Η «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ» ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
Η «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ» ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
του Γιώργου Κωνσταντακόπουλου
Ενώ φτάνουν διαρκώς από το Ιράκ οι ανταποκρίσεις για τις εκατόμβες των θυμάτων αυτού του κατ' ευφημισμόν πολέμου και της κατ' ουσίαν ιμπεριαλιστικής επέμβασης και γενοκτονίας, γράφονται αυτές οι γραμμές. Στο απόγειό τους η πληροφόρηση και η παραπληροφόρηση σ' όλο τον κόσμο, δίνουν ξεκάθαρα την εικόνα του παράπλευρου «πολέμου της ενημέρωσης», που διεξάγεται το ίδιο βρώμικα, απροκάλυπτα και ανισότιμα, όσο και οι συγκρούσεις στο πεδίο των μαχών. Αυτός ο «πόλεμος» δεν αφορά μόνο το ηθικό των αντιμαχόμενων πλευρών στο Ιράκ, αλλά το παγκόσμιο πεδίο της πάλης που άνοιξε. Στον Τύπο και τα ΜΜΕ, οι αναλύσεις και οι προβληματισμοί για την εξήγηση όσων συμβαίνουν, την πρόβλεψη γι' αυτά που πρόκειται να συμβούν και τις πολύπλευρες επιπτώσεις τους, πολλαπλασιάζονται με το ρυθμό που αυξάνονται καθημερινά οι μαζικοί αγώνες ενάντια στον πόλεμο σ' ολόκληρο τον κόσμο.
Τα εκατομμύρια των νέων και των εργαζόμενων που πλημμυρίζουν τους δρόμους και συνιστούν ένα μαζικό και μαχητικό αντιπολεμικό κίνημα, κινητοποιούν τις πολιτικές δυνάμεις και το νου όσων ενδιαφέρονται για την εξέλιξη, τον προσανατολισμό και την προοπτική αυτού του κινήματος. Και οι ενδιαφερόμενοι είναι πολλοί, εχθροί και φίλοι. Για τους Αμερικάνους και τους συμμάχους τους η θέση απέναντι στο αντιπολεμικό κίνημα είναι σαφής: φυσική, ηθική, πολιτική και ιδεολογική εξόντωση κάθε μαχητικής αντιπολεμικής εκδήλωσης και φωνής. Στην Ευρώπη όμως και στον υπόλοιπο κόσμο, το ζήτημα της υποταγής του κινήματος τίθεται υπό άλλους όρους. Μείζον θέμα για την κάθε αστική τάξη είναι να οριοθετήσει και να εκμεταλλευτεί άμεσα αλλά και να αναχαιτίσει και να αποπροσανατολίσει μακροπρόθεσμα αυτό το κίνημα.
Αντίστοιχα θα έπρεπε να είναι ζήτημα άμεσης προτεραιότητας σήμερα για κάθε πολιτική δύναμη που θέλει να εκφράσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ο προσανατολισμός του αντιπολεμικού κινήματος προκειμένου να έχει αυτό αποτελεσματικότητα και προοπτική που να υπερβαίνουν τα στενά αστικά όρια.
Ο σημερινός πόλεμος είναι δημιουργεί το έδαφος για την όξυνση της πάλης των τάξεων. Εμπλέκει όλες τις χώρες στη σύγκρουση των ιμπεριαλιστών για το μοίρασμα του κόσμου. Αποτελεί την αφετηρία μίας νέας φάσης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, κατά την οποία εκ των πραγμάτων ανατρέπονται τα αστικά ονειροπολήματα για παγκόσμια ειρήνη και ευημερία και το ζήτημα του πολέμου και των εξοπλισμών συνδέεται ξανά με την καθημερινότητα των μαζών.
Η ίδια η σύγκρουση των ιμπεριαλιστών ανατρέπει σήμερα τις αυταπάτες που αυτοί έσπειραν και αναδεικνύει ξανά στο προσκήνιο της ιδεολογικής και πολιτικής πάλης την έννοια του «ιμπεριαλισμού», την οποία επί χρόνια η αστική και μικροαστική διανόηση αγνοούσαν επιδεικτικά, ειρωνεύονταν ή κατακεραύνωναν με «νέες» θεωρίες για τη διεθνή οικονομία και πολιτική.
Η «επιστροφή» του ιμπεριαλισμού ως όρου και πραγματικότητας και η αποκάλυψη των σύγχρονων παγκόσμιων αντιθέσεων δικαιώνουν φυσικά όλους όσους στην Αριστερά την τελευταία δεκαετία, μέσα σε περιβάλλον ιδεολογικής αντίδρασης και τρομοκρατίας, επέμεναν στη θεωρία του ιμπεριαλισμού και την ανάγκη της πάλης ενάντιά του. Οι επαναστάτες όμως καθόλου δεν πρέπει να επαναπαυτούν μ' αυτό, αντίθετα πρέπει να κατανοήσουν ότι πρόκειται να οξυνθεί η θεωρητική και ιδεολογική πάλη γύρω από το ζήτημα των σύγχρονων διεθνών σχέσεων και το περιεχόμενο της θεωρίας του ιμπεριαλισμού.
