Μονοπώλια, μονοπωλιακός καπιταλισμός και μέσο ποσοστό κέρδους (μέρος α)

ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ, ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΚΕΡΔΟΥΣ

 

του Χρήστου Βλόσιου

 

Der eigentliche Monopolpreis ist "weder vom Produktionspreis noch vom Wert der Waren, sondern vom Bedurfnis und der Zahlungfahigkeit der Kafer bestimmt" 1
Η αληθινή μονοπωλιακή τιμή "δεν καθορίζεται ούτε από την τιμή παραγωγής ούτε από την αξία των εμπορευμάτων, αλλά από την ανάγκη των αγοραστών να τα αποκτήσουν και την ικανότητα τους να τα πληρώσουν"2.

Α

ΕΝΤΙΜΟ ΑΙΜΑ

Η μελέτη αυτή αφιερώνεται στη μνήμη δύο δολοφονημένων αγωνιστών, δύο μεγάλων νεκρών της γενιάς μου που έπεσαν μαχόμενοι για την κοσμοϊστορική υπόθεση της εργατικής τάξης: αφιερώνεται στη μνήμη της σ. Σωτηρίας Βασιλακοπούλου και στη μνήμη του σ. Νίκου Τεμπονέρα' η Σωτηρία, φοιτήτρια της Παντείου, δολοφονήθηκε στην πύλη του εργοστασίου της ΕΤΜΑ στο Αιγάλεω, την ώρα που προσπαθούσε να μοιράσει προκηρύξεις στους εργάτες" ο Νίκος δολοφονήθηκε στο προαύλιο ενός σχολείου στην Πάτρα, καθώς προσπαθούσε να προστατέψει την κατάληψη των μαθητών από τους αφιονισμένους τραμπούκους της Δεξιάς. Έντιμο αίμα! Έντιμο αίμα που ζητάει δικαίωση.

 

Β '
ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ, ΕΝΩΘΕΙΤΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΣΤΟΥΣ;

 

Η αφιέρωση μας αυτή, βέβαια, δεν είναι άσχετη με το στόχο και το περιεχόμενο αυτής της εργασίας" σε πείσμα των τυφλών, σε πείσμα των μωρών, σε πείσμα των χαμένων, η μελέτη αυτή προσπαθεί ν' αποδείξει, με τρόπο αναντίρρητο, ότι η ταξική πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στο σύνολο της αστικής τάξης εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να θεμελιώνεται οικονομικά πάνω στο νόμο του μέσου ποσοστού κέρδους, όπως συνέβαινε και στον καιρό του Μαρξ- παρά τις διαβεβαιώσεις του σοβιετικού μαρξισμού (και όχι μόνο) ότι αυτό πια δεν ισχύει και ότι, κατά συνέπεια, η βασική ταξική αντίθεση του καπιταλισμού, η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη, επισκιάζεται από την αντίθεση ανάμεσα στα μονοπώλια και στο λαό (στον οποίο, πότε ρητά και κατηγορηματικά, πότε υπαινικτικά συμπεριλαμβάνεται και η μη μονοπωλιακή αστική τάξη). Επίσης, με τη μελέτη αυτή καταρρίπτεται ο σχετικά νέος θεωρητικός συρμός του ακαδημαϊκού μαρξισμού, που, στο όνομα της καταπολέμησης των αντιμαρξικών αντιλήψεων του σοβιετικού μαρξισμού, αρνείται την ύπαρξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού και αναγνωρίζει στον καπιταλισμό μιαν παρατεταμένη νεότητα και ένα νεανικό σφρίγος που θα το ζήλευαν όλοι οι ειδικοί της γεροντολογίας- αφού, στις σχετικές θεωρίες, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δεν υπάγεται στο γενικό νόμο της εξέλιξης που θέλει τα πάντα να γεννιούνται, να ακμάζουν ,να παρακμάζουν και να πεθαίνουν, αλλά απολαμβάνει την από όλους αξιοζήλευτη καθήλωση της ανάπτυξης του στο στάδιο μιας ακμής που δε λέει να τελειώσει.
Και ο σοβιετικός και ο ακαδημαϊκός μαρξισμός τεκμηριώνουν τις απόψεις τους με συνειδητές ή ασυνείδητες παρανοήσεις του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου" δεν ορρωδούν μάλιστα ούτε μπροστά στην παραχάραξη και του γράμματος και του πνεύματος του μαρξικού κειμένου. Γι' αυτό , όπου εντοπίστηκαν μεταφραστικά ατοπήματα ή σφάλματα, επιμείναμε στην αποκατάσταση μιας έγκυρης νεοελληνικής μετάφρασης, στηριγμένης σε ένα έγκυρο στερεότυπο κείμενο: ανατρέχουμε στο πρωτότυπο, στην κλασική γερμανική έκδοση του Κεφαλαίου στη σειρά της ΜΕW από τον Karl Dietz Verlag του Βερολίνου, καταδεικνύουμε και ερμηνεύουμε τα λάθη της μετάφρασης του Παναγιώτη Μαυρομάτη (της μόνης μετάφρασης του Κεφαλαίου που είναι σήμερα προσιτή στο πλατύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό) και τη συγκρίνουμε με την παλιότερη της μετάφραση του Γιάννη Σκουριώτη. Τέλος, για να εξασφαλιστεί η ορθή και η έγκυρη κατανόηση του ακριβούς περιεχομένου παρανοημένων μαρξικών όρων και χωρίων, καταφεύγουμε στη χρήση μεθόδων που επεξεργάστηκε η κλασική φιλολογία, όπως ο φιλολογικός κύκλος, τα παράλληλα χωρία, η επισήμανση των πηγών του μαρξικού έργου και η αναδρομή σε αυτές τις πηγές.
Όλα αυτά, βέβαια, υπονομεύουν την απόλαυση της ανάγνωσης. Θα είμαι ικανοποιημένος όμως, αν το έργο μου κριθεί ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων1 και των πραγμάτων. Ιδιαίτερα, η μελέτη αυτή θα έχει πετύχει το σκοπό της, αν βοηθήσει τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος να αποκτήσουν μιαν ορθή , τεκμηριωμένη και επιστημονική αντίληψη για τις οικονομικές βάσεις της ταξικής πάλης σήμερα, να προσανατολιστούν μέσα στο χάος των θεωριών και των γεγονότων, ώστε να εξάγουν τα ορθά πολιτικά συμπεράσματα , που θα κάνουν τον αγώνα τους γόνιμο και τελεσφόρο. Αλλά και για όλους τους μακάριους που πεινούν και διψούν για δικαιοσύνη -και πιο πολύ για τη σπουδάζουσα νεολαία μας, που , παρά τις οργανωμένες προσπάθειες της αστικής τάξης να τη διαφθείρει, εξακολουθεί να διακρίνεται για τον κοινωνικό ιδεαλισμό της- ισχύει η αποφθεγματική διαπίστωση του ποιητή:
Πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ * τον περίτεχνο τον Ξενοφώντα^.

