[2025-01-14] ΑΠΟΦΑΣΗ Π.Ε. κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ Αστάθεια του καπιταλισμού και όξυνση των συγκρούσεων στην αυγή του 2025
Αστάθεια του καπιταλισμού και
όξυνση των συγκρούσεων στην αυγή του 2025
Διεθνείς εξελίξεις
Εξελίξεις στις ΗΠΑ
Το γεγονός που κυριάρχησε στις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις, εκτός από τους συνεχιζόμενους πολέμους, ήταν η επανεκλογή του Τραμπ ως Προέδρου των ΗΠΑ, μετά το διάλειμμα της Προεδρίας Μπάιντεν.
Για έναν συνειδητό αμερικανό εργάτη, οι εκλογές στις ΗΠΑ είναι, υπό μία έννοια, αδιάφορες, καθώς δεν υπάρχει ούτε κατ’ όνομα κάποιο κόμμα με αναφορά στην εργατική τάξη και την ιστορική της αποστολή που να συμμετέχει στις εκλογές σε παναμερικανική κλίμακα.
Φυσικά, δεν είναι καθόλου αδιάφορες οι συνέπειες των εκλογών και συνεπώς οι εκλογές αυτές καθ’ αυτές.
Μερικά σημεία για τις αμερικανικές εκλογές που αξίζει να σημειώσουμε από ταξική σκοπιά.
1. Η εμπλοκή του μονοπωλιακού κεφαλαίου ήταν εντελώς ανοικτή και απροκάλυπτη, πιο πολύ από ό,τι συνήθως. Ο Ήλον Μάσκ μοίραζε εκατομμύρια σε λοταρία υπέρ του Ντόναλντ Τράμπ (συνολικά ξόδεψε περί τα 132 εκ. δολ.) και ο Τζέφ Μπέζος απαγόρευσε στην Ουάσινγκτον Ποστ, εφημερίδα ιδιοκτησίας του, να πάρει θέση για τους υποψήφιους και να επικροτήσει, όπως σκόπευαν οι εκδότες και οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας, την Κάμαλα Χάρις. Προφανώς, σκεφτόταν ότι η πιθανή εκλογή του Τραμπ θα άφηνε τις επιχειρήσεις του έξω από τα παχυλά κρατικά συμβόλαια. (Για να μη ξεχνιόμαστε: δεν είναι μόνο στην Ελλάδα που οι καπιταλιστές είναι κρατικοδίαιτοι. Και στη χώρα-υπόδειγμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, το ίδιο συμβαίνει. Ζούμε την εποχή του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού). Από την άλλη, οι καπιταλιστές που υποστήριζαν τους Δημοκρατικούς «τελείωσαν» την υποψηφιότητα του Μπάιντεν μέσα σε μια εβδομάδα διακόπτοντας τις χορηγίες τους. Για την ακρίβεια, έκαναν κάτι ακόμα πιο υποτιμητικό προς τον Πρόεδρο της Αμερικής: του απαγόρευσαν να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που του είχαν ήδη δώσει, όταν αντιλήφθηκαν ότι θα ηττηθεί κατά κράτος.
Η Χάρις, που πήρε το χρίσμα των Δημοκρατικών ελλείψει αντιπάλου, συγκέντρωσε πάνω από ένα δισ. δολ. από τις χορηγίες του μεγάλου κεφαλαίου, το μεγαλύτερο ποσό που έχει συγκεντρωθεί ποτέ.
Επίσης, εκτός από την άμεση εμπλοκή του μεγάλου κεφαλαίου στην προώθηση των υποψηφίων προέδρων, φαίνεται ότι και το ίδιο το αποτέλεσμα των εκλογών είχε συνέπειες για το μεγάλο κεφάλαιο. Ο Ήλον Μάσκ κέρδισε 23 δισ. δολ. μέσα σε μια μέρα, την επομένη των εκλογών, από την αύξηση της αξίας των μετοχών των επιχειρήσεων του. Αντίθετα, εταιρείες που ασχολούνται με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είδαν τις μετοχές τους να χάνουν αξία, καθώς όλοι περιμένουν ότι ο Τραμπ θα ενισχύσει τις εταιρείες πετρελαίου.
Αμέσως, μετά την εκλογή του ο Τραμπ επέλεξε διάφορους εκατομμυριούχους να ηγηθούν των βασικών οικονομικών κρατικών θέσεων:
Ο Κρις Ράιτ, διευθυντής της δεύτερης μεγαλύτερης εταιρείας σχιστολιθικού πετρελαίου, τοποθετήθηκε υπουργός ενέργειας.
Ο Χάουρντ Λούτνικ, διευθυντής μεγάλης χρηματιστηριακής εταιρείας και φανατικός σιωνιστής, τοποθετήθηκε υπουργός εμπορίου.
Ο Σκοτ Μπέσεντ, διευθυντής ενός μεγάλου fund, υπουργός οικονομικών.
Ενώ οι δύο δισεκατομμυριούχοι φίλοι του Τραμπ, ο Ήλον Μάσκ και o Βιβέικ Ραμεσουάμι, θα αναλάβουν μια καινούργια υπηρεσία, την υπηρεσία κυβερνητικής αποδοτικότητας με σκοπό να περικόψουν όσες περισσότερες δαπάνες μπορούν, με προφανή προτεραιότητα τις κοινωνικές δαπάνες.
2. Ο Τραμπ είχε μια συνεχή αύξηση της δύναμης του, αν και αυτό δεν ήταν το μόνο που το έδωσε τη νίκη. Αυτό που φάνηκε είναι ότι οι Δημοκρατικοί έχασαν την εργατική τάξη.
To 2016, ο Τραμπ κέρδισε 62,9 εκ. ψήφους, η Χίλαρι Κλίντον 65,8 εκ. αλλά ο Τραμπ κέρδισε τις εκλογές (λόγω του άθλιου, αντιδημοκρατικού συστήματος εκλογών των ΗΠΑ, όπου τελικά αυτό που μετράει δεν είναι η λαϊκή ψήφος αλλά η ψήφος των εκλεκτόρων κάθε Πολιτείας).
Το 2020, ο Τραμπ κέρδισε 74,2 εκ. ψήφους και έχασε από τον Μπάιντεν (81,3 εκ. ψήφους).
Τώρα, ο Τραμπ πήρε 77,3 εκ. ψήφους και η Χάρις 75 εκ. ψήφους. Η Χάρις δηλαδή απέτυχε να κρατήσει εκείνη την κοινωνική συμμαχία που έφερε τον Μπάιντεν στην εξουσία, ενώ η αύξηση του Τραμπ δεν ήταν τόσο ογκώδης.
Οι Δημοκρατικοί ψάχνουν να βρουν τι έφταιξε, αλλά οι κυρίαρχες δυνάμεις του κόμματος αρνούνται να δουν μερικά βασικά στοιχεία της ήττα τους:
- Ότι έχουν γίνει το κόμμα της ελίτ και του μεγάλου κεφαλαίου και έχουν εγκαταλείψει την εργατική τάξη στη μοίρα της. Η Χάρις δεν τόλμησε να τα βάλει με τις μεγάλες εταιρείες που φέρουν ευθύνη για την ακρίβεια, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις εκλογές (όλες οι δημοσκοπήσεις ανέφεραν την ακρίβεια ως το νούμερο ένα πρόβλημα για τα αμερικανικά νοικοκυριά). Έτσι, ενώ κάτι ψέλλισε για τις πρακτικές των μεγάλων εταιρειών να υψώνουν τις τιμές, στο τέλος τα μάζεψε όλα. Πέρασε αρκετό χρόνο κυνηγώντας τις μεγάλες εταιρείες για να την στηρίξουν. Ακόμα και την πρόταση του Μπάιντεν για αύξηση της φορολόγησης στα μεγάλα εισοδήματα (άνω του ενός εκατομμυρίου) τη μάζεψε. Στην εργατική τάξη, που στην πραγματικότητα βρέθηκε να έχει το διαθέσιμο εισόδημα που είχε το 1990, λόγω της ακρίβειας και των χαμηλών μισθών, έλεγε τις γνωστές ανοησίες που λέει και η δική μας κυβέρνηση περί «τιθάσευσης του πληθωρισμού» και «μείωσης της ανεργίας», και «πόσο πολύ ανέβηκε το ΑΕΠ». Οι Δημοκρατικοί, όπως και οι δικοί μας κυβερνητικοί, κάνουν ότι δεν βλέπουν πως οι δουλειές που προσφέρονται δεν επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση της εργατικής τάξης και μερικές φορές ούτε καν την επιβίωση. (Γι’ αυτό ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας μένει ακόμα με τους γονείς του. Στην Ελλάδα, αυτό μπορεί να θεωρείται συνηθισμένο, στην Αμερική όμως θεωρείται σοβαρή αποτυχία για ένα νέο άνθρωπο).
