[2023-04-10] Απόφαση Πολιτικής Επιτροπής (28.3.2023)

Απόφαση Πολιτικής Επιτροπής

Διεθνείς εξελίξεις: Οι αλυσιδωτές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία

H χρεοκοπία της Credit Suisse και της Silicon Valley Bank (SVB) είναι ο πιο πρόσφατος κρίκος σε μια αλυσίδα εξελίξεων, των οποίων η άμεση αιτία ξεκινάει από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά η βαθύτερη πάει πίσω στην κρίση του 2008-9 και τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Easing ή QE, όπως τα ονομάζουν στα αγγλικά) για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Στο προσκήνιο λοιπόν, ο πληθωρισμός οφείλεται σε προβλήματα από την πλευρά της προσφοράς και όχι από την αυξημένη ζήτηση και πυροδοτήθηκε από τη διακοπή της ροής ενεργειακών πόρων από τη Ρωσία, επηρεάζοντας όλες τις οικονομίες (και των ΗΠΑ που καταγράφουν πληθωρισμό πάνω από 6%). Πίσω από αυτήν την άμεση αιτία, υπάρχει το υπόβαθρο της κρίσης του 2008 και του τρόπου αντιμετώπισής της. Η κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, και η επακόλουθη οικονομική ύφεση του παγκόσμιου καπιταλισμού – με την εξαίρεση της Κίνας – οδήγησε τους εκπροσώπους του καπιταλισμού σε μέτρα πάσης θυσίας αποφυγής της κατάρρευσης τραπεζών, ιδίως των μεγάλων. Αντί να επιτρέψουν στην κρίση να επιτελέσει το καταστροφικό της έργο σε βάρος του κεφαλαίου (και όχι μόνο), χρησιμοποίησαν το όπλο της παροχής ρευστότητας (ποσοτική χαλάρωση) από τις Κεντρικές Τράπεζες για να αυξήσουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων των καπιταλιστών (μετοχές, ομόλογα, αλλά και αύξηση των τιμών ακινήτων) ως αντιστάθμισμα για τις απώλειες που είχαν από τον δανεισμό με βάση τα παράγωγα υποθηκών υψηλού ρίσκου. Αυτή η πολιτική που στηριζόταν στην παροχή ρευστότητας με πολύ χαμηλά, συχνά μηδενικά, επιτόκια, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τη ρίζα του προβλήματος που είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Οι κεντρικοί τραπεζίτες καθυστέρησαν όσο μπορούσαν την αύξηση των επιτοκίων αλλά δεν μπορούσαν να την αποφύγουν από τη στιγμή που ο πληθωρισμός άρχισε να ανεβαίνει ως αποτέλεσμα της πανδημίας αρχικά, του πολέμου στην Ουκρανία κατόπιν, αλλά και της γενικότερης αποσύνδεσης των αλυσίδων παραγωγής και του κατακερματισμού των αγορών εξαιτίας της σύγκρουσης των ΗΠΑ με την Κίνα. Όλα τα παραπάνω αυξάνουν το κόστος παραγωγής, δημιουργούν προβλήματα στην πλευρά της προσφοράς και αύξηση των τιμών, ενώ η παροχή όλης αυτής της ρευστότητας διατήρησε πολλές επιχειρήσεις στην αγορά, ειδικά των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η αύξηση του πληθωρισμού, δηλαδή, η ακρίβεια, ωθεί την εργατική τάξη σε αγώνα για αύξηση των μισθών. Η αύξηση των επιτοκίων στοχεύει στη μείωση της ρευστότητας, στη συγκράτηση της ζήτησης, στην αναδιανομή των μεριδίων υπεραξίας υπέρ του χρηματιστικού κεφαλαίου, αλλά και στην αύξηση της πίεσης στην εργατική τάξη (μέσω του κλεισίματος επιχειρήσεων θα αυξηθεί η ανεργία και επομένως θα πέσουν και οι μισθοί), ώστε να ανακάμψει η κερδοφορία. Μ’ αυτό το όπλο, την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, οι Κεντρικές Τράπεζες προσπαθούν να τισαθεύσουν τον πληθωρισμό. Όμως, η τακτική αυτή έχει συνέπειες σε βάρος της οικονομικής ανάπτυξης, οδηγώντας τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε νέα ύφεση.