Β1 '
ΠΩΣ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ ΕΚΣΟΒΙΕΤΙΣΕ ΤΟ ΜΑΡΞ

 

Η θεωρία ότι η ταξική πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στην αστική τάξη και το αντίστροφο αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα ύστερα από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, θεμελιώνεται από το Μαρξ οικονομικά πάνω στη θεωρία των τιμών παραγωγής και του σχηματισμού ενός γενικού ποσοστού κέρδους, κοινού για όλα τα κεφάλαια που δραστηριοποιούνται μέσα στα πλαίσια μιας δοσμένης εθνικής κοινωνίας, μέσα στα πλαίσια δηλ. ενός δεδομένου εθνικού κοινωνικού σχηματισμού , μέσα στα σύνορα ενός εθνικού κράτους. Το γενικό αυτό ποσοστό κέρδους ονομάζεται αλλιώς και μέσο ποσοστό κέρδους .

Σύμφωνα με τη θεωρία του Μαρξ ,όπως αυτή εκτίθεται στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, σε μια δοσμένη εθνική κοινωνία στην οποία το κεφάλαιο έχει κυριαρχήσει σε όλους τους κλάδους παραγωγής, τα εμπορεύματα πωλούνται σε τιμές παραγωγής που συμπεριλαμβάνουν το κοινωνικό κόστος παραγωγής τους και το μέσο ποσοστό κέρδους. Το μέσο ποσοστό κέρδους δημιουργείται στην αρχή από το διακλαδικό ανταγωνισμό των κεφαλαίων, με τη βαθμιαία μετανάστευση κεφαλαίων από κλάδους με χαμηλότερο ποσοστό σε κλάδους με υψηλότερο ποσοστό κέρδους. Αλλά, στη συνέχεια, ο σχηματισμός του μέσου ποσοστού κέρδους επιτυγχάνεται και χωρίς μεταναστεύσεις κεφαλαίων, μόνο και μόνο από το φόβο των καταστροφικών συνεπειών που θα υπάρξουν για όλα τα ανταγωνιζόμενα κεφάλαια, αν τα κεφάλαια με υψηλότερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου και μεγαλύτερο χρόνο περιστροφής (άρα και με μικρότερο ατομικό ή κλαδικό ποσοστό κέρδους) αρχίσουν να εγκαταλείπουν τις κοινωνικά απαραίτητες σφαίρες της παραγωγής στις οποίες δραστηριοποιούνται, και να κατακλύζουν τις σφαίρες παραγωγής που παρουσιάζουν χαμηλότερη οργανική σύνθεση και μικρότερο χρόνο περιστροφής (άρα και υψηλότερο ατομικό και κλαδικό ποσοστό κέρδους), χωρίς να υπάρχει καμιά κοινωνική (για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής) ανάγκη για κάτι τέτοιο.
Γι' αυτό, οι ξεχωριστοί κεφαλαιοκράτες συνειδητοποιούν και αναγνωρίζουν το γεγονός ότι σε περιόδους σταθεροποίησης των τιμών παραγωγής, στην εξίσωση των ποικίλων ποσοστών κέρδους σε ένα μέσο ποσοστό κέρδους εξισώνονται καθορισμένες διαφορές που αν δεν περιλαμβάνονταν αμέσως στους αμοιβαίους τους λογαριασμούς , θα παρεμπόδιζαν κεφάλαια ίσου μεγέθους να αποφέρουν σε ίσα χρονικά διαστήματα ίσα σε μέγεθος κέρδη, και θα πυροδοτούσαν κατά συνέπεια έναν ανταγωνισμό καταστροφικό για όλους τους συμμετέχοντες σε αυτόν. Φροντίζουν, λοιπόν, να προσθέτουν στο κόστος παραγωγής των εμπορευμάτων τους μόνο το μέσο ποσοστό κέρδους-αναγνωρίζοντας έμπρακτα την αρχή που διέπει το σχηματισμό του , ότι δηλ. κεφάλαια ίσου μεγέθους σε ίσα χρονικά διαστήματα πρέπει να παρουσιάζουν την τάση να αποφέρουν ίσα σε μέγεθος κέρδη. Με τη σειρά της, αυτή η αρχή βασίζεται στην κατανόηση του γεγονότος ότι το κεφάλαιο κάθε σφαίρας παραγωγής πρέπει, ανάλογα με το μέγεθος του, να συμμετέχει στην ιδιοποίηση της συνολικής υπεραξίας που το συνολικό κεφάλαιο εκθλίβει από τους εργάτες, ή ότι κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο πρέπει να θεωρείται σαν ένα απλό κομμάτι του συνολικού κεφαλαίου και ο κάθε κεφαλαιοκράτης σαν μέτοχος της συνολικής επιχείρησης, ο οποίος, ανάλογα με το μέγεθος του μεριδίου του στο συνολικό κεφάλαιο, συμμετέχει στο συνολικό κέρδος.5
Από όσα ειπώθηκαν προκύπτει ότι ο κάθε ξεχωριστός κεφαλαιοκράτης, καθώς και το σύνολο των κεφαλαιοκρατών κάθε ξεχωριστής σφαίρας παραγωγής, συμμετέχει όχι απλώς από γενική ταξική συμπάθεια αλλά άμεσα οικονομικά, στην εκμετάλλευση της συνολικής εργατικής τάξης από το συνολικό κεφάλαιο και στη διαμόρφωση του βαθμού αυτής της εκμετάλλευσης, γιατί, αν προϋποθέσουμε δοσμένους όλους τους άλλους όρους , μαζί και την αξία του συνολικού σταθερού κεφαλαίου, το μέσο ποσοστό κέρδους εξαρτιέται από το βαθμό εκμετάλλευσης της συνολικής εργασίας από το συνολικό κεφάλαιο.6