- Ότι έχουν γίνει ένα πολεμοχαρές κόμμα. Στηρίζουν τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και τα εγκλήματα του Ισραήλ στη Γάζα και στη Μέση Ανατολή και αυτό έδιωξε ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας, η οποία στήριξε τον Μπάιντεν στις προηγούμενες εκλογές, αλλά και αρκετούς από τις μουσουλμανικές και αραβικές κοινότητες. Ο Τραμπ υποσχέθηκε να σταματήσει τους πολέμους, πράγμα που είναι αμφίβολο ότι θα κάνει, αλλά αυτή η στάση του συντονίστηκε καλύτερα με την επιθυμία ενός μεγάλου κομματιού εργατικής τάξης και μικροαστών που βλέπουν τεράστια ποσά να διατίθενται στις πολεμικές επιχειρήσεις από τις οποίες οι ίδιοι δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα.
- Ότι στο ζήτημα της μετανάστευσης οι Δημοκρατικοί διαγκωνίστηκαν με τον Τραμπ για το ποιος είναι ο καλύτερος να προστατέψει τους μικροαστούς από τους μετανάστες. Ενώ ο Τραμπ έχυνε ναζιστικό δηλητήριο για τους μετανάστες («μολύνουν το αίμα της Αμερικής» είπε σε προεκλογική του συγκέντρωση), η Χάρις προσπαθούσε να πείσει ότι η ίδια μπορεί να εμποδίσει τους μετανάστες να μπουν στη χώρα και κατηγορούσε τον Τραμπ που δεν συνεργάστηκε σε αντι-μεταναστευτικά μέτρα. Και οι δύο ξεχνούν ότι οι καλύτερες οικονομικές επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας σε σχέση με τις άλλες αναπτυγμένες οικονομίες οφείλονται, όπως αποδεικνύουν διάφοροι οικονομολόγοι, στη παρουσία πολλών μεταναστών στις ΗΠΑ. (Ο Τραμπ ιδιαίτερα δεν θα έπρεπε να ξεχνάει ότι ο Ήλον Μασκ είναι ένας τέτοιος μετανάστης, από τη Νότιο Αφρική, και μάλιστα βρισκόταν παράνομα στις ΗΠΑ, όταν ξεκινούσε την επιχειρηματική του δράση).
- Ότι έχουν ξεχάσει την ταξική πολιτική για να προωθήσουν την «ταυτοτική» πολιτική. Η «ταυτοτική» πολιτική είναι ατομικιστική, αστική πολιτική. Θεωρεί τους ανθρώπους ως αποκομμένους από την κοινωνία, ως άτομα που είναι «ελεύθερα» να ορίσουν τη δική τους «ταυτότητα». Αυτό πρακτικά συμβαίνει μόνο για τους αστούς που έχουν την οικονομική και κοινωνική δυνατότητα να είναι ό,τι θέλουν να είναι. Αλλά όπως και τα γενικά αστικά ατομικά δικαιώματα (π.χ., της ισότητα απέναντι στον νόμο) είναι μόνο τυπικά, ενώ στην πραγματικότητα καταπατούνται στη βάση της οικονομικής και κοινωνικής ισχύος, έτσι και τα νέα «ταυτοτικά» δικαιώματα (π.χ., της επιλογής σεξουαλικού προσανατολισμού), ακόμα κι αν κατοχυρωθούν νομικά δεν σημαίνουν τίποτα στην πράξη εντός μιας εκμεταλλευτικής και καταπιεστικής κοινωνίας για την πλειοψηφία της κοινωνίας. Απέναντι σ’ αυτήν την «ταυτοτική» πολιτική, στην Αμερική, όπως και στον υπόλοιπο πλανήτη, κερδίζει έδαφος μια εξίσου αστική και αντιδραστική «ταυτοτική» πολιτική, γνωστή από παλιά: αυτή που «ταυτίζει» τα άτομα με το «έθνος» ή με την κυρίαρχη θρησκεία ή την κυρίαρχη φυλή, ή ακόμα το κυρίαρχο φύλο. Ο Τραμπ βασίστηκε σ’ αυτή την εθνικιστική, θρησκόληπτη, ρατσιστική και σεξιστική ταυτότητα για να συσπειρώσει μεγάλα κομμάτια των πιο ταλαιπωρημένων κομματιών της εργατικής τάξης και των μικροαστών της πόλης και της υπαίθρου που αισθάνονται ότι τα «δικά» τους δικαιώματα (ως λευκών, αμερικανών, χριστιανών, και ανδρών) έχουν μπει στο περιθώριο. Και οι δύο «ταυτοτικές» πολιτικές είναι αντιδραστικές γιατί εξαφανίζουν αυτό που ουσιαστικά καθορίζει την ταυτότητα ενός ατόμου σε μια κοινωνία: τη θέση του στην παραγωγή, δηλ, εν τέλει, την ταξική του θέση.
3. Τι έχουμε να περιμένουμε από εδώ και πέρα;
Πολλοί νομίζουν ότι ο Τραμπ θα σταματήσει, τουλάχιστον, τον πόλεμο στην Ουκρανία. Φαίνεται πράγματι να έχουν υπάρξει δύο γραμμές εντός της ολιγαρχίας στις ΗΠΑ: η γραμμή που θέλει να αποδυναμώσει τη Ρωσία, ακόμα και να τη διαλύσει σε επιμέρους κράτη, ώστε να γίνει σύμμαχος των ΗΠΑ (ή καλύτερα χώρα εκμετάλλευσης από το αμερικανικό κεφάλαιο), έτσι ώστε η Κίνα να απομονωθεί εντελώς. Από την άλλη, υπάρχει η γραμμή που θέλει να προσεταιρισθεί τη Ρωσία και μ’ αυτόν τον τρόπο η Ρωσία να μην υποστηρίξει την Κίνα. Και οι δυο γραμμές βλέπουν την Κίνα ως βασικό αντίπαλο αλλά διαφέρουν ως προς το πώς θα εξουδετερώσουν τη Ρωσία ως σύμμαχο της Κίνας. Ωστόσο, η μοναδική δυνατή γραμμή σε αυτή τη φάση, με δεδομένες τις εξελίξεις στην Ουκρανία, είναι αυτή της αποδυνάμωσης και της στρατιωτικής περικύκλωσης.
Σε σχέση με τη σύγκρουση με την Κίνα, ο Τραμπ απλώς θα συνεχίσει την πολιτική που ακολουθεί η αμερικανική αστική τάξη απέναντι στην Κίνα, πολιτική που είναι ομόφωνη. Η καπιταλιστική ολιγαρχία των ΗΠΑ είναι ενωμένη όσον αφορά την Κίνα και την προσπάθεια να την εμποδίσουν πάση θυσία να ξεπεράσει τις ΗΠΑ οικονομικά, τεχνολογικά, στρατιωτικά. Για την ώρα, όμως, δεν φαίνεται να βρίσκουν τρόπο να το επιτύχουν αυτό. Η ενασχόληση των αμερικανών ιμπεριαλιστών με την Ουκρανία ή τη Μέση Ανατολή επιτρέπει στην Κίνα να βρίσκει ανοικτό έδαφος για να αυξήσει την επιρροή της και να ενισχύσει την ισχύ της σε όλα τα επίπεδα.
Τέλος, το πιο σημαντικό ζήτημα με την εκλογή του Τραμπ είναι αν αυτή θα δυναμώσει ή θα αποδυναμώσει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Στην πράξη, η πρώτη θητεία του Τραμπ έδειξε ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός αποδυναμώθηκε. Οι ΗΠΑ, επιβάλλοντας δασμούς στους πάντες, και στους συμμάχους τους, βρέθηκαν σε σύγκρουση με όλους. Το ίδιο το ΝΑΤΟ θεωρούνταν «εγκεφαλικά νεκρό», κατά την έκφραση του Μακρόν. Η επιστροφή του Τραμπ μπορεί να έχει τις ίδιες συνέπειες και τώρα.
Όμως, τελικά, οι ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες χάνουν, όταν αρχίζουν να διασπώνται εσωτερικά. Οι ΗΠΑ είναι εδώ και χρόνια διασπασμένες εσωτερικά. Μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και των νέων μεσαίων στρωμάτων έχουν διασπαστεί σε σχέση με μια σειρά ζητήματα κουλτούρας (στάση απέναντι στις εκτρώσεις, στις έμφυλη ταυτότητα, τα δικαιώματα των γυναικών, κτλ) και η άνοδος της συντηρητικής-εθνικιστικής γραμμής του Τραμπ προσπαθεί να ενώσει τις εργαζόμενες τάξεις πίσω από μια εθνικιστική-συντηρητική γραμμή που βάζει μπροστά την Αμερική (America First). Όμως, για να πετύχει αυτή η γραμμή θα πρέπει τελικά να δώσει κάτι πιο χειροπιαστό στις εργαζόμενες τάξεις πέρα από τα παχιά εθνικοπατριωτικά λόγια. Η αδυναμία της αμερικανικής πολιτικής σκηνής και η βαθιά διάσπαση προέρχεται από το γεγονός ότι οι εργαζόμενες τάξεις κερδίζουν όλο και λιγότερα τη στιγμή που μια χούφτα μέλη της χρηματιστικής ολιγαρχίας γίνονται όλο και πιο πλούσιοι. Οι νέες τεχνολογίες, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ), χτυπάει ειδικά τα νέα μεσαία στρώματα, δηλαδή, τους απόφοιτους πανεπιστημίων που έπαιρναν καλοπληρωμένες διευθυντικές και τεχνικές δουλειές στις μεγάλες εταιρείες. Οι υπηρεσίες αυτών των στελεχών είναι που αντικαθιστώνται από την ΤΝ. Η πολιτική του Τραμπ να περικόψει κι άλλο τους φόρους για τους πλούσιους θα κάνει τους πλούσιους πιο πλούσιους και τους φτωχούς πιο φτωχούς, θα αυξήσει τα ελλείμματα του αμερικανικού κράτους και πιθανότητα δεν θα καταφέρει να αναπτύξει την εσωτερική βιομηχανική βάση των ΗΠΑ στο βαθμό που να μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες της εργατικής τάξης για καλές δουλειές με καλούς μισθούς. Ούτε και στην προηγούμενη θητεία του αναπτύχθηκε η βιομηχανική βάση των ΗΠΑ εξαιτίας των φοροαπαλλαγών προς το μεγάλο κεφάλαιο. Άλλωστε, οι καπιταλιστές δεν επενδύουν επειδή έχουν διαθέσιμο χρήμα αλλά όταν η επένδυση κρίνεται ότι θα αποβεί κερδοφόρα.
