[2012-12-14] Απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής 8-9 Δεκέμβρη

1. Η σύγκρουση ΕΕ – ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος

 

Η διαμάχη που εξελίχτηκε την περασμένη περίοδο ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Ε.Ε. είχε σχέση με το ποιος θα επωμιστεί τις απώλειες από την αδυναμία εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους. Τα δάνεια που αποτελούν το ελληνικό χρέος, είναι απαιτήσεις από ένα χρεοκοπημένο κράτος, δηλαδή απαιτήσεις που δεν μπορούν να εξοφληθούν.

Η εξυπηρέτηση αυτών των δανείων στηρίζεται σε ένα κράτος που βυθίζεται στην ύφεση. Η αδυναμία αποπληρωμής του χρέους αποτελεί εκδήλωση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου – στο βαθμό που το ποσοστό υπεραξίας παραμένει σταθερό - οδηγεί σε πτώση του ποσοστού κέρδους. Κατά αναλογία, η αύξηση του όγκου του συσσωρευμένου κεφαλαίου μειώνει το ποσοστό κέρδους που αυτό το κεφάλαιο αποδίδει. Στη φάση της ύφεσης, όταν το ποσοστό κέρδους πέφτει απότομα, τα δάνεια που έχουν συναφθεί σε προηγούμενες περιόδους με υψηλά επιτόκια μένουν ακάλυπτα και γίνεται αδύνατη η αποπληρωμή τους. Η συρρίκνωση της οικονομίας παρασύρει προς τα κάτω τα κρατικά έσοδα και καθιστά αδύνατη την αποπληρωμή του χρέους. Αυτό συνεπάγεται αδυναμία αποπληρωμής των δανείων και απώλειες για τους πιστωτές. Η σύγκρουση λοιπόν γίνεται για το ποια πλευρά θα επωμιστεί τη χασούρα.

 

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο άσκησε πίεση το προηγούμενο διάστημα για «κούρεμα» του χρέους του «επίσημου τομέα», δηλαδή του χρέους που κατέχουν τα κράτη μέλη της Ε.Ε. και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Πίεσε δηλαδή, για να υποστούν τις απώλειες οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές. Το ΔΝΤ μπόρεσε να ασκήσει αυτήν την πίεση από θέση ισχύος, έχοντας τις πλάτες των ΗΠΑ και απειλώντας να αποσυρθεί από την περαιτέρω χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους. Φυσικά, το ΔΝΤ απαιτεί την επιστροφή των κεφαλαίων που έχει δανείσει στο ακέραιο. Τα κεφάλαια αυτά προέρχονται από συνδρομές κρατών από όλο τον κόσμο (και των ευρωπαϊκών), και δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα κουρέματος για αυτά.

 

Το ΔΝΤ χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα το καταστατικό του, το οποίο απαγορεύει τη χρηματοδότηση χρεών που κρίνονται μη βιώσιμα και το οποίο όμως, παραβιάστηκε το 2010 για να συμμετέχει το ΔΝΤ στη χρηματοδότηση της Ελλάδας, καθώς το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της Ελλάδας ή κάποιου πιστωτικού γεγονότος σχετικού με το ελληνικό χρέος θα είχε ανεξέλεγκτες συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία.

 

Τα κεφάλαια που έχουν δανειστεί στο ελληνικό κράτος, δεν πρόκειται να αποδώσουν το αναμενόμενο αρχικά κέρδος. Αντίθετα, μπορεί να απομειωθούν ή να χαθεί μεγάλο μέρος τους. Αυτή η διαδικασία καταστροφής κεφαλαίου οδηγεί σε σύγκρουση με επίδικο το ποιανού το κεφάλαιο θα καταστραφεί. Σε αυτήν τη σύγκρουση, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός βρίσκεται σε θέση αδυναμίας και δέχεται μεγάλη πίεση. Ενδεχόμενο «κούρεμα» των δανείων που έχουν χορηγηθεί στην Ελλάδα, πέρα από απώλειες γερμανικών κρατικών κεφαλαίων, θα δημιουργήσει ένα ντόμινο προβλημάτων, καθώς απώλειες κρατικών κεφαλαίων, θα έχουν στο μερίδιο που τους αναλογεί και οι υπόλοιπες χώρες που συμμετέχουν στην ΕΚΤ και τον EFSF. Αυτό σημαίνει ότι χώρες που ήδη αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα θα επιβαρυνθούν με τμήμα του ελληνικού χρέους και κάποιες από αυτές θα αναγκαστούν να προσφύγουν στο μηχανισμό στήριξης, επιβαρύνοντάς τον, ίσως και πάνω από τα όριά του.

