Προσυνεδριακός Διάλογος - Σάββας Μιχαήλ

Πρώτες επισημάνσεις


1. Οι Θέσεις που παρουσίασε η Οργανωτική Επιτροπή για την Ενωτική Συνδιάσκεψη της Αριστερής Ανασύνταξης και της Εργατικής Πολιτικής αποτελούν ένα γεγονός αξιοσημείωτο για όλη την επαναστατική Αριστερά. Δύο ελληνικές αριστερές οργανώσεις προχωρούν στην ενοποίησή τους, σε μια κρίσιμη στροφή της ταξικής πάλης στη χώρα και διεθνώς, πάνω σε μια ιδεολογική-πολιτική βάση που αποφεύγει το διπλό κίνδυνο μιας απολογητικής του σταλινικού παρελθόντος και μιας μηδενιστικής απόρριψης της κληρονομιάς του Μαρξ, του Λένιν και της Οκτωβριανής Επανάστασης.

 

Οι επισημάνσεις από την μεριά του ΕΕΚ που ακολουθούν δεν αποτελούν μια συνολική διεξοδική κριτική. Ανοίγουν, δεν κλείνουν, μια συζήτηση που πρέπει να γίνει και να επεκταθεί τόσο και σε άλλα αξιοπρόσεκτα ζητήματα των Θέσεων όσο και να διευρυνθεί στον χώρο των επαναστατών κομμουνιστών. Εδώ επισημαίνουμε μόνο μερικά από εκείνα τα σημεία που κατά την γνώμη μας δίνουν ένα διακριτό ιδεολογικό-πολιτικό στίγμα στο εγχείρημα ενοποίησης των δύο επαναστατικών οργανώσεων.


2. Οι Θέσεις αντιπροσωπεύουν, αναμφίβολα, ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός από μέρους δυνάμεων που ιστορικά προήλθαν από την μεγάλη κρίση του ΚΚΕ το 1989 και την κατάρρευση του διεθνούς σταλινισμού που τη συνόδευσε και την οποία έκφρασε. Οι δύο οργανώσεις, μετά από μια λίγο-πολύ μακριά πορεία, για πρώτη φορά, υπερασπίζονται απερίφραστα τις βασικές αρχές του επαναστατικού μαρξισμού και του μπολσεβικισμού:


α) την επικαιρότητα της πάλης για την παγκόσμια επανάσταση και την δικτατορία του προλεταριάτου

β) την απόρριψη της «θεωρίας των σταδίων» και της «λαϊκομετωπικής» ταξικής συνεργασίας

γ) τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης και την ανάγκη συστηματικής παρέμβασης στο εργατικό, συνδικαλιστικό και μαζικό λαϊκό κίνημα με ένα πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων

δ) την ανάγκη οικοδόμησης επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος και μιας νέας Κομμουνιστικής Διεθνούς του 21ου αιώνα «που θα βασίζεται στις αρχές του μπολσεβικισμού, στο θεωρητικό και ιδεολογικοπολιτικό κεκτημένο της Γ΄ Διεθνούς των πρώτων λενινιστικών χρόνων δράσης της και θα ενσωματώνει στη δράση της τις επαναστατικές παραδόσεις και κατακτήσεις όλων των ως τώρα Διεθνών, ολόκληρου του παγκόσμιου επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος (σ.27).


3. Από την μεριά του ΕΕΚ, βρίσκουμε σημαντική σύγκλιση απόψεων και σε ένα άλλο ζήτημα καίριο για τον όλο προσανατολισμό: το στρατηγικό σημείο της εκτίμησης της εποχής μας ως της ιμπεριαλιστικής εποχής, ανώτατου και τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού.

 

Αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη διαφορών στην ανάλυση της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού σήμερα. Για παράδειγμα: στη σ.8 οι Θέσεις βλέπουν σαν «νεοσυντηρητική αναδιάρθρωση» και σαν « σύγχρονη στρατηγική του κεφαλαίου» για την αναστροφή της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους την γενική αύξηση της σχετικής υπεραξίας και την απελευθέρωση όλων των μεθόδων αύξησης της απόλυτης υπεραξίας. Το τελευταίο είναι μονόπλευρο. Ενώ, φυσικά, όλες οι μορφές αύξησης του ποσοστού υπεραξίας ή εκμετάλλευσης παίρνουν σήμερα τερατώδεις μορφές, παρόλα αυτά, η κρίση υπερσυσσώρευσης είναι τέτοια που δεν επαρκεί αυτή η αύξηση για να αντιμετωπίσει την κολοσσιαία δυσαναλογία του πλεονάζοντος κεφαλαίου και της διαθέσιμης υπεραξίας παγκοσμίως. Άρα απαιτείται και όντως συντελείται μια φοβερή καταστροφή πλεοναζόντων κεφαλαίων στη προσπάθεια να αρθεί αυτή η δυσαναλογία.