Αν υπάρχει ένα σχέδιο πίσω από την επιθετική γραμμή του Τραμπ, είναι η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που ακόμα έχουν οι ΗΠΑ (ισχυρή εσωτερική αγορά, προβάδισμα στην τεχνολογία, στρατιωτική υπεροχή, κτλ) ως όπλο για να επιτύχει την υποταγή όσων περισσότερων χωρών μπορεί στην ισχύ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Έτσι, ο Τραμπ θα απαιτήσει σε όλες τις διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ να αναγνωριστεί η ισχύς του αμερικανικού κεφαλαίου και να αποκτήσει αυτό πλεονεκτήματα σε βάρος των χωρών οι οποίες θα θελήσουν να συνεργαστούν με τις ΗΠΑ, διαφορετικά θα αντιμετωπίσουν την εχθρική στάση από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Ο Τραμπ απαιτεί στις διαπραγματεύσεις, π.χ., με τον Καναδά, το Μεξικό, την ΕΕ, κτλ, ότι η πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ ή η στρατιωτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ έρχεται με σοβαρά ανταλλάγματα που θα ενισχύουν και δεν θα αδυνατίζουν την ισχύ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Επιπλέον, αυτή η πολιτική και το παράδειγμα του ίδιου του Τραμπ, δηλαδή, της επιτυχίας του εθνικιστικού-συντηρητικού προγράμματός του, οδηγεί τις χώρες με τις οποίες διαπραγματεύεται σε υποταγή και σε υποστήριξη ανάλογων πολιτικών, με την αναγνώριση πάντοτε της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ. Οι συντηρητικές δυνάμεις που ανέρχονται σε Γαλλία, Γερμανία, και άλλες χώρες, όταν συγκροτηθούν σε κυρίαρχες δυνάμεις, μπορούν να συγκροτήσουν ένα πιο συμπαγές μέτωπο ανάμεσα στις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που όμως θα αναγνωρίζουν ως απαραίτητο όρο για την επιβίωσή τους την ηγεμονία των ΗΠΑ και τη υποστήριξή της ενάντια στους εχθρούς της, κυρίως την Κίνα. Για να το πούμε διαφορετικά: παρόλο που οι διάφοροι φιλελεύθεροι «κλαψουρίζουν» για το ότι η εκλογή του Τραμπ σημαίνει τον αναχωρητισμό των ΗΠΑ, στην πραγματικότητα η γραμμή του Τραμπ εκφράζει πολύ επιθετικά συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού που δεν σκοπεύει να «αναχωρήσει» αλλά να επιβάλλει με πιο βίαιο τρόπο τα συμφέροντά του. Μέχρι τώρα, η επεμβατική πολιτική των ΗΠΑ στηρίζονταν σε διάφορα σαθρά νεοφιλελεύθερα ιδεολογικά επιχειρήματα για τη επιβολή των «δημοκρατικών» αρχών και των αρχών της ελεύθερης αγοράς στον πλανήτη. Επιχειρήματα που έχουν αρχίσει να ωχριούν καθώς αυτές οι «αρχές» τσακίζουν τα δικαιώματα των εργαζόμενων μαζών ανά τον κόσμο. Αντιθέτως, η γραμμή του Τραμπ είναι πιο απλή και ωμή: ή με εμάς ή εναντίον μας.
Απ’ όλα τα παραπάνω, πηγάζει το συμπέρασμα ότι μια Pax Americana –δηλαδή, η πλανητική ειρήνη υπό την αιγίδα των ΗΠΑ– είναι πλέον αδύνατη. Οι ΗΠΑ βρίσκονται και θα βρίσκονται σε συνεχή σύγκρουση με τις ανερχόμενες δυνάμεις που την απειλούν. Η Κίνα είναι η κυρίαρχη απειλή, αλλά επίσης μια σειρά από χώρες, όπως οι υπόλοιπες χώρες των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Νότια Αφρική) διεκδικούνε όλο και περισσότερο χώρο για τα δικά τους μονοπώλια. Επομένως, κάθε κίνηση στην παγκόσμια σκηνή θα γίνεται αφορμή για σύγκρουση. Η συνεχής ανάφλεξη συγκρούσεων, μικρών αλλά και πιθανώς μεγάλων (για παράδειγμα: κάπως πρέπει να λήξει το ζήτημα της Ταϊβάν –εντελώς ειρηνικά, είναι μάλλον αδύνατο) είναι το δεδομένο. Οι ΗΠΑ μάλλον θα συνεχίσουν να χάνουν έδαφος μπροστά στις ανερχόμενες δυνάμεις, αν τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά και μόνο στο επίπεδο της οικονομίας. Η μόνη διέξοδος για να διατηρήσει την παγκόσμια ηγεμονία που κατέκτησε με την κατάρρευση των μεταβατικών καθεστώτων της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων λαϊκών δημοκρατιών είναι να επιβάλλει αυτήν την ηγεμονία με τη βία.
Πριν καταφύγουν σε ανοικτό πόλεμο, πράγμα που μάλλον δεν θέλουν, με την Κίνα προτιμούν τη βία του εμπορικού πολέμου (και πιθανών περιφερειακών) και την πάση θυσία καθήλωση της Κίνας και κάθε άλλης χώρας στο τεχνολογικό και οικονομικό επίπεδο. Αν διαβάζουμε σωστά τις εξελίξεις που βλέπουμε, αυτό που ανατέλλει είναι ένας σχετικά κατακερματισμένος κόσμος, όπου οι διάφορες χώρες θα ανήκουν σε κάποια σφαίρα επιρροής (των ΗΠΑ ή της Κίνας). Οι ΗΠΑ θέλουν να έχουν τη μεγαλύτερη τέτοια σφαίρα και να περιορίσουν τις ορέξεις της Κίνας. Όσο η Κίνα δεν μπορεί να «ξεφύγει» μπροστά από τις ΗΠΑ στην τεχνολογία και στην οικονομική-πολιτική-στρατιωτική διείσδυση σε άλλες χώρες, αργά ή γρήγορα, θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες ενός πιο καθυστερημένου καπιταλισμού: στασιμότητα οικονομική και κοινωνική αναταραχή. Τότε, θα διαλυθεί εκ των έσω και δεν θα αποτελεί απειλή για τις ΗΠΑ.
Από την άποψη της καθήλωσης και μείωσης της σφαίρας επιρροής του αντιπάλου, οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές έχουν πετύχει τους σκοπούς τους στον πόλεμο της Ουκρανίας. Η Ρωσία έχει περιοριστεί ασφυκτικά στο παγκόσμιο εμπόριο και δεν μπορεί να εξελιχθεί τεχνολογικά χωρίς τη βοήθεια ξένου κεφαλαίου. Το αν τελικά η Ουκρανία θα έχει ή δεν θα έχει αμερικανικά στρατεύματα είναι δευτερεύον.
Εξελίξεις στην Ευρώπη
Το εθνικιστικό-συντηρητικό ρεύμα είναι σε άνοδο σε πολλές χώρες του ιμπεριαλισμού. Το βλέπουμε αυτό στη Γερμανία που οδεύει σε εκλογές και στη Γαλλία, όπου δεν μπορεί να σταθεί κυβέρνηση. Οι πολιτικές δυνάμεις που προκαλούν την αστάθεια δεν είναι, δυστυχώς, εργατικής αριστερής κατεύθυνσης αλλά συντηρητικές, εθνικιστικές δυνάμεις.
