Η Αναθεώρηση του Συντάγματος και οι επιδιώξεις της αστικής τάξης

 του Φώτη Γεωργιτσόπουλου

Τον Δεκέμβριο του 2005 κατά τη διαδικασία ψήφισης του προϋπολογισμού από την Βουλή ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε την αναγκαιότητα αναθεώρησης του Συντάγματος και την πολιτική βούληση της κυβέρνησης του για το έργο αυτό. Θεωρεί την επικείμενη αναθεώρηση ως αναγκαίο συμπλήρωμα για την συνέχεια και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που έχει προγραμματίσει η κυβέρνηση σε πολλούς τομείς της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Από εκείνη την στιγμή μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στον καθημερινό τύπο και σε διάφορα άλλα έντυπα πληθώρα απόψεων σχετικά με την αναγκαιότητα μιας νέας αναθεώρησης ή σχετικά με το περιεχόμενο που πρέπει να προσδώσει ο αναθεωρητικός νομοθέτης σε συγκεκριμένες και ειδικά ορισμένες συνταγματικές διατάξεις με το πέρας της αναθεωρητικής διαδικασίας.

Εμείς στην παρούσα προσπάθεια θέλουμε να σταθούμε κυρίως σε τέσσερα σημεία. Πρώτον, θα εξετάσουμε τι είναι η αναθεωρητική διαδικασία καθώς και την σημαντικότητά της στα πλαίσια της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Δεύτερον, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε το «καινοτόμο» χαρακτηριστικό της επικείμενης αναθεώρησης. Τρίτον, θα παρουσιάσουμε τους βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους θα κινηθεί η αναθεωρητική διαδικασία, την στάση των δύο μεγάλων κομμάτων καθώς και μεμονωμένες απόψεις βουλευτών. Τέλος θα σχολιάσουμε τις προτάσεις των κομμάτων της Αριστεράς και θα σκιαγραφήσουμε τις κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να διέπουν την παρέμβαση των κομμουνιστών σχετικά με το ζήτημα.

α) Η σημασία της αναθεωρητικής λειτουργίας

Όπως είναι γνωστό το ανώτερο όργανο στα πλαίσια της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι η Συντακτική Βουλή, η οποία αναλαμβάνει να επεξεργαστεί νέο Σύνταγμα όταν υφίσταται κενό στην συνταγματική έννομη τάξη ασκώντας πρωτογενή εξουσία, δηλαδή εξουσία χωρίς κανένα νομικό φραγμό στις επιλογές της. Η πρωτογενής αυτή εξουσία εκδηλώνεται σε δύο περιπτώσεις: πρώτον όταν τίθεται για πρώτη φορά το Σύνταγμα ενός κράτους και δεύτερον όταν τίθεται νέο σύνταγμα χωρίς κάποιο νομικό φραγμό ή περιορισμό από το προϊσχύον.(Η δεύτερη περίπτωση είναι η περίπτωση στην οποία υπάρχει μεν συνταγματικό κείμενο το οποίο όμως δεν θέτει περιορισμούς για ολική αναθεώρηση του, δηλαδή για δημιουργία νέου συντάγματος). Παράδειγμα πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας είναι η θέσπιση του ελληνικού Συντάγματος του 1975 από την Ε' Αναθεωρητική Βουλή [Στην πραγματικότητα το ελληνικό Σύνταγμα είναι συνέχεια τους Συντάγματος του 1952 το οποίο επανέφερε σε ισχύ η κυβέρνηση Καραμανλή με την «Καταστατική Συντακτική Πράξη της 1/1.8.1974 με εξαίρεση τις διατάξεις για το status και τις αρμοδιότητες του Βασιλιά, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από αντίστοιχες διατάξεις για την νομική θέση και τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας].

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως το Ελληνικό Σύνταγμα του 1975 είναι ένα από τα πιο αυστηρά συντάγματα στην Ευρώπη. Ποια είναι η έννοια όμως του αυστηρού συντάγματος; Αυστηρό είναι το Σύνταγμα που δεν αναθεωρείται με την συνήθη νομοθετική διαδικασία, αλλά με μια ειδική διαδικασία που ενεργείται συνήθως από ειδικό όργανο (την αναθεωρητική Βουλή) και μέσα στα ουσιαστικά όρια που αυτό το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει (άρθρο 110). Το Σύνταγμα του 1975 είναι από τα πιο αυστηρά στην Ευρώπη αφού εκτός από το ότι συγκεντρώνει τα τρία παραπάνω στοιχεία προβλέπει επιπλέον την τήρηση ειδικής προθεσμίας για την κίνηση της επόμενης αναθεωρητικής διαδικασίας.