Εξαίρεση στο νόμο της εξίσωσης του γενικού ποσοστού κέρδους με το συναγωνισμό μπορούν ν' αποτελέσουν μόνον τα φυσικά ή τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης , τα οποία μπορούν να απολαμβάνουν μονοπωλιακές τιμές υψηλότερες και από τις τιμές παραγωγής και από την αξία των εμπορευμάτων που παράγουν. Τα μονοπώλια αυτά μπορούν έτσι να δημιουργούν μια διαταραχή στην κατανομή της υπεραξίας ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες παραγωγής. Η διαταραχή όμως αυτή θα είχε μια τοπική και περιορισμένη σημασία καθώς τα όρια μέσα στα οποία η μονοπωλιακή τιμή θα έθιγε την κανονική ρύθμιση των τιμών των εμπορευμάτων, θα ήταν σταθερά καθορισμένα και θα μπορούσαν να υπολογιστούν με ακρίβεια.7
Το μέσο ποσοστό κέρδους σε μια δοσμένη εθνική κοινωνία αυξάνει, όχι μόνον όταν αυξάνει ο βαθμός εκμετάλλευσης της εγχώριας εργατικής τάξης, αλλά και όταν μεταφέρονται σε αυτήν την κοινωνία τα πρόσθετα κέρδη που πραγματοποίησαν σε αποικίες κλπ. κεφάλαια επενδυμένα σε αυτές τις χώρες, επειδή εκεί, λόγω του χαμηλότερου επιπέδου ανάπτυξης, είναι υψηλότερα και το ποσοστό κέρδους και ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας.8( Προϋποτίθεται, βέβαια, ότι τα εκπατρισμένα κεφάλαια δεν είναι μονοπώλια φυσικά ή τεχνητά με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης, αλλά είναι μη μονοπωλιακές επιχειρήσεις ή μονοπώλια με τη μαρξική έννοια της λέξης). Στο γεγονός αυτό, που υποβοηθάει την άνοδο του εθνικού ποσοστού κέρδους, στηρίζεται η αλληλεγγύη όλων των κεφαλαιοκρατών ενός ιμπεριαλιστικού έθνους και της διεφθαρμένης του εργατικής αριστοκρατίας προς τα κεφάλαια που έχουν εξαχθεί στο εξωτερικό, αναζητώντας μια πιο κερδοφόρα αξιοποί-ηση·από αυτή που θα απολάμβαναν στη χώρα προέλευσης τους.
Αυτό είναι, εξάλλου, και ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά κίνητρα για την άσκηση συστηματικής επεκτατικής εθνικής πολιτικής και κατά την περίοδο του προμονοπωλιακού και, κυρίως, κατά την περίοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού από τα εθνικά κράτη τα οποία διαθέτουν την ισχύ την αναγκαία για να αποδυθούν στον τιτάνιο αγώνα για την επίτευξη κοσμοκρατορίας. Η κοσμοκρατορία, ωστόσο, όσο και να φαντάζει στα σχέδια επί χάρτου εφικτή, δε θα επιτευχθεί πιθανώς από κανέναν , αν οι εργαζόμενοι συνειδητοποιήσουν έγκαιρα, κάτω και από την ανελέητη πίεση της ανάγκης , ότι για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία τούς παρουσιάζεται η πραγματική δυνατότητα να δημιουργήσουν μια κοινωνία απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση και τα συναφή κοινωνικά κακά, αντί να θυσιάζονται για τα κάλπικα, δημοβόρα και μισάνθρωπα ιδανικά της αστικής τάξης
Η ταξική πάλη όλης της εργατικής τάξης ενάντια σε όλη την αστική τάξη -και το αντίστροφο- δεν αποτελούσε ιστορική αναγκαιότητα πριν τη βιομηχανική επανάσταση, κατά την περίοδο της μανουφακτούρας, της απλής συνεργασίας και του λεγόμενου εμπορικού καπιταλισμού, γιατί απουσίαζε το κοινό οικονομικό συμφέρον των κεφαλαιοκρατών από την αύξηση της εκμετάλλευσης των εργατών σε άλλους παραγωγικούς κλάδους πέρα από το δικό τους παραγωγικό κλάδο ή πέρα από τη δική τους επιχείρηση ή πέρα από τη δική τους αγορά διάθεσης των δικών τους εμπορευμάτων . Το κεφάλαιο δεν είχε μετατραπεί ακόμη σε συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο μιας δοσμένης εθνικής κοινωνίας, ούτε η εργατική δύναμη σε αφηρημένη εργατική δύναμη, ικανή να διεκπεραιώσει οποιαδήποτε εργασία μέσα σε μια κοινωνία που τείνει να αναγάγει όλες τις εργασίες σε αδιάφορες για τον εργάτη παραλλαγές της απλής εργασίας
Πηγαίνοντας προοδευτικά προς τα πίσω, ανακαλύπτουμε ότι την εποχή της μανουφακτούρας και της απλής συνεργασίας διαμορφώνονταν μόνο κλαδικά ποσοστά μέσου κέρδους, πάνω στη βάση του σχηματισμού πρώτα αγοραίων κλαδικών τιμών και αργότερα κλαδικών τιμών παραγωγής. Επίσης, στο λεγόμενο εμπορικό καπιταλισμό διαμορφωνόταν αρχικά ένα οιωνεί εθνικοεταιρικό μέσο ποσοστό κέρδους σε κάθε εταιρεία - μονοπώλιο, ενώ αργότερα προέκυψε ένα οιωνεί τοπικοκλαδικό μέσο ποσοστό κέρδους σε κάθε τοπική αγορά στην οποία δρούσαν εταιρείες- μονοπώλια διαφορετικών εθνών. Οι εμβρυακές αυτές μορφές του μέσου ποσοστού κέρδους βασίζονταν στο σχηματισμό τοπικών αγοραίων τιμών που μετεξελίχτηκαν αργότερα σε τοπικές τιμές παραγωγής στη διεθνή αγορά, όταν οι ανεξάρτητοι άμεσοι παραγωγοί υποχρεώθηκαν, για ποικίλους λόγους, να πουλήσουν στους εμπόρους τα προϊόντα της εργασίας τους σε τιμές κατώτερες από την αγοραία αξία τους.

