Της σύνταξης (τ.10)

Στο βαθύ σκοτάδι του συντηρητισμού


της σύνταξης


Το θλιβερό μεταπαπανδρεϊκό σκηνικό: Όταν το τρένο στρίβει δεξιότερα...


Είναι φυσικό αυτές τις μέρες με νοπές ακόμα τις εντυπώσεις από τη "εθνική κηδεία" και το επεισοδιακό "τηλεοπτικό συνέδριο" να ανατρέχουμε στο λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου για να χαρακτηρίσουμε τις εξελίξεις, που ακολούθησαν μετά το δικό του "ραντεβού με την ιστορία". Σε όλα του ήταν συνεπής ο μεγάλος αστός πολιτικός, με την έννοια της συνέπειας που προσδιορίζεται από την ταξική τοποθέτηση του πολιτικού κι όχι από τη ρητορική του και τις τακτικές του κινήσεις. Υπηρέτησε την αστική τάξη με μεγάλη ικανότητα και το πολιτικό του τέκνο, το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και στη μετά Παπανδρέου εποχή έχει τον πρώτο λόγο στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Πλην όμως, τη Δεξιά δεν την έκλεισε στο "χρονοντούλαπο", αντιθέτως το δικό του το "τρένο" διέγραψε καμπύλη δεξιόστροφη σ' όλη του την πορεία και πρόσφατα μπήκε για τα καλά στις ράγες του νεοσυντηρητισμού. Ο μετά Παπανδρέου μηχανοδηγός ήταν γι' αυτό αναγκαίο να έχει μια εγγενή κλίση προς τα δεξιά, όπως κι έγινε.

Η εκλογή Σημίτη στη θέση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ ήταν στο πλαίσιο της συγκυρίας η μόνη λύση που θα εξασφάλιζε μια σταθερότητα στην κυβέρνηση μετά το συνέδριο και για όσο καιρό το ΠΑΣΟΚ θα βρίσκεται στην κυβέρνηση. Το ζήτημα είναι φυσικά ποιος ήθελε αυτή τη σταθερότητα και για πόσο καιρό. Αλλά συνειδητά ή όχι η αντίθετη πλευρά (Τσοχατζόπουλος, Αρσένης, Λαλιώτης) στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ υποστήριξε ότι η γραμμή Σημίτη είναι η μοναδική εφαρμόσιμη πολιτική, αυτό τουλάχιστον υποδήλωνε η επιμονή να παραμείνει στην πρωθυπουργία ο Σημίτης, αν δεν εκλεγεί πρόεδρος. Όποιος λοιπόν ήθελε τη σταθερή και χωρίς άμεσες περιπλοκές εφαρμογή αυτής της κυβερνητικής γραμμής, λογικά θα υποστήριζε τον Κ.Σημίτη και για την προεδρία του κόμματος.

Το όλο παζλ των τακτικών κινήσεων των διαφόρων πλευρών στο συνέδριο είναι ασυμπλήρωτο, αν κανείς επιμένει να το αναλύει ως μια δημοκρατική εσωκομματική διαδικασία. Γιατί όταν όλος ο κομματικός μηχανισμός και η συντριπτική πλειοψηφία των πρωτοκλασάτων στελεχών είναι αντίθετοι, πόσο μεγάλη πρέπει είναι η προσωπική επιρροή ενός "μουτζωμένου" και "χαμηλών τόνων" πρωθυπουργού για να κερδίσει την πλειοψηφία των συνέδρων; Η υπόθεση που θέλει το συνέδριο αυτό ένα στίβο αντιπαράθεσης ιδεών κι επιχειρημάτων και τους συνέδρους να σκέπτονται με μοναδικό κριτήριο το καλό του κόμματος και της χώρας και να κάνουν το καθήκον τους, είναι ακριβώς το αντίθετο της πραγματικότητας.

Η πραγματικότητα είναι ότι στο ΠΑΣΟΚ δεν επέλεξαν ούτε το κόμμα ούτε οι σύνεδροι. Η όποια δυνατότητα αυτοτελούς χάραξης στρατηγικής και οργανωτικής πολιτικής του κόμματος έχει εκλείψει απ' τη στιγμή του πολιτικού θανάτου τού Ανδρέα Παπανδρέου, που προηγήθηκε του φυσικού του θανάτου. Για να είμαστε ακριβής αυτή η αλλαγή έχει γίνει ακόμα νωρίτερα, από τη στιγμή που δρομολογήθηκε η νεοσυντηρητική μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ, μόνο που ο ίδιος ο Παπανδρέου δεν ήταν δυνατόν να εναρμονιστεί πλήρως με τα νέα πολιτικά ήθη, δεν μπορούσε να είναι απλώς εκτελεστής εντολών των μονοπωλιακών κέντρων λήψης αποφάσεων. Το "νέο ΠΑΣΟΚ" όμως είναι.

Η νεοσυντηρητική γραμμή πλεύσης επικράτησε στο ΠΑΣΟΚ σαν αναγκαιότητα της κεφαλαιοκρατικής διαχείρισης και μέσα από τη μεγάλη περιπέτεια των χρόνων ‘89-93. Μέσα σ' αυτό το διάστημα το κομματικό σύστημα άλλαξε άρδην. Τα κόμματα, ιδιαίτερα τα δύο μεγάλα, μέσα από το κλίμα πολιτικής συναίνεσης, έχοντας προκαθορισμένη γραμμή και σε κατάσταση οργανωτικής και πολιτικής αποδυνάμωσης, μετατράπηκαν σε ιμάντες πραγματοποίησης εντολών. Τα οικονομικά κέντρα εξουσίας απέκτησαν πολύ μεγαλύτερο βάρος στα πολιτικά πράγματα, παίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Διαθέτουν πλέον τη δύναμη να "χειριστούν" τους αδύναμους πολιτικούς, αλλά και τις μορφές χειραγώγησης της "κοινής γνώμης" (βλ. ιδιωτικά ΜΜΕ). Σ' αυτές τις δυνάμεις στηρίχτηκε η ανάβαση του Κ.Σημίτη.