Πρέπει επίσης να κατανοήσουν πλήρως ποιο ακριβώς είναι περιεχόμενο της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό, που την καθιστά κόκκινο πανί για την αστική πολιτική και τον μικροαστικό πασιφισμό. Και να υπερασπιστούν και να προβάλουν ακριβώς αυτό που αποδεικνύει η θεωρία, την τυφλή αναγκαιότητα με την οποία η ανάπτυξη του καπιταλισμού στο σημερινό του στάδιο οδηγεί σε αδιάκοπο αγώνα για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές, το αναπόφευκτο της ληστρικότητας, του παρασιτισμού, των πολέμων και της βαρβαρότητας, την ανάγκη να συνδυαστεί η πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την εθνική καταπίεση με την πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας στη «δική του» χώρα.
Ιμπεριαλισμός και οπορτουνισμός
Η αμερικάνικη κυβέρνηση επιχειρεί μόνη της να πείσει - σχεδόν αποκλειστικά και μόνο τους υπηκόους της - ότι ο πόλεμος στο Ιράκ διεξάγεται για την «απελευθέρωσή» του και την «παγκόσμια ασφάλεια». Βρίσκει όμως συμμάχους όλες τις ηγεσίες των ιμπεριαλιστικών χωρών στην υπεράσπιση του status quo της μεταξύ τους μοιρασιάς του κόσμου, απέναντι στην αμφισβήτησή της από τους λαούς. Πίσω από την αντιπαράθεσή τους με τους Αμερικάνους, όλοι οι ιμπεριαλιστές συμφωνούν ότι το «διεθνές δίκαιο» πρέπει να προσδιορίζεται και να επιβάλλεται από αυτούς και μόνο. Η παρούσα διαφωνία αφορά τη συναίνεση των Γαλλογερμανών, της Ρωσίας και της Κίνας, δηλαδή για το αν υπήρχε ή όχι συνεννόηση για τη μοιρασιά προ της επέμβασης. Το δικαίωμά των ιμπεριαλιστών να ελέγχουν το Ιράκ και όποια χώρα θελήσουν για χημικά όπλα, τη χρήση πυρηνικής ενέργειας κ.λπ., ως «διεθνή κοινότητα», θέλουν να θεωρείται δεδομένο, όπως και ότι κανείς δεν έχει σήμερα τέτοιο δικαίωμα ελέγχου των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Γαλλίας. Οι ιμπεριαλιστές από κοινού υπερασπίζονται τον ιμπεριαλισμό, ακόμα και τις στιγμές της πιο οξείας σύγκρουσης μεταξύ τους.
Οι αστικές τάξεις της Ευρώπης που δεν συμμάχησαν με τις ΗΠΑ, δεν εμπόδισαν και σε ορισμένες περιπτώσεις προώθησαν την ανάπτυξη του αντιπολεμικού κινήματος. Θέλουν αυτό το κίνημα να στέκεται στο πλευρό τους όταν συγκρούονται με τους Αμερικάνους, παράλληλα όμως να μην τους εμποδίζει εκεί που τα βρίσκουν μαζί τους. Η γερμανική, η γαλλική και η ελληνική κυβέρνηση, θέλουν τον αντι-αμερικανισμό των μαζών, δεν αντέχουν όμως να αντιμετωπίσουν ένα μαζικό κίνημα που θα συγκρουστεί μαζί τους γιατί παρέχουν διευκολύνσεις στις ΗΠΑ και γιατί κρατούν στάση αναμονής μέχρι την εκ νέου διαπραγμάτευση για τη λεία της «μετά Σαντάμ εποχής».
Η κάθε αστική τάξη συνεπώς παλεύει σθεναρά στο δικό της «εσωτερικό μέτωπο» για να παραμένει το αντιπολεμικό κίνημα εντός του πλαισίου που αυτή η ίδια θέτει. Για να διαποτίζεται αυτό με την αστική ιδεολογία, για να αγωνίζεται με στόχους και μορφές που δεν θέτουν σε κίνδυνο την αστική εξουσία και αντίθετα βοηθούν την «εθνική» της πολιτική. Γι' αυτό η αστική τάξη παρεμβαίνει στο κίνημα αυτό με κάθε μέσο που διαθέτει, τα κόμματά της, τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και όσους μαζικούς φορείς ελέγχει, την αστική διανόηση.
Η ηγεσία της αστικής τάξης γνωρίζει ότι η σημερινή συγκυρία επηρεάζει μακροπρόθεσμα την πάλη των τάξεων, από τη στιγμή που μαζικά οι συνειδήσεις των εργαζόμενων και της νεολαίας αναζητούν απαντήσεις για τον πόλεμο, τις αιτίες του και τις συνέπειές του. Η ιδεολογική και πολιτική πάλη δεν διεξάγεται σήμερα μόνο σχετικά με τα ζητήματα της στιγμής, τη θέση των εργαζόμενων και της νεολαίας απέναντι στον πόλεμο, αλλά πρωτίστως για την αποκάλυψη ή απόκρυψη του ιμπεριαλιστικού, του ταξικού χαρακτήρα αυτού του πολέμου καθώς και της ιστορικής θέσης του σύγχρονου καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού.