Όπως καταλαβαίνει πια ο αναγνώστης, ο νόμος του μέσου ποσοστού κέρδους εμφανίζεται την περίοδο της ακμής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και αποτελεί αναγκαίο όρο για την ύπαρξη της . Ή, σύμφωνα με την κλασική διατύπωση του Μαρξ: "...δε χωράει αμφιβολία ότι στην πραγματικότητα, αν παραβλέψουμε τις επουσιώδεις, τυχαίες και αλληλοαναιρούμενες διαφορές, δεν υπάρχει και δε θα μπορούσε να υπάρχει ο διαφορισμός των μέσων ποσοστών κέρδους στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας, χωρίς ο διαφορισμός αυτός να αναιρέσει ολόκληρο το σύστημα της κεφαλαιοκρατι-κής παραγωγής".10
Αποτελεί, λοιπόν, θεωρητικό οξύμωρο ο ισχυρισμός του σοβιετικού μαρξισμού (και όχι μόνον αυτού) ότι η κυριαρχία του νόμου του μέσου ποσοστού κέρδους και της παραγωγικής τιμής αναιρείται στις συνθήκες του μονοπωλιακού καπιταλισμού από την ύπαρξη των μονοπωλίων που γεννιούνται από τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αφού τα εμπορεύματα που παράγονται ακριβώς από αυτά τα μονοπώλια , δεν πουλιούνται στις τιμές παραγωγής τους, αλλά πουλιούνται σε πιο υψηλές μονοπωλιακές τιμές. Οι τιμές των εμπορευμάτων που παράγονται από τα μονοπώλια που γεννιούνται από τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής ,από τα κατά Μαρξ φυσικά μονοπώλια, ταυτίζονται με τις μονοπωλιακές τιμές που επιβάλλουν τα φυσικά και τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης, αφού και οι πρώτες και οι δεύτερες θεωρείται ότι είναι μεγαλύτερες από τις τιμές παραγωγής και, κατά κανόνα ξεπερνάνε τις αξίες των εμπορευμάτων. 11
Για να αντιληφτούμε καλύτερα το μέγεθος της θεωρητικής τερατολογίας των σοβιετικών οικονομολόγων και των δυτικών ομοτέχνων τους, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Μαρξ διακηρύσσει πως η εξίσωση των ποικίλων κλαδικών ποσοστών κέρδους σε ένα μέσο ποσοστό κέρδους επιτυγχάνεται από το κεφάλαιο τόσο περισσότερο, όσο υψηλότερη είναι η κεφαλαιοκρατι-κή ανάπτυξη σε μια δοσμένη εθνική κοινωνία.12 Ούτε λίγο ούτε πολύ, λοιπόν, οι φωστήρες της σοβιετικής πολιτικής οικονομίας ισχυρίζονται ότι οι τιμές παραγωγής και το μέσο ποσοστό κέρδους παύουν να διαμορφώνονται στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες , στις χώρες ακριβώς εκείνες που έπρεπε να κυριαρχούν, αφού ο ιμπεριαλισμός - οικονομική ουσία του "οποίου είναι το κατά Μαρξ φυσικό μονοπώλιο, το μονοπώλιο που προήλθε από τον ελεύθερο ανταγωνισμό- αποτελεί το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, όπως υποστήριζε ο Λένιν και όπως το παραδέχονταν και οι ίδιοι!