Η εκλογή πρωθυπουργού ήταν το σημείο κλειδί. Οι αλχημείες που συνέβησαν στην κοινοβουλευτική ομάδα είναι γνωστές. Γράφαμε τότε ότι οι ομάδες στο ΠΑΣΟΚ δεν είναι πολιτικές τάσεις, αλλά "ομάδες διαχείρισης που διεκδικούν ξεχωριστά ρόλο στο πολιτικό προσκήνιο, συνδέονται με συγκεκριμένα κέντρα οικονομικής και πολιτικής δύναμης, ακολουθούν δική τους τακτική". Το πρόβλημα της "ενότητας" δεν ήταν λοιπόν θέμα πολιτικής συμφωνίας, αλλά ζήτημα επιλογών τέτοιων κέντρων. Τα κέντρα είχαν ήδη επιλέξει Σημίτη, από τη στιγμή που ήθελαν το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση με αυτόν πρωθυπουργό και συντεταγμένη πορεία των κομμάτων προς τις εκλογές.

Σ' αυτή τη βάση το συνέδριο δεν μπορούσε φυσικά να εδραιώσει πολιτική ενότητα. Μπορούσε όμως να δώσει λύση για το άμεσο μέλλον του ΠΑΣΟΚ και γενικότερα του κομματικού συστήματος, επιλέγοντας τη "μη-διάσπαση" (για να θυμηθούμε το "μη-πόλεμος"). Όλες οι ομάδες στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πήγαν λοιπόν με την ίδια πολιτική γραμμή στο συνέδριο: Σημίτης πρωθυπουργός και μη-διάσπαση. Μόνο στο ζήτημα της ηγεσίας του κόμματος είχαν να συγκρουστούν. Το αποτέλεσμα φυσικά δεν θα κρινόταν απ' το ποιος θα πείσει τους συνέδρους, όλοι έπαιζαν για το νέο ρόλο τους και τους συσχετισμούς σε ΚΕ, ΕΓ κ.τ.λ. Ο μεγάλος αριθμός των συνέδρων και η οχλαγωγία που επικρατούσε, δεν πρέπει να μας παραπλανήσει πως αντιπροσωπεύονταν εκεί οι "κοινωνικές δυνάμεις" του κόμματος. Οι σύνεδροι ήταν μικροκομματάρχες, δεμένοι -στη θέση του ο καθένας- με ένα πολύπλοκο πλέγμα μικρών ή μεγάλων συμφερόντων. Τα ταξίματα, οι εγγυήσεις, οι απειλές έδιναν κι έπαιρναν. Οι "μετατοπίσεις" που γίνονταν με τέτοια μέσα ήταν πάρα πολλές. Και σ' αυτόν τον αγώνα νικά όποιος έχει τα ισχυρότερα στηρίγματα. Ήταν παροιμιώδης η αταραξία του Σημίτη μπροστά στις αποδοκιμασίες, είχε τη σιγουριά που του έδινε το "δίκιο του ισχυρότερου"!

Πολλοί είδαν σ' αυτήν την εξέλιξη τη ρήξη του ΠΑΣΟΚ με το "παπανδρεϊκό" του παρελθόν και το "βαλκανικό" του χαρακτήρα. Η αλήθεια είναι, όπως είπαμε, ότι αυτή η μεταλλαγή συνέβηκε πριν την εκλογή Σημίτη, ήταν ήδη φανερή από το νέο κυβερνητικό πρόγραμμα του '93. Γι' αυτό όσες κι αν ήταν οι αναφορές των αντιπάλων του Κ.Σημίτη στο συνέδριο στον Αριστερό χώρο, στα σοσιαλιστικά οράματα κ.τ.λ., το "αριστερό ΠΑΣΟΚ" δεν υπάρχει για να αντιπαρατεθεί στον "εκσυγχρονισμό". Το αριστερό φρασεολόγιο και τα ιδεολογήματα -γιατί περί αυτού πρόκειται- των "συντρόφων υπουργών" ήρθαν να κρύψουν ακριβώς την επί της ουσίας ταύτισή τους με τον "εκσυγχρονισμό" στην πραγματική πολιτική. Δεν έχουν εναλλακτική γραμμή στο νεοσυντηρητισμό, δεν έχουν άλλο δρόμο από τη δεξιά σοσιαλδημοκρατία κι έτσι δεν έχουν άλλο τρόπο αντιπαράθεσης με τη γραμμή Σημίτη από την επίδειξη "αριστερών" λογιδρίων.

Πρέπει όμως να τονίσουμε δύο σημεία που μέσα στην οξύτητα τού συνεδρίου δεν συγκέντρωναν την προσοχή, η σημασία τους όμως φάνηκε ήδη από την "επόμενη μέρα" και ίσως δεν έχει ακόμα φανερωθεί η σπουδαιότητά τους. Το πρώτο είναι ότι ο Κ.Σημίτης επέμεινε εξαρχής σε μια ολοκληρωμένη οργανωτική πρόταση για το ΠΑΣΟΚ, που δεν εξαντλούνταν στην άποψή του για την προεδρία. Δεν υπάρχει εδώ χώρος για να αναλύσουμε αυτήν την πρόταση, αλλά πρόκειται για μια οργανωτική δομή που θυμίζει αυτήν της ΝΔ καθώς και των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Με αυτό υπόψη μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι το "νέο ΠΑΣΟΚ" δεν είναι μόνο ένας "εκσυγχρονιστής" πρόεδρος, αλλά μια ολοκλήρωση πολιτική και οργανωτική της νεοσυντηρητικής μετάλλαξης αυτού του κόμματος. Το δεύτερο σημείο είναι ότι υπήρχε μία και μοναδική πολιτική αντιπαράθεση στο συνέδριο: αυτή μεταξύ της αντίληψης Σημίτη και Αρσένη για θέματα "εθνικής στρατηγικής" και "κοινωνικής πολιτικής". Μπορεί η ομιλία του Αρσένη να εξαντλήθηκε σε διακηρύξεις για την επικαιρότητα του "πατριωτικού χαρακτήρα" και του "κοινωνικού προσώπου" του ΠΑΣΟΚ, αλλά έδινε ένα στίγμα γραμμής σημαντικά διαφορετικό από την ευρωπαϊκή φενάκη των "εκσυγχρονιστών". Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι πολιτικά σ' αυτόν απευθύνθηκε στη δευτερολογία του ο Κ.Σημίτης και αυτόν απέκλησε μετά από την Πολιτική Γραμματεία. Η "γραμμή Αρσένη" για τα εθνικά έχει σίγουρα έρεισμα στους κύκλους τού κεφαλαίου, αλλά κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι υπάρχει σήμερα "γραμμή Αρσένη" που να συνιστά συνολική διαφορετική πολιτική.

