[2022-01-16] Άρθρο Γνώμης: 2 χρόνια κυβέρνηση ΝΔ: η αρχή της εποχής Μητσοτάκη

Άρθρο γνώμης

2 χρόνια κυβέρνηση ΝΔ: η αρχή της εποχής Μητσοτάκη

Ο δυστυχής Μανώλης Κοττάκης (διευθυντής της εφημερίδας Εστία και συντάκτης της φασιστοφυλλάδας με τον παραπλανητικό τίτλο Δημοκρατία) αποκαλύπτει κάθε εξάμηνο το «μυστικό σχέδιο του Μαξίμου για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες» και παρά τη διάψευσή του από την πραγματικότητα συνεχίζει με αξιοθαύμαστη επιμονή.

 

Ο χρόνος των εκλογών

Ο Κοττάκης πιθανότατα θα παραμείνει δυστυχής και διαψευδόμενος, καθώς η κυβέρνηση θα έκανε σοβαρό λάθος προσφεύγοντας σε πρόωρες εκλογές, ενώ έχει πολύ καλούς λόγους για να εξαντλήσει την τετραετία.

Ένας πρώτος λόγος είναι ότι ο σταθερός εκλογικός κύκλος δείχνει πολιτική σταθερότητα και είναι πλέον μια ώριμη επιδίωξη της αστικής τάξης μετά τη συντριβή του αντιμνημονιακού κινήματος και τη σταθεροποίηση του καθεστώτος. Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ έχει την ευκαιρία να γίνει η πρώτη κυβέρνηση στην ελληνική ιστορία που εξαντλεί την πρώτη 4ετία της, κάτι που μέχρι σήμερα έχει συμβεί μόνο από κυβερνήσεις που είχαν επανεκλεγεί και οδεύανε σε εκλογική ήττα (ΝΔ 1977-81, ΠΑΣΟΚ 1985-89, ΠΑΣΟΚ 2000-2004).

Ο βασικός λόγος όμως, είναι το κολοσσιαίο πολιτικό πλεονέκτημα που απολαμβάνει η Νέα Δημοκρατία και η κυβέρνησή της. Πάνω σε αυτό το πλεονέκτημα χτίστηκε η εδραιωμένη –ήδη από το 2016– πολιτική ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας και αυτό πολύ δύσκολα μπορεί να διαταραχτεί. Θεωρείται από τους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης Μητσοτάκη ότι μια υποτροπή της κρίσης ή το τέλος της πολιτικής της νομισματικής χαλάρωσης και ο τερματισμός της δημοσιονομικής χαλάρωσης στην ΕΕ θα οδηγήσει σε ένα νέο γύρο λιτότητας που θα φθείρει την κυβέρνηση. Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη θα πλήξει ακόμα περισσότερο τον ΣΥΡΙΖΑ που παρουσίασε ένα πρόγραμμα βασισμένο στη νομισματική και τη δημοσιονομική χαλάρωση. Η επιστροφή της λιτότητας θα τον αφήσει χωρίς προγραμματική πρόταση. Εκτός βέβαια από την επιλογή να «συγκρουστεί με τις πολιτικές λιτότητας της ΕΕ», φράση που μόνο σαν ανέκδοτο μπορεί να ειπωθεί πλέον από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΝΔ βρίσκεται δηλαδή, σε μια win–win κατάσταση: διαχειρίζεται σαν κυβέρνηση τις παροχές της δημοσιονομικής χαλάρωσης και σε περίπτωση που επανέλθει η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική ο κύριος πολιτικός της αντίπαλος μένει χωρίς πρόταση. Επομένως, παρά τη δυσαρέσκεια και τα προβλήματα, δεν έχει λόγο να βιάζεται να προσφύγει στις κάλπες.