Αντιπαρέρχομαι για την ώρα το αυθόρμητο ερώτημα πώς έμεναν απαρατήρητες αυτές οι αντιφάσεις από τη σοβιετική επιστημονική κοινότητα, για να επισημάνω ότι, για ν' αποφύγουν ακριβώς αυτό τον κίνδυνο της επισήμανσης των αντιφάσεων τους, οι σοβιετικοί οικονομολόγοι και οι Έλληνες ομοϊδεάτες τους δε δίστασαν να προσαρμόσουν Το Κεφάλαιο στις δικές τους θεωρίες, διαστρεβλώνοντας όχι απλώς το πνεύμα αλλά ακόμα και το γράμμα του μεγάλου μαρξικού έργου, όπου αυτό ρητά και κατηγορηματικά , διαψεύδει τη δική τους ψευδομαρξιστική αντίληψη. Έτσι, ο Παναγιώτης Μαυρομάτης, επιφορτισμένος από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ με το καθήκον να φιλοτεχνήσει μια κομματικά επίσημη μετάφραση του Κεφαλαίου, προσαρμόζει το κείμενο του Μαρξ στις απαιτήσεις του επίσημου σοβιετικού οικονομικού δόγματος, κάθε φορά που ο Μαρξ τολμάει να διαφωνήσει με τους αυτόκλητους σοβιετικούς μαρξιστές.
Για του λόγου το αληθές, ιδού πώς μεταφράζει ο Παναγιώτης Μαυρομάτης το απόσπασμα που παραθέσαμε παραπάνω , στο οποίο ο Μαρξ ορθά κοφτά, τσεκουράτα που λέει κι ο λαός, διαβεβαιώνει ότι η διαφοροποίηση των κλαδικών ποσοστών από το μέσο ποσοστό κέρδος συνεπάγεται τη διάλυση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής:... δεν υπάρχει και δε θα μπορούσε να υπάρχει διαφορά στα μέσα ποσοστά κέρδους στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας, χωρίς να αναιρέσουμε ολόκληρο το σύστημα του κεφαλαιοκρατικού συστήματος13. Εκεί που το γερμανικό πρωτότυπο γράφει das ganze System der kapitalistischen Produktion 14 , δηλ. ολόκληρο το σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής, ο δόκιμος μεταφραστής μας μεταφράζει ολόκληρο το σύστημα του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Με μιαν (αντιαισθητική κιόλας για τη μετάφραση του) μεταφραστική λαθροχειρία, την έννοια σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής (που είναι συνώνυμο της έννοιας κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής ) την αντικαθιστά με την έννοια σύστημα του κεφαλαιοκρατικού συστήματος ( που μόνον ένας θεός ξέρει τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει). Ας σκεφτεί ό,τι προαιρείται ο καθένας , αρκεί να μην αντιληφτεί ο άτυχος αναγνώστης που εμπιστεύτηκε τη μεταφραστική δουλειά του Μαυρομάτη, πως άλλα λέει ο Μαρξ και ακριβώς τα αντίθετα υποστηρίζουν οι σοβιετικοί οικονομολόγοι και το κόμμα του!Και εδώ ακριβώς πρέπει να εξάρουμε τη μεταφραστική εντιμότητα του άλλου μεταφραστή του Κεφαλαίου στη γλώσσα μας , του δικηγόρου Γιάννη Δ. Σκουριώτη, ο οποίος, χωρίς να ιδρώνει το αυτί του από τις θεωρητικές αρ-λούμπες των σοβιετικών προφεσόρων και του ΚΚΕ, μεταφράζει ορθά το σχετικό απόσπασμα- απορρίπτοντας μάλιστα συνειδητά την προσφυγή στο λεξιλόγιο της λόγιας γλώσσας για την απόδοση των οικονομικών όρων και εξυψώνοντας το λαϊκό λεξιλόγιο ως το επίπεδο της επιστημονικής ορολογίας. Αξίζει να δούμε πώς μεταφράζει ολόκληρο το επίμαχο απόσπασμα:
Από την άλλη μεριά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στην πραγματικότητα, παραβλέποντας τις ασήμαντες και αλληλοεξουδετερούμενες αποκλίσεις, η διαφορά των μέσων ποσοστών του κέρδους στους διάφορους βιομηχανικούς κλάδους δεν υπάρχει και δε θα μπορούσε να υπάρχει, χωρίς να αναιρεθεί ολόκληρο το σύστημα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.15
Και αφού ολόκληρο το σύστημα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν έχει αναιρεθεί, οποιοσδήποτε λογικός αναγνώστης θα μπορούσε να σκεφτεί ότι, μια και δεν έχει αρθεί ακόμα η ακολουθία του μαρξικού συλλογισμού, το σύστημα δηλ. της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, δεν έχει αρθεί ακόμα ούτε ο λόγος του ίδιου συλλογισμού, δηλ. το μέσο ποσοστό κέρδους, αφού ο Μαρξ, με την απολυτότητα της διατύπωσης του που δεν επιδέχεται καμιά σχετικοποίηση, εγκαθιστά μια σχέση αιτιακής αμφιμονοσήμαντης αντιστοιχίας ανάμεσα στο μέσο ποσοστό κέρδους και τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής: ζει και βασιλεύει ο νόμος του μέσου ποσοστού κέρδους; Τότε ζει και βασιλεύει και ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής! Ζει και βασιλεύει ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής; Τότε ζει και βασιλεύει και ο νόμος του μέσου ποσοστού κέρδους! Tertium non datur! Τρίτη λύση, τρίτος δρόμος δεν υπάρχει!