Μέσα σ' αυτή τη νεοσυντηρητική μονοτονία, μέσα στο βαθύ σκοτάδι τού νεοσυντηρητισμού διαμορφώνεται το μεταπαπανδρεϊκό πολιτικό σκηνικό. Κάποιοι έχουν λόγους να χαίρονται. Τα "μεγάλα κεφάλια" της χώρας βλέπουν μέσα στο σκοτάδι αυτό τις λεωφόρους του μέλλοντος, ήτοι την αύξηση των κερδών. Στη ΝΔ ανησυχούν: τώρα ο Κ.Σημίτης έχει το καρπούζι και το μαχαίρι, θα κάνει τις εκλογές όποτε τον συμφέρει. Βλέπουν σ' αυτόν τα μεγάλα προσόντα για μια νίκη στις επόμενες εκλογές: "ξεκάθαρη" (νεοσυντηρητική) γραμμή, αέρα "ανανέωσης" και -το κυριότερο- στήριξη σε "γερές πλάτες". Στο ΣΥΝ έρχεται η ώρα των αποφάσεων. Ο "εκσυγχρονισμός" τούς ανοίγει πλατιές αγκάλες. Κρύβει δε στον κόρφο του τα γλυκά δώρα της εξουσίας. Στο ΚΚΕ αναπτερώνεται το ηθικό. Μέσα στο μαύρο σκοτάδι αυτής της κρίσης, με δεδομένη την ανυπαρξία μαχητικής αντίδρασης, η αγανάκτηση που συσσωρεύεται μπορεί να μεταφραστεί σε ψήφους.

Αν κάτι είναι σίγουρο, είναι ότι η συντηρητική "ομοψυχία" στο πολιτικό σκηνικό επιφυλλάσσει νέα δεινά για τους εργαζόμενους της χώρας. Κι επειδή σ' αυτό το σκηνικό δρομολογείται η πορεία προς τις εκλογές, δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα το θετικό απ' αυτές. Γενικώς, δεν πρέπει να περιμένουμε... Πρέπει κάτι να κάνουμε.


Οι φουρτούνες στο Αιγαίο βαστάνε χρόνια


Μετά από την κρίση στην Ίμια είναι αφελής όποιος πιστεύει ότι είναι δυνατό να επιστρέψουμε στις παλιές ισορροπίες και στην -έστω και ευαίσθητη- νηνεμία τού παλιού καλού καιρού. Είτε οι ισορροπίες θα αλλάξουν προς εξευμενισμό των ανέμων είτε οι φουρτούνες θα είναι όλο και πιο σφοδρές. Όπως σημειώσαμε στο προηγούμενο τεύχος υπάρχουν σοβαροί ιμπεριαλιστικοί και τοπικοί ανταγωνισμοί που οδηγούν στη σύγκρουση στο Αιγαίο, οι οποίοι αναπτύχθηκαν, αφού διαταράχτηκε το "ψυχροπολεμικό" status quo στην ευρύτερη περιοχή -Κασπία, Βαλκάνια, Ανατολική Μεσόγειος, Μέση Ανατολή.

Η αναβάθμιση του γεωστρατηγικού ρόλου της Τουρκίας σ' αυτήν την "ανήσυχη" και σημαντική για τους ιμπεριαλιστές περιοχή, παράλληλα με τα οξύτατα ζητήματα που δημιουργεί η πορεία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στα Βαλκάνια και των Καύκασο δημιουργούν τη βάση για την εδραίωση της "νέας τάξης πραγμάτων". Από την "εξάλλειψη" της Σοβιετικής Ένωσης και του σοβαρού ρόλου της προκύπτει τόσο η στρατιωτική μονοκρατορία των ΗΠΑ, όσο και η ανάπτυξη σχεδίων υπονόμευσής της από τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Ο τοπικός αγώνας δρόμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι η συνέχεια του παλιού τοπικού ανταγωνισμού, αλλά σε ανώτερο πια επίπεδο, αφού διεκδικούν και οι δύο "μικροί ληστές" την επικράτησή τους στην περιοχή -στη σκιά των ιμπεριαλιστικών κέντρων που θα ‘χουν την "υψηλή εποπτεία" από δω και πέρα. Τόσο η εσωτερική οξύτατη οικονομική και κοινωνική κρίση της Τουρκίας, όσο και η ανασφαλής θέση της ελληνικής άρχουσας τάξης στο νέο διεθνές σκηνικό, τροφοδοτούν την όξυνση. Όμως ο κύριος "ρυθμιστικός παράγοντας" των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν και παραμένουν οι Αμερικάνοι. Αυτοί επιλέγουν όχι μόνο τις διαμορφούμενες ισορροπίες, αλλά και τα μέσα για να τις επιβάλλουν κάθε φορά.