Πόσο όμως έχουν συνειδητοποιήσει οι δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς το δικό τους ρόλο στη σημερινή συγκυρία, τον άμεσο και τον μακροπρόθεσμο; Πόσο είναι ικανές να παρέμβουν στο σημερινό κίνημα με τρόπο ώστε να δυναμώσει σ' αυτό η προλεταριακή αντίληψη και κατεύθυνση; Κατά πόσο μπορούν να συμβάλλουν σε ιδεολογικό και πρακτικό επίπεδο ώστε να αποκαλυφθεί ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου και να προσανατολιστεί η μαζική πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό;
Όλα αυτά εξαρτώνται κυρίως από το κατά πόσο οι πολιτικές δυνάμεις που επικαλούνται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και την στρατηγική της επανάστασης, διαφύλαξαν, αφομοίωσαν και διεύρυναν την επαναστατική θεωρία και πολιτική, όλη την προηγούμενη περίοδο, ιδιαίτερα την περίοδο της άγριας αντιδραστικής ιδεολογικής επίθεσης που ακολούθησε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Μια περίοδο, κατά την οποία αφενός επιθετικά προβάλλονταν αστικές και μικροαστικές θεωρίες για τον παγκόσμιο καπιταλισμό και τις προοπτικές του, αφετέρου έγινε καταφανής η απογοητευτική θεωρητική ένδεια του κομμουνιστικού κινήματος μετά τη μακροχρόνια κυριαρχία του οπορτουνισμού στο εσωτερικό του.
Το δυνάμωμα του οπορτουνισμού, της αστικής ιδεολογίας εντός του εργατικού κινήματος, συνδέεται με την ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού ως ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού και αντίστοιχα, ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό συνδέεται αδιάρρηκτα με τον αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό, όπως έδειξε ο Λένιν.i Η γραφειοκρατικοποίηση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δυνάμωσε τον οπορτουνισμό στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα, πρώτα απ' όλα με τη διαστρέβλωση της επαναστατικής θεωρίας και την υιοθέτηση αστικών ιδεών στην ιδεολογία και την πολιτική του κομμουνιστικού κινήματος.
Αυτό μπορεί να διαφανεί χαρακτηριστικά, εάν ανατρέξει κανείς στην πάλη που διεξαγόταν όλα τα χρόνια μετά τη διατύπωση της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό, σχετικά με την οικονομική ουσία του σύγχρονου καπιταλισμού, τον χαρακτήρα των διεθνών σχέσεων και την ιστορική του θέση. Εξετάζοντας τη λενινιστική θεωρία σε αντιδιαστολή με τον σοσιαλ-σοβινισμό της σοσιαλδημοκρατίας της ΙΙ Διεθνούς και τον οπορτουνισμό των «κεντριστών» καθώς και τις μετέπειτα ποικίλες αρνήσεις και διαστρεβλώσεις της θεωρίας αυτής εντός του εργατικού κινήματος, παίρνουμε την εικόνα της διαρκούς πάλης ανάμεσα στην αστική και προλεταριακή ιδεολογία και πολιτική. Και μπορούμε να κατανοήσουμε την ανάγκη να επικρατήσει η προλεταριακή αντίληψη στο εργατικό κίνημα, προκειμένου να αποκτήσει αυτό τη δύναμη να ανατρέψει τον ιμπεριαλισμό.
Η γέννηση του ιμπεριαλισμού
Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν είχε ήδη συντελεστεί το πέρασμα του καπιταλισμού, στο ανώτατο στάδιό του, εμφανίστηκε ο όρος «ιμπεριαλισμός». Αρχικά ο όρος χρησιμοποιήθηκε από αστούς διανοητές για να περιγράψει την αποικιοκρατική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων.ii Ο Χίλφερντινγκ περιέγραψε πρώτος, το 1909, το ρόλο που παίζει πλέον στον αναπτυγμένο καπιταλισμό της εποχής, το χρηματιστικό κεφάλαιο, ως αποτέλεσμα της συμπλοκής τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου καθώς και το νέο βαθμό συγκέντρωσης του κεφαλαίου που οδηγεί στο μονοπώλιο και στην «άρση του ελεύθερου ανταγωνισμού».iii
Οι διαπιστώσεις για τα στοιχεία ενός νέου σταδίου στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, σε συνδυασμό με την όξυνση των ανταγωνισμών που οδήγησαν στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, έδωσαν έκταση στην σχετική συζήτηση των μαρξιστών της εποχής. Η αντιπαράθεση σχετικά με τον ιμπεριαλισμό έγινε ουσιώδες μέρος της διαμάχης ανάμεσα στο κυρίαρχο ρεφορμιστικό ρεύμα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας και στο επαναστατικό ρεύμα, που συντάχθηκε με τους μπολσεβίκους, το οποίο υποστήριξε την αντίθεση του προλεταριάτου στον πόλεμο και την ανάγκη επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού.