Ο Παναγιώτης Μαυρομάτης θα έπρεπε, λοιπόν, είτε να μείνει πιστός στη θέση τού σοβιετικού μαρξισμού και του κόμματος του ότι το μέσο ποσοστό κέρδους σε συνθήκες μονοπωλιακού καπιταλισμού εξεμέτρησε το ζην, και να παραδεχτεί ανοιχτά ότι διαφωνεί με το Μαρξ, είτε να συμφωνήσει με το Μαρξ και να διαφωνήσει με τους σοβιετικούς προφέσορες και με το κόμμα του. Τελικά, σα γνήσιο τέκνο του σταλινισμού, προτίμησε να διορθώσει το Μαρξ αλά Χίλφερντινγκ, αφού, όπως θα δούμε, ο σοσιαλδημοκράτης θεωρητικός είναι ο πραγματικός πατέρας της θεωρίας που θέλει τα κατά Μαρξ φυσικά μονοπώλια να διαμορφώνουν το δικό τους μονοπωλιακό ποσοστό κέρδους σε βάρος τού μη μονοπωλιακού κεφαλαίου. Και αυτό υποστηρίζεται από το 1910 ως τα σήμερα, παρά τη ρητή και κατηγορηματική διευκρίνιση του Μαρξ ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλ. τα μονοπώλια που γεννιούνται από τον ίδιο τον καπιταλισμό δεν παρεμποδίζουν το σχηματισμό τού μέσου ποσοστού κέρδους. Όπως έχουμε αναφέρει αρκετές φορές ήδη, ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο, διακρίνει διάφορα είδη μονοπωλίων με κριτήριο το αν παρεμποδίζουν ή επιτρέπουν το σχηματισμό του γενικού /μέσου ποσοστού κέρδους και των τιμών παραγωγής. Σαν γνήσιος μαθητής του Αριστοτέλη, ο Μαρξ συμφωνεί με το μεγάλο Σταγειρίτη ότι η φύση είναι αρχή γενετική που βρίσκεται μέσα στο ίδιο το γινόμενο και γι' αυτό άνθρωπος γεννά άνθρωπο.16 Με αυτή τη λογική, αντιδιαστέλλει τα φυσικά μονοπώλια που γεννιούνται από τον ίδιο τον καπιταλισμό από τα φυσικά και τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης. Τα πρώτα δεν προϋπάρχουν του καπιταλισμού, αλλά προκύπτουν από τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής" χαρακτηρίζουν, κατά συνέπεια, μόνο τον καπιταλισμό και αποδίδουν πρόσθετα κέρδη, χωρίς να παρεμποδίζουν τη συνεχή εξίσωση των άνισων ποσοστών κέρδους σε ένα μέσο ποσοστό κέρδους. Τα δεύτερα, όμως, τα φυσικά και τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης, όπως θα δούμε παρακάτω , προϋπήρχαν του καπιταλισμού, και, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η ύπαρξη τους μπορεί να έχει ως συνέπεια το σχηματισμό υπερκερδών Surplusprofite), τα οποία ξεπερνούν τις τιμές παραγωγής και την αξία των εμπορευμάτων που παράγουν. Γι' αυτό, αντιστρατεύονται, μέσα σε περιορισμένα βεβαίως όρια, το σχηματισμό του μέσου ποσοστού κέρδους. Ας δούμε , όμως, πώς διατυπώνει αυτή την άποψη ο ίδιος ο Μαρξ:
Η διαρκής εξίσωση των διαρκώς αναφυόμενων ανισοτήτων του ποσοστού κέρδους συντελείται τόσο πιο γρήγορα: 1) όσο πιο κινητό είναι το κεφάλαιο, δηλ. όσο πιο εύκολα μπορεί να μεταφέρεται από τη μια σφαίρα στην άλλη και από το ένα μέρος στο άλλο.........Το πρώτο σημείο προϋποθέτει πλιήρη ελευθερία του εμπορίου στο εσωτερικό της κοινωνίας και παραμέρισμα όλων των μονοπωλίων εκτός από τα φυσικά μονοπώλια, και για να μιλήσουμε ακριβέστερα, εκτός από τα μονοπώλια που προκύπτουν από τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής... 17
Ό,τι διαπιστώσαμε για το προηγούμενο επίμαχο χωρίο του Κεφαλαίου, ισχύει, δυστυχώς, απόλυτα και για το παραπάνω απόσπασμα: πάλι ο Παναγιώτης Μαυρομάτης μεταφράζει λάθος, επεξεργαζόμένος αλά Χίλφερντινγκ το Μαρξ, και πάλι, προς τιμήν του, ο Γιάννης Δ. Σκουριώτης αποδίδει στη μετάφραση του ορθότατα το γερμανικό πρωτότυπο. Ο Μαρξ γράφει: Νr. 1 unterstellt ... Beseitigung aller Monopole ausser den naturlichen , namlich aus der kapitalistischen Produktionsweise selbst entspringenden.18 Ο Σκουριώτης μεταφράζει: Ο αριθ. 1 προϋποθέτει ...παραμερισμό κάθε μονοπωλίου εκτός από τα φυσικά, δηλαδή από τα όσα πηγάζουν από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής τον ίδιο19. Με τη σειρά του, ο Μαυρομάτης παραχαράζει: Το πρώτο σημείο προϋποθέτει ... παραμέριση όλων των μονοπωλίων, εκτός από τα φυσικά μονοπώλια, δηλαδή των μονοπωλίων που προκύπτουν από τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.20 Ο Μαυρομάτης, συνδέει το namlich (= για να μιλήσουμε ακριβέστερα, δηλαδή , ήτοι) όχι με το αμέσως προηγούμενο προθετικό σύνολο ausser· den naturlichen (Monopolen) (= εκτός από τα φυσικά μονοπώλια - η λέξη μονοπώλια εννοείται από τα συμφραζόμενα- ) αλλά με το ονοματικό σύνολο Beseitigung aller Monopole (= παραμέρισμα όλων των μονοπωλίων). Βλέπει δηλ. ένα υπερβατό σε μέρος που ούτε χρειάζεται ούτε μπορεί υπάρχει21, αφού, αν χρειάζεται κάτι να διευκρινιστεί στο συγκεκριμένο σημείο, είναι το τι ακριβώς εννοεί ο συγγραφέας με την έκφραση φυσικά μονοπώλια. Και είναι απαραίτητη αυτή η διευκρίνιση, γιατί ο Μαρξ, στο ίδιο κεφάλαιο του γ'τόμου του Κεφαλαίου, αναφέρεται πολλές φορές στα φυσικά και στα τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης, και τα αναφέρει αυτά τα μονοπώλια σχεδόν πάντα ως μονοπώλια που όχι μόνον αποδίδουν πρόσθετα κέρδη αλλά και παρεμποδίζουν το σχηματισμό των αγοραίων τιμών και των τιμών παραγωγής. Για να ανταποκρίνονται κατά προσέγγιση στις αξίες τους οι τιμές με τις οποίες ανταλλάζονται τα εμπορεύματα δε χρειάζεται τίποτε άλλο παρά 1)....2)....και 3) στο βαθμό που μιλάμε για πώληση, κανένα φυσικό ή τεxνητό μονοπώλιο να μην είναι σε θέση να κάνει τη μια από τις συμβαλλόμενες πλευρές ικανή να πουλάει πάνω από την αξία, ή να την αναγκάζει να ξεπουλάει κάτω από την αξία. Όταν μιλάμε για τυχαίο μονοπώλιο εννοούμε το μονοπώλιο που προκύπτει από την τυχαία κατάσταση προσφοράς και ζήτηση.22