Αυτό ερμηνεύει και την παρούσα φάση της ύφεσης. Τόσο η πορεία προς τις αμερικάνικες προεδρικές εκλογές του Νοέμβρη, όσο και η ικανοποίηση από τις νέες μεγάλες παραγγελίες όπλων κι από τις δύο πλευρές προς τις ΗΠΑ συγκλίνουν σε μια προσωρινή πυροσβεστική παρέμβαση. Υπήρξαν φυσικά κι άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν σ' αυτό. Η νέα τουρκική κυβέρνηση με τη συμμετοχή των ισλαμιστών στηρίζεται προς το παρρόν στην καλή διαγωγή που θα επιδείξει απέναντι στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και κυρίως τις ΗΠΑ. Αλλά κι η κατ' ουσίαν νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα έχει τρομερή ανάγκη από μια περίοδο σχετικής ύφεσης κι έκανε γι' αυτό την "τολμηρή" χειρονομία της αγοράς των όπλων, χειρονομία καλής θέλησης απέναντι στις ΗΠΑ. Μόλις οι ευρωπαίοι σύμμαχοι "κατάλαβαν" τον προσωρινό συμβιβασμό που πέτυχαν οι ΗΠΑ, τότε -πάντοτε δεύτεροι- άνοιξαν το δρόμο για το συμψηφισμό των ελληνικών απαιτήσεων για υποστήριξη των "εθνικών δικαίων" με την απεμπλοκή της χρηματοδότησης της Τουρκίας από την Ε.Ε.

Η δυνατότητα των Αμερικάνων να ηγεμονεύουν στις ανακατατάξεις και τις ισορροπίες έχει εκτός από μακροπρόθεσμα και άμεσα οφέλη. Αν τα στρατηγικά σχέδια, η δημιουργία εστιών κρίσης και τα θερμά επεισόδια έχουν στόχο την εξασφάλιση της γεωπολιτικής κυριαρχίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης, οι παραγγελίες σύγχρονων όπλων σημαίνουν και επιπλέον άμεσα κέρδη. Σ' αυτό το παιχνίδι έπαιξε καλά το ρόλο της και η κυβέρνηση Σημίτη. Μετά τις ρητές ευχαριστίες στους Αμερικάνους για την εκτόνωση της κρίσης που αυτοί υποδαύλισαν, ακολούθησαν και οι πρακτικές εκδηλώσεις σεβασμού -ύψους τριών τρις(!)- προς τη δύναμή τους, που στρέφεται εναντίον μας. Φυσικά πρόκειται για χρήματα από τη φορολογία των Ελλήνων εργαζομένων. Φυσικά θα πληρώνουμε αυτήν την αγορά για πάρα πολλά χρόνια. Φυσικά η χρήση των όπλων βρίσκεται στη "διακριτική ευχέρεια" της ελληνικής άρχουσας τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων. Και εντέλει δεν υπάρχει καμιά χρησιμότητα αυτών των όπλων ενάντια τού βασικού υπεύθυνου για την τυχόν πολεμική εμπλοκή στο Αιγαίο, των ίδιων των Αμερικάνων. Όμως όλοι μα όλοι αντιλαμβάνονται αυτή τη νέα "αγορά του αιώνα" ως εθνική ανάγκη μη επιδεχόμενη συζήτησης.

Είναι τραγική η κατάσταση που αναδύθηκε μετά την ανακοίνωση της κυβερνητικής απόφασης για τους νέους εξοπλισμούς. Χρειάζεται μόνο κοινή λογική για να αντιληφθεί κανείς -ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη κρίση- ότι οι Αμερικάνοι κάνουν ό,τι θέλουν με απλά πολιτικά μέσα, ότι μπορούν να δημιουργούν επεισόδια όποτε θέλουν και να ξεχαρβαλώνουν τις κυβερνήσεις και το στράτευμα εν μία νυκτί. Όλοι γνωρίζουν ότι με τις βάσεις τους οι ΗΠΑ ελέγχουν την περιοχή κι έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν κατά βούληση στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα. Όλοι γνωρίζουν ότι οι προηγούμενες και η τωρινή κυβέρνηση δεν είχαν καμία πρόθεση να τα βάλουν με το ρόλο των ΗΠΑ στην περιοχή, ότι αντίθετα υπέκυψαν σε κάθε σχέδιό τους στο ΝΑΤΟ. Έτσι με μοναδικό όπλο την κοινή λογική ο καθένας συλλαμβάνει ότι το μοναδικό νόημα της νέας αγοράς όπλων είναι το δυνάμωμα της πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ κι ότι ο ευρωπαϊστής πρωθυπουργός απλώς υπέγραψε το δικό του συμβόλαιο εξάρτησης, γιατί δεν είχε άλλο δρόμο.

Φτάνει όμως η επίκληση του "εξ Ανατολών κινδύνου" για να γίνει κοινά αποδεκτή η παραπάνω απόφαση. Αυτός είναι ο μόνιμος δρόμος της αστικής "εθνικής" προπαγάνδας για να μας κάνει να αγνοήσουμε τον πραγματικό κίνδυνο, τον κίνδυνο της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας και των εξαρτημένων ολιγαρχιών. Δεν υπάρχει κανείς σ' αυτόν τον τόπο με κοινή λογική; Και δεν μπορεί η Αριστερά ούτε ένα "εθιμοτυπικό" συλλαλητήριο να διοργανώσει; Μήπως θα πρέπει ν' αρχίσουμε να ψάχνουμε ποιος στην Αριστερά διαθέτει την κοινή λογική και δεν έφαγε το κουτόχορτο της αστικής προπαγάνδας;

Αν σε κάτι μπορεί να φανεί "χρήσιμη" η αγορά των όπλων είναι για να διαλυθεί κάθε ελπίδα ότι είναι δυνατό σήμερα να οδηγηθούν οι ανταγωνιζόμενες ολιγαρχίες σε ειρήνευση. Είναι η πιο ξεκάθαρη δήλωση ότι η διαμάχη στο Αιγαίο θα διαρκέσει χρόνια κι ότι το ενδεχόμενο πολεμικής σύγκρουσης υφίσταται. Θα υφίσταται, όσο το επιβάλλουν οι στρατηγικοί σχεδιασμοί των Αμερικάνων κι ο σκυλοκαυγάς των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας. Έτσι οι λαοί της περιοχής καλούνται να πληρώσουν σήμερα με τη φτώχεια τους τούς εξοπλισμούς κι αργότερα ίσως κληθούν να πληρώσουν με το αίμα τους την "κατανάλωση" των όπλων!