Η παρέμβαση του Κάουτσκυ, του μεγαλύτερου μέχρι τότε θεωρητικού της ΙΙ Διεθνούς, για τον ιμπεριαλισμό ήταν καθοριστική για την πορεία της σχετικής συζήτησης και ενδεικτική της προσχώρησης του «κέντρου» της Διεθνούς, που αυτός εκπροσωπούσε, στο κυρίαρχο σοσιαλ-ρεφορμιστικό ρεύμα. Ο Κάουτσκυ υποστήριξε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν αποτελεί τίποτε άλλο, παρά μόνο την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων να κατακτούν καθυστερημένες γεωργικές χώρες, πολιτική η οποία μάλιστα «δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ». Επιπλέον θεωρούσε ότι είναι δυνατή η συνένωση των μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων «που θα θέσει τέρμα στον ανταγωνισμό των εξοπλισμών» σε μία νέα φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, τον «υπεριμπεριαλισμό».iv
Στον Κάουτσκυ απάντησε με πληρότητα από την πλευρά του επαναστατών ο Λένιν με το έργο του Ο ιμπεριαλισμός. Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, το 1917. Αποκάλυψε ότι πίσω από τα «θολά ονειροπολήματα» του Κάουτσκυ για έναν «υπεριμπεριαλιστικό» κόσμο κρύβονται οι αυταπάτες του μικροαστού πασιφιστή και ότι οι θέσεις του εξυπηρετούν τον οπορτουνισμό, την παραίτηση του προλεταριάτου από το ξεσκέπασμα των αντιθέσεων των ιμπεριαλιστών και την αναγκαιότητα της ανατροπής τους.
Ωστόσο ο Λένιν δεν απάντησε μόνο στον οπορτουνισμό, αλλά μέσα από ένα πολιτικό έργο, που βασίστηκε σε γνήσια μαρξιστική ανάλυση και μελέτη της διεθνούς οικονομίας, θεμελίωσε θεωρητικά τις θέσεις του επιστημονικού σοσιαλισμού για τον χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού.
Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο Λένιν,
Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες.v
Ο ορισμός αυτός - με τη συμβατική και σχετική σημασία των ορισμών γενικά, όπως ο ίδιος ο Λένιν επισημαίνει - δίνει τα βασικά χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν όχι μόνο την προηγηθείσα ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά και το μέλλον του. Μέλλον που πλέον καθορίζεται από τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης σε μία ανώτερη ποιότητα, το μονοπώλιο, και από τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου που επιφέρει μόνο την υποδούλωση και καταπίεση των φτωχότερων εθνών, την αδιάκοπη πάλη μεταξύ των μονοπωλιακών ενώσεων για το μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς και τον διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών για το ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Από τον χαρακτήρα αυτό του ιμπεριαλισμού, ο Λένιν συμπεραίνει και την ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού ως ιδιαίτερου σταδίου του καπιταλισμού, που δεν είναι άλλη από εκείνη του ανώτατου σταδίου ανάπτυξης, του σταδίου εκείνου υπερωρίμανσης του καπιταλισμού, που σημαίνει και την «παραμονή της κοινωνικής επανάστασης του προλεταριάτου».vi
Η λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού αποκάλυψε στο παγκόσμιο προλεταριάτο την επικαιρότητα των πολιτικών του καθηκόντων και το αναπόφευκτο των επαναστατικών κρίσεων που γεννούνται από το βάθεμα των αντιθέσεων του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο Λένιν ωστόσο χρειάστηκε να υπερασπιστεί τις μαρξιστικές θέσεις και στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος, ενάντια στις θεωρήσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Ν.Μπουχάριν,vii που κατέληγαν μέσα από άλλη συλλογιστική σε στρεβλή αντίληψη του χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού. Η θεώρηση τους βασίστηκε στη θέση ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αναπαράγεται σε παγκόσμια κλίμακα και ότι συνεπώς ο «παγκόσμιος καπιταλισμός» αποτελεί πλέον μία ενιαία οικονομικο-κοινωνική δομή, με ταξικές σχέσεις που διαμορφώνονται και αναπαράγονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι θέσεις αυτές υποτιμούσαν το ρόλο του εθνικού κράτους και των εθνικών ανταγωνισμών και κατά προέκταση μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία καουτσκικής έμπνευσης πρόβλεψη για μία «υπερεθνική» ενότητα των ιμπεριαλιστών.
Κατά κύριο λόγο η συγκεκριμένη αντιπαράθεση αφορούσε τη θέση για την αυτοδιάθεση των εθνών, αλλά ο Λένιν επιχείρησε να απαντήσει και στις βασικές θεωρητικές συνέπειες για το κράτος και τον ιμπεριαλισμό. Απέδειξε ότι το κράτος είναι η βασική έκφραση της αστικής εξουσίας και μόνο με το τσάκισμα των μηχανισμών του από το επαναστατικό προλεταριάτο μπορεί να καταργηθεί. Απέδειξε επίσης ότι οι ανταγωνισμοί στον ιμπεριαλισμό παραμένουν ανταγωνισμοί μεταξύ εθνικών καπιταλισμών και συνεπώς οδηγούν σε συγκρούσεις μεταξύ των κρατών. Η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι σε κάθε επίπεδο ανισόμετρη μεταξύ των διαφόρων χωρών, με αποτέλεσμα οι συσχετισμοί δύναμης να αλλάζουν διαρκώς ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες και να οδηγούνται αυτές, αργά ή γρήγορα, σε βίαιο ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Οι βασικές θέσεις της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού από τη μία πλευρά και την καουτσκική προσέγγιση του «υπεριμπεριαλισμού» από την άλλη, αποτελούν μέχρι σήμερα τις πηγές της επαναστατικής και της οπορτουνιστικής - ρεφορμιστικής αντίληψης αντίστοιχα. Στην πραγματικότητα όσοι κατά καιρούς αμφισβήτησαν ή επιχείρησαν να διαστρεβλώσουν την ουσία της λενινιστικής αντίληψης, δεν κατάφεραν τίποτα παραπάνω από επανεκδόσεις του καουτσκικού «υπεριμπεριαλισμού» - θλιβερές ή αξιόλογες, φανερές ή μη - αλλά επανεκδόσεις!viii
Η πρόσφατη ιστορία «αναιρέσεων» του ιμπεριαλισμού
Η θεωρητική σκέψη στο κομμουνιστικό κίνημα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν συνέβαλε ιδιαίτερα στην εμβάθυνση της ανάλυσης του ιμπεριαλισμού. Αντίθετα πολλές αστικές θεωρίες στο όνομα του μαρξισμού διατυπώθηκαν, ιδιαίτερα μετά το '70, με στόχο την αναίρεση της κλασικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού.
