο Εργατικό Κίνημα». Χρειάζεται η άμεση πλατιά συσπείρωση όλων των ταξικών δυνάμεων, χρειάζεται ο πανελλαδικός συντονισμός σωματείων, συνδικάτων, εργατικών κέντρων, ομοσπονδιών, όλων των δυνάμεων που θέλουν να αντιπαλέψουν τα αντεργατικά μέτρα, το νεοφιλελευθερισμό και το κεφάλαιο. Τη στιγμή που η εργατική τάξη δέχεται μια οξύτατη επίθεση από το κεφάλαιο και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία «νίπτει τας χείρας της», οι ταξικές δυνάμεις έχουν χρέος να δείξουν το δρόμο για την ανασυγκρότηση και των αναπροσανατολισμό του κινήματος.