Κι από Αύγουστο... (νεοσυντηρητικός) χειμώνας


Για όλα μπορούν να κατηγορηθούν οι ομάδες στο ΠΑΣΟΚ εκτός απ' το ότι λόγω των διαδικασιών προετοιμασίας για το συνέδριο, έφεραν εμπόδια στο κυβερνητικό έργο. Αντιθέτως, τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση έχει να επιδείξει μεγάλη δραστηριότητα σε κάθε τομέα, σ' όποια ομάδα κι αν ανήκε ο αρμόδιος υπουργός. Ένα ακόμη δείγμα τού πόσο βαθιά και ολοκληρωμένα έχει κατανοηθεί η νεοσυντηρητική γραμμή από τον πολιτικό οργανισμό του κυβερνώντος κόμματος. Παρά τις φαγωμάρες και τις ίντριγκες το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα της λιτότητας και των "εκσυγχρονιστικών" αναδιαρθρώσεων προχώρησε ένα βήμα μπροστά για να φέρει την κατάσταση των εργαζομένων ακόμη ένα βήμα πίσω. Σταχυολογούμε μερικά βασικά κι ενδεικτικά από τα καταστροφικά έργα των κυβερνώντων.

Ο υπερυπουργός, που ήταν ο δεύτερος μονομάχος για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, μας εξέπληξε προσφάτως με το "εκσυγχρονιστικό" πνεύμα που διέπνεε το νόμο για το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. Μέσα από τη φαινομενικά λογική κι ακίνδυνη ενσωμάτωση των επιδομάτων στο βασικό μισθό, κατάφερε τρία μικρά αλλά σημαντικά βήματα προς την αναδιάρθρωση. Καταργώντας μερικά επιδόματα που έπαιρναν οι περισσότεροι υπάλληλοι κατάφερε να μειώσει τους μισθούς των χαμηλόμισθων. Αυξάνοντας τα επιδόματα για σπουδές, συμμετοχή σε επιτροπές, υπεύθυνες θέσεις κ.τ.λ. ικανοποίησε τις γραφειοκρατικές ελίτ, που έχουν βασικό ρόλο στην εργασιακή τάξη και ταξική ειρήνη στο δημόσιο τομέα. Έδωσε ένα κίνητρο για πρόωρη συνταξιοδότηση, αφού με τους νέους βασικούς μισθούς εξασφαλίζονται ανάλογες συντάξεις, κι έτσι μπορεί να ελπίζει στην "αποσυμφόρηση" των διοικητικών υπηρεσιών.

Παρόμοιας έμπνευσης, μικρά αλλά σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση της νεοσυντηρητικής αναδιάρθρωσης επιχειρεί και το Υπουργείο Υγείας. Αφήνοντας τα "μεγάλα θέματα" -νοσοκομειακή κάλυψη, πρωτοβάθμια περίθαλψη, πολιτική φαρμάκου κ.ά.- φέρνει ένα νομοσχέδιο για το ΕΣΥ που απλώς(!) δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να γίνει το σύστημα δημόσιας υγείας αγνώριστο. Φαινομενικά διατηρείται ο δημόσιος χαρακτήρας του ΕΣΥ και η σχέση πλήρους κι αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών. Γίνονται όμως δύο σημαντικές αλλαγές. Πρώτο, η "απελευθέρωση" των συμβάσεων μεταξύ νοσοκομείων (δημοσίων και ιδιωτικών) και ταμείων (ή ασφαλιστικών εταιρειών) καθώς και η γενικότερη καλλιέργεια του εδάφους για τη λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια -προϋπολογισμός με συνυπολογισμό εσόδων, πριμ παραγωγικότητας κ.ά. Δεύτερο, η επί της ουσίας ανατροπή της εργασιακής σχέσης των γιατρών του ΕΣΥ, με την άρση της μονιμότητας, επιτροπές κρίσης από τους προϊστάμενους, νέα όρια και φραγμούς για την εξέλιξη και το νέο θεσμό του Διευθυντή Α΄ με καθήκοντα αφεντικού κι ο οποίος δεν προέρχεται από προαγωγή στο βαθμολόγιο του ΕΣΥ. Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι αυτή είναι η πρώτη προσπάθεια άρσης της μονιμότητας (και φυσικά όχι και η τελευταία). Επίσης σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι την εντατικοποιημένη και καταπιεστική λειτουργία των νοσοκομείων θα την "πληρώνει" ο ασθενής, αφού πρώτα έχει διπλοπληρώσει υπέρογκα ποσά ως ασφάλιστρα και φόρους για τη "δωρεάν περίθαλψη"!