Η αύξηση των επιτοκίων που οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν σαν φάρμακο στον αυξανόμενο πληθωρισμό, αλλά και σαν όπλο ενάντια στις αυξήσεις μισθών για τους εργαζόμενους, οδηγεί σε ξαφνικό θάνατο τις επιχειρήσεις που λειτουργούσαν με οριακά κέρδη και βασίζονταν στο – σχεδόν – μηδενικό κόστος δανεισμού, ενώ προκαλεί κατάρρευση των προβληματικών τραπεζών.

H χρεοκοπία της SVB οφείλεται στην αύξηση των επιτοκίων από την FED, δηλαδή στην αύξηση του επιτοκίου δανεισμού των ΗΠΑ και στην επακόλουθη πτώση της αξίας των ομολόγων που διακρατούσε. Η προσπάθεια της τράπεζας να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας πουλώντας ομόλογα κατέληξε σε μη διαχειρίσιμες απώλειες. Τα προβλήματα ρευστότητας της τράπεζας παρουσιάστηκαν το τελευταίο διάστημα, όταν οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, που ήταν οι βασικοί πελάτες της συγκεκριμένης τράπεζας, αναγκάστηκαν να κάνουν αναλήψεις για να αντιμετωπίσουν τα δικά τους προβλήματα, ουσιαστικά, τη μείωση των κερδών τους. Επιπλέον, όταν τα επιτόκια αυξάνονται δεν έχει νόημα για τους καπιταλιστές να κρατάνε τα χρήματα τους στις τράπεζες, όπου θα εισπράττουν χαμηλότερο τόκο (τα επιτόκια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ είχαν φτάσει την εβδομάδα πριν την κατάρρευση στο 4,6% όταν οι καταθέσεις απέδιδαν μόλις 0,2%). Αυτό οδηγεί επίσης σε τάση ανάληψης των καταθέσεων, ιδιαίτερα από τους πιο πλούσιους καταθέτες. Όταν η SVB προσπάθησε να πουλήσει τα ομόλογα του δημοσίου που διακρατούσε στη δευτερογενή αγορά για να αντλήσει ρευστότητα, έπρεπε να το κάνει αυτό σε χαμηλότερες τιμές από αυτές με τις οποίες τα αγόρασε (πράγμα λογικό από την πλευρά των καπιταλιστών, αφού η άνοδος των επιτοκίων κάνει τα νέα εκδιδόμενα ομόλογα να αποφέρουν μεγαλύτερες αποδόσεις από τα παλιότερα που είχε στα χέρια της η τράπεζα). Το πρόβλημα αυτό μπορεί να αφορά περισσότερες – και μεγαλύτερες από την SVB – τράπεζες. Σύμφωνα με υπολογισμούς ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, η αύξηση των επιτοκίων άφησε τις αμερικάνικες τράπεζες με απραγματοποίητες απώλειες 1,7 τρισ. δολαρίων, σχεδόν όσο τα ίδια κεφάλαιά τους (2,1 τρισ.).

Η αύξηση των επιτοκίων επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα του δημόσιου χρέους και ενισχύει την τάση για επιστροφή σε περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές. Η διεκδίκηση αυξήσεων στους μισθούς από τους εργαζόμενους είναι μια ακόμα συνέπεια του αυξημένου πληθωρισμού. Η πρόσφατη απεργία στη Γερμανία είναι ένα δείγμα άμεσης σύνδεσης των αυξημένων τιμών με τις εργατικές διεκδικήσεις. Όμως και η μακράς διάρκειας αναταραχή στη Γαλλία με αφορμή την αύξηση των ορίων ηλικίας για σύνταξη, τροφοδοτείται από τη δυσαρέσκεια που προκαλεί το ροκάνισμα του εργατικού εισοδήματος από την αύξηση των τιμών.

