Προσυνεδριακός Διάλογος - Γιώργος Κωσταντακόπουλος

Να ξαναστήσουμε το κομμουνιστικό όραμα πάνω στα μαρξιστικά του θεμέλια


Σύντροφοι,

Αυτοί που προ 15ετίας διατυπώσαμε στο 1ο τεύχος της Αριστερής Ανασύνταξης τις «Θέσεις για την ενότητα των κομμουνιστών», διαπνεόμασταν από τη βαθιά πεποίθηση ότι μόνο ο μαρξισμός – λενινισμός, η επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξης, μπορεί να μας δώσει τις απαντήσεις που είναι απαραίτητες για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και τον επαναπροσδιορισμό της κομμουνιστικής προοπτικής. Το πιστεύαμε αυτό την εποχή της ιστορικής ήττας του κομμουνιστικού κινήματος, της αποϊδεολογικοποίησης και αποδιοργάνωσης του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, της λυσσαλέας επίθεσης της αστικής ιδεολογίας ενάντια στο μαρξισμό, του «αναπροσανατολισμού» μεγάλων τμημάτων της Αριστεράς σε ποικίλα αστικά ιδεολογήματα που παρουσιάζονταν ως τάσεις «ανανέωσης». Είχαμε ωστόσο την αισιοδοξία ότι η ίδια η ταξική πάλη θα συνεχίσει να γεννά ανήσυχα πνεύματα και πρωτοπόρες συνειδήσεις και ότι αυτή η πάλη, που διεξάγεται στη συνείδηση των πρωτοπόρων αγωνιστών ως θεωρητική πάλη πρωτίστως, θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα στην ενίσχυση της προσπάθειάς μας και κάθε παρόμοιας με νέες δυνάμεις και μακροπρόθεσμα στην ενότητα των κομμουνιστών.

Σήμερα, με την ενωτική συνδιάσκεψη των οργανώσεων Αριστερή Ανασύνταξη και Εργατική Πολιτική γίνεται ένα πρώτο βήμα. Όχι μόνο για την ενότητα των κομμουνιστών αλλά και για την ανάπτυξη των πολιτικών μας θέσεων στην κατεύθυνση να προσεγγίσουμε το παρόν και το μέλλον του εργατικού κινήματος βασιζόμενοι στο μαρξισμό – λενινισμό.

Το ζήτημα των αιτιών της αποτυχίας της πρώτης απόπειρας του προλεταριάτου να οικοδομήσει το σοσιαλισμό είναι κεντρικό και απολύτως ενδεικτικό του κατά πόσο η μαρξιστική θεωρία είναι η επαρκής βάση, στην οποία θα στηριχθεί το σύγχρονο επαναστατικό κίνημα για να μελετήσει τη συσσωρευμένη εμπειρία του. Μία πρώτη προσπάθεια να προσεγγίσουμε με μαρξιστικές αρχές το εν λόγω ζήτημα, μας οδήγησε το 1992 στη διατύπωση των παρακάτω συμπερασμάτων:


α) Στη Σοβιετική Ένωση και κατά προέκταση σε όλες τις χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», ουδέποτε οικοδομήθηκε ο σοσιαλισμός, δηλαδή η πρώτη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας. Ο σοσιαλισμός, ως ανώριμος κομμουνισμός, είναι αταξική κοινωνία και δεν είναι δυνατό για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους να αναπτυχθεί σε μία χώρα ή μία μικρή ομάδα χωρών, παρά μόνο στο μεγαλύτερο τμήμα του αναπτυγμένου κόσμου.

β) Στην επαναστατική Ρωσία υπήρχαν όλα τα χαρακτηριστικά, στη βάση και το εποικοδόμημα, της πολιτικής μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ωστόσο μετά από μία σύντομη περίοδο ανάπτυξης αυτών των χαρακτηριστικών, περάσαμε σε μία παρατεταμένη διαστρέβλωσή τους και στην κοινωνική παρακμή.

γ) Η γραφειοκρατία, τα διευθυντικά εκείνα στρώματα που αυτονομήθηκαν από το προλεταριάτο και εναντιώθηκαν στην ανάπτυξη των σοσιαλιστικών στοιχείων στην παραγωγή και την κρατική οργάνωση, ήταν ο βασικός υπεύθυνος της παρακμής των μεταβατικών αυτών κοινωνιών και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.

δ) Επειδή η γραφειοκρατία επικράτησε ταυτόχρονα στην κρατική μηχανή και το κομμουνιστικό κόμμα, εξοβελίζοντας το ίδιο το προλεταριάτο από τη διοίκηση και τους εκπροσώπους του από την πολιτική, έκανε πολιτική στο όνομα του προλεταριάτου προωθώντας ωστόσο τα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα. Ως παράσιτο της μεταβατικής κοινωνίας επιδίωξε μέχρις έναν βαθμό μέσα από την οικονομική ανάπτυξη αυτής της κοινωνίας να αναπαράγεται και να καρπώνεται τα οφέλη της. Από τη στιγμή που επέφερε την οικονομική και την κοινωνική κρίση, οδηγήθηκε στη μοναδική γι’ αυτήν διέξοδο, τη μετατροπή της σε αστική τάξη μέσω της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Η μέχρι τότε αντεπαναστατική της δράση είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη μετάβαση στον καπιταλισμό χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αντίπαλο.