 

Το βασικό πολιτικό πλεονέκτημα της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Δεν υπάρχει άλλη πολιτική πρόταση. Αυτή η απλή φράση συμπυκνώνει το πολιτικό πλεονέκτημα της Νέας Δημοκρατίας κι εξηγεί την πολιτική της ηγεμονία. Το ότι αυτή η πολιτική ηγεμονία χρονολογείται από το 2016, μπορεί να μας εξηγήσει και πώς προέκυψε: Μέσα από τη διάψευση της εναλλακτικής πρότασης που εκπροσωπήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του.

Η διάψευση αυτή έβαλε τέλος στην πολιτική σύγκρουση που πυροδοτήθηκε από τη χρεοκοπία της χώρας και τη μνημονιακή προσαρμογή. Στη σύγκρουση αυτή η Δεξιά (με την ευρεία έννοια) υποστήριξε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση πέρα από τη βάρβαρη ταξική πολιτική που συμπυκνώθηκε στον όρο «μνημόνιο». Και η Αριστερά –στη συντριπτική της πλειοψηφία– υποστήριξε ότι υπήρχε δυνατότητα άλλης φιλολαϊκής πολιτικής παρά την κρίση και την χρεοκοπία. Η σύγκρουση αυτή έληξε με θρίαμβο της Δεξιάς και συντριπτική ήττα της Αριστεράς τόσο στην «κυβερνητική» εκδοχή που εκπροσώπησε ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στις κινηματίστικες εκφράσεις της ίδιας αντίληψης, όπως ότι «το κίνημα μπορεί να ανατρέψει τα μνημόνια», που είναι στην ουσία άλλες εκδοχές της ίδιας θέσης, ότι δηλαδή είναι δυνατόν να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική εν μέσω κρίσης και κρατικής χρεοκοπίας.

Μια χώρα που βρίσκεται στη θέση της Ελλάδας, δηλαδή είναι μέλος της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, της ευρωζώνης, του ΔΝΤ και όλων των συναφών θεσμών έχει συγκεκριμένα όρια στην πολιτική της: δεν μπορεί να διαγράφει δημόσιο χρέος, αλλά πρέπει να το αποπληρώνει, το κράτος της έχει συγκεκριμένα πεδία που μπορεί να παρεμβαίνει και σε συνθήκες κρίσης και ύφεσης πρέπει να ακολουθεί τη γενική πολιτική κατεύθυνση της λιτότητας και της απελευθέρωσης των αγορών και θα πρέπει να ξεχάσει τις αναδιανεμητικές πολιτικές και άλλες σοσιαλδημοκρατικές φαντασιώσεις.

Για τις πολιτικές δυνάμεις και τις απόψεις που δεν αμφισβητούν την κυριαρχία της αστικής τάξης και τη θέση της χώρας στο διεθνές status quo υπάρχει ένα μόνο πρόγραμμα: Το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας.

Αυτό έχει γίνει πλέον πλατιά κατανοητό, μεταξύ άλλων και από τον βασικό όγκο του εκλογικού σώματος που είναι η εργατική τάξη. Πού οδηγεί αυτή η κατανόηση; Ποια πολιτική στάση ευνοείται από αυτό το προχώρημα της συνείδησης της εργατικής τάξης; Θεωρητικά μιλώντας και βλέποντας τα πράγματα από μακριά, θα έλεγε κάποιος ότι η εμπέδωση μιας τέτοιας πεποίθησης μπορεί να ενισχύσει δύο τάσεις: την επαναστατική τάση και την τάση της μοιρολατρίας που πηγάζει από το δέος απέναντι στον όγκο των καθηκόντων που πρέπει να εκπληρωθούν για να αλλάξει η κατάσταση. Όμως, επειδή για να ζήσει και να ενισχυθεί η επαναστατική τάση χρειάζεται τους κατάλληλους μηχανισμούς που θα την οργανώσουν, θα την ενισχύσουν και θα της δώσουν διέξοδο και κατεύθυνση και τέτοιοι μηχανισμοί σε μαζική κλίμακα σήμερα δεν υπάρχουν, αυτό που κέρδισε κατά κράτος τελικά, ήταν η τάση του ατομισμού και της μοιρολατρίας. Αυτό είναι το λίπασμα που εξέθρεψε τη νίκη της ΝΔ και συντηρεί την πολιτική της κυριαρχία.