 

Η λύση που συμφωνήθηκε στο πρόσφατο Eurogroup, αποτελεί μια πολιτική συμφωνία που αποκρυσταλλώνει το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ε.Ε., δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά «αγοράζει χρόνο» για τη Γερμανία. Η συμφωνία αυτή δεν έχει καμία σχέση με τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα. Οι παραδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζεται ότι το χρέος θα βρίσκεται στο 124 % του ΑΕΠ το 2020, είναι εντελώς αυθαίρετες και φυσικά το ελληνικό χρέος δεν καθίσταται βιώσιμο σε καμία περίπτωση. Με τη συμφωνία αυτή μειώνεται η αποδοτικότητα των κεφαλαίων που έχει δανειστεί το ελληνικό κράτος, άρα ήδη οι ευρωπαίοι και ειδικά οι Γερμανοί καταγράφουν απώλειες. Το πρόβλημα φυσικά θα επανέλθει όσο η ύφεση παρατείνεται και όσο οι στόχοι που έχουν τεθεί από το μνημόνιο θα αναθεωρούνται διαρκώς προς τα κάτω και θα πρέπει να αναμένουμε σύντομα έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης.

 

Η σύγκρουση της Ε.Ε. με το ΔΝΤ σχετίζεται και με την επιρροή της κάθε δύναμης στις υπό διαμόρφωση ειδικές οικονομικές ζώνες του ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίες σχεδιάζεται να αποτελέσουν έναν κοινό «ευρωαμερικάνικο» χώρο, δηλαδή περιοχές από κοινού εκμετάλλευσης ευρωπαίων και αμερικάνων ιμπεριαλιστών.

 

 

2. Η θέση της ελληνικής αστικής τάξης, το αστικό πολιτικό σύστημα

 

Κατά τη διάρκεια της διετίας του μνημονίου, η αστική τάξη αποκόμισε σημαντικά κέρδη, κατάφερε να αφαιρέσει από τους εργαζόμενους κατακτήσεις δεκαετιών και να συμπιέσει σημαντικά τους μισθούς. Η αστική τάξη της χώρας ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα της στο διεθνή ανταγωνισμό συντρίβοντας το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Σε κάθε νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στον ανταγωνισμό της με την εργατική τάξη κι αυτό ισχύει και για το μνημόνιο Νο 3. Το νομικό περιβάλλον που καθόριζε τα εργατικά δικαιώματα έχει αλλάξει ριζικά σε βάρος των εργαζομένων.

 

Στόχος της αστικής τάξης της χώρας, εκτός από την ανατροπή του συσχετισμού με την εργατική τάξη – τον οποίο έχει σε μεγάλο βαθμό πετύχει – είναι η παραμονή στο ευρώ και φυσικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αστική τάξη της χώρας εξακολουθεί να στοιχίζεται πίσω από το μνημόνιο και να στηρίζει τις κυβερνήσεις που εφαρμόζουν τη μνημονιακή πολιτική. Ωστόσο, αρχίζουν να εμφανίζονται ρωγμές στο εσωτερικό της. Σύμπτωμα αυτών των ρωγμών είναι η σκανδαλολογία που κατά διαστήματα εμφανίζεται στην επικαιρότητα και η αλλαγή στάσης ορισμένων ΜΜΕ, που υιοθετούν «αντιμνημονιακούς τόνους».

 

Η αστική τάξη βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ είναι συνδεδεμένη με το ζήτημα του δημόσιου χρέους και η διαχείριση του χρέους είναι αποκλειστικά στα χέρια των πιστωτών, οι οποίοι θέλουν: 1. να εισπράξουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των δανείων, δηλαδή να περιορίσουν τις απώλειες τους και γι’ αυτό πιέζουν για σκληρότερη φορολογική πολιτική και άμεσες εισπράξεις 2. να αξιοποιήσουν την προνομιακή τους θέση έναντι της Ελλάδας, αποκτώντας περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου ή κατακτώντας καλύτερες θέσεις στην ελληνική αγορά για τα μονοπώλια τους.

 

Κατά συνέπεια, η κυβερνητική πολιτική γίνεται όλο και περισσότερο «αντιαναπτυξιακή», συρρικνώνοντας ακόμα παραπέρα την εσωτερική αγορά με τη βαριά φορολογία και πλήττοντας με αυτόν τον τρόπο τις επιχειρήσεις που απευθύνονται στην εσωτερική αγορά, δηλαδή κυρίως μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Παράλληλα ορισμένα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου (π.χ. φαρμακοβιομηχανίες) δέχονται σημαντική πίεση από μονοπώλια των πιστωτριών χωρών της Ε.Ε. που επιδιώκουν να διεισδύσουν στην ελληνική αγορά με προνομιακούς όρους. Τέτοια κίνηση ενδέχεται να εκδηλωθεί και στον τραπεζικό χώρο, με εξαγορές από μεγάλες τράπεζες του εξωτερικού (π.χ. Deutsche bank). Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι που εξασφαλίζουν αξιοποιώντας την ισχύ τους ρευστότητα με προνομιακό δανεισμό, θα αντιμετωπίσουν τεράστια πίεση. Γι’ αυτό και συγκεκριμένα ΜΜΕ σηκώνουν το ζήτημα του «κινδύνου αφελληνισμού του τραπεζικού συστήματος».