Με τις παραπάνω θέσεις αντιπαρατεθήκαμε από μαρξιστική – πιστεύουμε – σκοπιά στην άποψη ότι στις χώρες αυτές κατέρρευσε ο σοσιαλισμός, στις συνομωσιολογικές «εξηγήσεις» της καπιταλιστικής παλινόρθωσης καθώς και στις θεωρίες που υποστηρίζουν ότι υπήρξε κάποιου είδους ιστορική ιδιοτυπία, πέρα από όσα ο μαρξισμός προβλέπει για τη μετεπαναστατική κοινωνική ανάπτυξη, με όρους όπως «κρατικός καπιταλισμός», «κρατικός σοσιαλισμός», «ιδιότυπο εκμεταλλευτικό καθεστώς» κ.ά.


Στο κείμενο των Θέσεων της οργανωτικής επιτροπής για την ενωτική συνδιάσκεψη, οι παραπάνω θέσεις επαναδιατυπώνονται, γίνεται παράλληλα όμως προσπάθεια να συμπληρωθούν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση της γραφειοκρατίας και την πολιτική επικράτησή της ενάντια στο προλεταριάτο, όπως αυτή εκφράστηκε στη γραμμή του ΚΚΣΕ. Το σημαντικό στοιχείο που αναδεικνύεται, είναι ότι το πέρασμα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη στασιμότητα και την παρακμή δεν ήταν αποτέλεσμα λαθών ή θεωρητικών αυθαιρεσιών της πολιτικής ηγεσίας, αλλά σκληρής ταξικής πάλης ανάμεσα στο επαναστατικό προλεταριάτο και τη συγκροτούμενη αντεπαναστατική δύναμη της γραφειοκρατίας. Οι όποιες θεωρητικές και πολιτικές «αποκλίσεις» της ηγεσίας από το μαρξισμό και το λενινισμό που εκ των υστέρων διαπιστώνουμε, είναι η έκφραση της κυριαρχίας της γραφειοκρατίας επί του προλεταριάτου και η διατύπωση της πολιτικής της πρώτης στο όνομα του δεύτερου. Το μόνο που μπορεί να χρεωθεί ως ανεπάρκεια στην μπολσεβίκικη ηγεσία είναι η αδυναμία της να προβλέψει και να αντιμετωπίσει έγκαιρα τη συγκρότηση της γραφειοκρατίας σε αντεπαναστατική δύναμη με πολιτική εκπροσώπηση στην ηγεσία του ΚΚΣΕ.


Εμμέσως πλην σαφώς δίνεται έτσι απάντηση από τις Θέσεις και σε δύο ακόμα σχετικά ερωτήματα που εγείρονται. Πρώτον, ήταν αναπόφευκτη η αποτυχία του επαναστατικού εγχειρήματος λόγω των ανώριμων ακόμα ιστορικών συνθηκών; Στην εποχή του ιμπεριαλισμού δεν υπάρχει θέμα περαιτέρω ωρίμανσης των συνθηκών για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του κομμουνισμού. Οπουδήποτε και οποτεδήποτε η εργατική τάξη καταλάβει την εξουσία θα βρεθεί μπροστά σε αντικειμενικές δυσκολίες, αλλά το μεγαλύτερο εμπόδιο που θα έχει να αντιμετωπίσει θα είναι η σκληρή ταξική πάλη, η προσπάθεια της ντόπιας και παγκόσμιας αστικής τάξης για την αντεπανάσταση. Ακόμα κι αν το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα βρέθηκε σε πρωτόγνωρες και δύσκολες συνθήκες στις αρχές του αιώνα, ακόμα κι αν η γραφειοκρατία από νωρίς εμπόδιζε σοβαρά την ανάπτυξη της επανάστασης, το ρώσικο προλεταριάτο κατάργησε την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και αυτή η κατάκτησή του δεν καταργήθηκε παρά μετά από δεκαετίες ανάπτυξης της αντεπανάστασης.