Πραγματικά όμως υποδείγματα νεοσυντηρητικής έμπνευσης ως και νοσηρής νεοφιλελεύθερης φαντασίας είχαμε τον τελευταίο καιρό από το Υπουργείο Παιδείας. Μια απλή αναφορά "αδικεί" την τεράστια δραστηριότητα που αναπτύχθηκε για το ξήλωμα κάθε στοιχείου "δημόσιας και δωρεάν" Παιδείας, των όποιων χαρακτηριστικών κοινωνικής δικαιοσύνης, ισοτιμίας, πρόνοιας, δημοκρατίας είχε κερδιθεί με αιματηρούς αγώνες από το λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα παλιότερα. Η απελευθέρωση της "αγοράς γνώσης" εισάγεται βίαια σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης. Αρχίζοντας με την ψευδεπίγραφη "αποκέντρωση" της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνεχίζοντας με την προώθηση της παραπαιδείας και της ιδιωτικής εκπαίδευσης και την παράδοση στην ιδιωτική πρωτοβουλία τα ΙΕΚ και τα προγράμματα επανεκπαίδευσης, καταλήγοντας προσφάτως στην ίδρυση ιδιωτικού Πανεπιστημίου (από ΝΠΙΔ) με τις ευλογίες του Υπουργείου. Ο οικονομικός στραγγαλισμός των ΑΕΙ προκειμένου να αποδεχτούν την ολοκληρωτική μετατροπή τους σε επιχειρήσεις, οι αλλαγές στην εξέλιξη του ΔΕΠ, οι ιδέες για αξιολόγηση των ΑΕΙ με βάση την "παραγωγικότητα" κ.ά. συνιστούν ένα οργανωμένο σχέδιο για την έμμεση ιδιωτικοποίηση ολόκληρης της Ανώτατης εκπαίδευσης.

Παράλληλα με την απελευθέρωση της "αγοράς της γνώσης", "απελευθερώνονται" όλες οι κοινωνικές ανισότητες στην εκπαίδευση, εντείνονται οι ταξικοί φραγμοί στη μόρφωση. Ο λαός πληρώνει με τη φορολογία του την αυταπάτη μιας "δημόσιας, δωρεάν" παιδείας, που γίνεται ακόμα περισσότερο παιδεία για "λίγους κι εκλεκτούς" και τομέας επικερδών ιδιωτικών επενδύσεων. Οι εργαζόμενοι καλούνται να πληρώσουν για να αναπαράγουν τη σύγχρονη εργατική τάξη, ικανή να παράγει υπεραξία με τους νέους τεχνολογικούς όρους στην παραγωγή. Να πληρώσουν ακριβά και προκαταβολικά για το δικαίωμα των παιδιών τους "για ένα κομμάτι ψωμί"...


Στην Ανατολή κυβερνά η Δύση


Μπορούμε να βρούμε πολλά θέματα από τις διεθνείς εξελίξεις για να συμπληρώσουμε με χρώματα μελανά την εικόνα της κυριαρχίας του συντηρητισμού στον κόσμο μας. Πρέπει όμως να διαλέξουμε το πιο χαρακτηριστικό και αξιοπρόσεκτο. Αυτό που δείχνει με ακραίο τρόπο ότι η δύναμη της αντίδρασης είναι κυρίως η αδυναμία του αντιπάλου της, του εργατικού κινήματος.

Η λήξη του δράματος των προεδρικών εκλογών στη Ρωσία όχι μόνο δεν μας έφερε την "κάθαρση" από την καπιταλιστική παλινόρθωση, αλλά και ανέδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο την αδυναμία του λαϊκού παράγοντα να αντισταθεί αποτελεσματικά στην επίθεση της αντίδρασης. Εικόνα που είναι παγκόσμια πραγματικότητα, εκδήλωση του οδυνηρού παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σήμερα, η οποία όμως αποκτά άλλη σημασία στις συνθήκες της Ρωσίας, εκεί όπου η "κατάρρευση" σημαίνει πείνα, εξαθλίωση, εγκληματικότητα, πράγματα πρωτόγνωρα για το λαό.

Αν το πρόβλημα ήταν ότι οι κομμουνιστές δεν κατάφεραν να ανατρέψουν τον Γιέλτσιν και τις δυνάμεις της παλινόρθωσης, χάνοντας αξιοπρεπώς με 40% μέσα σε συνθήκες μετώπου της αντίδρασης, ασφυκτικής προπαγάνδας και νοθείας, τότε η εικόνα δεν θα ήταν τόσο μελανή όσο είναι σήμερα. Γιατί στην πραγματικότητα δεν ηττήθηκε μια εμπροσθοφυλακή του λαϊκού κινήματος, μια πραγματική κομμουνιστική δύναμη, που πάλεψε γενναία για την ανατροπή του παλινορθωτικού καθεστώτος. Στην πραγματικότητα ο ρώσικος λαός στρίμωξε την αγανάκτησή του, τη διαμαρτυρία του, τις ελπίδες του πίσω από μια πολιτική δύναμη που είναι οπισθοφυλακή, είναι θλιβερό συμπλήρωμα της παλινόρθωσης κι όχι πραγματικός της αντίπαλος.

Αυτή είναι το σημαντικότερο, ότι το ΚΚΡΟ κι ο Ζιουγκάνωφ δεν είναι πραγματικός πολιτικός αντίπαλος του Γιέλτσιν. Η ανυπαρξία επαναστατικής στρατηγικής, η ιδεολογική πολυσυλλεκτικότητα με κυρίαρχο το "μεγαλοϊδεατισμό" δεν ήταν απλώς προβλήματα στην ιδεολογικοπολιτική φιλολογία τους. Ήταν αποδείξεις ότι δεν είναι δυνατό να προσφέρουν κανένα καλό στο ρωσικό λαό κι ότι τελικά θα έμπλεκαν στις μικροπολιτικές της καπιταλιστικής διαχείρισης, εξεφτιλίζοντας τον κομμουνισμό, αν κέρδιζαν τις εκλογές. Και δεν χρειάστηκε καν να κερδίσουν για να αποδείξουν πόσο μακριά βρίσκονται από το κομμουνιστικό κίνημα και τους στόχους του. Πρώτα ο Ζιουγκάνωφ αναλώθηκε σε μοίρασμα εγγυήσεων προς τους Δυτικούς ότι δεν κινδυνεύουν τα "κεκτημένα" τους από την αντεπανάσταση. Μόλις είδαν ότι δεν έπεισαν κι ότι επιλέχτηκε η λύση για την επικράτηση του Γιέλτσιν, το μόνο που έκαναν ήταν να προσυπογράψουν την ήττα τους και να δώσουν διαπιστευτήρια για την ανάλειψη συμπληρωματικής θέσης στο μπλοκ της αντεπαναστατικής εξουσίας. Αυτό ήταν το νόημα της πρότασης του Ζιουγκάνωφ για κυβέρνηση "εθνικής ενότητας" λίγο πριν το δεύτερο γύρο των εκλογών.