 

Η όποια αντιμνημονιακή διάθεση τμημάτων της αστικής τάξης, δεν συγκλίνει σε μια διαφορετική στρατηγική, σε κάποιο plan B της αστικής τάξης. Τα τμήματα αυτά της αστικής τάξης, αμφισβητούν επί μέρους πλευρές της κυρίαρχης αστικής διαχείρισης, ενώ κατά κανόνα αποδέχονται το στόχο της παραμονής στο ευρώ και την Ε.Ε. Είναι σημαντικό για την κατεύθυνση αυτών των αντιμνημονιακών διαθέσεων, το ότι η πλειοψηφία των μεσαίων στρωμάτων – τα μεσαία στρώματα της υπαίθρου – είναι φιλοευρωπαϊκά. Παρά τις προστριβές μεταξύ αστικών τμημάτων και τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και αμφισβητήσεις της κυβερνητικής πολιτικής, το σύνολο της αστικής τάξης στηρίζει – λιγότερο ή περισσότερο – το μνημόνιο, στο βαθμό που η χώρα εξακολουθεί να παραμένει στο ευρώ και την Ε.Ε, και η προοπτική της φτηνής πίστωσης από την ΕΚΤ παραμένει υπαρκτή.

 

Στόχος του πολιτικού συστήματος είναι να υπηρετήσει την παραμονή στο ευρώ. Το υπαρκτό ενδεχόμενο της χρεοκοπίας της χώρας και της εξόδου από την ευρωζώνη θα σημάνει γρήγορη ολοκλήρωση του κύκλου καταστροφής του κομματικού συστήματος της μεταπολίτευσης με την πλήρη διάλυση των κομμάτων που στηρίζουν τη σημερινή κυβέρνηση. Το σημερινό πολιτικό και κομματικό σύστημα δεν είναι «στημένο» για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, δεν μπορεί να υπηρετήσει κάποιο plan B.

 

Τέτοιο ολοκληρωμένο plan B δεν έχει ακόμα η αστική τάξη. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα σημαίνει σημαντική υποβάθμιση της ελληνικής α.τ. στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και θα τροποποιήσει τους στόχους και την προοπτική της. Θα αδυνατίσει η θέση της και εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά. Η εξέλιξη αυτή θα συνοδευτεί αναγκαστικά από πολιτική κρίση και κοινωνική αναταραχή. Η προσφυγή στην ανοιχτή βία θα γίνει πολύ πιθανή επιλογή, με τους φασίστες να αποκτούν αναβαθμισμένο ρόλο. Ακόμα όμως και με τη χρεοκοπία να αναβάλλεται προς το παρόν, τα κόμματα της κυβέρνησης παρά τους επικοινωνιακούς πανηγυρισμούς, χρεώνονται τη συνεχιζόμενη ρήξη των συμμαχιών της αστικής τάξης και δεν αποφεύγουν την πολιτική φθορά.

 

Οι κεντρικές επιλογές της αστικής τάξης εξυπηρετούνται από τη σημερινή τρικομματική κυβέρνηση, καθώς δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική κυβερνητική λύση. Γι’ αυτό η κυβέρνηση Σαμαρά θα στηριχτεί από την αστική τάξη με όλες της τις δυνάμεις και θα εξαντλήσει όποια χρονικά περιθώρια της επιτρέψουν οι εξελίξεις, κυβερνώντας με Προεδρικά Διατάγματα και με συστηματική παράκαμψη των κοινοβουλευτικών διαδικασιών – όπως είδαμε με το νέο φορολογικό νόμο – κουρελιάζοντας το Σύνταγμα και διασύροντας τον - ήδη φθαρμένο – κοινοβουλευτισμό.

 

Η αστική τάξη παίρνει συγκεκριμένα μέτρα ενίσχυσης των κομμάτων και σχηματισμών που υλοποιούν την πολιτική αυτή, την πολιτική των μνημονίων. Σε αυτή την κατεύθυνση βρίσκεται η οργανωμένη επιχείρηση, από την αστική τάξη και τα κόμματά της, δραστικού περιορισμού και αποψίλωσης αντιμνημονιακών κομμάτων αστικής κατεύθυνσης.

 

Με δεδομένη την απόφαση του ΚΚΕ να απέχει από την πάλη για την εξουσία και την κυβέρνηση, η επιχείρηση αυτή στοχεύει και στην απομόνωση του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος πρέπει να μείνει εντελώς μόνος και να αποφευχθεί κάθε περίπτωση σχηματισμού αντιμνημονιακής κυβέρνησης, στην περίπτωση που θα το ήθελε. Την ίδια στιγμή η προσπάθεια «προσαρμογής» του συνεχίζεται.

 

Σε αυτή την κατεύθυνση, στην κατεύθυνση ενίσχυσης των μνημονιακών δυνάμεων και απομόνωσης του ΣΥΡΙΖΑ, θα κινείται και ένας νέος εκλογικός νόμος τον οποίο επεξεργάζονται τα επιτελεία της κυβέρνησης.