Οι διάφορες θεωρητικές διατυπώσεις του ρεύματος «μητρόπολης - περιφέρειας» επανέφεραν στη συζήτηση τον «παγκόσμιο καπιταλισμό». Το θεωρητικό αυτό ρεύμα χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη προτεραιότητα που δίνει στις παγκόσμιες διαδικασίες έναντι των εθνικών (η εξάρτηση καθορίζει την ανάπτυξη της «περιφέρειας») και την υποτίμηση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.ix Άλλοι θεωρητικοί, όπως, για παράδειγμα, ο Ε.Μαντέλ, διακήρυξαν πιο ανοιχτά την αναίρεση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, έστω σαν πολύ πιθανό ενδεχόμενο, με τη μορφή του «σουπεριμπεριαλισμού».x
Ιδιαίτερη άνθηση γνώρισε η κάθε λογής «αναίρεση» της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό, από το τέλος της δεκαετίας του '80 μέχρι σήμερα. Η «παγκόσμια ειρήνη» που διακηρύχθηκε από τους ηγέτες της Περεστρόικα και τους οπαδούς της σ' όλον τον κόσμο, που θεώρησαν ότι την θεμελίωναν συμβάλλοντας στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ήταν αποκαλυπτική της πλήρους υποτίμησης του ρόλου των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Την εποχή φυσικά των πανηγυρισμών για το τέλος του «ψυχρού πολέμου», το ξέσπασμα του Πολέμου στον Κόλπο πάγωσε την αισιοδοξία των «ειρηνοποιών» πρώην κομμουνιστών που είχαν ανοιχτά προσχωρήσει στο στρατόπεδο της αστικής τάξης. Όλοι αυτοί επέμειναν έκτοτε να «διεκδικούν» έναν ειρηνικό παγκόσμιο καπιταλισμό, μαζί με τους μικροαστούς όλου του κόσμου.
Είναι άσκοπο να αναζητήσει κανείς κάποια θεωρητική βάση στις διακηρύξεις της ανανήψασας σοβιετικής γραφειοκρατίας και των σοσιαλδημοκρατών οπαδών της. Η υιοθέτηση της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής είναι η μόνη και επαρκής εξήγηση των θέσεών της. Υπήρξε ωστόσο κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο για την καλλιέργεια του «σοβιετικού πασιφισμού» της περιόδου '85-91 και αυτό είναι η μακρόχρονη εγκατάλειψη της λενινιστικής θεωρίας από τους σοβιετικούς διανοούμενους, ιδιαίτερα αυτούς της επίσημης γραμμής. Η «θεωρία της γενικής κρίσης» που πρόβαλε επί πολλές δεκαετίες η σοβιετική γραφειοκρατία, έδινε έμφαση στην αντίθεση ανάμεσα στον «παγκόσμιο ιμπεριαλισμό» και το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», υποτιμώντας τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Η άγνοια των βαθύτερων αιτιών που οδηγούν τους ιμπεριαλιστές στον αδιάκοπο ανταγωνισμό, ήταν πρόσφορο έδαφος για να αποδεχθούν ότι τον «ψυχρό πόλεμο» θα διαδεχθεί μια αιώνια ιμπεριαλιστική ειρήνη!
Μία άλλη τάση αμφισβήτησης της λενινιστικής θεωρίας, της τελευταίας δεκαετίας, επικαλέστηκε ορισμένα φαινόμενα της συγκέντρωσης και της διεθνοποίησης (πολυεθνικά μονοπώλια) και κυρίως τη συγκρότηση «περιφερειακών ολοκληρώσεων» (τύπου Ε.Ε., NAFTA) ως «αποδείξεις» ενός μετα-ιμπεριαλιστικού σταδίου στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Απόψεις που υποστήριζαν ότι οι διαδικασίες ολοκλήρωσης - οικονομικής και πολιτικής - είναι πλέον μία νομοτελειακή τάση στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, με όποια μορφή και επιχειρηματολογία και αν εμφανίστηκαν, επανέφεραν την αντίληψη του Κάουτσκυ για την τάση προς «υπεριμπεριαλισμό».