Εφόσον λοιπόν αντικείμενο της αναθεωρητικής λειτουργίας είναι η τροποποίηση του ήδη υπάρχοντος συντάγματος είναι προφανές πως το περιεχόμενο του καταστατικού χάρτη μιας χώρας αλλάζει από εποχή σε εποχή, κινείται είτε σε πιο προοδευτική είτε σε πιο αντιδραστική και συντηρητική κατεύθυνση. Πάντα όμως οι συνταγματικές διατάξεις ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του προσλαμβάνουν κάθε φορά διαθέτουν ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό. Διαθέτουν αυξημένη τυπική ισχύ, διαθέτουν την μεγαλύτερη δυνατή νομική δύναμη δηλαδή υπερτερούν έναντι οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης κοινού νόμου. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και το γεγονός πως αντικείμενο ενός συντάγματος είναι η ρύθμιση της συγκρότησης και άσκησης της κρατικής εξουσίας συνάγεται εύκολα πως το περιεχόμενο που θα προσδώσει κάθε φορά ο αναθεωρητικός νομοθέτης στις συνταγματικές διατάξεις δεν είναι ήσσονος σημασίας ζήτημα. Προς ποια κατεύθυνση όμως κινείται η επικείμενη αναθεώρηση; Μια πρωτόλεια απάντηση θα μπορέσουμε να δώσουμε στο ερώτημα αυτό αφού πρώτα συνειδητοποιήσουμε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται ένα συνταγματικό κείμενο. Ήδη από το 1852 ο Μαρξ στο έργο του η «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» είχε δείξει πως ένα σύνταγμα όπως αυτό διαμορφώνεται κάθε φορά, σε κάθε εποχή και σε κάθε χώρα δεν είναι τίποτε παραπάνω από την αποκρυστάλλωση του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων ενός κράτους σε ένα κωδικοποιημένο πολιτικό κείμενο. Έτσι λοιπόν δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να σκεφτεί κανείς πως σήμερα που ο συσχετισμός δυνάμεων είναι συντριπτικά εναντίον της εργατικής τάξης η επικείμενη αναθεώρηση θα κινηθεί σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση.

Καθήκον λοιπόν των δυνάμεων που μιλούν από την σκοπιά του επαναστατικού μαρξισμού είναι η βαθιά μελέτη των ζητημάτων αυτών καθώς και η προσπάθεια να ανοιχτεί το ζήτημα στο σύνολο της εργατικής τάξης και της νεολαίας έτσι ώστε η αναθεώρηση να μην αποτελέσει ζήτημα λίγων ειδικών. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε στο τέλος του παρόντος άρθρου.

β) Το «καινοτόμο» χαρακτηριστικό της επικείμενης αναθεώρησης

Από το 1975 που θεσπίστηκε το ισχύον Σύνταγμα μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί δύο αναθεωρήσεις, η πρώτη το 1986 και η δεύτερη το 2001. Είναι εύλογο λοιπόν να διερωτάται κανείς για την αναγκαιότητα μιας νέας αναθεώρησης μόλις πέντε χρόνια από την τελευταία. Έχουν δηλαδή συντελεστεί τόσο μεγάλες και ραγδαίες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές ώστε να υφίσταται διάσταση ανάμεσα στην σημερινή πραγματικότητα και την συνταγματική έννομη τάξη σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μόνο με μια νέα αναθεώρηση μπορεί να αρθεί;

Την καλύτερη απάντηση στο ερώτημα αυτό την δίνει ο Νίκος Χριστοδουλάκης, πρώην Υπουργός Οικονομικών στην εκσυγχρονιστική κυβέρνηση Σημίτη, σε συνέντευξη του στην Καθημερινή της 15/1/2006. Μεταξύ άλλων τονίζει: «Οι προηγούμενες αναθεωρήσεις είχαν λογική τακτοποίησης εσωτερικών εκκρεμοτήτων (εδραίωση κοινοβουλευτισμού, πολιτικά κόμματα και θεσμοί). Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένα σύνταγμα εξωστρέφειας χωρίς αγκυλώσεις και γραφειοκρατίες για να ενσωματωθεί η χώρα στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη οικονομία».

Ως συγκεκριμένο μέτρο στην κατεύθυνση αυτή προτείνει να σταματήσει η αναδρομική χορήγηση αμοιβής με δικαστική απόφαση (σημειωτέον με την πρόταση αυτή συμφωνεί και ο νυν υπουργός Οικονομίας Γ. Αλογοσκούφης). Το μέτρο αυτό είναι μόνο ενδεικτικό όσων πρόκειται να ακολουθήσουν. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το νόημα της παραπάνω δήλωσης πρέπει να κάνουμε την ακόλουθη διευκρίνιση: Το συνταγματικό κείμενο των 120 διατάξεων είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο αφορά την μορφή του πολιτεύματος, το δεύτερο τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, το τρίτο την οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας και το τέταρτο περιλαμβάνει ορισμένες μεταβατικές διατάξεις. Αν ανατρέξει κανείς σε προηγούμενες αναθεωρήσεις θα παρατηρήσει πως οι αναθεωρήσεις αυτές αφορούσαν κυρίως τα όργανα του κράτους, την βελτίωση του πολιτικού συστήματος και την ομαλότερη διεξαγωγή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αφορούσαν κυρίως διατάξεις που υπάγονται στο τρίτο μέρος που όπως είπαμε παραπάνω αφορά την οργάνωση και λειτουργία των οργάνων του αστικού κράτους. Αντίθετα οι διατάξεις που υπάγονται στο δεύτερο μέρος (ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα) παρέμεναν σχεδόν ίδιες με αυτές του συντάγματος του 1952. Στην επικείμενη αναθεώρηση επανεξετάζονται ζητήματα όπως αυτό της εργασίας, της παιδείας, της δικαστικής προστασίας του πολίτη απέναντι στο κράτος, ζητήματα δηλαδή που υπάγονται στο δεύτερο μέρος των ατομικών και κοινωνικών διαταγμάτων. Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως πρόκειται για την βαθύτερη και σοβαρότερη αναθεώρηση, για την προσπάθεια της αστικής τάξης να κατοχυρώσει συνταγματικά τον νεοφιλελευθερισμό.