 

Η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά αποτελεί από καιρό τώρα, μειοψηφία. Έχει απονομιποποιηθεί στην συνείδηση της πλατιάς εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Η σύντομη απονομιμοποίηση όλων των κυβερνήσεων από το 2009 μέχρι τώρα, οι γρήγορες αυτές αλλαγές, δείχνουν την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία. Μια κατάσταση η οποία έχει πολλά από τα στοιχεία τα οποία συνιστούν επαναστατική κατάσταση, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση άμπωτης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ένα μαζικό αυθόρμητο ξέσπασμα, ως αποτέλεσμα της μεγάλης πίεσης που δέχονται η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος και εκμεταλλευόμενος λαός, είναι πολύ πιθανό. Η απάντηση των κομμάτων και οργανώσεων που έχουν εργατική αναφορά σε μια τέτοια προοπτική, δεν μπορεί να περιορίζεται σε αιτήματα ή ευχές για εκλογές. Η απάντηση πρέπει να είναι δυναμική, με οργάνωση της δράσης στην κατεύθυνση της ανατροπής της κυβέρνησης και την εγκαθίδρυση εργατικής κυβέρνησης.

 

 

3. Το εργατικό κίνημα

 

Το διάστημα μετά τις εκλογές καταγράφεται μικρή υποχώρηση της παρέμβασης του εργατικού – λαϊκού παράγοντα. Αυτό εκφράζεται με την πεσμένη συμμετοχή στις απεργίες και με την αντίστοιχη συμμετοχή στις συγκεντρώσεις. Αναπτύσσονται αγώνες από τμήματα της εργατικής τάξης που δέχονται επίθεση, αλλά αυτοί παραμένουν απομονωμένοι και φαίνεται σήμερα να είναι πολύ πιο δύσκολος ο συντονισμός και η οργάνωση της αγωνιστικής συμπαράταξης. Η κατάσταση αυτή είναι συνέπεια των πληγμάτων που έχουν δεχτεί οι εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις από την κρίση, αλλά και από την εφαρμογή του μνημονίου. Το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας σε ολόκληρους κλάδους έχει οδηγήσει σε εκτόξευση της ανεργίας και σε παράλυση τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του κλάδου (π.χ. Οικοδόμοι, σε συνδυασμό βέβαια και με τη γραμμή των μαζικών τους οργάνων). Παράλληλα, η συστηματική κατεδάφιση του νομοθετικού πλαισίου για τις εργασιακές σχέσεις, έχει αναδείξει τις χρόνιες παθογένειες των συνδικαλιστικών οργανώσεων και τις έχει οδηγήσει σε αδυναμία να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των μελών τους. Οι συλλογικές συμβάσεις - όπου υπογράφονται –κατά κανόνα καταλήγουν σε μειώσεις μισθών, ενώ το σ.κ. αδυνατεί να βάλει φρένο στις απολύσεις και την εργοδοτική αυθαιρεσία.

 

Η εκτόξευση της ανεργίας και η καθίζηση του εργατικού εισοδήματος, έχει οδηγήσει ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης στα όρια της επιβίωσης. Ο Οκτώβρης έκλεισε με 204.000 παραπάνω ανέργους στην ΕΕ, σε σχέση με το Σεπτέμβρη. Στην ευρωζώνη, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δίνουν τα κράτη, το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται στο 11,7% που αντιστοιχεί σε 18,7 εκ ανέργους ενώ στο σύνολο της ΕΕ το νούμερο φτάνει τα 25,9 εκ ανέργους. Ο πραγματικός αριθμός είναι σαφώς μεγαλύτερος καθώς τα νούμερα προκύπτουν με τον αποκλεισμό από τους δείκτες ανεργίας ατόμων που έχουν κάνει έστω και 2 μεροκάματα, τους φοιτητές κτλ. Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στους νέους κάτω των 25 (57%) και στις γυναίκες (29%).

 

Όσο η «πάλη για την ατομική ύπαρξη» κυριαρχεί στη ζωή όλο και περισσότερων εργαζόμενων, τόσο τραβιούνται μακριά από την οργανωμένη πάλη και τη συλλογική διεκδίκηση. Καμία μορφή οργάνωσης δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να οργανώσει αποτελεσματικά την πάλη ενάντια στη φορολογική επιδρομή, τα χαράτσια και τις κατασχέσεις. Ούτε το σ.κ. μπόρεσε να απαντήσει το ζήτημα, αλλά ούτε και οι πολιτικές οργανώσεις κατάφεραν κάτι παραπέρα από συμβολικές διαμαρτυρίες. Οι «λαϊκές συνελεύσεις» που ασχολήθηκαν με το ζήτημα δεν μπόρεσαν να έχουν σημαντικά αποτελέσματα. Τα ζητήματα της επιβίωσης, αναδεικνύονται εκ των πραγμάτων σε σημαντική πλευρά της σημερινής κατάστασης. Χρειάζεται μια πολιτική δύναμη να πάρει την ευθύνη της σύγκρουσης με το κράτος και σε αυτό το πεδίο, βοηθώντας την αυτοοργάνωση των εργαζόμενων και ξεπερνώντας αναγκαστικά τα όρια της αστικής νομιμότητας.

