Να σπάσουμε το κλίμα συναίνεσης

Να σπάσουμε το κλίμα συναίνεσης

ΟΧΙ στην εθνική ενότητα, στην ταξική συνεργασία. Την κρίση να πληρώσουν οι καπιταλιστές


Η μέχρι τώρα θητεία της νεοεκλεγμένης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, αξιοποιήθηκε στο έπακρο από την αστική τάξη για την καλλιέργεια του κατάλληλου κλίματος και την προετοιμασία του εδάφους για την επόμενη φάση στην οποία θα ξεδιπλωθεί η «αναγκαία» (για το κεφάλαιο) πολιτική. Σαν κεντρικό θέμα της περιόδου, αναδείχτηκε τόσο από τα αστικά κόμματα, όσο και από το σύνολο των αστικών μέσων ενημέρωσης, το ζήτημα της οικονομίας ενταγμένο σε συγκεκριμένο πλαίσιο ανάλυσης με κεντρική θέση ότι τα οικονομικά προβλήματα- η οικονομική κρίση, το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας - είναι «εθνικά» ζητήματα που η λύση τους απαιτεί θυσίες απ’ όλες τις τάξεις. Η αστική προπαγάνδα προβάλλει συγκεκριμένες απαντήσεις και απόψεις, φροντίζοντας να ψαλιδίσει τις όποιες προσδοκίες είχαν καλλιεργηθεί στα εργατικά στρώματα από την εκλογή της νέας κυβέρνησης.

Πλευρά της προσπάθειας καλλιέργειας κλίματος συναίνεσης είναι και το άνοιγμα της συζήτησης για τη διαφθορά, με τη σύγκλιση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών. Η κυβέρνηση με την κίνηση αυτή, επιδιώκει να εμφανιστεί σαν κυβέρνηση που είναι αποφασισμένη να λύσει το πρόβλημα της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, ώστε να μην πάνε χαμένες οι θυσίες κι έτσι να προσθέσει ένα ακόμα επιχείρημα στο οπλοστάσιό της, απέναντι στην κοινωνική δυσαρέσκεια που αναπόφευκτα θα εκδηλωθεί στην επόμενη φάση κλιμάκωσης της πολιτικής λιτότητας.

Όπως έχουμε ξαναγράψει, ο στόχος της περιόδου για την αστική τάξη, είναι η εμπέδωση κλίματος συναίνεσης και σε αυτόν το στόχο αξιοποιεί όλα της τα όπλα, από τα κόμματα και τα ΜΜΕ, μέχρι τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Η προσπάθεια αυτή αν και προς το παρόν δείχνει να αποδίδει καρπούς, με ένα μεγάλο τμήμα των εργαζόμενων να κινείται μεταξύ αυταπατών και αμήχανης αναμονής, μπορεί πολύ εύκολα να τιναχτεί στον αέρα, καθώς σε περίοδο κρίσης οι απότομες στροφές και οι απρόβλεπτες εξελίξεις γίνονται ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη της χώρας και η κυβέρνησή της κινείται σε τεντωμένο σχοινί, προσπαθώντας να ξεδιπλώσει την πολιτική που έχει ανάγκη για να ανταπεξέλθει στον διεθνή ανταγωνισμό, υπακούοντας όμως ταυτόχρονα σε μια σειρά περιορισμούς που της επιβάλει η κοινωνική κατάσταση και ο φόβος ανεξέλεγκτων κοινωνικών εκρήξεων.

Η επίθεση στο εισόδημα των δημόσιων υπαλλήλων που περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό είναι ένα πρώτο δείγμα γραφής τόσο της κυβερνητικής πολιτικής, όσο και των αντιφάσεων μέσα στις οποίες καλείται να χαράξει πολιτική η άρχουσα τάξη. Η μείωση μισθών σε τμήμα των μισθωτών του δημοσίου από τη μία είναι μια ασφαλής κίνηση, με την έννοια ότι δεν αναμένονται ιδιαίτερες αντιδράσεις, από την άλλη μεριά όμως, φθείρει ένα παραδοσιακό στήριγμα του αστικού καθεστώτος. Γιατί στήριγμα της αστικής τάξης ήταν οι δεκάδες χιλιάδες αργόμισθοι κρατικοί υπάλληλοι που πάντα ήταν υποταγμένοι στην εκάστοτε κυβέρνηση και συνολικά στο αστικό καθεστώς και που τώρα βλέπουν το εισόδημά τους να μειώνεται, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Αντίστοιχα διλλήματα υπάρχουν και σε σχέση με τμήμα των παραδοσιακών μεσαίων στρωμάτων, όπως π.χ. οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας επιβάλλει μια πολιτική περιορισμού της προκλητικής φοροδιαφυγής και άρα του εισοδήματός τους, πολιτική που όμως θα οδηγήσει τμήμα τους στην καταστροφή και την προλεταριοποίηση. Ταυτόχρονα, η ανάγκη για κοινωνική σταθερότητα απαιτεί μια ακριβώς αντίθετη πολιτική, δηλαδή τη διατήρηση της κοινωνικής συμμαχίας μεταξύ των στρωμάτων αυτών και της αστικής τάξης, συμμαχία που εξασφαλίζεται με το ζεστό – κρατικό σε τελική ανάλυση – χρήμα που αυτά τα στρώματα λυμαίνονται. Τέτοιου τύπου διλλήματα, που αναδεικνύουν σε τελική ανάλυση τις αντιφάσεις του συστήματος, θα καλούνται κάθε στιγμή να απαντήσουν τα αστικά επιτελεία.