Στο θεωρητικό επίπεδο, οι απόψεις αυτές καλλιεργήθηκαν πάνω στη ελλιπή μελέτη των στοιχείων της παγκόσμιας οικονομίας και κυρίως πάνω σε μία στρεβλή ανάγνωση της λενινιστικής ανάλυσης. Για παράδειγμα, είναι ακόμα μη κατανοητό από πολλούς, ότι ο Λένιν περιέγραψε το μοίρασμα όλης της παγκόσμιας αγοράς μεταξύ των μονοπωλιακών ενώσεων (άρα πρωτίστως της αγοράς των αναπτυγμένων χωρών) και το ξαναμοίρασμα όλου του κόσμου ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες (και όχι μόνο των αποικιών ή των καθυστερημένων χωρών). xi Από τη σκοπιά όμως των πολιτικών συνεπειών τους, αυτές οι θεωρήσεις αρνούνταν ακριβώς το βασικό συμπέρασμα ότι ο ιμπεριαλισμός είναι τελευταίο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού και ότι η μόνη ιστορική προοπτική του καπιταλισμού σήμερα είναι η ανατροπή του από την προλεταριακή επανάσταση.xii
Οι αντιλήψεις που ευδοκίμησαν τη δεκαετία του ‘90 περί «ολοκλήρωσης» ενοποιούνται ακριβώς στα σημεία που είναι κοινά και στις θεωρίες περί παγκόσμιου καπιταλισμού της Λούξεμπουργκ και των μεταγενέστερων, που προαναφέραμε. Θεωρούν την παγκόσμια οικονομία ως μία ενοποιημένη οικονομικο-κοινωνική δομή, υποτιμώντας τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και το ρόλο του εθνικού κράτους στο σύγχρονο καπιταλισμό. Πέρα από τις θεωρητικές τους ακροβασίες τέτοιες αντιλήψεις αποτυγχάνουν συνεχώς να αναλύσουν τις σύγχρονες εξελίξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η απόδοση της ιμπεριαλιστικής επέμβασης των Αμερικανών στη Γιουγκοσλαβία στην «κοινή» στρατηγική της παγκόσμιου μονοπωλιακού κεφαλαίου με σκοπό να επιβληθούν στα Βαλκάνια οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής!xiii Η παντελής άγνοια της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης στη Γιουγκοσλαβία και η επιδεικτική παραγνώριση του επί μακρόν εξελισσόμενου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού στα Βαλκάνια, ήταν ενδεικτική της πεισματικής «άρνησης» της λενινιστικής θεωρίας, ακριβώς τη στιγμή που η ίδια η πραγματικότητα φανερά την επιβεβαίωνε.
Νερό στο αυλάκι των «αναζητήσεων» για την ενοποίηση του παγκόσμιου καπιταλισμού έριξε την τελευταία δεκαετία η ευρεία συζήτηση σχετικά με τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση». Η ασάφεια στο περιεχόμενο του όρου «παγκοσμιοποίηση» επιτρέπει τη χρήση του με ένα ευρύ φάσμα ορισμών, από την ταύτισή του με ορισμένα χαρακτηριστικά της διεθνοποίησης του κεφαλαίου μεταπολεμικά (αύξηση των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών και των ξένων επενδύσεων) μέχρι την περιγραφή ενός «παγκόσμιου καπιταλισμού των πολυεθνικών» κ.ά.
Το πεδίο της σχετικής συζήτησης, όπως αυτή διεξάγεται μέχρι σήμερα, είναι ιδεολογικά και μεθοδολογικά ναρκοθετημένο. Αφενός η παγκοσμιοποίηση εμφανίζεται ως μία «νέα πραγματικότητα», προδιαθέτοντας στην αμφισβήτηση παλιών χαρακτηριστικών της καπιταλιστικής ανάπτυξης (και ο ιμπεριαλισμός είναι πλέον παλιός), αφετέρου η όλη συζήτηση περιορίζεται στην εικόνα της διεθνούς οικονομίας όπως προβάλλεται από την αστική στατιστική και οικονομική ανάλυση. Οι αστοί οικονομολόγοι παρουσιάζουν - με ή χωρίς προβληματισμούς - τις επιλογές που επιβάλλουν τα συμφέροντα των ισχυρών μονοπωλιακών ομάδων, ως μονόδρομο της ιστορικής εξέλιξης. Σ' αυτό το πλαίσιο κεντρικό αντικείμενο της συζήτησης γίνεται το εάν οι σύχρονες διαδικασίες της διεθνοποίησης περιορίζουν ή καταργούν τα όρια του εθνικού κράτους.
Πολλοί στην Αριστερά, μέσα στο γενικό κλίμα της «αντίθεσης στην παγκοσμιοποίησης», υιοθετούν με διάφορους τρόπους τις αστικές θέσεις σχετικά με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και τις συνέπειές της. Μιλούν για την παγκοσμιοποίηση ως κάτι νέο σε σχέση με τον «παλιό» καπιταλισμό, θεωρούν δεδομένη την τάση ενοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας, αποδέχονται τις εκτιμήσεις αστικών θεωριών για το ρόλο των πολυεθνικών στην παγκόσμια οικονομία κ.λπ.