Στη Γερμανία, ο συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων-Ελεύθερων Δημοκρατών κατέρρευσε. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ένα ακροδεξιό κόμμα με δεσμούς με τον ναζισμό, θα είναι πιθανόν το δεύτερο, ίσως και το πρώτο, κόμμα στις προσεχείς εκλογές (τον Φεβρουάριο του 2025). Η βάση της κατάρρευσης είναι τελικά η κακή κατάσταση της γερμανικής οικονομίας (ανάπτυξη 0,1% το 2024, κρίση στην αυτοκινητοβιομηχανία με χιλιάδες αναμενόμενες απολύσεις από κολοσσούς όπως η Φογκσβάγκεν, κτλ) και η δυσφορία της εργατικής τάξης της οποίας το βιοτικό επίπεδο επιδεινώνεται λόγω της ακριβείας (για την οποία βασική αιτία είναι η διακοπή εισροής του φθηνού φυσικού αερίου από τη Ρωσία), και λόγω της κατεύθυνσης των δαπανών προς τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και στα έξοδα που προκαλεί η υποστήριξη της Ουκρανίας.
Στη Γαλλία, η κυβέρνηση Μπαρνιέ ήταν η πιο σύντομη κυβέρνηση της Γαλλίας (90 ημέρες άντεξε). Η πτώση της οφειλόταν στην πρόταση για τον προϋπολογισμό, ο οποίος προέβλεπε βαθιές περικοπές δαπανών για να μειωθεί το έλλειμμά του. Το δημόσιο χρέος της Γαλλίας αγγίζει τα 3,2 τρισ. δολ. (112% του ΑΕΠ). Την πτώση της κυβέρνησης προκάλεσε όμως όχι η αγωνιστική αντίδραση των εργαζομένων αλλά η ακροδεξιά Λε Πεν που απέσυρε την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση. Η Γαλλία αυτή τη στιγμή δεν έχει ούτε προϋπολογισμό ούτε κυβέρνηση και δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να σχηματιστεί σταθερή κυβέρνηση με τους συσχετισμούς που υπάρχουν.
Η Γαλλία βρίσκεται στριμωγμένη από τις ίδιες δυνάμεις που έχουν εγκλωβίσει όλες τις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, τις λεγόμενες «δυνάμεις τις αγοράς», δηλαδή, τις ανάγκες κερδοφορίας του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου και τις κρίσεις που προκαλεί. Οι ανάγκες του μονοπωλιακού κεφαλαίου εξωθούν τις κυβερνήσεις να διαλύουν το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», το οποίο στη Γαλλία, στη Γερμανία και σε άλλες χώρες παρέμενε πολύ ισχυρό, να μειώνουν τη φορολογία στο μεγάλο κεφάλαιο, να επιβάλλουν λιτότητα, αυταρχισμό και περιορισμό στις συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες, κτλ. Κάθε συζήτηση για φιλολαϊκή πολιτική οδηγεί αυτόματα σε «ελλείμματα» και σε δανεισμό με μαφιόζικους όρους από το μεγάλο κεφάλαιο (τα διάσημα, από την περίπτωση της χρεοκοπίας της Ελλάδας, spreads αυξήθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες για τον δανεισμό της Γαλλίας, ενώ οι οίκοι αξιολόγησης μείωσαν το αξιόχρεό της). Η επιλογή πολιτικών λιτότητας και αυταρχισμού φαντάζει μονόδρομος. Και στη Γαλλία και στη Γερμανία αυτήν τη λιτότητα και τον αυταρχισμό, έτσι όπως πάνε τα πράγματα, θα αναλάβουν τελικά να τον φέρουν εις πέρας οι ακροδεξιές δυνάμεις ή τουλάχιστον θα πρέπει να συναινέσουν σ’ αυτόν. (Ας μη ξεχνάμε ότι και στην Ελλάδα το ΛΑ.Ο.Σ. ψήφισε και αυτό μνημόνια).
Το κύριο ζήτημα είναι ότι αυτές οι ακραίες πολιτικές λιτότητας και αυταρχισμού σε πολλές περιπτώσεις (βλ. την περίπτωση της Ελλάδας, της Ιταλίας αλλά και της Αργεντινής), περνάνε χωρίς πολλές αντιδράσεις λόγω της αδυναμίας της εργατικής τάξης να συγκροτηθεί σε μια αντίπαλη πολιτική δύναμη. Και ακριβώς για τον λόγο αυτό οι πολιτικές λιτότητας και αυταρχισμού έχουν και κάποια σχετική επιτυχία: σταθεροποιούν τους παραπαίοντες καπιταλισμούς, ενισχύουν την κερδοφορία των ντόπιων μονοπωλίων (μειώνοντας δραστικά την αξία της εργατικής δύναμης και την ικανότητα της εργατικής τάξης να αγωνίζεται).
Όμως, δεν πρόκειται να λύσουν το βαθύτερο πρόβλημα του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός είναι εκ της φύσεως του ασταθές σύστημα που πλήττεται από περιοδικές και επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Κάθε προσπάθεια να εκλείψουν αυτές οι κρίσεις προσκρούει στους βασικούς νόμους κίνησης του καπιταλισμού, κυρίως στην εξασφάλιση κέρδους για τους καπιταλιστές. Η κερδοφόρα αναπαραγωγή του κεφαλαίου, όμως, δημιουργεί τους όρους όπου αυτή η αναπαραγωγή γίνεται μη κερδοφόρα προκαλώντας κρίσεις. Η βασική αιτία αυτών των κρίσεων είναι η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει καθώς αυξάνει η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Τα αντιδραστικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων έχουν ως σκοπό τελικά την αύξηση των επενδύσεων, τη μετατροπή δηλαδή συσσωρευμένης υπεραξίας σε νέο κεφάλαιο, που θα παράγει νέα υπεραξία με κέρδος. Καθώς αυτή η διαδικασία, σε τελική ανάλυση, απωθεί ζωντανή εργασία από την παραγωγή, την μόνη εργασία που παράγει υπεραξία, αργά ή γρήγορα, οδηγεί σε νέες κρίσεις.
Οι ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες του G7 αντιμετωπίζουν μια τέτοια καπιταλιστική κρίση, όπως κάθε καπιταλιστική χώρα, όμως εκτός από αυτό αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που προκαλεί η ανάδυση ισχυρών ανταγωνιστών, όπως η Κίνα. Τα προβλήματα της Γερμανίας και της Γαλλίας είναι ιδιαίτερα έντονα, για παράδειγμα, στις αυτοκινητοβιομηχανίες τους (βλ. Φολγκσβαγκεν ή Στελάντις –δηλαδή, την εταιρεία που περιλαμβάνει την Πεζώ, τη Σιτροέν αλλά και τη Φίατ, την Άλφα Ρομέο, την Κράισλερ και την Τζιπ). Αυτό είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει αλλά και του ανταγωνισμού των κινεζικών εταιρειών που αποσπούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς.
Εξελίξεις στην Ουκρανία
Η Ρωσία, αργά αλλά σταθερά, καταλαμβάνει εδάφη στις ρωσόφωνες περιοχές του Ντονιέτσκ και Λουχάνσκ. Το Νοέμβριο οι Ρώσοι καταλάμβαναν γύρω στα 28 τετρ. χιλιομ. τη μέρα. Το Δεκέμβριο ο ρυθμός αυτός έπεσε στα 17 τετρ. χιλιομ. τη μέρα. Όμως, αυτό φαίνεται ότι γίνεται με υψηλό ανθρώπινο κόστος. Τους μήνες Σεπτ., Οκτ., και Νοε. 2024 η προέλαση αυτή εκτιμάται ότι είχε ένα κόστος γύρω στους 124 χιλ. ανθρώπους σε νεκρούς και τραυματίες (οι εκτιμήσεις αυτές οφείλονται στο Υπουργείο Άμυνας της Μεγ. Βρετανίας και αναφέρονται με επιφύλαξη).
Επίσης, η στρατιωτική μηχανή της Ρωσίας προσαρμόστηκε και εξελίχθηκε. Μια τέτοια εξέλιξη είναι ο υπερηχητικός πύραυλος που έκανε τους πρέσβεις του ΝΑΤΟ να συνεδριάσουν εσπευσμένα στα τέλη Νοεμβρίου στις Βρυξέλλες. Ο βαλλιστικός πύραυλος με το κωδικό όνομα «Oreshnik» (=Φουντουκιά) χτύπησε εργοστάσιο κατασκευής πυραύλων στην Ουκρανία. Λόγω της υπερηχητικής ταχύτητάς του τα αντιπυραυλικά μέσα των Ουκρανών δεν μπόρεσαν να τον αντιμετωπίσουν.
Το βασικό πρόβλημα και για τους δύο άμεσα εμπόλεμους, Ρωσία και Ουκρανία, είναι το έμψυχο υλικό. Η Ουκρανία αντιμετωπίζει μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς δεν μπορεί να βρει εύκολα επιπλέον πληθυσμό να επιστρατεύσει. Αλλά και η Ρωσία αντιμετωπίζει ήδη πρόβλημα έλλειψης εργατικών χεριών στο εσωτερικό της (και λόγω των στρατεύσιμων και λόγω πολλών νεαρών Ρώσων που εγκατέλειψαν τη Ρωσία για να μην επιστρατευθούν). Επιπλέον, η ρωσική οικονομία εμφανίζει τα πρώτα σημάδια κάμψης. Ο πληθωρισμός έφτασε το 9,3% και τα επιτόκια έχουν αυξηθεί (21%).