 

Οι τάσεις διάλυσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων και οι συνέπειες της πτώσης του βιοτικού επιπέδου, ενισχύουν την υποχώρηση των εργατικών αγώνων σε συνδυασμό με την έλλειψη πολιτικής προοπτικής που να ενισχύει την αγωνιστική ανάταση και την αυτοοργάνωση των εργαζομένων. Η πορεία αποσύνθεσης των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων συνδέεται άρρηκτα με την απουσία άμεσης πολιτικής πρότασης εξόδου από την κρίση, με σχετικά μαζική υποστήριξη, από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Ο μοναδικός δρόμος για την αναζωογόνηση των συνδικάτων και την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, είναι η πολιτικοποίησή του αγώνα τους σε προλεταριακή κατεύθυνση, καθώς ακόμα και το μικρότερο πρόβλημα της εργατικής τάξης συνδέεται με την πολιτική πάλη. Η ικανοποίηση των εργατικών διεκδικήσεων περνάει μέσα από την πτώση της κυβέρνησης και εργαλείο γι’ αυτό είναι η γενική πολιτική απεργία διαρκείας.

 

Η προοπτική της αριστερής κυβέρνησης που συγκίνησε την εργατική τάξη στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μάη και του Ιούνη έχει απονευρωθεί από τα χαρακτηριστικά που συσπείρωναν τα εργαζόμενα στρώματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ λύνει τις προγραμματικές του αντιφάσεις προσαρμόζοντας το πρόγραμμά του στα συμφέροντα της αστικής και μικροαστικής τάξης. ενώ ταυτόχρονα αποκοιμίζει την εργατική τάξη παραπέμποντας τη λύση των προβλημάτων στις εκλογές. Η πρόσφατη συνδιάσκεψή του ολοκλήρωσε και επικύρωσε τη στροφή που ξεκίνησε μετά τις εκλογές του Μάη. Η αξιοσημείωτη παρουσία της αριστερής αντιπολίτευσης στη συνδιάσκεψη, αναδεικνύει την αστάθεια του ΣΥΡΙΖΑ και τις μεγάλες διαφορές που συμβιώνουν στο εσωτερικό του. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να παραμένει ενιαίος ως κόμμα της αντιπολίτευσης, στην προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά αντιμετωπίζει κίνδυνο διάλυσης ως κόμμα που πρέπει να σχηματίσει κυβέρνηση ή ακόμα περισσότερο ως κόμμα που αναλαμβάνει κυβερνητικές ευθύνες. Η μετατόπισή του έχει συνέπειες και στην παρουσία του στο κίνημα, ενισχύοντας τις τάσεις υποχώρησης.

 

Στην κομμουνιστική Αριστερά, παρά την επιμονή των ηγετικών ομάδων στο σεχταρισμό και στην αποτυχημένη πολιτική που οδήγησε σε συντριβή τον Ιούνη, έχει ανοίξει συζήτηση στη βάση των οργανώσεων, πάνω στα ζητήματα φυσιογνωμία και τακτικής του κινήματος.

Δείγμα του αναβρασμού που έχει προκληθεί από το εκλογικό αποτέλεσμα είναι ο πληθωρισμός πρωτοβουλιών που εμφανίστηκε τους τελευταίους μήνες, με κάποιες από τις οποίες είχαμε επαφή.

 

Όσο μας αφορά, συμμετείχαμε μετά από σχετική πρόσκληση σε προπαρασκευαστικές συζητήσεις με μερίδα μελών της ΑΡΑΝ, την Κομμουνιστική Ανανέωση, το Ξεκίνημα και την “Παρέμβαση για την Ανασυγκρότηση της Κομουνιστικής Αριστεράς” (πρώην μέλη της ΚΟΕ) για την πρωτοβουλία που κατόπιν έγινε δημόσια γνωστή ως “πρωτοβουλία των 1000”.

 

Το πρόγραμμα που κατατέθηκε ως βάση αυτού του εγχειρήματος είναι ελλιπές και αντιφατικό. Το σύνθημα της μονομερούς διαγραφής του χρέους μετατρέπεται σε “μη αναγνώριση του χρέους και άμεση παύση πληρωμών του”. Η έξοδος απ΄ την ΕΕ δεν διακηρύσσεται ανοιχτά αλλά μόνο “ως αποτέλεσμα της προσπάθειας υλοποίησης αυτού του προγράμματος”. Η “εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών” και η “εθνικοποίηση των πιο κρίσιμων και στρατηγικών τομέων και επιχειρήσεων της οικονομίας” συνδυάζεται με “βαριά φορολογία στο κεφάλαιο, άρση του τραπεζικού απόρρητου των μεγαλοκαταθετών”, γεννώντας αμέσως το ερώτημα: με τον όρο “εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση” εννοείται η απαλλοτρίωση των μεγαλοκαταθετών και του μεγάλου κεφαλαίου ή απλά ο “έλεγχος” τους;

 

