Τράπεζες: Αυτά τα ευαγή ιδρύματα (μέρος β')

Τράπεζες: Αυτά τα ευαγή ιδρύματα (μέρος β')


Ελληνικό τραπεζικό σύστημα: Δομή και οικονομικά στοιχεία


Για να εκτιμηθεί προς τα που θα κινηθεί ο τραπεζικός χώρος πρέπει να υπάρχει μια εικόνα του. Οι αστοί αρθρογράφοι, οι ίδιοι οι τραπεζίτες και τα καπιταλιστικά ινστιτούτα ερευνών δίνουν άφθονα στοιχεία. Από αυτούς τους «μουτζαχεντίν της αγοράς», αν αποκωδικοποιηθούν, βγαίνει η σαφής εικόνα που χρειάζεται. Ας αρχίσουμε λοιπόν…


Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα απαρτίζεται κατά 80% από ελληνικές εμπορικές τράπεζες (περί τις 20 τον αριθμό), κατά 10% από ξένες ( περίπου 20 κι αυτές) και κατά ένα 10% από ειδικά πιστωτικά ιδρύματα (κυρίως το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο). Τα παραπάνω νούμερα είναι του 2001 κι αναφέρονται στο μέγεθος τους (ή «ενεργητικό», όπως λέγεται). (Το ίδιο θα εννοείται στο εξής αν δεν αναφέρονται άλλες διευκρινήσεις). Ανάλογα είναι τα μερίδια της αγοράς και σε καταθέσεις και χορηγήσεις (δάνεια).Όταν μιλάμε για ελληνικές και ξένες δεν είμαστε απόλυτοι γιατί στον σύγχρονο καπιταλισμό υπάρχει μια πυκνή διαπλοκή των κεφαλαίων. Αναφερόμαστε στην κύρια ιδιοκτησία.


Ο κλάδος παρουσιάζει έναν υψηλότατο βαθμό συγκέντρωσης. Το 75% το καταλαμβάνουν οι 6 πρώτες τράπεζες, κατά σειρά : Εθνική, Alpha, Euro bank, Εμπορική, Αγροτική και Πειραιώς. Αυτή την ολιγοπωλιακή δομή την διαμόρφωσαν κυρίως οι ιδιωτικοποιήσεις της δεκαετίας του ’90 αλλά και ο δυναμισμός του ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Πάντως, φαίνεται ότι η «ελεύθερη αγορά» για μια ακόμα φορά γεννά τα μονοπώλια. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ 1993 – 2001 ενώ τα μεγέθη της τραπεζικής αγοράς τριπλασιάστηκαν, (πολλά νέα κεφάλαια εισήλθαν) ελάχιστα έπεσε ο βαθμός συγκέντρωσης της.


Τα ξένα κεφάλαια δεν υπάρχουν μόνο στις ξένες τράπεζες, όπως προαναφέρθηκε. Υπολογίζεται ότι ελέγχουν το 1/3 της Εθνικής, της Alpha, της Πειραιώς. Οι ιδιοκτησίες, βέβαια, μεταβάλλονται καθημερινά μέσω των χρηματιστηριακών κινήσεων μεγάλων κεφαλαίων (τα λεγόμενα funds ή «θεσμικοί»). Άλλη μορφή διαπλοκής με ξένα κεφάλαια είναι η «στρατηγική συνεργασία». Τέτοια είχε μέχρι πρόσφατα η Euro bank με την Deutsche Bank, ενώ η Εμπορική έχει ακόμα με την Credit Agricole (κατέχει το 12%).


Από τις ξένες τράπεζες αξιοπρόσεχτη είναι μόνο η άμεση παρουσία του κυπριακού κεφαλαίου. Π.χ. η Τράπεζα Κύπρου έχει μια επέκταση φτάνοντας πρόσφατα τα 100 καταστήματα. Εδώ μπορεί να διακριθεί μια ελληνική «απομόνωση» από την ευρωπαϊκή ενιαία αγορά. Όπως και σε άλλους κλάδους δεν υπάρχουν άμεσες ξένες επενδύσεις με κριτήρια μιας γεωγραφικής και γλωσσικής απόστασης της Ελλάδας από την Δύση. Εν προκειμένω αυτό μπορεί να δείχνει και την ισχύ, την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κεφαλαίου. Πάντως για άλλη μια φορά φαίνεται πως το κεφάλαιο και έχει και δεν έχει πατρίδα. Όσο πολυεθνικό ή πολυκλαδικό και να γίνει πάντα διακρίνεται η εθνική του βάση.