Από όσα αναπτύξαμε προέκυψε με ποιον τρόπο η αγοραία αξία ( και όσα ειπώθηκαν σχετικά μ' αυτήν ισχύουν , με τους απαραίτητους προσδιορισμούς, για την τιμή παραγωγής) συμπεριλαβαίνει ένα πρόσθετο κέρδος για τους πα-ραγωγους της κάθε ξεχωριστής σφαίρας παραγωγής , που παράγουν κάτω από τους καλύτερους όρους. Αν εξαιρεθούν γενικά οι περιπτώσεις κρίσεων και υπερπαραγωγής, αυτό ισχύει για όλες τις αγοραίες τιμές ,όσο κι αν αποκλίνουν από τις αγοραίες αξίες ή από τις αγοραίες τιμές παραγωγής, γιατί η αγοραία τιμή συμπεριλαβαίνει την προϋπόθεση ότι για τα εμπορεύματα του ίδιου είδους πληρώνεται η ίδια τιμή, παρόλο που αυτά μπορεί να έχουν παραχθεί κάτω από πολύ διαφορετικούς ατομικούς όρους και επομένως μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικές τιμές κόστους. ( Εδώ δε μιλάμε για τα πρόσθετα κέρδη, που είναι συνέπεια μονοπωλίων με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης- φυσικών ή τεχνητών. )
_Εξάλλου, ένα πρόσθετο κέρδος μπορεί ωστόσο να προκύψει ακόμα, στην περίπτωση που ορισμένες σφαίρες παραγωγής είναι σε θέση να αποφύγουν τη μετατροπή των εμπορευματικών τους αξιών και επομένως την αναγωγή των κερδών τους στο μέσο κέρδος. Στα κεφάλαια τούτου του βιβλίου που διαπραγματεύονται τη γαιοπρόσοδο. θα εξετάσουμε την παραπέρα διαμόρφωση των δύο αυτών μορφών πρόσθετου κέρδους.23
Τέλος, αν η εξίσωση της υπεραξίας στο μέσο κέρδος έβρισκε στις διάφορες σφαίρες παραγωγής ένα εμπόδιο σε φυσικά και τεχνητά μονοπώλια, και ειδικά στο μονοπώλιο της γαιοκτησίας , έτσι που να γινόταν δυνατή μια μονοπωλιακή τιμή , η οποία θα ανέβαινε πάνω από την τιμή παραγωγής και πάνω από την αξία των εμπορευμάτων που τα επηρεάζει το μονοπώλιο , από το γεγονός αυτό δε θα αναιρούνταν τα όρια που καθορίζονται από την αξία των εμπορευμάτων.24
Σύμφωνα με τη μετάφραση του επίμαχου χωρίου από τον Παναγιώτη Μαυρομάτη και σύμφωνα με την ερμηνεία αυτού του χωρίου από τους σοβιετικούς οικονομολόγους, τα μονοπώλια που παρεμποδίζουν την εξίσωση των κλαδικών κερδών σε γενικό/ μέσο ποσοστό κέρδους είναι τα μονοπώλια που γεννιούνται από τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, ενώ κάποια άλλα μονοπώλια , τα φυσικά μονοπώλια , δεν παρεμποδίζουν το σχηματισμό του μέσου ποσοστού κέρδους. Σύμφωνα ,όμως, με το δεύτερο από τα άλλα τρία χωρία που παραθέσαμε παραπάνω , ο Μαρξ μιλάει για φυσικά και τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης, τα οποία αποδίδουν άλλου είδους πρόσθετα κέρδη-πρόσθετα κέρδη που δεν οφείλονται στο γεγονός ότι οι μονοπωλητές παραγωγοί παράγουν κάτω από τους καλύτερους όρους, πρόσθετα κέρδη που δεν οφείλονται, κατά συνέπεια, στο γεγονός ότι οι ατομικές αγοραίες αξίες ή οι ατομικές τιμές παραγωγής των εμπορευμάτων αυτών των μονοπωλίων είναι κατώτερες από τις αντίστοιχες κοινωνικές, πρόσθετα κέρδη που δε δημιουργούνται πάνω στη βάση του σχηματισμού των αγοραίων τιμών ή των τιμών παραγωγής, δε δημιουργούνται δηλ. πάνω στην ίδια βάση στην οποία σχηματίζεται και το μέσο ποσοστό κέρδους. Τα φυσικά και τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης παράγουν πρόσθετα κέρδη sui generis, αφού τα κέρδη αυτά προκύπτουν όχι από την πώληση στην υψηλότερη (κοινωνική) τιμή παραγωγής εμπορευμάτων που έχουν μια μικρότερη ατομική τιμή παραγωγής, αλλά από την πώληση εμπορευμάτων σε μονοπωλιακή τιμή υψηλότερη και από την αξία και από την τιμή παραγωγής αυτών των εμπορευμάτων. Γι' αυτό, ο Μαρξ διακρίνει τα πρόσθετα κέρδη που αποδίδουν τα μονοπώλια αυτά, από τα πρόσθετα κέρδη τα οποία απολαμβάνουν οι παραγωγοί που παράγουν κάτω από τους καλύτερους όρους σε σχέση με του άλλους ομοτέχνους τους της ίδιας σφαίρας παραγωγής, και υπόσχεται να τα εξετάσει ενδελεχέστερα στο τμήμα του Κεφαλαίου που διαπραγματεύεται τη γαιοπρόσοδο.
Και πράγματι, στο τμήμα του Κεφαλαίου που προαναφέραμε, ο Μαρξ τονίζει με έμφαση ότι τα ανταγωνιζόμενα κεφάλαια ανέχονται μόνον τα πρόσθετα κέρδη που, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, πηγάζουν όχι από τη διαφορά ανάμεσα στις αξίες και τις τιμές παραγωγής των εμπορευμάτων , αλλά, αντίθετα, από τη γενική τιμή παραγωγής που ρυθμίζει την αγορά, και από τις ατομικές τιμές παραγωγής που διαφέρουν από τη γενική τιμή παραγωγής. Δηλ. ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων ανέχεται μόνον πρόσθετα κέρδη που γι' αυτό επίσης δημιουργούνται μέσα σε κάθε σφαίρα παραγωγής και όχι ανάμεσα σε δύο διαφορετικές σφαίρες παραγωγής, και άρα δεν επηρεάζουν τις γενικές τιμές παραγωγής των ποικίλων σφαιρών αλλά ,αντίθετα, προϋποθέτουν τη μετατροπή των αξιών σε τιμές παραγωγής και το γενικό ποσοστό κέρδους.25 Προϋπόθεση δημιουργίας τέτοιων πρόσθετων κερδών είναι η ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, η ανεμπόδιστη είσοδος και έξοδος των κεφαλαίων στους ποικίλους κλάδους της παραγωγής. Αντίθετα, η παρεμβολή αξεπέραστων για το κεφάλαιο φραγμών από μια ξένη δύναμη που δεν μπορεί να την υπερνικήσει (όπως το μονοπώλιο της γαιοκτησίας, το κατ' εξοχήν φυσικό μονοπώλιο με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης), οδηγεί σε μονοπωλιακές τιμές ανώτερες από τις τιμές παραγωγής και τις αξίες των εμπορευμάτων που παράγουν αυτοί οι μονοπωλημένοι κλάδοι- και στα αντίστοιχα μονοπωλιακά πρόσθετα κέρδη.