 

Δεύτερη και ουσιαστική παρατήρηση. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιφάσεις πράγματι οξύνονται στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο αλλά δεν είναι αυτές με ένα άμεσο, αδιαμεσολάβητο τρόπο που προκαλούν τους πολέμους από την Γιουγκοσλαβία ως το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Η αλλαγή-κλειδί σε σχέση με προηγούμενες ιμπεριαλιστικές πολεμικές εξορμήσεις είναι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του πρώην «σοσιαλιστικού» μπλοκ, η στροφή των χωρών όπου παλιότερα είχε απαλλοτριωθεί το κεφάλαιο, μαζί της Κίνας, στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Κινητήρια δύναμη του «διηνεκούς ιμπεριαλιστικού πολέμου» από τις αρχές του 21ου αιώνα είναι η αναζήτηση από την μεριά του ιμπεριαλισμού, πρώτα-πρώτα των ΕΠΑ, μιας διεξόδου από την καπιταλιστική κρίση και παρακμή, με την ενσωμάτωση στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά όλης της αχανούς έκτασης του πρώην σοβιετικού χώρου και της Κίνας και την δημιουργία νέων όρων παγκόσμιας ηγεμονίας και μιας νέας διεθνούς καπιταλιστικής «τάξης» στο μεταψυχροπολεμικό χάος.

 

Τρίτο: δεν υπάρχει μια κριτική ανάλυση των κοινωνικών κι αντι-ιμπεριαλιστικών επαναστατικών αγώνων και στρατηγικών εμπειριών του κινήματος διεθνώς μετά το 1991 π.χ. στη Λατινική Αμερική ( Αργεντινάσο, Βενεζουέλα, Οαχάκα κ.α.), την Μέση Ανατολή ή και την Ευρώπη(Γένοβα 2001, Γαλλία 2006 κ.α.), προφανώς λόγω της εθνικής απομόνωσης των δύο αυτών επαναστατικών οργανώσεων.


4. Το σημαντικότερο στοιχείο που πρέπει να χαιρετιστεί στις Θέσεις είναι ότι για πρώτη αφορά δυνάμεις που προήλθαν από την κρίση του ΚΚΕ το 1989 επιχειρούν μια ιστορική ανάλυση και κριτική της πορείας της ΕΣΣΔ και του σταλινισμού πάνω στο έδαφος του μαρξισμού και του μπολσεβικισμού κι όχι της μιας ή της άλλης κακοχωνεμένης, καθυστερημένης εκδοχής των θεωριών της όχι και τόσο «Νέας» Αριστεράς στη Δύση.


Έτσι, αναγνωρίζεται για πρώτη φορά από μη τροτσκιστικές κομμουνιστικές δυνάμεις, ο μαρξιστικός χαρακτήρας κι η ιστορική σημασία της πάλης της μπολσεβίκικης Αριστερής Αντιπολίτευσης( σ.16) αλλά κι ο αντεπαναστατικός ρόλος της σοβιετικής γραφειοκρατίας από τη δεκαετία του ’30 και καταδικάζονται ρητά οι εκκαθαρίσεις της παλιάς μπολσεβίκικης φρουράς στις Δίκες της Μόσχας. Η ίδια η κοινωνική φύση της γραφειοκρατίας προσεγγίζεται με τρόπο παραπλήσιο του δικού μας ιστορικού ρεύματος σε αντίθεση με τις «κρατικοκαπιταλιστικές» κλπ. κατασκευές ή τις κάθε είδους απολογητικές.


5. Στο σημείο αυτό, όμως, συναντάμε και συγχύσεις και προβληματικές τοποθετήσεις. Σύμφωνα με τις Θέσεις, το σημείο ιστορικής καμπής, το πέρασμα του Ρουβικώνα, στην ΕΣΣΔ συντελείται το 1936 με την διακήρυξη από τον Στάλιν και την γραφειοκρατία «της τελικής και οριστικής επικράτησης του σοσιαλισμού».(σ. 13). Οι κατακτήσεις της δεκαετίας του ’30 (εκβιομηχάνιση, κολεκτιβοποίηση, κεντρικός σχεδιασμός) αντιμετωπίζονται τουλάχιστον άκριτα – κάνοντας αφαίρεση του γεγονότος ότι έγιναν με τέτοιες γραφειοκρατικές μεθόδους, στρεβλώσεις κι εμπειρισμό που θέτανε ήδη τις βάσεις της μακροπρόθεσμης υπονόμευσης τους. Μένει η εντύπωση ότι όλα τα δεινά συνέβησαν επειδή ο Στάλιν κι η γραφειοκρατία κάνανε θεωρητικές, πολιτικές κι οργανωτικές ανοησίες και μόνο, θεωρώντας ότι τερματίστηκε η μετάβαση. Ποιες ήταν οι υλικές αντιφάσεις στη κοινωνική βάση που ώθησαν τόσο σε πρωτοφανείς κοινωνικές κατακτήσεις όσο και στις μαζικές εκκαθαρίσεις εκατομμυρίων αθώων και ταυτόχρονα στη προδοσία των επαναστάσεων στην Ισπανία και τη Γαλλία και την ολέθρια ταξική συνεργασία με τους ιμπεριαλιστές από το 1935( Συμφωνία Λαβάλ- Στάλιν);