Η πολιτική αδυναμία του εργατικού κινήματος επέτρεψε την εύκολη επικράτηση του "καταστροφέα" Γιέλτσιν κι επιτρέπει γενικότερα την επικράτηση ηγεσιών που εκφράζουν τη συμμαχία των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων με αυτά των νεόπλουτων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μέχρι σήμερα. Τα πρώτα σημάδια της αγανάκτησης που συσσωρεύτηκε γρήγορα από τα αποτελέσματα της παλινόρθωσης γέννησαν νέες "αριστερές" πολιτικές δυνάμεις ή ξαναέδωσαν δύναμη στα αναγεννημένα πρώην Κ.Κ. και νυν "σοσιαλδημοκρατικά" κόμματα. Όμως αυτές οι πολιτικές δυνάμεις ήταν πλέον αναβαπτισμένες στα λασπόνερα της αντεπανάστασης και η καταγωγή τους από τα πρώην Κ.Κ. ήταν μάλλον εγγύηση ότι δεν θα αντιπάλευαν την κυριαρχία των νεοσχηματιζόμενων αστικών τάξεων, αλλά θα την εξέφραζαν. Με αυτή τη θεμελιακή τους τοποθέτηση ήταν σίγουρο ότι αυτές οι πολιτικές δυνάμεις θα συμβιβάζονταν και με τα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα που προστατεύουν τις αστικές δυνάμεις σ' αυτές τις χώρες.

Από την ίδια της τη βάση όμως είναι υποχρεωμένη η νεόκοπη Αριστερά να έρχεται στον ένα ή στον άλλο βαθμό σε αντίθεση με ορισμένες επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών. Και μόνο αυτό είναι αρκετό για να κάνει τη Δύση να υποστηρίξει με κάθε δυνατό τρόπο τις πιο αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις σ' αυτές τις χώρες. Στη Ρωσία η Δύση ψήφισε Γιέλτσιν, στην Αλβανία ψήφισε Μπερίσα παρά την κατακραυγή για τη βία και τη νοθεία, στη Βουλγαρία τάσσεται με τον πρόεδρο Ζέλεφ, που αντιμάχεται τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση.

Αυτό που υπερασπίζεται η Δύση είναι η δυνατότητά της να καταληστεύει την εργατική τάξη αυτών των χωρών, πατρονάροντας τους νεοαστούς και να βαθαίνει την πολιτικοστρατιωτική της κυριαρχία. Όμως στα ζητήματα κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης η Δύση δεν είναι ενιαία. Στα Βαλκάνια έχουν τον πρώτο λόγο οι ΗΠΑ όπως και στην πρώην ΕΣΣΔ για την ώρα. Στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης προηγούνται οι Γερμανοί. Αλλά ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός είναι οξύς, τόσο οξύς ώστε έχει περιπλέξει στη δίνη του πολέμου τη Γιουγκοσλαβία και απειλεί ολόκληρα τα Βαλκάνια.

Η κυριαρχία της Δύσης κι ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστών πληρώνεται από τους λαούς με υπερεκμετάλλευση, δυστυχία και αίμα. Είναι η τραγωδία της αντεπανάστασης που πρέπει ν' αντιμετωπίσουμε και ο δρόμος δεν μπορεί να είναι μια εναλλακτική λύση του τύπου Ζιουγκάνωφ, ούτε καν ο αγώνας πίσω από τον Κάρατζιτς και το Μιλόσεβιτς. Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις που δεν ξεφεύγουν από τα ασφυκτικά όρια της αστικής αντεπανάστασης δεν μπορούν να αντιπαλέψουν τον ιμπεριαλισμό ως το τέλος, είναι υποχρεωμένες να συμβιβαστούν τελικά με λιγότερο ή περισσότερο αξιοπρεπή τρόπο στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων.

Το ζητούμενο είναι σήμερα μια επαναστατική πολιτική δύναμη που θα θέλει και θα μπορεί να δώσει τη μάχη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Είναι ιστορική ανάγκη η επαναστατική ανασύνταξη του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, του μόνου πολιτικού υποκειμένου που θα δώσει τη μάχη σε όλη τη γραμμή και θα ανοίξει το δρόμο για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό είναι τόσο δύσκολο όσο κι επιτακτικό. Αλλιώς ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη να υφίσταται τα δεινά της ιμπεριαλιστικής σήψης, να πληρώνει με δυστυχία και φρίκη τα ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη. Αυτά δεν είναι εικασίες, αλλά τα βιώματα πλέον της τραγωδίας της αντεπανάστασης σ' ολόκληρο τον κόσμο.


Το φως στο βάθος του τούνελ


Ήταν η δεδηλωμένη πρόθεσή μας να παρουσιάσουμε τα πράγματα τόσο μαύρα όσο πραγματικά είναι. Νομίζουμε ότι είναι μεγάλη ανάγκη για τους κομμουνιστές να αντιμετωπίζουμε με ρεαλισμό την εποχή μας και πάνω στη βάση της πραγματικότητας να αναπτύσσουμε προσπάθειες και να βάζουμε στόχους. Το βαθύ σκοτάδι του συντηρητισμού οδηγεί πολλούς στην οφθαλμαπάτη ανύπαρκτων πηγών φωτός. Είναι μια εύλογη αντίδραση αλλά πολύ επικίνδυνη.

Έχουμε το ιστορικό καθήκον να διατηρήσουμε άσβηστη την ελπίδα και ζωντανά τα κομμουνιστικά ιδεώδη. Είναι σημαντικό όμως να διακρίνουμε εκείνη τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την επαναστατική αισιοδοξία από τα μικροαστικά ονειροπολήματα. Τέτοια ονειροπολήματα μπορεί να βολεύουν ορισμένους καιροσκόπους, που γι' αυτό τα τροφοδοτούν. Οδηγούν σε συσπειρώσεις και προσπάθειες, που -αν και εφήμερες και μάταιες- δίνουν τη δυνατότητα να τσαλαβουτάνε αριστερές δυνάμεις στα θολά νερά του αστικού κοινοβουλευτισμού.