Η “πρωτοβουλία” γίνεται αντιληπτή ως ένα εργαλείο για τη διαμόρφωση μια πολιτικής συμφωνίας γύρω από το σύνθημα “καμία θυσία για το ευρώ” η οποία βαφτίζεται “ριζοσπαστική ανασύνθεση της Αριστεράς” και έτσι ο εντελώς συγκεκριμένος πολιτικός ρόλος αυτού του εγχειρήματος γίνεται αντικειμενικά το “σταμάτημα των ταλαντεύσεων” και η ανοιχτή αποδοχή από τον ΣΥΡΙΖΑ του ίδιου του δικού του συνθήματος “καμία θυσία για το ευρώ” προκείμενου να οδηγηθούμε στη “ριζοσπαστική ανασύνθεση της Αριστεράς”. Οριοθετείται στα πλαίσια μιας συμπαράταξης των δυνάμεων της Αριστεράς στη βάση ενός προγράμματος, θεμέλια λίθος του οποίου είναι το σύνθημα “καμία θυσία για το ευρώ” και πολιτικός στόχος μια κυβέρνηση της Αριστεράς με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ που θα αποτελέσει “την απαρχή μιας πορείας ανάτασης του λαϊκού κινήματος και συγκρούσεων με το παρελθόν”.

 

Η προγραμματική και πολιτική κατεύθυνση που δίνουν οι παραπάνω οργανώσεις στην πρωτοβουλία τους, μέσα από το κείμενο που υπογράφουν, δεν μας έβρισκε σύμφωνους και δεν επέτρεπε την περαιτέρω συμμετοχή μας στο εγχείρημα. Αναλυτικότερη τοποθέτηση υπάρχει στο φύλλο Νοεμβρίου της Εργατικής Πολιτικής.

 

Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία αποτελεί σύμπτωμα της αδυναμίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να απαντήσει στο ζήτημα της διεκδίκησης της εξουσίας. Εξ αιτίας αυτής της αδυναμίας της, έχουν δημιουργηθεί φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της.

 

Η εμφάνιση της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας - παρά τις αντιφάσεις της τοποθέτησής της – αποτελεί αφορμή για το άνοιγμα της συζήτησης πάνω στο ζήτημα αυτό.

 

Ανάλογη πρωτοβουλία πήρε και η ΑΡ.ΑΝ. Στόχος της είναι η συγκρότηση ενός (σύμφωνα με την γκραμσιανή παράδοση) ιστορικού μπλοκ το οποίο θα αποτελέσει το αντίβαρο στη δεξιά στροφή του ΣΥΝ και της ένδειας που επικρατεί στην αντικαπιταλιστική και επαναστατική αριστερά, προσελκύοντας κομμάτια του ΡΙΖΑ και της βάσης του ΚΚΕ. Πίσω από την πρωτοβουλία έχουν στο μυαλό τους την μετεξέλιξη του και τη συγκρότηση ενός "ριζοσπαστικού αριστερού μετώπου" που θα θέτει εξειδικευμένο το μεταβατικό πρόγραμμα και θα θέτει ζήτημα κυβέρνησης.

 

Η πιο σοβαρή εξέλιξη ωστόσο, είναι ότι το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης έχει τεθεί στην τρέχουσα συζήτηση. Μια σειρά δυνάμεις (ΕΕΚ, Εμπρός, δυνάμεις μέσα και έξω από το ΚΚΕ, κ.α) υιοθετούν - με διαφοροποιήσεις - τη γραμμή, την οποία εμείς προβάλαμε με συνέπεια, για ενιαίο εργατικό μέτωπο με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης.

 

Ανάλογης ποιότητας ζήτημα είναι η συζήτηση που έχει ανοίξει με αφορμή το άρθρο του Π.Π που υιοθετεί το θεωρητικό πλαίσιο αναφοράς μας, δηλαδή τα συνέδρια της 3ης διεθνούς που θέτουν το στόχο της εργατικής κυβέρνησης, παρ’ όλο που δεν παίρνει καθαρή θέση για το μεταβατικό πρόγραμμα και το τι σημαίνει εργατική κυβέρνηση σήμερα. Η αντιπαράθεση που έγινε στο συγκεκριμένο άρθρο, συνέβαλε επίσης στη διάδοση των θέσεων της 3ης διεθνούς για το ζήτημα. Αυτό πρέπει να αποτελέσει αφορμή για να επαναφέρουμε με όσο το δυνατόν πιο μαζικό τρόπο την πολιτική μας πρόταση στο προσκήνιο.

 

 

4. Τα καθήκοντα της οργάνωσης

 

Άμεσο καθήκον είναι να παρέμβουμε στη συζήτηση που έχει ανοίξει σε σχέση με την άμεση πολιτική πρόταση και την εργατική κυβέρνηση…

 

Παράλληλα, θα επιδιώξουμε νέο κύκλο επαφών με τις δυνάμεις που είτε τοποθετούνται σε κοντινές με τις δικές μας θέσεις είτε προβληματίζονται πάνω στο ζήτημα της πολιτικής προοπτικής και αναζητούν άμεση πολιτική πρόταση (ΑΡ.ΑΝ, Μέτωπο, Κόκκινο, Κομμουνιστική Ανανέωση, ΟΚΔΕ Σπάρτακος, Περιεκτική Δημοκρατία, Εμπρός, Εργατική Δημοκρατία, όμιλοι σκέψης, πολιτικά πρόσωπα, ανένταχτοι Αριστεροί και αγωνιστές του κινήματος). Θα επιδιώξουμε επίσης, μια πολιτική εκδήλωση στην Αθήνα με αυτό το θέμα, με στόχο να απλώσουμε κι άλλο τη συζήτηση αλλά και με συγκεκριμένη στόχευση, την συγκρότηση Πρωτοβουλίας για το ενιαίο μέτωπο.