γ) Οι βασικές αιχμές της αναθεώρησης

Προκειμένου να τεκμηριώσουμε την παραπάνω θέση είναι προτιμότερο να εξετάσουμε μια προς μια τις αιχμές της αναθεώρησης όπως αυτές προσδιορίστηκαν από τον Πρωθυπουργό καθώς και μεμονωμένες απόψεις βουλευτών είτε της κυβερνητικής πλειοψηφίας είτε της αντιπολίτευσης.

Η πρώτη βασική αιχμή είναι η ίδρυση μη κρατικών - μη κερδοσκοπικών (όπως αλλιώς λέγονται τα ιδιωτικά) πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Δηλαδή από το πέρας της αναθεωρητικής διαδικασίας και ύστερα η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν θα είναι μια καθαρά κρατική υπόθεση. Θα δημιουργηθούν ιδιωτικά πανεπιστήμια τα οποία θα χορηγούν πανεπιστημιακούς τίτλους ισότιμους με αυτούς των δημοσίων και φυσικά έναντι καταβολής διδάκτρων. Συχνά αναφέρεται ως επιχείρημα για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων το γεγονός πως η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Δύση που δεν έχει τέτοιου είδους πανεπιστήμια. Αυτό είναι αλήθεια. Μόνο που ξεχνούν να αναφέρουν πως σε όλες αυτές τις χώρες ο κορμός της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τα δημόσια πανεπιστήμια αφού τα αντίστοιχα ιδιωτικά παρέχουν είτε αμφιβόλου ποιότητας επιστημονική γνώση είτε καθίστανται απλησίαστα εξαιτίας των πολύ υψηλών διδάκτρων που πρέπει να καταβάλει ο σπουδαστής.

Μέχρι στιγμής στην χώρα μας στην σχετική συζήτηση που έχει ανοίξει πουθενά δεν διευκρινίζεται ο ακριβής τρόπος λειτουργίας τέτοιων ιδρυμάτων. Αυτό που αναφέρεται συνήθως είναι ο φορέας που διατίθεται να εισφέρει στην δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων με γνωστότερους την Εκκλησία και την ΓΣΕΕ!!! Στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει γιατί όλοι γνωρίζουν πως για να δημιουργηθούν σοβαρά πανεπιστήμια με άρτια υλικοτεχνική υποδομή και επαρκές επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό χρειάζονται τεράστια κεφάλαια. Πως θα μπορέσει να δημιουργηθεί για παράδειγμα μια ιδιωτική ιατρική ή ένα ιδιωτικό πολυτεχνείο; Αυτά που πράγματι θα δημιουργηθούν θα είναι πιο εξειδικευμένα τμήματα οικονομικών σχολών και σχολών κοινωνικών επιστημών. Συνολικά ο κίνδυνος εντοπίζεται σε τρία σημεία. Πρώτον το δικαίωμα στη μόρφωση δεν θα θεωρείται κοινωνικό αγαθό, δεν θα θεωρείται αγαθό στο οποίο έχουν πρόσβαση όλοι μιας και θα χρειάζεται καταβολή διδάκτρων. Δίδακτρα θα αποκτήσουν σταδιακά και τα δημόσια ιδρύματα μέσω του ανταγωνισμού με τα ιδιωτικά όπως γίνεται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και αυτός είναι ο δεύτερο κίνδυνος. Ο τρίτος κίνδυνος έγκειται στο εξής: Από την στιγμή που θα κατοχυρώνεται συνταγματικά η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για να περάσουν όλα τα νομοσχέδια που εκκρεμούν σήμερα και συναντούν τη όποια αντίσταση από το εκπαιδευτικό κίνημα. Η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις της θα επιχειρηματολογούν σύμφωνα με το σκεπτικό από το μείζον στο έλασσον, δηλαδή θα προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι αφού έχουν υλοποιηθεί οι μεγάλες και δύσκολες αλλαγές (βλ. Ιδιωτικά παν/μια) πρέπει να υλοποιηθούν και οι μικρότερες (βλ. Αξιολόγηση, κατάργηση ασύλου, δίδακτρα στα δημόσια κ.ά). Είναι δυνατόν να υπάρχει ιδιωτική εκπαίδευση και να μην υπάρχει σύστημα αξιολόγησης για τα δημόσια ιδρύματα; Είναι ποτέ δυνατόν τα δημόσια πανεπιστήμια να ανταγωνιστούν τα ιδιωτικά όσο οι συνδικαλιστικές παρατάξεις αποτελούν πρόσκομμα στις εκσυγχρονιστικές επιλογές τους; Με δύο λόγια με την συνταγματική αναθεώρηση οι ταξικοί φραγμοί στην εκπαίδευση θα ενταθούν.