Αλλά ανεξάρτητα ακόμα και από την αποδοχή αστικών ιδεολογημάτων, η Αριστερά αποπροσανατολίζεται από τη στιγμή που αδυνατεί να κατανοήσει και να αναλύσει με μαρξιστική μεθοδολογία τις εξελίξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό. Εφόσον δεν κατανοεί τις διαδικασίες της διεθνοποίησης αυξάνουν την ανισομετρία στην ανάπτυξη των διαφορετικών καπιταλιστικών χωρών, με αποτέλεσμα αφενός την πόλωση μεταξύ των αναπτυγμένων και υποανάπτυκτων χωρών και την όξυνση παράλληλα των ανταγωνισμών για το μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς μεταξύ των μερίδων του χρηματιστικού κεφαλαίου που μοιραία οδηγούν στην όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Στο έδαφος μιας συζήτησης που εξαρχής διαστρεβλώνει τον ουσιαστικό ταξικό χαρακτήρα της παγκόσμιας οικονομίας και την ιστορική θέση του σύγχρονου καπιταλισμού, είναι φυσικό να ανθίζουν όλα τα άνθη του μικροαστικού σοσιαλισμού. Το σχετικό περιβόλι του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης περιέχει ένα ευρύ φάσμα από αστικές θεωρίες για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, ποικίλες εκδοχές της παλιάς και γνώριμης καουτσκικής θεωρίας του παγκόσμιου ενοποιημένου μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Δεν είναι τυχαίο ότι παράλληλα με την όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστών που οδήγησε στον σημερινό πόλεμο, τα ΜΜΕ παγκοσμίως επιδόθηκαν σε προβολή διαφόρων «αριστερών» θεωριών που ακριβώς «αναιρούν» τον ιμπεριαλισμό και αποδέχονται έναν ενιαίο παγκόσμιο καπιταλιστικό κόσμο.xiv
Ο υπαρκτός ιμπεριαλισμός
Σε πείσμα όλων των «αναιρέσεων» της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό, η ίδια η πραγματικότητα της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών την επιβεβαιώνει. Ο σημερινός πόλεμος γκρέμισε κάθε αυταπάτη για την «υπεριμπεριαλιστική ειρήνη», απ' όπου κι αν προερχόταν. Και όχι μόνο αυτό. Ο πόλεμος ανάδειξε ανάγλυφα την ουσία των διεθνών εξελίξεων και επανέφερε στο προσκήνιο το «φάντασμα» του εδαφικού μοιράσματος του κόσμου, μοιράσματος ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, μοιράσματος που γίνεται στη βάση της δύναμης (οικονομικής και στρατιωτικής) και με βίαια μέσα.
Ο πόλεμος αυτός, που αποκάλυψε σ' όλον τον κόσμο ότι πίσω και πάνω από την αντίθεση των ΗΠΑ με το Ιράκ και τμήματα των αραβικών ολιγαρχιών, βρίσκεται ο ανταγωνισμός τους με αντίπαλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, δεν είναι περισσότερο ιμπεριαλιστικός από προηγούμενους, όπως ο Πόλεμος στον Κόλπο το '91 και ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία το '99. Η διαφορά συνίσταται στην παντελή έλλειψη προσχημάτων από τους Αμερικάνους σήμερα (δεν υπάρχει «απελευθέρωση» του Κουβέιτ ή της Βοσνίας, αλλά ωμή επέμβαση και παραβίαση της εθνικής ανεξαρτησίας του Ιράκ), καθώς και στην εμφανή αντιπαράθεσή τους με τους Γάλλους και Γερμανούς ιμπεριαλιστές. Η ίδια αντιπαράθεση σε προηγούμενες περιπτώσεις παρέμενε στο υπόγειο διπλωματικό επίπεδο, με κοινό στόχο να μην εμφανίζεται στις μάζες διασπασμένη η «διεθνής κοινότητα» των ιμπεριαλιστών.
Η διαφορά αυτή του σημερινού πολέμου είναι αποτέλεσμα της περαιτέρω όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, η οποία στο πλαίσιο της συγκυρίας επέβαλε την ανοιχτή αντιπαράθεση ανάμεσα στον Αμερικάνικο και τον γαλλο-γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Η σημερινή συγκυρία δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά ως αποτέλεσμα συμπύνωσης των αντιθέσεων στην παγκόσμια οικονομία και την πολιτική. Υπόβαθρό της σημερινής σύγκρουσης των ιμπεριαλιστών αποτελεί η προηγούμενη περίοδος της καπιταλιστικής συσσώρευσης και οι αντιθέσεις που προέκυψαν και οξύνθηκαν στη διάρκεια αυτής. Αντιθέσεις που ήταν εμφανείς στον αγώνα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για το μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς, στη διαμόρφωση όρων εσωτερικής αγοράς σε περιφερειακό επίπεδο, στους εμπορικούς πολέμους που συνεχώς αυξάνονται όσο προχωρά η «απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου». Ήταν επίσης εμφανείς στον αγώνα για τις σφαίρες επιρροής, που αφορούσε όλα τα επίμαχα γεωπολιτικά σημεία του πλανήτη, τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια, τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και τις σχέσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών ιμπεριαλιστών με τη Ρωσία και την Κίνα.