Στα 2μιση χρόνια του πολέμου, η Ρωσία έχει κατορθώσει να τροφοδοτήσει το μέτωπο με έμψυχο δυναμικό χωρίς γενική επιστράτευση, στοιχείο που έχει συμβάλει στην υποστήριξη του πληθυσμού στον πόλεμο. Σε αυτόν τον υπαρξιακού χαρακτήρα –για τη Ρωσία– πόλεμο, η ρωσική αστική τάξη είναι ενιαία υπέρ του πολέμου και υπάρχει συναίνεση των καταπιεζόμενων τάξεων.
Αντίθετα, στην Ουκρανία, η αστική της τάξη είναι διχασμένη και αυτός ο διχασμός διαπερνά και τις εργαζόμενες τάξεις, όπως φαίνεται από τα εκατομμύρια των Ουκρανών που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα για να αποφύγουν τη στράτευση. Ο διχασμός αυτός αποτυπώνεται στις δικτατορικές υπερεξουσίες του προέδρου της χώρας και στην κατάργηση κάθε θεσμού. Η μερίδα της αστικής τάξης που είναι υπέρ του φιλοΕΕ προσανατολισμού της χώρας, αναδιαμορφώνει τη χώρα και το νόημα της ουκρανικής εθνικής συνείδησης. Η Ουκρανία που θα βγει από τον πόλεμο θα είναι μια διαφορετική χώρα.
Το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ που ενέπλεξαν την Ουκρανία σε αυτήν την περιπέτεια και έχουν την ευθύνη για την καταστροφή της, καλούνται πλέον να αποφασίσουν αν θα στηρίξουν το εξαντλούμενο στρατιωτικό δυναμικό της Ουκρανίας στέλνοντας στρατεύματα ή αν θα αναζητήσουν έναν συμβιβασμό. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο Τραμπ θα επιδιώξει ειρήνη στην Ουκρανία. Οι επιδιώξεις των ΗΠΑ και της Ρωσίας είναι διαμετρικά αντίθετες. Αν οι ΗΠΑ αποδεχτούν ειρήνη με τους όρους της Ρωσίας (να κρατήσει η Ρωσία τις ρωσόφωνες περιοχές, η Ουκρανία να μην μπει στο ΝΑΤΟ και να αποστρατικοποιηθεί, και να αρθούν οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας), αυτό θα ήταν ήττα όχι μόνο για την Ουκρανία αλλά για τις ίδιες τις ΗΠΑ. Παρόλο που θα έχουν απομονώσει τη Ρωσία από την αγορά της ΕΕ και θα έχουν καταφέρει να αποσπάσουν από την επιρροή της Ρωσίας μια κρίσιμη περιοχή, μια χώρα που ήταν άλλοτε τμήμα της Ρωσίας και αποτελούσε σύμμαχό της και αναπόσπαστο τμήμα της σφαίρας επιρροής της, μια τέτοια εξέλιξη πιθανώς να δώσει σήμα «αδυναμίας» των ΗΠΑ και να στρέψει χώρες και συμμάχους προς άλλες κατευθύνσεις. Το πιο λογικό λοιπόν είναι ότι ο πόλεμος με διάφορες αφορμές και δικαιολογίες θα συνεχιστεί. Ακόμα, κι αν υπάρξει μια μεσοβέζικη ειρήνευση, αυτή θα είναι κατά πάσα πιθανότητα προσωρινή για να μπορέσουν να αναλάβουν δυνάμεις οι εμπλεκόμενοι.
Εξελίξεις στη Μέση Ανατολή
Η εξέλιξη της σύγκρουσης στη Γάζα
Πριν την 7η Οκτωβρίου, ήταν επικείμενη η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας στα πλαίσια των «συμφωνιών του Αβραάμ» (συμφωνίες ομαλοποίησης των σχέσεων μεταξύ Μουσουλμανικών κρατών και Ισραήλ) τις οποίες είχαν ήδη υπογράψει τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και το Σουδάν. Οι συμφωνίες αυτές αποτελούν αμερικάνικη πρωτοβουλία που ξεκίνησε την πρώτη τετραετία του Τραμπ και η πρώτη από αυτές υπογράφηκε το 2020.
Η προσχώρηση της Σαουδικής Αραβίας σε αυτές θα αποτελούσε εμβληματικό γεγονός για την περιοχή. Η Σαουδική Αραβία είναι η χώρα προπύργιο του Ουαχαμπιτισμού (φονταμενταλιστικής εκδοχής του Ισλάμ) στην περιοχή, σημείο αναφοράς και χρηματοδότης ισλαμιστικών ομάδων και υποστηρικτής των Παλαιστινίων κατά το παρελθόν. Μετά το 1991 και το πρώτο πόλεμο του Ιράκ, το Σαουδαραβικό καθεστώς ακολούθησε μια πιο μετριοπαθή προσέγγιση στο Παλαιστινιακό, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στη συμμαχία με τις ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική και τα φιλοπαλαιστινιακά αισθήματα των Σαουδαράβων. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που έκανε το «Ινστιτούτο της Ουάσινγκτον για την πολιτική στην εγγύς Ανατολή», 76% των Σαουδαράβων έχουν αρνητική άποψη για τις «συμφωνίες του Αβραάμ», 96% πιστεύουν ότι τα αραβικά κράτη πρέπει να διακόψουν τους δεσμούς τους με το Ισραήλ και μόλις 16% πιστεύουν ότι η Χαμάς πρέπει να αποδεχτεί μια λύση δύο κρατών.
Όντας περιφερειακή δύναμη, η Σαουδική Αραβία βρίσκεται σε ανταγωνισμό με την άλλη μεγάλη δύναμη της περιοχής, το Ιράν. Η ένταξη στο μπλοκ των «συμφωνιών του Αβραάμ» και η συμμαχία με το Ισραήλ θα ισχυροποιήσει τη θέση της Σαουδικής Αραβίας, ειδικά στρατιωτικά, κάτι που θα παίξει ρόλο σε μια μελλοντική σύγκρουση με το Ιράν. Η προσχώρηση της Σαουδικής Αραβίας στις «συμφωνίες του Αβραάμ» σημαίνει ενταφιασμό του Παλαιστινιακού ζητήματος και σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν δημοσιευτεί, στις σχετικές διαπραγματεύσεις είχαν εμπλακεί και Παλαιστίνιοι (λογικά από την Παλαιστινιακή Αρχή), ζητώντας κάποια λύση στο Παλαιστινιακό.
Η επίθεση της 7ης Οκτώβρη, είχε πολιτικό στόχο τη ματαίωση της προσχώρησης της Σαουδικής Αραβίας στις εν λόγω συμφωνίες, δηλαδή τη ματαίωση της στρατηγικής συμμαχίας Σαουδικής Αραβίας–Ισραήλ. Η Χαμάς που εκτέλεσε την επίθεση, συνέλαβε εκατοντάδες ομήρους για να έχει ένα διαπραγματευτικό χαρτί έναντι του Ισραήλ και να μπορέσει να μετριάσει ή να σταματήσει την αναμενόμενη στρατιωτική απάντηση.
Η επίθεση της 7ης Οκτώβρη έχει πετύχει –μέχρι στιγμής– το βασικό της στόχο, καθώς οι συμφωνίες δεν έχουν προχωρήσει. Ήταν ωστόσο βεβιασμένη, κάτω από την πίεση των εξελίξεων, και δεν φαίνεται να υπηρετούσε κάποιον ευρύτερο σχεδιασμό. Σε μια σύγκρουση μεταξύ δύο δυνάμεων με μεγάλη διαφορά ισχύος, η αδύναμη πλευρά μπορεί να νικήσει μόνο αν υπονομεύσει την ενότητα του ισχυρού αντιπάλου της, αν διχάσει το λαό του σε σχέση με τον πόλεμο και στερήσει από την κυβέρνησή του τη συναίνεση των καταπιεζόμενων τάξεων στον πόλεμο. Η επίθεση της Χαμάς δεν υπονόμευσε την εθνική ενότητα του Ισραήλ, αλλά την ενίσχυσε. Η λαϊκή συναίνεση στον πόλεμο εντός του Ισραήλ, αποτέλεσε βασικό παράγοντα της διεξαγωγής του πολέμου και καταλύτη της επιτυχημένης για το Ισραήλ κατάληξης προς την οποία φαίνεται να οδεύει η αναμέτρηση.
Οι προκλήσεις για το Ισραήλ μετά την 7η Οκτώβρη ήταν δύο:
- Να διατηρήσει ζωντανή την προοπτική της συμφωνίας με τη Σαουδική Αραβία
- Να αντιμετωπίσει την επίθεση της Χαμάς και των συμμάχων της (οι οποίοι ακολούθησαν με χρονική υστέρηση)
Οι δύο αυτές προκλήσεις ήταν αλληλένδετες, καθώς για να κρατηθεί ζωντανή η προοπτική της συμμαχίας με τη Σαουδική Αραβία, έπρεπε το Ισραήλ να κάνει επίδειξη της στρατιωτικής του ισχύος και της ικανότητάς του να αντιμετωπίσει τη Χαμάς, αποδεικνύοντας τη δυνατότητά του να προστατεύσει και τους συμμάχους του και δείχνοντας ότι μια συμμαχία θα ήταν χρήσιμη και επωφελής για τους Σαουδάραβες.