Φυσικά, κεφάλαια με οργανική σύνθεση κεφαλαίου υψηλότερη από την οργανική σύνθεση του μέσου κοινωνικού κεφαλαίου - και τέτοια είναι τα φυσικά μονοπώλια που γεννιούνται από τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής- απολαμβάνουν γενικά τιμές παραγωγής υψηλότερες από την αξία των εμπορευμάτων που παράγουν.26 Γι' αυτό, αποτελεί ανοησία ο ισχυρισμός του σοβιετικού μαρξισμού ότι το μονοπωλιακό κέρδος αυτών των επιχειρήσεων πηγάζει από τη συγχώνευση της κλαδικής αξίας με την κλαδική τιμή παραγωγής: μια τέτοια συγχώνευση θα οδηγούσε στην πτώση του υποτιθέμενου μονοπωλιακού ποσοστού υπερκέρδους σε επίπεδο κατώτερο και από το επίπεδο του μέσου ποσοστού κέρδους , το οποίο αποτελεί το χαμηλότερο επιτρεπτό ποσοστό κέρδους για μιαν ικανοποιητική αξιοποίηση των ατομικών κεφαλαίων.27
Σύμφωνα, επίσης, με το πρώτο παρατιθέμενο χωρίο, τα φυσικά και τεχνητά μονοπώλια εμποδίζουν τις τιμές των εμπορευμάτων να προσεγγίσουν τις αξίες τους, δημιουργώντας αποκλίσεις τις τιμές των εμπορευμάτων αυτών πάνω ή κάτω από τις αξίες τους. Με δεδομένο ότι η ανταλλαγή ή η πώληση των εμπορευμάτων στις αξίες τους απαιτεί... μια πολύ πιο χαμηλή βαθμίδα ανάπτυξης από ό,τι η ανταλλάγή σε τιμές παραγωγής28 , και αυτά τα φυσικά και τεχνητά μονοπώλια πρέπει να ταυτιστούν με τα φυσικά και τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης. Ξανά παρατηρούμε, λοιπόν, ότι τα μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης έχουν συμπεριφορά αντίθετη από τη συμπεριφορά των φυσικών μονοπωλίων του επίμαχου αποσπάσματος, δηλ, σε αντίθεση με τα τελευταία, αντιστρατεύονται την προσέγγιση των τιμών στις αξίες των εμπορευμάτων, άρα και το σχηματισμό ενός πρωτολείου είδους μέσου κέρδους.
Τέλος, με βάση το τρίτο χωρίο, στα φυσικά και στα τεχνητά μονοπώλια , και ιδιαίτερα στο μονοπώλιο ενός στοιχείου της φύσης , στο μονοπώλιο της γης, αποδίδεται ξεκάθαρα, ρητά και κατηγορηματικά, η ικανότητα όχι μόνον να αντέχουν στην πίεση του ανταγωνισμού και να μην επιτρέπουν το σχηματισμό τιμών παραγωγής για τα εμπορεύματα που παράγουν, αλλά και να επιβάλλουν μονοπωλιακές τιμές κινούμενες πάνω από τις τιμές παραγωγής και πάνω από την αξία των εμπορευμάτων τους. Και αυτά τα μονοπώλια είναι, λοιπόν, τα φυσικά και τα τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης.
Αντιμετωπίζουμε, λοιπόν, ένα μεγάλο πρόβλημα: τι στην ευχή είναι αυτά τα φυσικά μονοπώλια που, αν δεχτούμε ως ορθή τη μετάφραση του Μαυρομάτη, δεν ταυτίζονται ούτε με τα φυσικά μονοπώλια που γεννιούνται από τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής ούτε με τα φυσικά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης, αφού δεν παρεμποδίζουν όπως εκείνα το σχηματισμό του μέσου ποσοστού κέρδους; Και γιατί ο Μαρξ αποφεύγει να συγκαταριθμήσει τα φυσικά και τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης μαζί με τα μονοπώλια που πρέπει να παραμεριστούν για να εξισωθούν τα ποικίλα κλαδικά ποσοστά κέρδους σε ένα μέσο ποσοστό , μολονότι και τα πρώτα και τα δεύτερα έχουν την ίδια συμπεριφορά;
Το πρόβλημα λύνεται από μόνο του ,αν δεχτούμε ότι ο Παναγιώτης Μαυρομάτης για δεύτερη φορά παραχαράζει στη μετάφραση του το πνεύμα και το γράμμα του μαρξικού κειμένου, και αν θεωρήσουμε σωστή τη μετάφραση του Σκουριώτη και τη δική μου. Τότε, συνάγεται ότι τα κατά Μαρξ φυσικά μονοπώλια ταυτίζονται με τα μονοπώλια που προκύπτουν από τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, μέσα από τις πασίγνωστες διαδικασίες της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης τής παραγωγής στα χέρια λίγων μονοπωλητών. Επίσης, συνάγεται ότι τα κατά Μαρξ φυσικά μονοπώλια δε σχηματίζουν μονοπωλιακές τιμές που κυμαίνονται πάνω από τις τιμές παραγωγής και πάνω από την αξία των εμπορευμάτων που παράγουν . Αυτό μπορούν και το κάνουν, με τρόπο μόνιμο ή εφήμερο, όλα τα άλλα μονοπώλια, δηλ. τα φυσικά και τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη σημασία της λέξης, καθώς και τα τυχαία μονοπώλια, όπως μας βεβαιώνουν τα υπόλοιπα τρία χωρία που ήδη παραθέσαμε παραπάνω. Για τα κατά Μαρξ φυσικά μονοπώλια απομένει ο σχηματισμός μόνιμων πρόσθετων κερδών πάνω στη βάση των τιμών παραγωγής και του μέσου ποσοστού κέρδους.
Η υπόδειξη της πηγής αυτών των υπερκερδών και η θεωρητική απόδειξη ότι αυτά τα σχετικώς μόνιμα υπερκέρδη διαμορφώνουν μονοπωλιακές τιμές sui generis που τυπικά και ουσιαστικά δε διαφέρουν από τις κλασικές τιμές παραγωγής, είναι τα προβλήματα στην επίλυση των οποίων φιλοδοξεί να συμβάλλει αυτή η μελέτη. Πριν όμως επεξεργαστούμε αυτό το σημείο, πρέπει να εξετάσουμε τις απόψεις του εγχώριου ακαδημαϊκού μαρξισμού πάνω στο φλέγον ζήτημα των μονοπωλίων.