Σε τελική ανάλυση, οι εξελίξεις είναι προϊόντα της καπιταλιστικής κρίσης και της όξυνσης της διαπάλης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που προκαλεί η κρίση. Η κρίση κλιμάκωσε την αντιπαράθεση στην Ουκρανία σε ανοιχτή πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ (που πολεμάει με αντιπρόσωπο τη σημερινή ουκρανική κυβέρνηση) και σε αποκοπή της Ρωσίας από την ΕΕ. Τα – μέχρι στιγμής – κέρδη των ΗΠΑ από τις εξελίξεις, πέρα από τον έλεγχο των ενεργειακών ροών στην Ευρώπη, αποτυπώνονται – μεταξύ άλλων – και στο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι αναταράξεις όμως, στον παγκόσμιο καπιταλισμό ενισχύουν το αναμενόμενο κύμα ύφεσης. Παρά τα προβλήματα που πυροδότησε ο πόλεμος και οι επακόλουθες ανακατατάξεις, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν πρόκειται να αφήσουν την Ουκρανία χωρίς στήριξη. Η στήριξη αυτή δεν είναι μόνο υλική, αλλά και πολιτική. Η προσπάθεια να φτιαχτεί ένα πιο ευνοϊκό για το ΝΑΤΟ περιβάλλον, που θα βοηθήσει την πολεμική προσπάθειά του στην Ουκρανία, θα ξεδιπλωθεί σε διάφορες χώρες της περιοχής, όπως στην Τουρκία, όπου μια ενδεχόμενη ήττα του Ερντογάν θα ευνοήσει την Ατλαντική συμμαχία.

Οι προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία είναι δυσοίωνες για τα επόμενα 2 χρόνια. Οι βασικοί υπερεθνικοί μηχανισμοί, αλλά και ιδιωτικοί φορείς προβλέπουν ύφεση. Ακόμα και η Κίνα έθεσε στόχο ανάπτυξης το 5%, που θεωρείται μετριοπαθής μετά την άρση των περιορισμών λόγω Covid, που αντικειμενικά θα δώσει σημαντική ώθηση στην εσωτερική κινέζικη αγορά.

 

Ο ελληνικός καπιταλισμός και η πρόκληση της επερχόμενης ύφεσης

Μπροστά στη διαφαινόμενο υφεσιακό κύμα, η ελληνική αστική τάξη φαίνεται να είναι καλύτερα προετοιμασμένη σε σχέση με το 2007-08. Έχει στη διάθεσή της περισσότερα εργαλεία μετά τη μνημονιακή επέλαση, καθώς έχει κάμψει αυτό που οι νεοφιλελεύθεροι ονομάζουν «δυσκαμψίες της αγοράς εργασίας», κοινώς οι επιχειρήσεις μπορούν ευκολότερα να απολύουν, να μειώνουν μισθούς και να τροποποιούν ωράρια. Αυτό σημαίνει άλλωστε «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, το αστικό κομματικό σύστημα είναι πλέον – στο μεγαλύτερο μέρος του – προσαρμοσμένο στη «μνημονιακή» πραγματικότητα και υπάρχει ένα βασικό κυβερνητικό κόμμα που είναι πολιτικά και ιδεολογικά προσανατολισμένο στην εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών συμφερόντων.

Ωστόσο, οι χρόνιες αδυναμίες του ελληνικού καπιταλισμού, αδυναμίες που οφείλονται στην ίδια την αστική τάξη, απειλούν ανά πάσα στιγμή να αναδυθούν στην επιφάνεια ανατρέποντας τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης.

Ακριβώς μια τέτοια περίπτωση είχαμε στο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Ο ελληνικός σιδηρόδρομος από την αρχή της δημιουργίας του αντιμετώπισε την υπονόμευση από την κυρίαρχη μερίδα των ελλήνων κεφαλαιοκρατών, τους εφοπλιστές. Ενώ το 60% των σιδηροδρομικών γραμμών παγκόσμια έχουν εύρος 1,5 μέτρο (1.435 χιλιοστά) , στην Ελλάδα επιλέχτηκε τελικά (μετά από ακύρωση της αρχικής σύμβασης που προέβλεπε εύρος 1,5 μέτρο) το μετρικό σύστημα (απόσταση 1 μέτρο ανάμεσα στις σιδηροτροχιές) με το οποίο κατασκευάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή και το οποίο παραμένει ακόμα στο δίκτυο της Πελοποννήσου. Σημαντικό μέρος του σιδηροδρομικού δικτύου το κληρονόμησε το ελληνικό κράτος από την Οθωμανική αυτοκρατορία (Θεσσαλονίκη – Αλεξανδρούπολη), ενώ μεγάλες περιοχές της χώρας δεν είχαν ποτέ σιδηρόδρομο. Ακόμα κι αυτές οι περιορισμένες, σε σχέση με τις ανάγκες, επενδύσεις στο σιδηρόδρομο τινάχτηκαν στον αέρα με τα μνημόνια που στο όνομα της καταπολέμησης των ελλειμμάτων ιδιωτικοποίησαν την εκμετάλλευση των γραμμών και αποψίλωσαν το προσωπικό.