Η δεύτερη αιχμή όπως αυτή προσδιορίζεται από τον πρωθυπουργό είναι η αφαίρεση της αρμοδιότητας των δικαστηρίων να αποφασίζουν για τα αναδρομικά των μισθών. Αυτή είναι πρόταση του υπουργού Οικονομίας Γ. Αλογοσκούφη. Με την ρύθμιση αυτή αφαιρείται από τα δικαστήρια η δυνατότητα να λαμβάνουν αποφάσεις επί οικονομικών ζητημάτων που αφορούν ή επηρεάζουν πτυχές της δημοσιονομικής πολιτικής, αν βρίσκονται σε αντίθεση με τις κυβερνητικές επιλογές. Πρόκειται για πλήρη υποταγή της δικαιοσύνης στην εκτελεστική εξουσία και τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Η τρίτη αιχμή στοχεύει στην αντικατάσταση των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων σε υπαλλήλους που υπάγονται στο δημόσιο με σύμβαση αορίστου χρόνου. Η τοποθέτηση του πρωθυπουργού σε σχέση με το ζήτημα αυτό στην κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ. ήταν σαφής: «Προτείνουμε την ρύθμιση της δυνατότητα κάλυψης οργανικών θέσεων του Δημοσίου και του Ευρύτερου δημοσίου τομέα πάντοτε μέσω του ΑΣΕΠ από υπαλλήλους που συνάπτουν συμβάσεις αορίστου χρόνου και όχι μόνο από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους». Είναι προφανές πως η κυβέρνηση θέλει να γενικεύσει το φαινόμενο που άρχισε με την απαράδεκτη συμφωνία στον ΟΤΕ και κάτι τέτοιο να γίνει συνταγματική επιταγή. Έτσι οι αλλαγές αυτές θα πλήξουν και τους εργαζόμενους που απασχολούνται στον στενό δημόσιο τομέα. Από το μόνιμο προσωπικό περνάμε στους «συμβασιούχους» αορίστου χρόνου και από εκεί στους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου. Όπως πολύ σωστά σχολιάζει ο καθηγητής του Εργατικού Δικαίου Άρις Καζάκος σε σχετικό άρθρο του «Μ' αυτά και με αυτά διολισθαίνουμε από το συνταγματικό δικαίωμα εργασίας (άρθρο 22) στην προσωρινή ανασφαλή, κακοπληρωμένη και υποσυνταξιοδοτημένη εργασία που προπαγανδίζεται ως κλειδί οικονομικής ανάπτυξης στις ΔΕΚΟ … Η γενική μορφή της σχετικά ασφαλούς και σταθερής σχέσης εξαρτημένης εργασίας, αορίστου ή ορισμένου χρόνου (με ρήτρα μονιμότητας), με πλήρη απασχόληση και μισθό που μπορεί να επιτελεί την βιοποριστική του λειτουργία, καταρρέει».

Η τέταρτη αιχμή αφορά στην ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Βασική αρμοδιότητα αυτού θα είναι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και θα απαρτίζεται από ανώτατους δικαστές οι οποίοι θα διορίζονται είτε από την εκτελεστική εξουσία (δηλαδή την κυβέρνηση) είτε από την νομοθετική εξουσία (δηλαδή πάλι από την κυβέρνηση για λόγους που θα δούμε παρακάτω).

Αξίζει να αναφέρουμε πως τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη διαθέτουν συνταγματικό δικαστήριο με καλύτερο παράδειγμα αυτό της Γερμανίας. (Η Γερμανία ως ομοσπονδιακό κράτος είχε πάντα να αντιμετωπίσει το ζήτημα των σχέσεων των ομόσπονδων κρατών με το ομοσπονδιακό κράτος. Έτσι έπρεπε να οργανώσει την συνταγματική δικαιοσύνη ως ξεχωριστό δικαιοδοτικό κλάδο αρμόδιο για την οποία θα ήταν το Συνταγματικό Δικαστήριο). Η αναφορά σε αυτές τις χώρες ως προσπάθεια άντλησης επιχειρημάτων υπέρ της ίδρυσης συνταγματικού Δικαστηρίου είναι ατυχής αφού οι συνθήκες ποικίλλουν από χώρα σε χώρα ανάλογα με τον βαθμό συγκέντρωσης - αποκέντρωσης του κράτους, τον νομικό πολιτισμό κάθε χώρας κ.ά.