Στη μάχη με τις δυνάμεις της Χαμάς και τις άλλες Παλαιστινιακές οργανώσεις, οι Ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις διαφοροποίησαν την τακτική τους –σε σχέση με το παρελθόν– σε δύο σημεία:
1. Έκαναν για πρώτη φορά τόσο εκτεταμένη χρήση των ψυχολογικών επιχειρήσεων στοχεύοντας κυρίως τον Παλαιστινιακό πληθυσμό της Γάζας, αλλά και τη Δυτική κοινή γνώμη. Από την αρχή της αναμέτρησης, οι Ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις δώσανε μεγάλο βάρος στην απευθείας επικοινωνία με τον πληθυσμό της Γάζας με τηλεφωνήματα, SMS, φυλλάδια. Ταυτόχρονα χρησιμοποίησαν όλα τα διαθέσιμα μέσα στο διαδίκτυο, όπως προπαγανδιστικά βίντεο, influencers κλπ. Η τακτική αυτή φαίνεται να αποδίδει καρπούς, καθώς σύμφωνα με δημοσκόπηση του Σεπτεμβρίου από το Παλαιστινιακό κέντρο για την πολιτική έρευνα (Palestinian Center for Policy and Survey Research, μη κερδοσκοπικό ινστιτούτο καταχωρημένο στο Παλαιστινιακό υπουργείο δικαιοσύνης), η υποστήριξη στη Χαμάς δείχνει μικρή κάμψη, ενώ υποχωρεί σημαντικά το ποσοστό των Παλαιστίνιων στη Γάζα που θεωρεί σωστή απόφαση της επίθεσης της 7ης Οκτώβρη (39% από 57% τον Ιούνιο και 71% τον Μάρτιο).
2. Αρνήθηκαν να διαπραγματευτούν για τους ισραηλινούς ομήρους όπως έκαναν παλιότερα. Στη μοναδική συμφωνία που έγινε απελευθερώθηκαν 105 πολίτες που είχαν παρθεί όμηροι στις 7 Οκτώβρη από τους οποίους 81 ήταν από το Ισραήλ, 23 από την Ταϊλάνδη και 1 από τις Φιλιππίνες. Σε αντάλλαγμα, το Ισραήλ απελευθέρωσε 240 Παλαιστίνιους, κυρίως γυναίκες και παιδιά από τους οποίους 107 ήταν κάτω των 18. Για τους υπόλοιπους 146 ομήρους, το Ισραήλ αρνήθηκε να διαπραγματευτεί. Κάποιοι από αυτούς απελευθερώθηκαν από τον ισραηλινό στρατό και κάποιοι είναι νεκροί. Απομένουν 96 των οποίων η τύχη αγνοείται και για τους οποίους υπάρχουν δημοσιογραφικές πληροφορίες ότι γίνονται διαπραγματεύσεις για την τύχη τους και ότι βρισκόμαστε κοντά σε συμφωνία. Ωστόσο, η τακτική αυτή είναι διαφορετική από την πρακτική του παρελθόντος. Το 1985 απελευθερώθηκαν 1.150 Παλαιστίνιοι για 3 Ισραηλινούς που είχαν απαχθεί από το Λαϊκό Μέτωπο για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP). Το 2006 απελευθερώθηκαν πάνω από 1000 Παλαιστίνιοι –μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα ηγέτης της Χαμάς Γιαχία Σινουάρ– σε αντάλλαγμα για έναν (1) ισραηλινό στρατιώτη.
Η εφαρμογή μιας νέας τακτικής μπορεί να έχει καλά αποτελέσματα μέχρι ο αντίπαλος να βρει μια απάντηση σε αυτήν τη νέα τακτική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πλέον αποτελεσματική τακτική των παλαιστινιακών οργανώσεων ήταν η απαγωγή ομήρων. Το Ισραήλ πάντα διαπραγματευόταν και η κατάληξη ήταν πάντα μια συμφωνία απελευθέρωσης παλαιστινίων κρατουμένων. Στην σύγκρουση αυτή, το Ισραήλ άλλαξε τακτική και αρνήθηκε να διαπραγματευτεί, θέτοντας τη ζωή των ομήρων σε κίνδυνο. Ταυτόχρονα όμως, στέρησε από την Χαμάς έναν μηχανισμό πίεσης προς την ισραηλινή κυβέρνηση, η οποία εξαπέλυσε ανελέητη επίθεση στη Γάζα πετυχαίνοντας την ελαχιστοποίηση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Χαμάς.
Οι τριβές μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ για τη διαχείριση του πολέμου, πιθανώς είχαν σχέση με την αντιμετώπιση της Χαμάς. Για το Ισραήλ, η Χαμάς είναι θανάσιμος εχθρός που πρέπει να εξοντωθεί μια και έχει σαν καταστατικό της στόχο την εξαφάνιση του ισραηλινού κράτους. Για τις ΗΠΑ που είναι η ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο, δεν υπάρχουν μόνιμοι φίλοι ούτε μόνιμοι εχθροί. Η Χαμάς είναι σήμερα για τις ΗΠΑ εχθρική δύναμη, όμως ήταν σύμμαχος των ΗΠΑ στον πόλεμο στη Συρία και πιθανώς να είναι σύμμαχος σε μια άλλη συγκυρία αύριο.
Η Χαμάς στον πόλεμο της Συρίας συντάχθηκε με την ένοπλη αντιπολίτευση στο καθεστώς Άσαντ, μετακίνησε τη βάση της από τη Συρία στο Κατάρ και πολέμησε ενάντια στον στρατό της Συρίας, τους Ρώσους, τους «φρουρούς της επανάστασης» του Ιράν και την Χεζμπολάχ. Η σύγκρουση με την Χεζμπολάχ και η διάρρηξη των σχέσεών τους, ήταν ο λόγος που οι δύο οργανώσεις δεν συντονίστηκαν ανοίγοντας ταυτόχρονα δύο μέτωπα στο Ισραήλ, αλλά και ο λόγος της καθυστέρησης της Χεζμπολάχ να επιτεθεί στο Ισραήλ. Η ρήξη Χαμάς–Χεζμπολάχ γλύτωσε το Ισραήλ από την ταυτόχρονη επίθεση των δύο δυνάμεων, χωρίς να αποφεύγει στην εξέλιξη της σύγκρουσης τον διμέτωπο αγώνα, καθώς εντέλει η Χεζμπολάχ –έστω και με καθυστέρηση– συντονίστηκε με τις δυνάμεις της Χαμάς και επιτέθηκε στο Βόρειο Ισραήλ. Οι ισραηλινές δυνάμεις κατάφεραν να αντιμετωπίσουν και αυτήν την επίθεση και πέτυχαν να υπογραφεί συμφωνία που περιορίζει τις δυνάμεις της Χεζμπολάχ Βόρεια του Λιβανέζικου ποταμού Λιτάνι, κάτι που επιδίωκαν –αλλά δεν είχαν πετύχει– το 2006.
Στα πλαίσια της σύγκρουσης με Χαμάς και Χεζμπολάχ, το Ισραήλ δολοφόνησε τους ηγέτες των δύο οργανώσεων και πολλά στελέχη τους. Η δολοφονία του Χανίγια στην Τεχεράνη και η ταυτόχρονη έκρηξη χιλιάδων βομβητών στελεχών της Χεζμπολάχ, έδειξαν διάβρωση από το Ισραήλ του σκληρού πυρήνα των υπηρεσιών ασφαλείας του Ιράν και πιθανώς διάβρωση της Χεζμπολάχ.
Εξελίξεις στη Συρία
Η υποχώρηση και η απώλεια δυνάμεων της Χεζμπολάχ, ήταν καθοριστική για την ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ στη Συρία. Από τη γρήγορη προέλαση των ισλαμιστών και την κατάρρευση του συριακού στρατού φαίνεται ότι το καθεστώς είχε χάσει τη λαϊκή υποστήριξη και σαν αποτέλεσμα ο στρατός δεν είχε το ηθικό να πολεμήσει, του έλειπε δηλαδή «η πίστη στο δίκαιο του αγώνα». Γι’ αυτό και η έλλειψη στήριξης από τους συμμάχους του Άσαντ αποδείχθηκε καθοριστική για την έκβαση της αναμέτρησης.
Η εξέλιξη στη Συρία ενισχύει την Τουρκία που έχει προνομιακές σχέσεις με τις δυνάμεις που κατέλαβαν την εξουσία. Ενισχύει τις ΗΠΑ που επίσης έχουν πρόσβαση στη νέα κυβέρνηση, ενώ διατηρούν τη συμμαχία με τους Κούρδους που ελέγχουν το Βορειοανατολικό τμήμα της χώρας και διατηρούν δυνάμεις πεζοναυτών στην περιοχή, οι οποίες έχουν ενισχυθεί μετά τις τελευταίες εξελίξεις. Στους κερδισμένους συγκαταλέγεται και το Ισραήλ που βρήκε την ευκαιρία να καταστρέψει το συριακό οπλοστάσιο και να προωθήσει στρατιωτικές δυνάμεις, καταλαμβάνοντας συριακό έδαφος.