Το δυστύχημα στα Τέμπη αποτέλεσε τη μεγαλύτερη δοκιμασία για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μια κυβέρνηση που στα τέσσερα σχεδόν χρόνια της θητείας της αντιμετώπισε πολύ αδύναμη αντίσταση από την πλευρά του εργατικού κινήματος, βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη απεργιακή συγκέντρωση από το 2012. Επίσης, περιορίστηκε σημαντικά το ισχυρό δημοσκοπικό προβάδισμα που απολάμβανε η Νέα Δημοκρατία από το 2016 και το οποίο επιβεβαιώθηκε στις κάλπες του 2019.

 

Το έγκλημα στα Τέμπη και η πολιτική διαχείρισή του

Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόθεση, το έγκλημα των Τεμπών υπονομεύει την κυρίαρχη ιδεολογία για την αποτελεσματικότητα, αναγκαιότητα και το αναπόφευκτο της εφαρμογής των αστικών, μνημονιακών πολιτικών, και επομένως, φθείρει και τον κατεξοχήν εκφραστή τους, τη ΝΔ και τον Μητσοτάκη. Αυθόρμητα, μεγάλες εργατικές μάζες αντιλαμβάνονται ότι αυτό που ζούνε είναι μια άθλια ζωή που μπορεί να διακοπεί με τον πιο βίαιο, απάνθρωπο, και εντελώς αποφευκτέο τρόπο. Η εργατική τάξη συνειδητοποιεί ότι αυτή και τα παιδιά της ζουν από τύχη. Ότι το σύστημα που έχει φτιάξει η υποταγή στα κελεύσματα των καπιταλιστών για αύξηση της κερδοφορίας, η κυριαρχία της ιδεολογίας του ατομικισμού και του βολέματος στα πλαίσια της αστικής εξουσίας, όχι μόνο δεν της προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από συνεχή ανασφάλεια και μίζερη ζωή, αλλά τελικά τρέφεται από το ίδιο της το αίμα. Με αυτό το γεγονός, επανήλθε στην επιφάνεια το πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα, το πρόβλημα δηλαδή της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα και το πρόβλημα της ταξικής εξουσίας, που η εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών έφερε στο προσκήνιο την περίοδο του 2011-12 (και σε μικρότερο βαθμό με το δημοψήφισμα του 2015).

Η απεργία της 8ης Μάρτη, που συνοδεύτηκε από τη πιο μαζική απεργιακή συγκέντρωση μετά το 2012, ήταν εκδήλωση της επαναφοράς αυτού του ζητήματος στο προσκήνιο. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε εκδήλωση και της αδυναμίας του εργατικού κινήματος να διεξάγει πολιτικό αγώνα.

Οι μαζικές διαδηλώσεις της 8ης, αλλά και της 16ης Μάρτη χαρακτηρίστηκαν από έλλειψη πολιτικού στόχου και γι’ αυτό ήταν είτε βουβές είτε εξαντλήθηκαν σε συναισθηματικού τύπου συνθήματα. Οι εργατικές πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να δώσουν προσανατολισμό στο κίνημα.

Ακόμα και σε σχέση με τις ευθύνες για το έγκλημα, οι εμπλεκόμενες εταιρείες δεν μπήκαν ποτέ στο κάδρο των ευθυνών. Το όνομα των εταιρειών ΑΚΤΩΡ και ALSTOM (που είχαν αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης 717) δεν ακούστηκε πουθενά κι από κανέναν (εκτός από την αναφορά της ΑΚΤΩΡ στα τρικάκια της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ).