Για να κατανοήσουμε όμως την προβληματική του συνταγματικού δικαστηρίου αναγκαίες φαίνονται στο σημείο αυτό ορισμένες διευκρινίσεις: θεμελιακό στοιχείο της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας είναι η διάκριση των τριών λειτουργιών της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής.

Η κάθε μια από αυτές ασκείται από διαφορετικό όργανο και υποτίθεται πως έτσι διατηρείται η σχέση αυτονομίας και εξισορρόπησης μεταξύ τους. Η νομοθετική ασκείται από την Βουλή, η εκτελεστική από την Κυβέρνηση, η δικαστική από τα δικαστήρια. Κανονικά όμως πρέπει να κάνουμε λόγο για διχοτόμηση των λειτουργιών αφού ουσιαστικά από καιρό η νομοθετική υπάγεται στην εκτελεστική λειτουργία. Δηλαδή είναι τέτοια η δύναμη μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης που μπορεί να νομοθετεί όπως και οπότε θέλει. Μοναδικό εμπόδιο στην προσπάθεια της αυτή, στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης, θεωρείται η δικαστική εξουσία που ελέγχει την συνταγματικότητα των νόμων που θεσπίζει η κυβέρνηση, ελέγχει δηλαδή το αν το περιεχόμενο ενός νομοθετήματος είναι αντίθετο με το περιεχόμενο των διατάξεων του Συντάγματος. Αυτός ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων ονομάζεται διάχυτος αφού τέτοιου είδους εξουσία διαθέτουν όλα τα δικαστήρια ανεξαρτήτως βαθμού και δικαιοδοσίας. Αυτή λοιπόν η «εξουσία» του οποιουδήποτε δικαστή που σε οποιαδήποτε γωνία της Ελλάδας μπορεί να ανατρέψει την βούληση της κυβερνητικής πλειοψηφίας φαίνεται εξαιρετικά ενοχλητική στην τελευταία. Από την στιγμή όμως που ιδρύεται συνταγματικό δικαστήριο τα πράγματα θα αλλάξουν. Αρμόδιο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων θα είναι μόνο το συνταγματικό δικαστήριο το οποίο όπως έχουμε αναφέρει παραπάνω απαρτίζεται από ανώτατους δικαστές που διορίζονται από την εκτελεστική εξουσία. Έτσι λοιπόν θα μπορούμε να κάνουμε λόγο για συγκέντρωση όλων των επιμέρους λειτουργιών στα χέρια της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας και για κατάργηση του σκληρού πυρήνα της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, δηλαδή της τριμερούς διάκρισης των λειτουργιών Το πέπλο σιγά - σιγά υποχωρεί και η δικτατορία της αστικής τάξης φανερώνεται.

Η πέμπτη αιχμή έχει να κάνει με την αλλαγή του τρόπου προσδιορισμού του δάσους. Είναι σαφές ότι με τον αποχαρακτηρισμό εκτάσεων γης ως δασικών εξυπηρετούνται πρώτα απ' όλα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα που σχετίζονται με την αγορά γης. Χαρακτηριστικά γίνεται λόγος για ξενοδοχειακές εταιρίες, εταιρείες που επιδιώκουν να αναπτύξουν τουριστικές - εμπορικές επιχειρήσεις με γήπεδα γκολφ (!!!) οι οποίες συναντούν ανυπέρβλητα εμπόδια από το ισχύον συνταγματικό καθεστώς.

Η έκτη αιχμή σχετίζεται με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 του συντάγματος. Η ερμηνευτική αυτή δήλωση ορίζει πως το άρθρο 28 στο σύνολο του αποτελεί θεμέλιο για την συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το συγκεκριμένο άρθρο αποτελείται από τρεις παραγράφους εκ των οποίων οι παράγραφοι 2 και 3 σχετίζονται με την αναγνώριση αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα σε όργανα διεθνών οργανισμών. Διαβάζοντας προσεκτικά τις διατάξεις θα παρατηρούσαμε πως η παράγραφος 2 απαιτεί αυστηρότερες διαδικαστικές προϋποθέσεις (ψήφιση σχετικού νόμου με αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών τουλάχιστον), είναι όμως λιγότερο απαιτητική ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με την παράγραφο 3. Ενώ είναι περισσότερο αυστηρή ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις (για να προβεί η χώρα σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της Εθνικής Κυριαρχίας πρέπει α αυτό να υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον β να μην θίγονται τα δικαιώματα ανθρώπου και η βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος γ κάτι τέτοιο να γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και τον όρο της αμοιβαιότητας) αρκεί εδώ η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300) για την ψήφιση σχετικού νόμου. Μέχρι στιγμής η κρατούσα άποψη τονίζει πως θεμέλιο της προσχώρησης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο συνδυασμός των δύο παραπάνω διατάξεων. Από την μια οι αυστηρές διαδικαστικές προϋποθέσεις της παραγράφου 2 και από την άλλη οι αυστηρότερες ουσιαστικές προϋποθέσεις της παραγράφου 3. Με την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση η κυβέρνηση θέλει να διευκρινίζεται ως συνταγματικό θεμέλιο για την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε. αλλά και την σχέση της Ελλάδας με τα όργανα της Ε.Ε. από δω και πέρα η παράγραφος 3.

Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο γίνεται για να αποκτήσει μεγαλύτερη ευκολία η εκάστοτε κυβέρνηση στο να υλοποιεί τις επιταγές της Ε.Ε. αφού τώρα πια θα αρκεί μόνο η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300).

Αυτές ήταν οι βασικές αιχμές όπως προσδιορίστηκαν από τον Πρωθυπουργό. Υπάρχει όμως ένα ζήτημα που ξεχωρίζει αν και δεν εντάσσεται στις παραπάνω αιχμές. Δεν είναι άλλο από το ζήτημα του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος. Είναι ένα ζήτημα που κόβει κάθετα τα δύο μεγάλα κόμματα αφού δεν υπάρχει ενιαία αντίληψη γι' αυτό. Επειδή ακριβώς το ζήτημα είναι λεπτό η κυβέρνηση έσπευσε να ξεκαθαρίσει πως δεν τίθεται ζήτημα αναθεώρησης των σχέσεων μεταξύ κράτους και εκκλησίας. Ορισμένα ζητήματα όπως είναι αυτό της νόμιμης καύσης των νεκρών ή της άρσης του υποχρεωτικού όρκου στο ευαγγέλιο μπορούν σύμφωνα με κυβερνητική θέση να ρυθμιστούν με την ψήφιση τυπικού νόμου. Παρ' όλα αυτά όλα τα υπόλοιπα ζητήματα όπως της αμοιβής των κληρικών από το κράτος, της παρουσίας εκπροσώπων της εκκλησίας στις δημόσιες τελετές, της ορκωμοσίας του προέδρου της δημοκρατίας, του πρωθυπουργού και των βουλευτών από τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο, η διδασκαλία θρησκευτικών στα σχολεία θα παραμείνουν ως έχουν.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως το ζήτημα του διαχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος είναι το τελευταίο και μοναδικό αστικοδημοκρατικό αίτημα που δεν έχει υλοποιηθεί ακόμα στην ιμπεριαλιστική Ελλάδα του 2006 και όπως δείχνουν τα πράγματα πολύ δύσκολα θα υλοποιηθεί αφού η ελληνική αστική τάξη δεν θέλει να δυσαρεστήσει την εκκλησία που αποτελεί έναν παράγοντα στο αστικό μπλοκ εξουσίας, όχι άνευ σημασίας. Για τον πλήρη διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους απαιτείται το δίχως άλλο εργατική εξουσία.

Υπάρχουν ακόμα μεμονωμένες απόψεις βουλευτών γύρω από ορισμένα ζητήματα που κατά την άποψη τους θα πρέπει να περιληφθούν στην επικείμενη αναθεώρηση όπως η πρόταση του Μητσοτάκη για άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό ή την πρόταση των Βαρβιτσιώτη - Αβραμόπουλου για το ασυμβίβαστο ανάμεσα στο αξίωμα του υπουργού και την βουλευτική ιδιότητα.

Αυτό το τελευταίο παραπέμπει μάλλον στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα όπου οι περισσότεροι υπουργοί του προέδρου προέρχονται από τον επιχειρηματικό κόσμο.

Τέλος θα θέλαμε να σταθούμε και στην αναθεωρητική διαδικασία. Η διαδικασία της αναθεώρησης ανατίθεται σε ένα σύνθετο όργανο που απαρτίζεται από δύο διαδοχικές Βουλές με την ενδιάμεση παρεμβολή του εκλογικού σώματος. Η σημερινή Βουλή θα αποφασίσει μόνο τον αριθμό των διατάξεων του Συντάγματος που θα αναθεωρηθούν και όχι την κατεύθυνση και το περιεχόμενο που θα προσλάβουν. Αυτό είναι το έργο της επόμενης Βουλής που καλείται ως προς τούτο αναθεωρητική. Οι πλειοψηφίες που θα συγκεντρωθούν κατά την διάρκεια των ψηφοφοριών έχουν τεράστια σημασία. Αν η σημερινή βουλή συγκεντρώσει τουλάχιστον 180 θετικές ψήφους η επόμενη βουλή θα μπορεί να αποφασίσει μόνο με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών(151/300).Αν όχι θα γίνει το αντίστροφο βάσει του κανόνα της αντιστροφής των πλειοψηφιών που προβλέπει το ίδιο το σύνταγμα. Δηλαδή σε περίπτωση που η σημερινή βουλή δεν συγκεντρώσει την αυξημένη πλειοψηφία των 180 ψήφων αλλά πάντως την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, η επόμενη βουλή είναι υποχρεωμένη για να είναι έγκυρη η αναθεωρητική διαδικασία, να συγκεντρώσει τουλάχιστον 180 θετικές ψήφους.