Όποιος θέλει να πρεσβεύσει μια διαφορετική πολιτική, πρέπει να διακηρύξει τη σύγκρουση με όλους τους παραπάνω μηχανισμούς και τελικά τη σύγκρουση με την ντόπια αστική τάξη και την επαναστατική ανατροπή της κυριαρχίας της. Το δίλημμα που τέθηκε το 2010 ήταν «μνημόνιο ή επανάσταση» και, εφόσον δεν υπήρξαν πολιτικές δυνάμεις που να σταθούν με τη μεριά της επανάστασης, κυριάρχησαν και κέρδισαν πολιτικά οι δυνάμεις της υπεράσπισης του αστικού καθεστώτος που στήριξαν το μνημόνιο.

Από εκεί πηγάζει το κολοσσιαίο πολιτικό πλεονέκτημα της ΝΔ και της κυβέρνησής της, πλεονέκτημα που δεν έχει απολαύσει καμία άλλη κυβέρνηση στην ελληνική ιστορία.

 

Η αλλαγή της «πολιτικής μηχανικής»

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο μηχανισμός εναλλαγής των κυβερνήσεων όπως τον γνωρίζαμε τελείωσε. Ποια ήταν αυτή η «πολιτική μηχανική»; 1. Η κυβέρνηση ασκεί αντιλαϊκή πολιτική ή προκαλεί κοινωνική δυσαρέσκεια για άλλους λόγους (π.χ. σκάνδαλα), 2. Σαν συνέπεια της κοινωνικής δυσαρέσκειας φθείρεται πολιτικά και πέφτει η εκλογική της επιρροή, και 3. Εντέλει χάνει τις εκλογές σαν συνέπεια της πολιτικής φθοράς.

Αυτή η «πολιτική μηχανική» είχε όμως μια βασική προϋπόθεση: την ύπαρξη ενός πολιτικού φορέα που θα υποδεχτεί την κυβερνητική φθορά. Η πολιτική φθορά δεν υπάρχει γενικώς και αορίστως. Υπάρχει όταν οι ψηφοφόροι του κυβερνητικού κόμματος το εγκαταλείπουν και επιλέγουν ένα άλλο κόμμα. Η πολιτική φθορά για να εκδηλωθεί χρειάζεται «υποδοχέα». Και ο «υποδοχέας» ήταν είτε ένα κόμμα που εμφανιζόταν σαν νέος «παίκτης» στο πολιτικό προσκήνιο (ΠΑΣΟΚ 1981, ΣΥΡΙΖΑ 2015) είτε ένα κόμμα που είχε μια κυβερνητική παρακαταθήκη, την οποία χρησιμοποιούσε σαν όπλο για να δείξει την ανωτερότητά του απέναντι στο κυβερνητικό κόμμα.

Αυτός ήταν ο μηχανισμός της «δημοκρατικής εναλλαγής» των κυβερνήσεων. Το 1981 είχαμε έναν νέο παίκτη (ΠΑΣΟΚ) που ερχόταν με ορμή. Το 1989-90 η ΝΔ έγινε υποδοχέας της δυσαρέσκειας από τα σκάνδαλα, προβάλλοντας τη δική της κυβερνητική θητεία, αλλά και καβαλώντας το ανερχόμενο ρεύμα του φιλελευθερισμού. Το 1993 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε με παρακαταθήκη την κυβερνητική του θητεία. Το 2004 η ΝΔ εκμεταλλεύθηκε τη δυσαρέσκεια από τη σημιτική διαπλοκή προβάλλοντας και πάλι σαν δύναμη με καθαρά χέρια. Και το 2009 και πάλι το ΠΑΣΟΚ πούλησε φιλολαϊκή πολιτική γιατί μπορούσε να το κάνει, δηλαδή είχε την αξιοπιστία που του έδιναν οι κυβερνητικές του θητείες. Το 2015 πάλι είχαμε έναν καινούργιο «παίκτη» που υποσχόταν φιλολαϊκή πολιτική. Αυτή η αλυσίδα σπάει το 2019. Τις εκλογές κερδίζει ένα κόμμα που υποστηρίζει τη μνημονιακή πολιτική λιτότητας και δεν υπόσχεται σχεδόν τίποτα στις εργαζόμενες τάξεις.