Αξιοσημείωτος είναι ο δυναμισμός των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια. Από τα 5 δις € που έχουν επενδυθεί στις γειτονικές χώρες από ελληνικά κεφάλαια, το 1 δις είναι τραπεζικά. Οι χώρες : Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Αλβανία, Δημοκρατία της Μακεδονίας, έχουν χαρακτηριστεί ως Ελντοράντο του ελληνικού κεφαλαίου. Μιλάμε για πληθυσμό 50 εκ. κατοίκων, με ιστορικούς δεσμούς με την Ελλάδα και πολύ καλό εργατικό δυναμικό. Επιπλέον, οι τραπεζίτες μυρίζονται «ψητό» από τη στιγμή που οι οικονομίες αυτές προσεγγίζουν την ΕΕ και έχουν μεγάλη απόσταση από τους Ευρωπαίους στο δανεισμό. Ενώ στην ΕΕ το ποσοστό των δανείων στο σύνολο του ΑΕΠ είναι πάνω από 100%, στις χώρες αυτές κυμαίνεται στο 10-25%! Ήδη λοιπόν, οι 5 από τους μεγάλους (πλην Αγροτικής) ελέγχουν το 13% του τραπεζικού συστήματος, είτε ιδρύοντας θυγατρικές εταιρείες, είτε εξαγοράζοντας τοπικές τράπεζες. Τράπεζες όπως η Εθνική και η Εμπορική παρουσιάζουν ποσοστό άνω του 10% των συνολικών κερδών τους από τις βαλκανικές «δουλείες». Η εξαγωγή κεφαλαίων είναι βασικό χαρακτηριστικό μιας ιμπεριαλιστικής χώρας. Τη δεδομένη οικονομική θέση της χώρας μας στα Βαλκάνια θα την δούμε πολύ πιο έντονα στο μέλλον να μεταφράζεται σε άσκηση αντίστοιχης εξωτερικής πολιτικής.


Τελειώνοντας με τα αριθμητικά στοιχεία πρέπει να αναφερθεί το υψηλό ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων (δηλαδή μετοχικό κεφάλαιο και αποθεματικά) στις ελληνικές τράπεζες. Αυτά το 2001 ήταν στο 7,7% των συνολικών κεφαλαίων (έναντι 5,5% στην ΕΕ). Είναι ένας καθαρός δείκτης του δυναμισμού τους. Σε αυτό το επίπεδο πρέπει να θυμηθούμε την πολύ υψηλή κερδοφορία τους και την μεγάλη αναδιανομή που έγινε μέσω χρηματιστηρίου. Ο δείκτης φερεγγυότητας (που κατατάσσει μια τράπεζες στις «σοβαρές») είναι και για τους 6 μεγάλους πάνω από το απαιτούμενο. Όσο για την κερδοφορία, είναι ζηλευτή για κάθε Ευρωπαίο τραπεζίτη. Για τις 5 μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες τα κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν το α’ εξάμηνο του 2004 (σε σχέση με το 2003) κατά 37,1%. Οι έρμοι οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες πέτυχαν αύξηση μόνο κατά 23,7% στο ίδιο διάστημα. Αλλά εκεί που σπάνε τα κοντέρ είναι στην αποδοτικότητα ίδιων κεφαλαίων. Αύξηση 23,3% έναντι 12% στην ΕΕ. Για κάθε 100 € που είχαν δηλαδή έβγαλαν 23€ παραπάνω! Είναι λογικό λοιπόν αυτές οι επιχειρήσεις που τόσο δύσκολα τα φέρνουν βόλτα να ασχοληθούν και με κοινωνικά προβλήματα όπως το ασφαλιστικό. Για να είμαστε σοβαροί το μόνο πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών και ειδικά των 6 μονοπωλίων είναι τα νέα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) με βάση τα οποία είναι υποχρεωμένες να καταγράψουν τις υποχρεώσεις τους στα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτό θα «χαλάσει» λίγο την πολύ καλή εικόνα τους και γι αυτό η πρόθεση τους για «λύση του ασφαλιστικού». Και η συνδικαλιστική ηγεσία της ΟΤΟΕ κάθεται σε αυτή τη βάση να συζητήσει ένα πρόβλημα ολότελα δικό τους…