Όπως διαφαίνεται τίποτε δεν είναι προκαθορισμένο και προαποφασισμένο. Από τώρα και μέχρι την τελευταία στιγμή της αναθεωρητικής διαδικασίας οι διάφορες αστικές φιοριτούρες μπαίνουν στο παρασκήνιο και στο προσκήνιο εισέρχεται εκείνος ο αστάθμητος παράγοντας που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα η ταξική πάλη. Θέση μας είναι πως η κατεύθυνση και το περιεχόμενο της επικείμενης αναθεώρησης θα εξαρτηθεί κατά πολύ από το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης και από την δύναμη του σημερινού εργατικού κινήματος.

δ) Η στάση κομμάτων της Αριστεράς

Είδαμε παραπάνω τις βασικές αιχμές της αναθεώρησης όπως αυτές προσδιορίστηκαν από τον Πρωθυπουργό. Στα περισσότερα όμως ζητήματα έχει διαμορφωθεί δικομματική συναίνεση πράγμα που σημαίνει πως γίνεται πιο εύκολο το αναθεωρητικό έργο. Είναι τέτοιοι οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί, θα έλεγε κανείς, που δεν δίνουν περιθώρια ανατροπής της αντιδραστικής κατεύθυνσης της αναθεώρησης. Μπορούν τα αριστερά κοινοβουλευτικά κόμματα να πρωτοστατήσουν στις εξελίξεις και να μην παραμείνουν σε μια καταγγελτική στάση; Με άλλα λόγια είναι δυνατόν στο σήμερα να κατακτηθεί ένα σύνταγμα που να κατοχυρώνει τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας; Τα ερωτήματα αυτά θα μπορέσουμε να απαντήσουμε αφού εξετάσουμε την στάση των δύο αριστερών κοινοβουλευτικών κομμάτων απέναντι στο ζήτημα της αναθεώρησης.

Τόσο το ΚΚΕ όσο και ο Συνασπισμός σε σχετικές ανακοινώσεις τους καταδικάζουν την αντιδραστική και νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση της αναθεωρητικής διαδικασίας και ταυτόχρονα προβάλουν την αναγκαιότητα ενός συντάγματος που να κατοχυρώνει τα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων και της νεολαίας. Το μόνο που καταλαβαίνει κανείς από τις ανακοινώσεις τους είναι η ταξική φύση της επικείμενης αναθεώρησης και ότι μέσω αυτής θα ενταθεί η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Όπως παρατηρούμε και τα δύο κόμματα δεν μας έχουν πει τίποτε αφού αρκούνται στο να παρουσιάζουν απλώς την κατάσταση, να περιγράφουν το πρόβλημα χωρίς να αναζητούν τις βαθύτερες αιτίες του και να προτείνουν λύσεις επίλυσης του. Η στάση τους θυμίζει περισσότερο μια τρομαγμένη χήνα, η οποία δεν έχει τα λεκτικά μέσα να εξηγήσει στις υπόλοιπες χήνες το λόγο για τον οποίο είναι τρομαγμένη παρά μόνο μεταδίδει τον τρόμο της και στις υπόλοιπες με τις κραυγές της. Όσο συνεχίζεται η καταγγελτική στάση τα δύο αυτά κόμματα θα διαδραματίζουν το ρόλο που πραγματικά τους αξίζει. Να καταλαμβάνουν μια αριστερή γωνίτσα στο αστικό κοινοβούλιο. Που όμως έγκειται το σφάλμα; Το σφάλμα έγκειται στο γεγονός ότι δεν είναι σε θέση να ασκήσουν μια επαναστατική κοινοβοβυλευτική πολιτική και να τη συνδέσουν με την εξωκοινοβουλευτική μαζική λαϊκή πάλη, ώστε να αποκρουστεί η συνταγματική κατωχύρωση του νεοφιλελευθερισμού.

Ας γυρίσουμε όμως στους κλασικούς του μαρξισμού. Ο Μαρξ ήδη από το 1852 σε γράμμα του στον Βαϊντερμάγιερ μεταξύ άλλων αναφέρει: «… Πολύ καιρό πριν από μένα οι αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι - την οικονομική ανατομία των τάξεων. Το καινούργιο που έκανα εγώ ήταν ότι απέδειξα το εξής: 1 ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσης της εξέλιξης της παραγωγής 2 ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στην δικτατορία του προλεταριάτου 3 ότι αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί απλώς το πέρασμα προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μια κοινωνία χωρίς τάξεις …»

Σχολιάζοντας το απόσπασμα αυτό ο Λένιν στο έργο του «Κράτος και Επανάσταση» ξεκαθαρίζει πως «… Το να περιορίζεις το μαρξισμό στην διδασκαλία για την πάλη των τάξεων σημαίνει να κουτσουρεύεις το μαρξισμό, να τον διαστρεβλώνεις, να τον ανάγεις σε ό,τι είναι παραδεκτό για την αστική τάξη. Μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου …».

Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα πως σοβαρό κόμμα είναι εκείνο που όχι μόνο στέκεται κριτικά απέναντι στην υπάρχουσα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, που όχι μόνο προπαγανδίζει την αναγκαιότητα μιας νέας μορφής κοινωνικής οργάνωσης αλλά που συνειδητά προσπαθεί να συνδέσει αυτό το μακρινό μέλλον με το άμεσο κοντινό παρόν, με το να προσπαθεί δηλαδή να μετατρέψει την δικτατορία του προλεταριάτου σε αιτήματα καθιστώντας σαφή τον τρόπο με τον οποίο θα κυβερνήσει η εργατική τάξη όταν καταλάβει την εξουσία. Όταν λοιπόν τίθεται το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης, όταν τίθεται με άλλα λόγια το ζήτημα της αναθεώρησης του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους δεν είναι δυνατόν να μην προπαγανδίζουν οι κομμουνιστές αφενός τι είναι το σημερινό κράτος και αφετέρου πως θα οργανωθεί το μεταβατικό εργατικό κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει δύο πράγματα που σήμερα ξεχνιούνται από τις κυρίαρχες αντιλήψεις στην Αριστερά, κοινοβουλευτική ή μη. Πρώτον, βαθιά μελέτη του επαναστατικού μαρξισμού και δεύτερον μελέτη της ιστορικής εμπειρίας των χωρών στις οποίες η εργατική τάξη κατόρθωσε να κατακτήσει την εξουσία. Αυτή βέβαια είναι μια ξεχωριστή και μεγάλη συζήτηση που υπερβαίνει τα όρια της παρούσας προσπάθειας.

Εδώ, μόνο σε γενικές γραμμές μπορούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα του μεταβατικού κράτους. Το μεταβατικό κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου οικοδομείται πάνω στα ερείπια του παλιού αστικού κράτους που τσακίστηκε, συντρίφτηκε. Ανεξάρτητα από τις μορφές του το κράτος αυτό οικοδομείται στις αρχές της αιρετότητας, ανακλητότητας, πλήρως δημοσιότητας και την πληρωμή όλων των αιρετών, ανακλητών εκπροσώπων και υπαλλήλων με το μισθό του μέσου εργάτη. Είναι ανώτερη μορφή δημοκρατίας, είναι για πρώτη φορά η δημοκρατία της πλειοψηφίας και η τελευταία μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Οι διάφορες οργανώσεις της εργατικής τάξης δεν ταυτίζονται, έχουν δικούς τους ξεχωριστούς ρόλους. Το κόμμα δεν διοικεί, καθοδηγεί την ιστορική εξέλιξη. Την διοίκηση ασκούν τα αιρετά και ανακλητά όργανα του κράτους. Τα εργατικά συνδικάτα διατηρούν τον ρόλο της υπεράσπισης των συμφερόντων των εργατών απέναντι στο κράτος τους, το εργατικό κράτος.

Η κοινωνική παραγωγή οργανώνεται στη βάση του κεντρικού σχεδιασμού και παίρνονται όλα τα μέτρα για την αύξησης της παραγωγικότητας και τον πολλαπλασιασμό των παραγωγικών δυνάμεων και του κοινωνικού πλούτου. Επιβάλλεται ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή και τα μέσα παραγωγής μεταβιβάζονται στα χέρια του προλεταριακού κράτους, που όσο αυτό είναι αναγκαίο, τα διαχειρίζεται στο όνομα της κοινωνίας. Η εφαρμογή των αρχών της αιρετότητας, ανακλητότητας, πλήρους δημοσιότητας και πληρωμής με το μισθό του εργάτη είναι εντελώς απαραίτητη για να αποφευχθεί η γραφειοκρατικοποίηση των οργάνων αυτών, για να μην μετατραπούν οι εργατικοί εκπρόσωποι σε ξένο προς την κοινωνία σώμα και πάν απ' αυτήν, για να μην μπορούν να μετατραπούν σε τυράννους και καταπιεστές.

Αυτές είναι οι βασικές αρχές οργάνωσης και λειτουργίας του μεταβατικού εργατικού κράτους, όπως αυτό προκύπτει μετά την επανάσταση. Μέσα από την συνειδητή πάλη της εργατικής τάξης και του κινήματος της προς την κατεύθυνση αυτή είναι δυνατόν να κατακτηθούν ορισμένα αιτήματα ακόμα και στα πλαίσια του καπιταλισμού. Γιατί κάθε νέα κατάκτηση της εργατικής τάξης δεν οφείλεται στην μεγαλοψυχία των αστών αλλά στον μαζικό πολιτικό εκβιασμό που ασκεί η πρώτη στους δεύτερους μέσα από την συνειδητή της πάλη. Με την όξυνση της ταξικής πάλης είναι δυνατόν να θεσπιστεί ένα σύνταγμα που να κατοχυρώνει την δημοκρατικά δικαιώματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας το δικαίωμα στην παιδεία, την υγεία, την ασφάλιση ως κοινωνικά δικαιώματα στα οποία έχουν πρόσβαση όλοι. Το δικαίωμα στην πλήρη, σταθερή και μόνιμη εργασία. Τον πλήρη διαχωρισμό μεταξύ κράτους και εκκλησίας.