Μεγάλος χαμένος των εξελίξεων είναι το Ιράν που χάνει κάθε πρόσβαση στο συριακό καθεστώς, ενώ η Ρωσία φαίνεται πιθανό να διατηρήσει τις βάσεις της, ενώ αξιωματούχοι της δηλώνουν ότι έχουν διαύλους με το νέο καθεστώς.
Οι κινήσεις των δυνάμεων που διατηρούν παρουσία ή παίζουν ρόλο στη Συρία, καθορίζονταν μέχρι τώρα, κυρίως από τη στάση τους απέναντι στο προηγούμενο καθεστώς. Πλέον, με την αλλαγή κατάστασης, η ατζέντα της κάθε δύναμης αλλάζει και δεν είναι απίθανο να υπάρξουν συγκρούσεις ανάμεσα σε δυνάμεις που μέχρι τώρα συντονίζανε τις κινήσεις τους.
Οι ΗΠΑ που στην προηγούμενη φάση της επιχείρησης ανατροπής του Άσαντ πολέμησαν κυρίως δι’ αντιπροσώπων και από μακριά, καθώς δεν είχαν κάποια αξιόπιστη σύμμαχη δύναμη στο έδαφος, πλέον δείχνουν να έχουν σφυρηλατήσει συμμαχία με τις δυνάμεις των Κούρδων και θα επιδιώξουν πιο ενεργή εμπλοκή στην περιοχή.
Αυτό όμως, τους φέρνει σε αντιπαράθεση με την Τουρκία που θέλει να αποτρέψει ένα ακόμα de facto Κουρδικό κράτος στη Συρία, μετά το σχηματισμό ενός de facto Κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ.
Οι προθέσεις της νέας κυβέρνησης υπό τον Αλ Τζολάνι φαίνεται να ξεκαθαρίζουν αποκαλύπτοντας μια κυβέρνηση φιλική προς τη Δύση, την οποία έχουν ήδη επισκεφτεί υπουργοί εξωτερικών χωρών της ΕΕ. Δεν είναι ακόμα σαφές ποιες είναι οι πιθανές εσωτερικές συγκρούσεις στο εσωτερικό του νέου καθεστώτος. Οι πρώτες «τροχιοδεικτικές» δηλώσεις του Αλ Τζολάνι πάντως, ήταν ενάντια στο Ισραήλ, κάτι μάλλον αναγκαίο για τη λαϊκή νομιμοποίηση του νέου καθεστώτος.
Συμπεράσματα για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή
Το καθεστώς του Ιράν υπέστη δύο στρατιωτικές ήττες: μία στο Λίβανο με την υποχώρηση της Χεζμπολάχ και μία στη Συρία με την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και βρίσκεται σε πολύ χειρότερη διεθνή θέση. Η δολοφονία Χανίγια έδειξε ότι το Ισραήλ κατόρθωσε να διαβρώσει τις υπηρεσίες ασφαλείας του. Οι αποτυχίες του θεοκρατικού καθεστώτος μπορεί να το αποσταθεροποιήσουν. Παρόλο που δεν έχει υποστεί κάποια άμεση στρατιωτική ήττα, γεγονός που πάντα πυροδοτεί πολιτική κρίση, η αμφισβήτηση του καθεστώτος, η αποσταθεροποίησή του ή και η ανατροπή του με τη βοήθεια και των δυτικών δυνάμεων θα είναι από τα πιθανά σενάρια για το επόμενο διάστημα.
Οι Παλαιστίνιοι θα συνεχίσουν να βρίσκονται σε δεινή θέση, καταπιεζόμενοι και από το Ισραήλ, αλλά και από τα αραβικά κράτη. Ο συνεχιζόμενος διχασμός ανάμεσα στην Παλαιστινιακή αρχή και τη Χαμάς –η οποία υποδαυλίστηκε έντεχνα από την κυβέρνηση Νετανιάχου– δεν φαίνεται να μπορεί να ξεπεραστεί. Θα έχει ενδιαφέρον ποια στρατηγική επιβίωσης θα ακολουθήσει η Χαμάς, μετά τη νίκη «φίλιων δυνάμεων» στη Συρία. Δεν είναι απίθανη μια στρατηγική πιο φιλική προς τις ΗΠΑ.
Οι εξελίξεις στην Ελλάδα
Παρόλο που η παρούσα κυβέρνηση απολαμβάνει ένα κολοσσιαίο στρατηγικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, παρουσιάζει δημοσκοπική κάμψη και κόπωση, δείγμα της αστάθειας που κυριαρχεί την περίοδο αυτή. Η εσωκομματική αντιπολίτευση από τον πολιτικό απατεώνα Σαμαρά έφερε στο προσκήνιο τα Ελληνοτουρκικά.
Υπό τη σκιά της ύφεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και του λαχανιάσματος των οικονομιών των μεγάλων δυνάμεων της ΕΕ, η κυβέρνηση θριαμβολογεί για τα υψηλά –σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ– ποσοστά ανάπτυξης. Οι επιδόσεις αυτές είναι προϊόν της μνημονιακής περιόδου και της κατακρεούργησης των εργατικών δικαιωμάτων. Δεν συνοδεύονται όμως, από επενδύσεις και ανανέωση του παραγωγικού δυναμικού με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα της οικονομίας να παραμένει χαμηλή.
Η επαναφορά στη μνημονιακή κανονικότητα μετά την περίοδο της δημοσιονομικής χαλάρωσης καθόρισε την εισοδηματική πολιτική που αποτυπώθηκε στον προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση, έχοντας εξαντλήσει τα περιθώρια άντλησης φόρων από τους εργαζόμενους, στράφηκε προς τα μεσαία στρώματα παίρνοντας μέτρα για την φοροδιαφυγή (αποδείξεις, POS). Στράφηκε δηλαδή, ενάντια στην εκλογική της βάση και αυτό εξηγεί μέρος της δημοσκοπικής της κάμψης.
Ωστόσο, οι μνημονιακοί περιορισμοί που καθορίζουν τη «σφιχτή» εισοδηματική πολιτική και φθείρουν προσωρινά την κυβέρνηση, είναι που της δίνουν στρατηγικό πλεονέκτημα, καθώς κανείς από τους αυτοχρισμένους διεκδικητές της κυβέρνησης δεν μπορεί να διατυπώσει μια διαφορετική πολιτική πρόταση.
Μετά τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ (για τον οποίον καλό είναι να θυμόμαστε ότι διάφορες δυνάμεις και «πολιτικοί αναλυτές» έλεγαν το 2014 ότι θα είναι το νέο ΠΑΣΟΚ), η ΝΔ στοχεύει σε μια τρίτη τετραετία. Η ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται απειλητική μεσοπρόθεσμα, καθώς δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη ΝΔ στο ζήτημα του κυβερνητικού προγράμματος, αλλά ούτε να δώσει μια πειστική απάντηση στο ερώτημα της συγκρότησης κυβέρνησης και της κυβερνητικής σταθερότητας. Είναι έτσι πιθανό, τα μεσαία στρώματα που τώρα εκδηλώνουν τη δυσαρέσκειά τους, να επιστρέψουν στο εκλογικό «μαντρί» της ΝΔ, στις επόμενες εκλογές, ενώ παρά τις αντιδεξιές κορώνες, το ΠΑΣΟΚ θα συρθεί σε συγκυβέρνηση αν χρειαστεί.
Οι Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες
Η κυβέρνηση εφαρμόζει μια πολιτική «ήρεμων νερών» στις σχέσεις με την Τουρκία. Κατηγορείται ότι συζητάει για μια ουσιαστική συμφωνία καθορισμού ΑΟΖ χωρίς να διαρρέει ή να ενημερώνει για το περιεχόμενο των συζητήσεων. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να διαθέτει πλέον το αναγκαίο πολιτικό κεφάλαιο για να καταλήξει σε μια συμφωνία με την Τουρκία που να περιλαμβάνει και τον καθορισμό ΑΟΖ. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, σημειώνουμε τα εξής:
Οι ΑΟΖ είναι μια έννοια που προέκυψε το 1982 από την τρίτη διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας και τέθηκε σε ισχύ το 1994. Η ΑΟΖ ενός κράτους δεν απονέμεται «αριστίνδην» από το διεθνές δίκαιο, αλλά –σε περιοχές όπως η Μεσόγειος– απαιτεί διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες με τα λοιπά εμπλεκόμενα κράτη. Η χάραξη ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι διμερές ζήτημα σε ότι αφορά το Αιγαίο, αλλά απαιτεί πολυμερή συμφωνία για τις περιοχές Ανατολικά της Κρήτης και της Ρόδου. Σε αυτήν την περιοχή, έχουν λόγο και θα επηρεάσουν τις γραμμές χάραξης, οι υπόλοιπες χώρες της περιοχής: Κύπρος, Συρία, Λίβανος, Ισραήλ, Αίγυπτος, Παλαιστίνη. Το κύριο ζήτημα τριβής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σε αυτήν την περιοχή αφορά το Καστελόριζο. Το πολιτικό προσωπικό γνωρίζει ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις (νησί με μικρό πληθυσμό κοντά σε ενδοχώρα με πολλαπλάσιο πληθυσμό) το δικαστήριο της Χάγης αποφαίνεται υπέρ της ενδοχώρας απονέμοντας 0% επήρεια στο νησί. Παρόλα αυτά, το σύνολο του αστικού κομματικού συστήματος χρησιμοποιεί διπλή γλώσσα, αποφεύγει να πει την αλήθεια και ανέχεται να κυκλοφορούν από τα ΜΜΕ χάρτες που δείχνουν επήρεια του Καστελόριζου κατά 100%, αφήνοντας για την Τουρκία ένα μικρό τριγωνάκι Ανατολικά της Ρόδου. Οι χάρτες αυτοί δείχνουν τα απώτατα όρια της ελληνικής ΑΟΖ όπως ψηφίστηκαν από τη Βουλή το 2011 και περιγράφουν τις διεκδικήσεις της ελληνικής αστικής τάξης. Οι διεκδικήσεις αυτές φυσικά για να υλοποιηθούν προϋποθέτουν νίκη σε πόλεμο.