Στη σημερινή φάση δεν υπάρχει κανένας τέτοιος «υποδοχέας». Οι σχηματισμοί που διεκδικούν κυβερνητικό ρόλο (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ) είναι μνημονιακοί σχηματισμοί που δεν μπορούν να «πουλήσουν» την κυβερνητική τους θητεία και να συγκινήσουν την εργατική τάξη και δεν έχει εμφανιστεί προς το παρόν κανένας νέος παίκτης που να μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα.

Έτσι, από το μοντέλο της δικομματικής εναλλαγής βρισκόμαστε σήμερα στο μοντέλο του «κυρίαρχου κόμματος». Υπάρχει ένα βασικό κόμμα εξουσίας με μεγάλο εκλογικό ποσοστό και γύρω του τα υπόλοιπα κόμματα με αρκετά μικρότερη εκλογική επιρροή.

 

Θα ξανακερδίσει εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ;

Τα αγωνιώδη άρθρα του Κούλογλου και του Τόσκα το περασμένο καλοκαίρι, που ψάχνανε σε δευτερεύοντα ζητήματα τις αιτίες για την καθήλωση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν εκδήλωση της ανησυχίας των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για την επερχόμενη εκλογική ήττα. Κυρίως όμως αποτελούν εκδήλωση του φόβου για το πολύ πιθανό ενδεχόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να μην κερδίσει εκλογές ποτέ ξανά.

Οι επόμενες εκλογές θα αποτελέσουν ένα βασανιστήριο για τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, κυρίως γιατί –λόγω απλής αναλογικής– θα τις ακολουθήσουν νέες εκλογές. Με μια βαριά ήττα στην πλάτη θα πρέπει να δώσει νέα εκλογική μάχη μέσα σε ένα μήνα. Τι μπορεί να πει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, όταν κουβαλάει μια νωπή ήττα με 6, 7, 8 ή 10 μονάδες διαφορά; Ποιος θα πιστέψει ότι μπορεί να ανατρέψει τη διαφορά σε ένα μήνα, όταν δεν το κατάφερε στα 4 προηγούμενα χρόνια;

Η ΝΔ άντεξε τρεις συνεχόμενες εκλογικές ήττες το 1993, 1996 και 2000. Άντεξε γιατί σε κάθε εκλογική μάχη μείωνε τη διαφορά από το ΠΑΣΟΚ και κυρίως γιατί ήταν (και παραμένει) ένα κόμμα με οργανωτικό βάθος και σημαντικές κοινωνικές προσβάσεις (ΟΤΑ, Συνδικάτα, ΑΕΙ). Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να δείξει την ίδια αντοχή. Είναι ένα κόμμα που εκτοξεύτηκε για συγκυριακούς λόγους και δεν απέκτησε ποτέ ούτε οργανωτικό βάθος, ούτε αξιόλογη επιρροή σε κοινωνικούς φορείς. Η επερχόμενη διπλή εκλογική ήττα θα είναι γι' αυτό καταστροφική.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ όπως νομίζανε πολλοί την περίοδο που όδευε προς την κυβέρνηση. Η νίκη του τον Γενάρη του 2015 ήταν η αρχή του τέλους του, όπως εύστοχα έχει ξαναγραφτεί.