Δεύτερον, είναι αναπόφευκτη η ύπαρξη της γραφειοκρατίας στις μεταβατικές κοινωνίες; Η γραφειοκρατία ως κοινωνική δύναμη δεν συγκροτείται στη βάση της ύπαρξης και μόνο διαχείρισης της παραγωγής και κρατικής διοίκησης. Αναπτύσσεται εφόσον οι διαδικασίες αυτές παραμένουν απρόσιτες από τις μάζες του προλεταριάτου κι επιτραπεί έτσι η δημιουργία στρωμάτων που παγιώνονται σε διευθυντικές θέσεις, αποκόπτονται και δεν ελέγχονται από το προλεταριάτο και όπως είναι φυσικό, αρχικά καρπώνονται μέρος του κοινωνικού υπερπροϊόντος που δεν τους ανήκει, επιδιώκουν έπειτα τη διατήρηση και τη διεύρυνση των προνομίων τους και διεκδικούν τελικά την αποκλειστική διαχείριση της εξουσίας. Αυτή η γραφειοκρατία λοιπόν, τα αστικοποιημένα διευθυντικά στρώματα, είναι μία από τις αστικές δυνάμεις που πρέπει να καταπολεμήσει το επαναστατικό προλεταριάτο στο πλαίσιο της δικτατορίας του, όπως είναι επίσης τα υπολείμματα της αστικής τάξης και η μικροϊδιοκτησία, δυνάμεις τις οποίες το ρώσικο προλεταριάτο αντιμετώπισε και στην πορεία τις εξάλειψε. Είναι μέσα στις δυνατότητες του προλεταριάτου και πρώτιστο καθήκον του κόμματός του να περιφρουρήσει την εξουσία του, μη επιτρέποντας κατ’ αρχήν τη συγκρότηση τέτοιων διευθυντικών στρωμάτων και πολύ περισσότερο εξασφαλίζοντας τη διαρκώς μεγαλύτερη και πιο ουσιαστική συμμετοχή των εργατών στη διαχείριση και διεύθυνση.


Ακόμα και στις πρώτες επαναστατικές εμπειρίες του το προλεταριάτο είχε τεράστιο θεωρητικό εξοπλισμό από τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς, τον οποίο επαναδιατύπωσε και ανάπτυξε ο Λένιν και άλλοι μπολσεβίκοι. Το γεγονός ότι η ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας μετά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ανακόπηκε, ενώ αντίθετα η διαστρέβλωση και αστική αναθεώρησή της προωθήθηκε γοργά, αντικατοπτρίζει την κυριαρχία της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ και δυνάμεων αστικής επιρροής στο εργατικό κίνημα των χωρών της Δύσης.


Σήμερα, μπροστά στην ανάγκη ανασύνταξης του εργατικού κινήματος θα βασιστούμε ξανά σ’ αυτήν την επαναστατική θεωρία, το μαρξισμό–λενινισμό, «με την παυλίτσα» που κάποιοι χλεύασαν, που δείχνει όμως ότι ο λενινισμός είναι προέκταση του μαρξισμού, όπως θα είναι και κάθε παραπέρα ανάπτυξή του. Δεν θα χρειαστούμε προσθήκες και δάνεια από ξεπερασμένες αστικές θεωρίες, δεν θα επανανακαλύψουμε αστικά ιδεολογήματα που παρουσιάστηκαν στο παρελθόν ως ανανέωση του μαρξισμού ή θεωρητικές διατυπώσεις από πρώιμες φάσεις ανάπτυξης του εργατικού κινήματος (αναρχισμός, ουτοπικός σοσιαλισμός). Αντίθετα, η επαναστατική θεωρία όχι μόνο αναπτύσσεται αυτοτελώς μέσα από την ανάλυση της πραγματικότητας αλλά συνεχώς εμπλουτίζεται και από σύγχρονες επιστημονικές ανακαλύψεις σε πάμπολλα πεδία έρευνας. Η επαναστατική θεωρία είναι πρώτα απ’ όλα επιστημονική και γι’ αυτό μπορεί να ενσωματώνει κριτικά νέες επιστημονικές γνώσεις και να θέτει συνεχώς σε δοκιμασία τα πορίσματά της και την ίδια τη μέθοδό της.


Δεν έχουμε ανάγκη λοιπόν άλλα θεωρητικά στηρίγματα για να επαναδιατυπώσουμε το κομμουνιστικό όραμα και για να δράσουμε άμεσα στην κατεύθυνση ανασύνταξης του εργατικού κινήματος. Η επαναστατική θεωρία του προλεταριάτου, ο μαρξισμός–λενινισμός, είναι η καθοδήγηση για το σύνολο της δράσης μας. Πρέπει να την γνωρίζουμε, να την αναπτύξουμε, να την κάνουμε πράξη. Όταν αυτό έπραξαν οι επαναστάτες ανέτρεψαν τον καπιταλισμό! Δεν οδήγησε στην ανατροπή του καπιταλισμού ποτέ καμία άλλη, παλιά ή νεότερη, «αντικαπιταλιστική» θεωρία. Για την κομμουνιστική επαναθεμελίωση τα μαρξιστικά θεμέλια είναι πολύ γερά και τα μόνα δοκιμασμένα!


Γιώργος Κωσταντακόπουλος