Ωστόσο, η πιο κρίσιμη παράμετρος παραμένει η στάση της εργατικής τάξης συνολικά και στη δική της υποταγή στοχεύει κυρίως ο κυβερνητικός σχεδιασμός που εξελίσσεται τους τελευταίους μήνες. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινητοποιούνται όλες οι δυνάμεις της αστικής τάξης και αξιοποιούν όλο τους το οπλοστάσιο. Αξιοποιείται η κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας για να περιθωριοποιηθούν οι φωνές που μιλάνε για ανταγωνιστικές τάξεις με αντιτιθέμενα συμφέροντα, αποθεώνεται ο κοινοβουλευτισμός για να χτυπηθούν όσοι παλεύουν για να πάρει η εργατική τάξη τις τύχες της στα χέρια της, κινητοποιούνται οι μηχανισμοί της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας για να περιορίσουν τις όποιες αντιδράσεις και να διασπάσουν τους αγώνες.

Όσο η κρίση διαρκεί, δημιουργούνται γεγονότα που ποτέ δεν φτάνουν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και στα στούντιο των τηλεοπτικών καναλιών. Χρεοκοπίες επιχειρήσεων, κλεισίματα εργοστασίων και απολύσεις συμβαίνουν καθημερινά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Οι εξελίξεις αυτές βγάζουν στο δρόμο εργαζόμενους σε απεργίες και κινητοποιήσεις που μένουν όμως στα πλαίσια ενός χώρου δουλειάς ή ενός κλάδου, δεν συντονίζονται και δεν εντάσσονται σε μια οργανωμένη προσπάθεια συνολικής αγωνιστικής απάντησης, μένοντας τελικά αποσπασματικές και χωρίς αποτέλεσμα. Από τη μία έχουμε λοιπόν την αντικειμενική κατάσταση που προκαλεί αγώνες και κατεβάζει την εργατική τάξη στο δρόμο και από την άλλη την αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα, όπως αυτό εκφράζεται με την κυριαρχία των δυνάμεων αστικής επιρροής στο συνδικαλιστικό και γενικότερα στο εργατικό κίνημα, που στερεί από τους αγώνες την προοπτική, σπέρνει την απογοήτευση και βυθίζει την εργατική τάξη στην απελπισία.

Το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι το πώς θα γεννηθεί μια άλλη προοπτική. Μπορεί το άμεσο καθήκον να είναι το σπάσιμο του κλίματος συναίνεσης που προσπαθεί να επιβάλει η αστική τάξη, όμως η ματιά μας και οι στόχοι μας πρέπει να πηγαίνουν πιο μακριά. Όπως γνωρίζουμε ότι αγώνες θα ξεσπάνε έτσι κι αλλιώς κάτω από την πίεση της κατάστασης, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι και το πολιτικό σχέδιο που σήμερα υπηρετούν οι αστοί, αργά ή γρήγορα θα κλείσει τον κύκλο του και θα αντικατασταθεί από νέους σχεδιασμούς που πάντα θα υπηρετούν τον ίδιο στόχο. Η δράση επομένως, των πρωτοπόρων αγωνιστών του εργατικού κινήματος πρέπει να διαμορφώνει όρους που να δυσκολεύουν την αστική τάξη συνολικά. Αυτή η δράση πρέπει να ξεδιπλώνεται σε όλα τα επίπεδα. Από το πεδίο της ιδεολογίας, όπου πρέπει να αποδεικνύονται οι καταστροφικές συνέπειες της λογικής της ταξικής συνεργασίας και να γίνονται κτήμα των εργαζόμενων και αυτό να δένεται με την άμεση πρόταση για δράση και συσπείρωση στο σωματείο και με σχέδιο για το πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε την αδράνεια και την υπονομευτική δράση των συνδικαλιστικών κορυφών. Και βέβαια, συμπύκνωση όλων των προηγούμενων είναι το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης των επαναστατών κομμουνιστών. Εκεί πρέπει να εντοπίσουμε και τον κρίσιμο κρίκο για την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης. Στην οικοδόμηση κομμουνιστικής οργάνωσης που να μπορεί να προσανατολίζει το κίνημα και να μετράει αποτελέσματα στην οργάνωση της εργατικής αντίστασης και αντεπίθεσης.