 

Μετά την πρώτη εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του σ. Μπατίκα στην Αθήνα, η οποία ήταν πετυχημένη, οι ΟΒ της επαρχίας πρέπει να προγραμματίσουν ανάλογες εκδηλώσεις στις υπόλοιπες πόλεις. Οι παρουσιάσεις του βιβλίου αποτελούν ιδεολογική-θεωρητική και πολιτική παρέμβαση της οργάνωσης και πρέπει να αξιοποιούνται ανάλογα.

 

Στο συνδικαλιστικό κίνημα, η πάλη για πολιτικοποίηση του αγώνα των σωματείων, πρέπει να συνδυαστεί με πρωτοβουλίες που θα απαντάνε στα ζητήματα επιβίωσης.

 

Στο επόμενο διάστημα, με την υλοποίηση των μέτρων του 3ου μνημονίου, η κατάσταση της εργατικής τάξης θα επιδεινωθεί δραματικά. Η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ που προβλέπεται, σημαίνει κλείσιμο επιχειρήσεων και εκτίναξη της ανεργίας σε πολύ υψηλά ποσοστά. Η δραστική μείωση των μισθών και συντάξεων, το κόψιμο των δώρων σε όλες τις κατηγορίες μισθωτών του δημοσίου και των συνταξιούχων, πράγμα που θα επιχειρήσουν και για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα μέσα στο ’13, η αύξηση της φορολόγησης και ο δραστικός περιορισμός των επιδομάτων θα σηματοδοτήσουν μια κατάσταση ραγδαίας επιδείνωσης της κατάστασης που βιώνει η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Για το λόγο αυτό πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένος προσανατολισμός διεκδικήσεων που θα στοχεύουν στην προστασία της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από την λιμοκτονία.

 

Να οργανωθεί άμεσα η πάλη για συσσίτια σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης, στην προσχολική αγωγή και στους βρεφονηπιακούς σταθμούς με ευθύνη των ΕΛΜΕ και σε συνεργασία με τα 15μελή και τους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων.

 

Συσσίτια στα Εργατικά Κέντρα για τους άνεργους με ευθύνη των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ήδη στα χέρια των Εργατικών Κέντρων και της ΓΣΕΕ βρίσκονται λίστες με ονόματα ανέργων οι οποίοι συμμετείχαν στο πρόγραμμα 5μηνης απασχόλησης. Οι λίστες αυτές μπορούν εύκολα να συμπληρωθούν με ευθύνη των συνδικαλιστικών οργανώσεων ανά κλάδο. Συσσίτια στα ΚΑΠΗ με ευθύνη των οργάνων που εκλέγονται σε αυτά.

 

Τα συσσίτια πρέπει να γίνουν αντικείμενο άμεσης διεκδίκησης από το μαζικό κίνημα. Από τα Εργατικά Κέντρα, τις Ομοσπονδίες, τα σωματεία, την ΓΣΕΕ, τα μαθητικά συμβούλια, τους Συλλόγους γονέων, τις οργανώσεις των συνταξιούχων και των ανέργων, τις εργατικές-λαϊκές επιτροπές στις γειτονιές.

 

Το κράτος και η κυβέρνηση, οι δήμοι και οι Περιφέρειες, πρέπει να βρεθούν απέναντι σε αυτή την διεκδίκηση και να αναλάβουν την ευθύνη για την λιμοκτονία που απειλεί άμεσα την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, δίνοντας άμεση λύση.

 

Πολλοί δήμοι διοργανώνουν φιέστες και χάπενινγκ τις μέρες των γιορτών ξοδεύοντας εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, την στιγμή που μεγάλο μέρος του πληθυσμού αδυνατεί να επιβιώσει, ή επιβιώνει σε συνθήκες εξαθλίωσης χωρίς θέρμανση και ηλεκτρικό. Την στιγμή που δεκάδες παιδιά λιποθυμούν στα σχολεία από πείνα, εκατοντάδες σχολεία λειτουργούν χωρίς θέρμανση, χιλιάδες άστεγοι περιφέρονται και αναζητούν τροφή, μικρά παιδιά απανθρακώνονται λόγω των κακών συνθηκών διαβίωσης. Τα θεάματα, τα οποία δεν συνοδεύονται ούτε καν από άρτο, δεν πρόκειται να σκεπάσουν την πραγματική κατάσταση που βιώνει η ελληνική κοινωνία, την κατάσταση φτώχειας, ανεργίας, εξαθλίωσης, πείνας, λιμοκτονίας και βάρβαρων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης.