 

Το νέο πολιτικό σκηνικό έχει ήδη παλιώσει

Η μάχη για το κουφάρι του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη αρχίσει. Οι εκλογές στο ΚΙΝΑΛ είχανε κεντρικό θέμα ποιος μπορεί να επαναπατρίσει τη λεηλατημένη εκλογική βάση του κόμματος. Δύσκολα, ο άχρωμος, άγευστος και άοσμος Ανδρουλάκης μπορεί να έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα, καθώς το ΚΙΝΑΛ αντιμετωπίζει το ίδιο στρατηγικό πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ: το μόνο πρόγραμμα που μπορεί να έχει, είναι το πρόγραμμα της ΝΔ με κάποιες πινελιές κοινωνικής ευαισθησίας. Διασώζεται εκλογικά μόνο χάρη στη –δυσανάλογα υψηλή– επιρροή του σε κοινωνικούς φορείς.

Στην κούρσα αυτή με τρόπαιο την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ δεν συμμετέχει η κομμουνιστική και κομμουνιστογενής Αριστερά. Έχοντας αυτοεξαιρεθεί από την ουσία της πολιτικής που είναι η πάλη για την εξουσία, βρίσκεται ουσιαστικά εκτός πολιτικού παιχνιδιού. Οι δυνάμεις αυτές δεν είδαν καμία επαναστατική ευκαιρία στον παλλαϊκό ξεσηκωμό του 2010-11. Αρέσκονται να επαναλαμβάνουν ότι «ο υποκειμενικός παράγοντας δεν ήταν ώριμος», αναφερόμενες σε μια περίοδο που η απεργιακή δραστηριότητα δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Η πλέον πιθανή εξέλιξή του χώρου αυτού είναι η περαιτέρω αποδυνάμωση.

Αστάθμητος παράγοντας σε αυτό το σκηνικό είναι το ΜΕΡΑ25. Είναι το μοναδικό κόμμα που σπάει την ομοφωνία της μοναδικής δυνατής πολιτικής πρότασης, επιμένοντας σε μια –ανεδαφική στην ουσία της– διαφορετική πολιτική γραμμή. Το ότι είναι η μοναδική πολιτική δύναμη που έχει πολιτική πρόταση άμεσης εφαρμογής διαφορετική από το μνημονιακό πρόγραμμα, αποτελεί το ισχυρό του χαρτί. Διασώθηκε εκλογικά επειδή πιστώθηκε την προσπάθεια του γραμματέα του να εφαρμόσει την πρότασή του από τη θέση του Υπουργού Οικονομικών. Αντιμετωπίζει ωστόσο μια διπλή απομόνωση, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα Αριστερά. Το ΜΕΡΑ25 βρίσκεται σε καραντίνα από τα ΜΜΕ, που αναφέρονται σε αυτό μόνο για να χλευάσουν τον Βαρουφάκη, ενώ δεν έχει περιθώρια συμμαχιών από τα Αριστερά, όντας ένα φιλοΕΕ κόμμα με δομημένες θέσεις και διαδικασίες. Αυτήν τη στιγμή πάντως, είναι το αριστερό άκρο του πολιτικού συστήματος –με δεδομένο τον αναχωρητισμό της κομμουνιστικής Αριστεράς– και αν αποφύγει τον κίνδυνο της βρεφικής θνησιμότητας στις διπλές εκλογές του 2023 θα βρεθεί σε πλεονεκτική θέση για τη διεκδίκηση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε κάθε περίπτωση, όπως κι αν καταλήξει η εν εξελίξει αναδιαμόρφωση των συσχετισμών στο αντιπολιτευτικό στρατόπεδο, απέχουμε πολύ χρονικά από την εμφάνιση μιας πειστικής εναλλακτικής πρότασης στο μνημονιακό μονόδρομο και στο πρόγραμμα που εκπροσωπεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Είναι αυτό το δεδομένο που προοιωνίζεται τη διαιώνιση της πολιτικής κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας και την μακροημέρευση της κυβέρνησής της.

Β. Θεοφανόπουλος