Τα μνημονιακά κόμματα της αντιπολίτευσης (ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ) ήταν λογικό να αναλωθούν σε γενικολογίες, καθώς έχουν μερίδιο ευθύνης κι επιπλέον δεν μπορούν να προτείνουν καμία πολιτική πέρα από τα μνημονιακά όρια. Όμως και το ΚΚΕ αναλώθηκε σε γενικολογίες και άνοιξε μάλιστα αντιπαράθεση με όσους υποστήριξαν τον στόχο της κρατικοποίησης των σιδηροδρόμων. Η ηγεσία του ΚΚΕ, άλλωστε, έχει εγκαταλείψει εδώ και καιρό τη διεκδίκηση για κρατικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας ή σημαντικών επιχειρήσεων, στη λογική ότι δεν έχει σημασία αν μια επιχείρηση ή ένας τομέας της οικονομίας είναι ιδιωτικός ή κρατικός, αφού και το κράτος είναι αστικό. Αυτή η θέση είναι υποχώρηση στην αστική ιδεολογία και εγκατάλειψη βασικών και ιστορικών θέσεων των προλεταριακών και κομμουνιστικών κομμάτων και δυνάμεων από την εποχή που αυτές υπάρχουν. Να θυμίσουμε μόνο ότι η διεκδίκηση για πέρασμα στον έλεγχο του κράτους βασικών τομέων της οικονομίας, όπως οι μεταφορές, υπάρχει από την εποχή του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αλλά το πιο κρίσιμο στην εγκατάλειψη αυτής της θέσης είναι ότι αφήνει το κίνημα χωρίς στόχο. Δεν υπάρχει τρόπος, για παράδειγμα, να μετατραπούν σε συγκεκριμένα αιτήματα οι διεκδικήσεις για «φθηνές και ασφαλείς μεταφορές» (ή για φθηνή ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, νερό, είδη διατροφής, παιδεία, υγεία, ασφάλιση). Είναι απλώς ευχολόγια. Μόνο το πέρασμα όλων αυτών των μέσων παραγωγής και υπηρεσιών στα χέρια του κράτους και υπό εργατικό έλεγχο και χωρίς αποζημίωση στους ιδιώτες ιδιοκτήτες βάζει ένα πραγματικό στόχο στην εργατική τάξη στο σήμερα που είναι σύμφωνος με τα συμφέροντά της και την ιστορική της αποστολή και γι’ αυτό το λόγο παίζει και σοβαρό διαπαιδαγωγητικό ρόλο.

 

Οι εκλογές της 21ης Μάη

Το δυστύχημα στα Τέμπη οδήγησε σε αλλαγή πολιτικού σκηνικού και πλέον οι επερχόμενες εκλογές φαίνεται ότι δεν θα είναι περίπατος για τη ΝΔ. Παρά τη μείωση της εκλογικής επιρροής της ΝΔ στις δημοσκοπήσεις, αυτή εξακολουθεί να διατηρεί το βασικό πολιτικό της πλεονέκτημα απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο συνίσταται στο ότι δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώσει κυβερνητική πρόταση εκτός του μνημονιακού πλαισίου. Αυτό φάνηκε και στην υπόθεση του δυστυχήματος των Τεμπών. Καμία κινητοποίηση δεν έγινε από τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς δεν μπορούσε να διατυπώσει κανένα αίτημα που να ξεφεύγει από τα εσκαμμένα.

Η κυβέρνηση πρακτικά εξαντλεί την πρώτη τετραετία της και αυτό είναι επιτυχία της, όντας η πρώτη κυβέρνηση στην ελληνική ιστορία που το καταφέρνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επικαλεστεί ότι πέτυχε το ίδιο κατόρθωμα, (αν αγνοήσουμε την αριστερή παρένθεση από τον Γενάρη μέχρι τον Ιούλη του 2015), αν δεν είχε αναγκαστεί να πάει εσπευσμένα σε εκλογές μετά την βαριά ήττα των ευρωεκλογών. Η ΝΔ μπορεί να το επικαλεστεί, καθώς επιλέγει η ίδια το χρόνο των εκλογών.

Η επιδίωξη της αστικής τάξης για σταθερό 4ετή εκλογικό κύκλο, σκόνταψε τελικά στα δομικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού και στο ευάλωτο – παρά τη σταθερότητα των τελευταίων χρόνων – κομματικό του σύστημα.

Το ζητούμενο για την αστική τάξη σε αυτόν τον εκλογικό κύκλο που μπορεί να διαρκέσει μέχρι το τέλος του καλοκαιριού (αν τελικά έχουμε 3 εκλογικές αναμετρήσεις), είναι η ανάδειξη μιας σταθερής – και με ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία – μνημονιακής κυβέρνησης, που θα έχει την απαιτούμενη αποφασιστικότητα και συνοχή για να αντιμετωπίσει την κρίση φορτώνοντάς την στην εργατική τάξη. Θα ήθελε, επίσης, αυτό να πραγματοποιηθεί χωρίς να «καούν» εφεδρείες. Από αυτήν την άποψη, η καλύτερη λύση για τους καπιταλιστές θα ήταν μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, με βάση τα σημερινά δεδομένα, θα σχηματιστεί τελικά κάποιου τύπου μνημονιακή κυβέρνηση είτε αυτοδύναμη είτε συνεργασίας με κάποιο συνδυασμό μεταξύ Νέας Δημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ.