Ήταν γι' αυτό χαρακτηριστική η ερμηνεία του αποτελέσματος των ρώσικων εκλογών από μερικούς ως μια τιμημένη νίκη των κομμουνιστών, που ανέκτησαν το 40% και μάλιστα σε καθεστώς τρομοκρατίας και νοθείας. Βολεύει το ΚΚΕ να βλέπει στα αποκυήματα των οπορτουνιστικών, γραφειοκρατικών Κ.Κ. την αναγέννηση του κομμουνιστικού κινήματος. Ενισχύει έτσι την αυταπάτη ότι η αύξηση της δικής του δύναμης είναι ο μόνος δρόμος για μια τέτοια αναγέννηση και στην Ελλάδα. Μόνο που όπως στον πρώην "υπαρκτό σοσιαλισμό" αυτά τα κόμματα είναι εκδήλωση της πολιτικής αδυναμίας του εργατικού κινήματος και εναλλακτικός δρόμος εγκλωβισμού των μαζών στην πραγματικότητα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, έτσι και στη χώρα μας ο ρόλος του ΚΚΕ δεν μπορεί να είναι άλλος από τον εγκλωβισμό της μαζικής αμφισβήτησης της κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτικής μέσα στα όρια του συστήματος.

Αυτός είναι ο ρόλος του ΚΚΕ, όσες φορές κι αν αλλάξει "επί το αριστερότερο" τον πολιτικό του ρόλο, όσες φορές κι αν καθαιρέσει τους "δεξιούς" από τα ηγετικά του όργανα. Η πολιτική του κατεύθυνση και δράση θα είναι εγκλωβισμένη στον αστικό κοινοβουλευτισμό και νομιμόφρων απέναντι στο καθεστώς. Το 15ο συνέδριο επιβεβαίωσε πόσο βαθιά στα θεμέλια αυτού του κόμματος είναι ριζωμένος ο οπορτουνισμός. Η όποια αριστερή αμφισβήτηση της γραμμής που διαφάνηκε στον προσυνεδριακό διάλογο ούτε που "έφτασε" στο σώμα του συνεδρίου. Η σκληρή μάχη δόθηκε από δύο τάσεις "από το παρελθόν" και χωρίς πολιτικούς όρους. Η αποστείρωση της ηγεσίας από το μικρόβιο του "εκσυγχρονισμού" τελικώς επιτεύχθει και τώρα έπονται οι εξορμήσεις στο λαό.

Οι αλλεπάλληλες αντιβιώσεις από τα "αριστερά" και "δεξιά" μικρόβια άφησαν το κομματικό σώμα γηρασμένο κι αποστεωμένο. Όμως η ηγεσία του ΚΚΕ μπορεί να αισιοδοξεί. Θα είναι η μοναδική αριστερή κοινοβουλευτική δύναμη. Εξορμά λοιπόν προς τις εκλογές του μέλλοντος για να μεταφράσει κάθε φωνή αντίστασης κι απόγνωσης σε δικούς της ψήφους. Γνωρίζει καλά το ρόλο της.

Αν θέλουμε να δούμε τις πραγματικές δυνατότητες του εργατικού κινήματος, πρέπει να υπολογίζουμε αυτές τις αναπαλαιώσεις και αναδιατάξεις των χρεωκοπημένων κομμάτων -κυρίως της ιδεολογικοπολιτικής κατεύθυνσης- ως μεγάλη αδυναμία της Αριστεράς σήμερα. Η εργατική τάξη έχει μπροστά της το δρόμο της ανασυγκρότησής της σε επαναστατικό υποκείμενο, σε τάξη καθεαυτή, και σ' αυτόν το δρόμο μόνο εμπόδια βάζει η νεκρανάσταση τέτοιων πολιτικών δυνάμεων.

Υπάρχουν βέβαια πολλές αυταπάτες που μπορούν να καλλιεργηθούν μέσα στο σημερινό πολιτικό σκοτάδι. Τελευταία ακούσαμε και διαβάσαμε διάφορα τέτοια αποκυήματα πολιτικής φαντασίας, όπως οι αισιόδοξες προβλέψεις για τη δυναμική που αναδείχνει το ποσοστό του ΚΚΡΟ στη Ρωσία ή για άλλους η νίκη της κεντροδεξιάς "Ελιάς" στην Ιταλία. Καθένας ανάλογα με την πολιτική του στόχευση μπορεί να αναγνωρίζει την επέλαση της Αριστεράς, όπως την επιθυμεί, ως "εκσυγχρονιστική", αναπαλαιωμένη γραφειοκρατική, "ριζοσπαστική". Όμως όποιος στοχεύει στην επαναστατική ανασύνταξη του εργατικού κινήματος αφήνει πίσω του τις αυταπάτες για τέτοιες "δυναμικές" που έρχονται από το πουθενά και οδηγούν στην ενσωμάτωση. Έχουμε ακόμα πολύ δουλειά για το εργατικό κίνημα που θα σπάσει τα πολιτικά δεσμά της αστικής κυριαρχίας. Έχουμε μπροστά μας το έργο της θεωρητικής και πολιτικής επαναδιατύπωσης της επαναστατικής στρατηγικής, της ενίσχυσης της ταξικής αντίληψης στο μαζικό κίνημα, της συσπείρωσης κι ενότητας των κομμουνιστών σ' αυτήν την προσπάθεια. Ξέρουμε ότι ο δρόμος είναι μακρύς και σκοτεινός, αλλά γνωρίζουμε ότι υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ. Υπάρχει το λυτρωτικό φως της επανάστασης κι ας μην το βλέπουμε σήμερα.