Ο σταλινισμός δεν είναι κάποια λαθεμένη αντίληψη απλώς ή μια «κακιά» πολιτικό-οργανωτική αντιδημοκρατική πρακτική. Είναι η θεωρία και η πράξη μιας προνομιούχας κοινωνικής ομάδας που αποκρυσταλλώθηκε σε γραφειοκρατική κάστα, μια γάγγραινα πάνω στις πληγές και το κορμί της αιμάσσουσας κι απομονωμένης Σοβιετικής Ένωσης, σε συνθήκες φοβερών ηττών της παγκόσμιας επανάστασης, γέννημα των ηττών κι στη συνέχεια παράγοντας για νέες ήττες.


Το Θερμιδώρ της Ρωσικής Επανάστασης (η γραφειοκρατική αντίδραση πάνω στο έδαφος της επανάστασης που δεν την ανατρέπει-ακόμα) δεν έγινε το 1936 αλλά το 1924, μετά την καθοριστική ήττα της επανάστασης στη Γερμανία το 1923, κι επισφραγίστηκε με το κεντρικό δόγμα του σταλινισμού και της συντηρητικής κομματικο-κρατικής γραφειοκρατίας, την «θεωρία του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα» που παρουσίασε ο Μπουχάριν κι ενστερνίστηκε ο Στάλιν και που πνευματικός της πατέρας ήταν ο δεξιός σοσιαλδημοκράτης κι εχθρός της Κομμούνας του Παρισιού Βολμάρ. Ο μόνος συνεπής αντίπαλος αυτής της δεξιάς «θεωρίας», όπως ο ίδιος ο Στάλιν παραδέχτηκε, ήταν η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκυ και της μπολσεβίκικης Αριστερής Αντιπολίτευσης.


Από το 1924 ως το 1933 η γραφειοκρατική ηγεσία της ΕΣΣΔ ακολούθησε μια κεντριστική πορεία με δεξιά( 1924-1928) και αριστερίστικα (1929-33) ζιγκ ζαγκ. Τα τελευταία, με την άρνηση του Ενιαίου ταξικού Μετώπου κομμουνιστών-ρεφορμιστών στη Γερμανία ενάντια στον ανερχόμενο Ναζισμό, διέσπασε την ισχυρή γερμανική εργατική τάξη κι επέτρεψε την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ( Βλ. τη σύμπραξη του ΚΚ Γερμανίας με τους Ναζί στο Δημοψήφισμα στη Πρωσία, τις εγκληματικές ανοησίες της γραμμής «πρώτα ο Χίτλερ , μετά εμείς» «η σοσιαλδημοκρατία είναι ο δίδυμος αδερφός του φασισμού και χειρότερη απ’ αυτόν» κλπ. κλπ. Πλευρές της πολιτικής της περιβόητης «τρίτης περιόδου» αναβιώνουν σήμερα στο «ιδεολογικό οπλοστάσιο» του ΚΚΕ της Μπέλλου, του Μαϊλη και του Αρβανιτάκη).


Το 1933 κι όχι το 1936 ήταν η μοιραία χρονιά. Η νίκη του Ναζισμού έκανε ασφυκτικότερη την περικύκλωση της ΕΣΣΔ κι εγκαινίασε την κατολίσθηση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Τρότσκυ κι οι σύντροφοι του περιμένανε μέχρι την ύστατη στιγμή ότι έστω η φοβερή ήττα του 1933 θα αφύπνιζε την ηγεσία του ΚΚΣΕ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Αντί γι’ αυτό η Πράβντα ακόμα και τον Σεπτέμβρη του 1933 έβλεπε να «αναπτύσσεται και να δυναμώνει το κομμουνιστικό κίνημα στη Γερμανία…» Τότε ήταν που πάρθηκε από το κίνημά μας κι η απόφαση για την ίδρυση μίας νέας Τέταρτης Διεθνούς. «Εάν ένας κεραυνός σαν αυτός της Γερμανίας δεν ξυπνάει την ηγεσία του Σοβιετικού ΚΚ και της ΚΔ τότε καμιά πίεση αντιπολιτευτική δεν θα τους σπρώξει σε μια επαναστατική κατεύθυνση»(Τρότσκυ). Η διάλυση της Τρίτης Διεθνούς άρχισε ουσιαστικά το 1933 κι ολοκληρώθηκε και τυπικά το 1943.