Παρόλο που οι πρώτες εκλογές προσφέρονται για ψήφο διαμαρτυρίας, είναι σε αυτές τις εκλογές που θα δουλέψουν με τους μέγιστους ρυθμούς οι ρουσφετολογικοί μηχανισμοί, καθώς τα μνημονιακά κόμματα βασίζονται κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) στους μηχανισμούς των βουλευτών λόγω της αποδιάρθρωσης των κομματικών μηχανισμών. Είναι οι πρώτες εκλογές αυτές στις οποίες η εκλογή βουλευτών γίνεται με σταυρό, ενώ στις επόμενες επιβάλλεται από τον εκλογικό νόμο λίστα. Επομένως, οι πρώτες εκλογές θα καθορίσουν τη σειρά εκλογής. Η τακτική των κομμάτων που διεκδικούν την κυβέρνηση θα βασιστεί κυρίως στα πολιτικά διλήμματα στις δεύτερες (ή και τις τρίτες εκλογές).

Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει μια ευκαιρία σε αυτές τις εκλογές και να αποφεύγει μια ακόμα σαρωτική ήττα που θα τον οδηγούσε σε κρίση και σε γρήγορη αποσυσπείρωση. Όμως, μετά τα τελευταία γεγονότα, μια ήττα – ακόμα και με μικρή διαφορά – που θα επιτρέψει στη ΝΔ να σχηματίσει και πάλι κυβέρνηση, θα είναι επίσης σοβαρό χτύπημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και μπορεί και πάλι να τον βυθίσει σε κρίση. Κρίσιμο για τις μετεκλογικές εξελίξεις θα είναι το αν θα ξεπεράσει το ποσοστό του 2019. Αν στο τέλος των 2 ή 3 εκλογικών αναμετρήσεων, το ποσοστό που θα έχει καταγράψει είναι κάτω από το 31,5% του 2019, είναι πιθανό να αρχίσει να αμφισβητείται από την εκλογική του βάση η δυνατότητά του να ξανακερδίσει εκλογές.

Το ΠΑΣΟΚ θα αντιμετωπίσει πίεση κυρίως από τη ΝΔ. Για να πιάσει ποσοστά νίκης, η ΝΔ πρέπει να λεηλατήσει το ΠΑΣΟΚ, κάτι που είναι πιθανό στις δεύτερες και τις τρίτες εκλογές.

Πίεση αντιμετωπίζει η ΝΔ από την άκρα δεξιά. Εκτός από τον απατεώνα Βελόπουλο, θέση στη Βουλή διεκδικούν και οι ναζί του Κασιδιάρη. Έχοντας χτίσει δεσμούς με το αντιδραστικό «αντιεμβολιαστικό κίνημα» διεκδικούν την παλιά επιρροή της Χρυσής Αυγής. Η πολιτική της απαγόρευσης του μορφώματος αυτού είναι επικίνδυνη και μπορεί να στραφεί μελλοντικά ενάντια στις επαναστατικές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Το μόρφωμα αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί στο δρόμο με συνεργασία των δυνάμεων της Αριστεράς και της αναρχίας που θα στερήσει από τους ναζί τη δυνατότητα παρέμβασης.

Με τον ΣΥΡΙΖΑ σε απόσταση βολής από τη ΝΔ και με διπλές ή τριπλές εκλογές, η πίεση στην Αριστερά θα είναι ασφυκτική. Σε δύσκολη θέση θα βρεθούν ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25, τα οποία ήδη λεηλατούν τους λιγοστούς ψήφους της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Το βασικό πρόβλημα της κομμουνιστικής Αριστεράς είναι η εγκατάλειψη του αγώνα για την εξουσία, δηλαδή αυτού που είναι η ουσία της πολιτικής. Η κατάκτηση της κυβέρνησης από ένα εργατικό κόμμα βέβαια, δεν ισοδυναμεί με κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Αντίθετα, η κατάκτηση της εξουσίας σημαίνει οπωσδήποτε την κατάκτηση και της κυβέρνησης. Και ενίοτε (αλλά όχι πάντοτε), η κατάκτηση της κυβέρνησης μπορεί να είναι αναγκαία στο δρόμο για την κατάκτηση της εξουσίας.