 

Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου και οι Γερμανοί κατακτητές υποχρεώθηκαν κάτω από την λαϊκή διαμαρτυρία που εκφράστηκε με συλλαλητήρια και απεργίες που οργάνωσε το ΕΑΜ, να παρέχουν συσσίτια μέσω διάφορων οργανισμών στο λαό που πέθαινε από την πείνα. Το ίδιο πρέπει να γίνει και τώρα, το ίδιο πρέπει να κάνει και η σημερινή κυβέρνηση.

 

Οι σύντροφοί μας στις ΕΛΜΕ, στα σωματεία, παντού όπου βρίσκονται, να βάλουν το ζήτημα της διεκδίκησης από το κράτος συσσιτίων. Επίσης, να απευθυνθούν σε σωματεία νοσοκομείων για την ιατρική περίθαλψη των μαθητών, των ανέργων χωρίς ασφάλιση, σε συνεργασία με την Ομοσπονδία Νοσοκομειακών Γιατρών η οποία έχει αντίστοιχη απόφαση.

 

Η παρέμβασή μας στο μαζικό κίνημα πρέπει να γίνει πιο διακριτή, επικεντρώνοντας στα άμεσα προβλήματα και υπηρετώντας την αναγκαιότητα να υιοθετηθούν από το μαζικό κίνημα πολιτικά αιτήματα και στόχοι πάλης, στην κατεύθυνση της ανατροπής της κυβέρνησης με απεργία διαρκείας.

 

Τέτοιοι στόχοι πάλης, εκτός των άλλων στόχων, πρέπει να είναι: Μονομερής διαγραφή του δημόσιου χρέους, εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία.

 

  • Να υπογραφεί ΕΓΣΣΕ και κλαδικές ΣΣΕ με γενικευμένη και αναδρομική ισχύ και αποκατάσταση των εργατικών μισθών στο ύψος του 2009, με αυξήσεις που θα ενσωματώνουν τον πληθωρισμό. Να καταργηθούν όλοι οι αντεργατικοί νόμοι και τα προεδρικά και άλλα διατάγματα, οι υπουργικές αποφάσεις που καταστρατήγησαν εργατικά δικαιώματα. Καταγγελία των μνημονίων και κατάργηση των δανειακών συμβάσεων.

  • Δουλειά για όλους με πλήρη δικαιώματα – ενιαίο συνεχές ωράριο εργασίας με 7ωρο-35ωρο 5νθήμερο. Κάτω η ληστρική φορολόγηση και τα χαράτσια

  • Άμεση προστασία των ανέργων. Ταμείο ανεργίας χωρίς προϋποθέσεις μέχρι να βρει δουλειά ο άνεργος, αύξηση του επιδόματος ανεργίας, πλήρης ασφαλιστική κάλυψη για όλο το διάστημα ανεργίας, υπολογισμός του χρόνου ανεργίας στον ασφαλιστικό χρόνο.

  • Απαγόρευση δια νόμου των απολύσεων.

  • Όχι στο κλείσιμο των μεγάλων επιχειρήσεων συνέχιση της λειτουργίας τους με κρατική διοίκηση και δεσμευτικό εργατικό έλεγχο. Κατάργηση του επιχειρηματικού και τραπεζικού απορρήτου, δήμευση της περιουσίας των καπιταλιστών που κηρύσσουν πτώχευση των επιχειρήσεών τους, ή σαμποτάρουν την παραγωγή. Επιτροπές εργατικού ελέγχου στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις και συνέχιση της λειτουργίας των εργοστασίων που κλείνουν ή υπολειτουργούν οι καπιταλιστές με κρατική διοίκηση και εργατικό έλεγχο.

  • Δωρεάν, δημόσια και αναβαθμισμένη, υγεία-πρόνοια-παιδεία. Άμεση χρηματοδότηση των νοσοκομείων που σήμερα υπολειτουργούν.

  • Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη! Να παγώσει κάθε πλειστηριασμός σε πρώτη κατοικία.

  • Η περιουσία του ΟΕΚ-ΟΕΕ να αποδοθεί στους εργαζόμενους και στους μαζικούς τους φορείς, διότι αυτοί την δημιούργησαν. Να καταργηθούν άμεσα οι εργατικές εισφορές υπέρ αυτών των οργανισμών, πράγμα που έγινε με τις εργοδοτικές εισφορές, και να προστεθούν στο μεροκάματο που καταβάλλεται στο χέρι. Να τιμωρηθούν όλοι οι υπεύθυνοι για την λεηλασία της εργατικής περιουσίας, για την λεηλασία και την χρεοκοπία των ασφαλιστικών μας ταμείων.

 

Το ζήτημα της πολιτικής απεργίας διαρκείας για να πέσει η κυβέρνηση, αποτελεί κρίσιμο ζήτημα και κριτήριο ικανότητας ή μη, των δυνάμεων στις οποίες αναφερόμαστε οι οποίες κινούνται στην κατεύθυνση του ενιαίου μετώπου, στο να κάνουν συγκεκριμένα και συγκροτημένα βήματα στην κατεύθυνση της ενιαιομετωπικής πάλης, και η κοινή συμπόρευση όλων των δυνάμεων στο κίνημα με το παραπάνω αίτημα, αποτελεί ουσιαστική ενοποιητική διαδικασία η οποία άπτεται της ουσίας του μετώπου.