Η ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών γέννησε τους σημερινούς συσχετισμούς ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους αντιπάλους ιμπεριαλισμούς. Οι συσχετισμοί θα αλλάξουν ξανά με βάση τις νέες συνθήκες που θα προκύψουν μετά από αυτό τον πόλεμο και θα επηρεάσουν την ανάπτυξη κάθε ιμπεριαλιστικής χώρας. Εφόσον οι αντίπαλοι του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού δυναμώσουν σε μία επόμενη περίοδο, οι ανταγωνισμοί θα ενταθούν και η επόμενη κρίση μπορεί να γίνει υπό όρους ανοιχτής παγκόσμιας αντιπαράθεσης.
Ο ιμπεριαλισμός είναι υπαρκτός. Είναι ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο καπιταλισμός της βαρβαρότητας και των πολέμων, ο καπιταλισμός που πεθαίνει. Οι κομμουνιστές οφείλουν να γνωρίσουν σε βάθος τις σημερινές αντιθέσεις του ιμπεριαλισμού και να τις ξεσκεπάσουν στα μάτια των εργαζομένων. Οφείλουν να αποδεικνύουν ότι η επαναστατική ανατροπή του ιμπεριαλισμού είναι η μόνη λύση για τους λαούς και να προωθούν τη στρατηγική της επανάστασης ενάντια στον καπιταλισμό στη δική τους χώρα. Για να ανταποκριθούν όμως σε αυτά τα καθήκοντα, πρέπει να ανακτήσουν τη δύναμη του επιστημονικού σοσιαλισμού, τη δύναμη που αντιπροσωπεύει η λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
i Βλ. Β.Ι.Λένιν, Ο ιμπεριαλισμός. Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1980, σ.127
ii Ο Λένιν αναφέρει ως παράδειγμα το έργο του οικονομολόγου Τζ.Α. Χόμπσον «Ο ιμπεριαλισμός», που κυκλοφόρησε το 1902. Β.Ι.Λένιν, ό.π., σ.11
iii Hilferding R., Das Finanzkapital. EVA, 1973
iv Κ.Κάουτσκυ, Ο Ιμπεριαλισμός. μετ. Κ.Μπατίκας, Αριστερή Ανασύνταξη τ.3, σ.94
v Β.Ι.Λένιν, ό.π., σ.89
vi Β.Ι.Λένιν, ό.π., σ.10
vii Ο Μπουχάριν αποδέχθηκε μετά το 1918, τις λενινιστικές θέσεις και άσκησε κριτική στη Λούξεμπουργκ.
viii Ο Κάουτσκυ είναι ο πλέον ιστορικά αδικημένος θεωρητικός. Οι περισσότεροι φιλόδοξοι αναθεωρητές ή αρνητές του λενινισμού και όποιοι άλλοι ανακαλύπτουν και επανακαλύπτουν τον «παγκόσμιο καπιταλισμό» δεν χαλαλίζουν ούτε μία αναφορά συνήθως για το έργο του. Πολλοί λεηλατούν την σκέψη του και επαναδιατυπώνουν συχνά την ουσία της θεωρίας του, ενώ τα γραπτά του μένουν άγνωστα στο πλατύ κοινό. Αυτό διευκολύνει φυσικά τους πολέμιους του λενινισμού να εμφανίζουν διαρκώς τις θεωρίες τους ως τελευταία λέξη της επιστήμης. Έτσι τιμά ο οπορτουνισμός τους θεωρητικούς του!
ix Βλ. παρουσίαση και κριτική των θεωριών αυτών στο Γ.Μηλιός, Θεωρίες για τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Εκδ. Κριτική, 1997.
x Ε.Μαντέλ, Ο Ύστερος Καπιταλισμός. Εκδ. Gutenberg, 1975, σ.299.
Η διαφορά ανάμεσα στον «σουπεριμπεριαλισμού» του Μαντέλ (superimperialismus) και τον υπεριμπεριαλισμό του Κάουτσκυ (ultraimperialismus), είναι από θολή έως ανύπαρκτη.
xi Βλ. Κριτική των απόψεων αυτών: Γ.Κωνσταντακόπουλος, Που βαδίζει η ΕΟΚ; Μέρος Β. Αριστερή Ανασύνταξη τ.2 και Για την ολοκλήρωση του καπιταλισμού. Αριστερή Ανασύνταξη τ.3
xii H τελευταία παρατήρηση ισχύει και για τη νεότερη εκδοχή αυτών των απόψεων, τον «ολοκληρωτικό καπιταλισμό» ως μετα - ιμπεριαλιστικό στάδιο, εκδοχή που έχει πλήρως εγκαταλείψει τη λενινιστική μεθοδολογία.
xiii Βλ. για παράδειγμα, εφημερίδα ΠΡΙΝ 23 / 5 / 99 και κριτική στο Κ.Μπατίκας, Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος κατά της Γιουγκοσλαβίας και η χρεοκοπία της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Αριστερή Ανασύνταξη τ.15
xiv Το πλέον πολυδιαφησμένο έργο σήμερα σ' αυτήν την κατεύθυνση είναι η Αυτοκρατορία των Μ.Χαρντ και Τ.Νέγκρι.