Η εγκατάλειψη του αγώνα για την εξουσία σχεδόν από το σύνολό της κομμουνιστικής και κομμουνιστογενούς Αριστεράς, την οδηγεί σε μια αξεδιάλυτη αντίφαση, η οποία είναι σχεδόν προφανής: υπόσχεται ότι μπορεί να καταφέρει «θαύματα» σαν ισχυρή αντιπολίτευση, ενώ ταυτόχρονα διακηρύττει σε όλους τους τόνους ότι «καμμία αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική» (ΚΚΕ) ή «ότι δεν μπορεί να υπάρξει ενδιάμεση κατάσταση» (ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Αν όμως καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική, τότε δεν μπορεί να κάνει και παραχωρήσεις, ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρή είναι η αντιπολίτευση ή πόσο ενεργό είναι το κίνημα, κάτι που το είδαμε στον παλλαϊκό ξεσηκωμό του 2011. Είναι ακριβώς εξαιτίας του ότι «καμία αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική» και του ότι «δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση» που καθίσταται αναγκαία η διατύπωση άμεσης πρότασης εξουσίας.

Η απόσυρση της κομμουνιστικής Αριστεράς από το στίβο της διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας, καθιστά αριστερό άκρο του κομματικού συστήματος το ΜΕΡΑ25. Οι 7 τομές που παρουσιάζει σαν κυβερνητικό πρόγραμμα, είναι ένα άθροισμα επιμέρους στόχων, χωρίς να συνιστούν πρόγραμμα. Το πρόγραμμα δεν είναι ένα άθροισμα στόχων και αιτημάτων, αλλά εξηγεί τον τρόπο με τον οποίον μπορούν να επιτευχθούν οι διακηρυγμένοι στόχοι. Το ΜΕΡΑ25, όντας σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό μόρφωμα, αδυνατεί να συγκροτήσει «περιεκτικό, ολοκληρωμένο, συγκροτημένο, λογικά συνεπές πρόγραμμα ρήξης», όπως διακήρυξε σε σχετική πρόταση που απηύθυνε στις οργανώσεις της Αριστεράς, καθώς αδυνατεί να εκτιμήσει τις λογικές συνεπαγωγές της υλοποίησης των διακηρύξεών του, όπως συνήθως συμβαίνει με τις οργανώσεις της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας που έχουν καλές προθέσεις, αλλά ελλιπή ανάγνωση της πραγματικότητας. Η πρόταση διαλόγου τελικά κατέληξε – χωρίς διάλογο – σε ένα σχήμα του τύπου «ΜΕΡΑ25 and friends» που βαφτίστηκε «συμμαχία για τη ρήξη». Αξιοσημείωτη είναι η συμμετοχή της ΛΑΕ, η οποία εγκατέλειψε εν μία νυκτί την «αριστερή πρωτοβουλία διαλόγου και δράσης» στην οποία συμμετείχε, σε μια πολιτικάντικη κίνηση χωρίς καμία προγραμματική βάση.

 

Μαύρο στο μνημονιακό μπλοκ και την άκρα δεξιά

Σε αυτό το σκηνικό που εξακολουθεί να καθορίζεται από την ήττα της μνημονιακής δεκαετίας, οι εκλογές της 21ης Μάη θα επιβεβαιώσουν την κυριαρχία του μνημονιακού μπλοκ και την αδυναμία των δυνάμεων εργατικής αναφοράς. Όποιος και να είναι ο εκλογικός και κοινοβουλευτικός συσχετισμός, είναι δεδομένο με βάση την εκλογική αριθμητική που προκύπτει από το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, ότι θα επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και θα ακολουθήσει δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.

Σαν κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ δεν θα συμμετέχουμε στις εκλογές και με δεδομένο τον χαρακτήρα της συγκεκριμένης εκλογικής αναμέτρησης, καλούμε σε ψήφο καταδίκης των μνημονιακών κομμάτων και της άκρας δεξιάς, χρησιμοποιώντας τα ψηφοδέλτια της Αριστεράς, από το ΜΕΡΑ25 μέχρι το ΚΚΕ και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, χωρίς αυταπάτες για τις δυνατότητές τους και το ρόλο που μπορούν να παίξουν.

Η Πολιτική Επιτροπή, 28.03.2023