Αυτό είναι κάτι που όσοι σπεκουλάρουν πάνω στο ζήτημα αποφεύγουν να αναφέρουν. Πλέον, οι υπερπατριώτες παίρνουν θέση κατά της προσφυγής στο δικαστήριο της Χάγης, γνωρίζοντας ποια θα είναι η κατάληξη.
Όπως έχουμε ξαναγράψει, όσοι υπερπατριώτες σηκώνουν την παντιέρα της πλήρους ΑΟΖ στο Καστελόριζο, απλά δίνουν έναν καθαρό στρατιωτικό στόχο στην Τουρκία, καθώς η κατάληψη του Καστελόριζου από την Τουρκία λύνει το ζήτημα.
Δήμος Αθήνας
Στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές στην Αθήνα στηρίξαμε την υποψηφιότητα Παπαδάκη, προβάλλοντας το ζήτημα της διεκδίκησης του Δήμου που ο ίδιος ο Παπαδάκης έθεσε. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, δεν μπόρεσε να σχηματιστεί μια ενιαία παράταξη από τις κινήσεις που τον στήριξαν, ενώ ούτε οι ίδιες οι κινήσεις (οι δύο από τις τρεις που ήταν υπαρκτές) λειτουργούν πλέον.
Η παραίτηση Παπαδάκη από το δημοτικό συμβούλιο αποτελεί μια αρνητική εξέλιξη. Η πολιτική σημασία της αντικατάστασής του είναι η εγκατάλειψη της ιδιαίτερης κατεύθυνσης που έδωσε ο Παπαδάκης –με δεδομένους τους περιορισμούς που του έθετε το προγραμματικό έλλειμμα της συμμαχίας– που έδινε την κατεύθυνση της διεκδίκησης της εξουσίας. Επιπλέον, τη θέση του παίρνει μέλος της «Ανυπότακτης Αθήνας», κινηματίστικης κίνησης που προγραμματικά εμφανίζεται δεξιότερα ακόμα και από την δημοτική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Θέση μας παραμένει ότι ο Παπαδάκης δεν έπρεπε να παραιτηθεί και δεν έπρεπε να γίνει εναλλαγή, καθώς κάτι τέτοιο δυσκολεύει σημαντικά τη δυνατότητα να είναι εκ νέου υποψήφιος με αξιώσεις.
Η Ανατρεπτική Κίνηση Εργαζομένων Κατοίκων Αθήνας πρέπει να επιμείνει στη γραμμή της διεκδίκησης του Δήμου σε σύγκρουση με επιχειρήσεις, εκκλησία και μνημονιακό πλαίσιο, με προοπτική τη διεκδίκηση του Δήμου.
Γενικά συμπεράσματα
Η όξυνση των αντιθέσεων –προϊόν της καπιταλιστικής κρίσης του 2008– εκδηλώθηκε με τις πολεμικές αναμετρήσεις που είναι σε εξέλιξη και καθορίζει τις διεθνείς σχέσεις. Η κρίση δεν ξεπεράστηκε με την αναγκαία καταστροφή κεφαλαίου και αυτό εκδηλώνεται στις χαμηλές επιδόσεις των μεγάλων δυνάμεων του σύγχρονου καπιταλισμού, συμπεριλαμβανομένης και της Κίνας.
Η εισαγωγή της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) στην παραγωγή θα αυξήσει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και θα ενισχύσει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, ενεργοποιώντας τις «αιτίες που αντιδρούν», όπως η άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας και η συμπίεση του μισθού κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης.
Η προηγούμενη κρίση φορτώθηκε στην εργατική τάξη χωρίς να προκληθούν επαναστατικές αντιδράσεις. Η εξαφάνιση του Κομμουνιστικού Κινήματος από το προσκήνιο της ταξικής πάλης ήταν ο καθοριστικός παράγοντας. Η Ελλάδα αναδείχθηκε ως αδύναμος κρίκος του ιμπεριαλισμού, όμως και εδώ ίσχυσε η αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα. Στις γραμμές της Αριστεράς κυριαρχεί η άποψη ότι είναι αδύνατη η επανάσταση σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, καθώς θα αντιμετωπίσει αποκλεισμό, εμπορικές κυρώσεις και ίσως και στρατιωτική επέμβαση. Ωστόσο, η αστική τάξη δεν επεμβαίνει εκ των υστέρων, αλλά προσπαθεί να ματαιώσει κάθε επαναστατική δυνατότητα, ελέγχοντας τις οργανώσεις της εργατικής τάξης και ενισχύοντας αστικές και αντεπαναστατικές θεωρίες, μεταξύ των οποίων και αυτή για το αδύνατο της επανάστασης. Μια επαναστατική κίνηση σε μια χώρα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, όπως η Ελλάδα, θα ήταν εμβληματικό γεγονός και σημείο αναφοράς σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η έλλειψη επαναστατικής προοπτικής και η φθορά των «κεντρώων» φιλελεύθερων δυνάμεων οδηγεί στην ενίσχυση αντιδραστικών δυνάμεων, όπως ο Τραμπ, η AfD κλπ.. Όμως, και αυτές οι δυνάμεις, όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικό ρόλο είναι υποχρεωμένες να ακολουθήσουν τον ίδιο μονόδρομο. Είναι χαρακτηριστικός ο πρόσφατος –αναμενόμενος– «εμφύλιος» στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων πάνω στο μεταναστευτικό. Η στρατηγική όλων σχεδόν των ανεπτυγμένων κρατών είναι η συμπλήρωση του δημογραφικού κενού από τις μεταναστευτικές ροές και αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις αντιμεταναστευτικές ανοησίες που ταΐζουν το κοινό τους οι ακροδεξιοί. Αυτή η αντίθεση εκδηλώθηκε με αφορμή την επιλογή ενός Ινδού ως συμβούλου από τον ίδιο τον Τραμπ, αλλά και τη διατήρηση του καθεστώτος της βίζας για ειδικευμένους εργαζόμενους.
Η σύγκρουση του «Δυτικού ιμπεριαλισμού» (ΗΠΑ–ΕΕ–σύμμαχες χώρες) με τον άξονα Κίνας–Ρωσίας–Ιράν δεν αποτελεί μια αναβίωση του ψυχρού πολέμου. Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, οι λαϊκές δημοκρατίες –προϊόν άμεσο ή έμμεσο της Οκτωβριανής επανάστασης– ασκούσαν πίεση στις καπιταλιστικές χώρες, προβάλανε διαφορετικές αξίες και είχαν να επιδείξουν επιτεύγματα προς όφελος της εργατικής τάξης (πλήρης απασχόληση, δωρεάν υγεία, υψηλού επιπέδου δωρεάν παιδεία κλπ.). Κάτι τέτοιο δεν ισχύει σήμερα. Η ύπαρξη ενός ανταγωνιστικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, μπορεί να βοηθήσει μια επαναστατική προσπάθεια σε μια χώρα της Δύσης, καθώς ένα επαναστατικό καθεστώς μπορεί να αναζητήσει στήριξη εκεί. Σήμερα, ωστόσο, οι ανταγωνιστές της Δύσης αποτελούνται από καθεστώτα που δεν έχουν να δείξουν διαφορετικές αξίες και σε κάποιες περιπτώσεις είναι εξίσου αντιδραστικά. Η πάλη απέναντι σε αυτά τα καθεστώτα είναι καθήκον της εργατικής τάξης των χωρών αυτών. Η εργατική τάξη των δυτικών χωρών έχει καθήκον την επαναστατική ανατροπή σε κάποια από τις δυτικές χώρες και γι’ αυτό εύχεται και πρέπει να επιδιώκει έμπρακτα την ήττα της Δύσης στα μέτωπα των συγκρούσεων.
22.12.2024