Η 4η Διεθνής δεν ήταν αντίδραση απλώς στον εκφυλισμό της 3ης κι ούτε ο τροτσκισμός ήταν κατ’ αρχήν ή είναι ένας σκέτος αριστερός αντισταλινισμός. Αφετηρία του είναι η πάλη για την ολοκλήρωση της Οκτωβριανής Επανάστασης σε παγκόσμια κλίμακα. Γι’ αυτό ήρθε σε ρήξη με τον σταλινισμό και πάλεψε πρώτα σαν Αριστερή Αντιπολίτευση και στη συνέχεια για την οικοδόμηση της Τέταρτης Διεθνούς.


Επ’ ευκαιρία: δεν υπάρχει «χρουστσωφικός αντισταλινισμός»(σ. 18). Η «αποσταλινοποίηση» ήταν μια αναγκαστική μανούβρα του ίδιου του σταλινισμού σε συνθήκες ανερχόμενης κρίσης του μεταπολεμικά και μετά το θάνατο του Στάλιν. Εξάλλου το άνοιγμα στις εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις προαναγγέλθηκε από τον ίδιο τον Στάλιν το 1952(Βλ. «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού»). Ο ίδιος ενέκρινε το πρόγραμμα του βρετανικού ΚΚ που μιλάει για «ειρηνικό δρόμο στο σοσιαλισμό» πολύ πριν τον Τολιάτι. Γνωρίζουμε πάλι (με ντοκουμέντα μετά το 1991) ότι ο πρώτος που πρότεινε ένα πρόγραμμα τύπου «περεστρόικα», πολύ πριν τον Γκορμπατσόφ, ήταν ο… Λαβρέντι Μπέρια.


Σε μεγάλο βαθμό οι συγχύσεις γύρω από το σταλινισμό οφείλονται στο γεγονός ότι η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες όπου το φάντασμά του περιφέρεται ακόμα ελέω ΚΚΕ. Άλλο όμως το ισχυρό ιστορικό( ή αντι-ιστορικό) μόρφωμα που κάποτε υπήρξε ο σταλινισμός κι άλλο η σκιά του. Τίποτα, δεν μπορεί να τον νεκραναστήσει, μετά την τομή του 1991, γιατί δεν υπάρχουν πια οι υλικοί όροι που κάποτε τον γέννησαν , τον ενίσχυσαν, τον συντήρησαν-και τον οδήγησαν στον τάφο. Ακόμα κι ο σταλινισμός-ζόμπυ τύπου ΚΚΡΟ του Ζουγκάνωφ στη Ρωσία δεν είναι πια η προέκταση του σοβιετικού αλλά η αποσύνθεσή του, όπως το δείχνουν ο ενστερνισμός της «αιώνιας Ρωσικής ιδέας», της Ορθόδοξης Εκκλησίας κλπ.( Ανάλογα φαινόμενα έχουμε και στο ΚΚΕ με την Λιάνα Κανέλλη, τις συχνές εκδηλώσεις εθνικισμού, ακόμα και με τη συμπόρευση με τους εθνικιστές σε ζητήματα όπως ήταν το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού…) Την ίδια στιγμή που πρέπει να υπάρχει δίαυλος διαλόγου και φυσικά συνθήκες κοινού αγώνα με τους αγωνιστές στις γραμμές του ΚΚΕ, δεν πρέπει ποτέ να υπάρχουν αυταπάτες για την ποιότητα του «ριζοσπαστισμού» του γραφειοκρατικού αυτού κόμματος ή προσαρμογή στις ιδεολογικές σκληρύνσεις του σταλινισμού του. Πρέπει, επιτέλους, «το νεκρό να πάψει να αρπάζει το ζωντανό», για να θυμηθούμε τη φράση που χρησιμοποιούσε στα γαλλικά ο Μαρξ στην «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη».


Ήδη έγινε από την Αριστερή Ανασύνταξη και την Εργατική Πολιτική ένα μεγάλο βήμα χειραφέτησης από τα φαντάσματα του νεκρού παρελθόντος. Τώρα ανοίγει ένας ολόκληρος ορίζοντας ζωής μπροστά. Στη διερεύνηση του ορίζοντα, των διεθνικών κι εθνικών προοπτικών, στην επεξεργασία των επαναστατικών προγραμματικών καθηκόντων του σήμερα, στο κοινό αγώνα και προπαντός στην κοινή αναζήτηση της οικοδόμησης ενός αληθινά επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος νέου τύπου, το ΕΕΚ είναι πρόθυμο να συμπορευτεί με τους συντρόφους τόσο των δύο αυτών οργανώσεων όσο και της ευρύτερης εργατικής επαναστατικής πρωτοπορίας.

 

Σάββας Μιχαήλ (ΕΕΚ)