Της σύνταξης (τ.4)

Το μέλλον σχεδιάζεται εναντίον μας

της σύνταξης


1. Η μοιρασιά της αποτυχίας


Όταν χάνουν όλοι, διεκδικούν όλοι τη νίκη. Αυτό ήταν το μήνυμα των εκλογών για την Τοπική Αυτοδιοίκηση α' και β' βαθμού. Γιατί οποιοσδήποτε νηφάλιος παρατηρητής των αποτελεσμάτων και της προεκλογικής περιόδου δεν μπορεί να αιτιολογήσει αλλιώς την ικανοποίηση που εξέφρασε κάθε κόμμα για το αποτέλεσμα την επομένη των εκλογών.

Φυσικά σ' αυτές τις εκλογές κάθε κόμμα που συμμετείχε μπορούσε να βρει ένα λόγο ικανοποίησης: η ΝΔ το ότι κέρδισε τους δύο μεγαλύτερους δήμους της χώρας, το ΠΑΣΟΚ την πρωτιά στις νομαρχιακές εκλογές και στον αριθμό των δήμων, ο ΣΥΝ το καλό αποτέλεσμα της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ το αυξημένο ποσοστό, ακόμα και η ΠΟΛ.Α. το ότι μπόρεσε να "υπάρξει"(!) και σε τοπικό επίπεδο μέσα σε ένα χρόνο από την ίδρυσή της. Αλλά εξετάζοντας το συνολικό αποτέλεσμα και την πολιτική κατάσταση μετά τις εκλογές και μετρώντας τα δικά του κέρδη και απώλειες, ποιό κόμμα θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένο; Θα επιχειρήσουμε λοιπόν μια σύντομη περιήγηση στους νέους κομματικούς και πολιτικούς συσχετισμούς.

Το ΠΑΣΟΚ διατηρεί μεν την πρώτη θέση, αλλά με σημαντικές απώλειες. Η ψήφος ανοχής που του χάρισε την κοινοβουλευτική εξουσία μετά από την τετραετία του "άγριου νεοφιλελευθερισμού" της ΝΔ έχει μερικά αναιρεθεί. Η έλλειψη ισχυρού αντίπαλου και η εξουδετέρωση των κοινωνικών αντιστάσεων είναι η μόνη σταθερή βάση για την παραμονή του στην κυβερνητική εξουσία. Αλλά οι πιο δύσκολες μέρες είναι μπροστά. Η εφαρμογή της νέας μακρόχρονης λιτότητας, η πραγματοποίηση του προγράμματος σύγκλισης και των δεσμεύσεων απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση που συνεπάγεται η έγκρισή του από την Ευρωπαϊκή επιτροπή, η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας και η "κούρσα της διαδοχής" διαμορφώνουν ένα κλίμα αστάθειας και αντιπαραθέσεων που σίγουρα θα θέσουν σε δοκιμασία την ενότητα του ΠΑΣΟΚ. Οι τόσοι πολλοί "αντάρτες" και κυρίως τα μεγάλα ποσοστά που απέσπασαν, καθώς και τα πολλαπλά "συντροφικά μαχαιρώματα" σχετικά με την προεκλογική ταχτική και τους υποψηφίους έδειξαν πως η κατάσταση μέσα στο κυβερνητικό κόμμα ήδη δεν είναι ελεγχόμενη.

Πολύ πιο περίπλοκα και ασταθή είναι τα εσωκομματικά πράγματα στη ΝΔ. Η επιτυχία στους μεγάλους δήμους και η επιβεβαίωση της εκλογικής σταθερότητας που προσφέρει στη ΝΔ η διαμόρφωση του κοινωνικού χώρου της Δεξιάς δεν είναι δυνατό να απαλλάξει τον Έβερτ από την πολύπλευρη εσωκομματική αντιπολίτευση. Πρώτο, γιατί η ΝΔ παραμένει δεύτερο κόμμα. Δεύτερο, γιατί η αντιπαράθεση δεν εξαντλείται στην αμφισβήτηση της ικανότητας της νέας ηγεσίας να οδηγήσει ξανά το κόμμα στην κυβέρνηση, αλλά έχει πλέον επεκταθεί σε όλα τα βασικά πεδία της πολιτικής γραμμής. Η ενότητα της ΝΔ - παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις όλων - δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη. Η Δεξιά περνά μια παρατεταμένη μεταβατική περίοδο. Διαχωριστικές γραμμές εμφανίζονται ολοένα και διαμορφώνονται συνεχώς πολιτικές και προσωπικές συμμαχίες. Ο Έβερτ κέρδισε μερικές μάχες προς το παρόν, όχι όμως τον πόλεμο.

Αλλά και ΠΟΛ.Α. πήρε σ' αυτές τις εκλογές την πρώτη "κρυάδα" της σταδιοδρομίας της. Το αποτέλεσμα δεν θα ήταν τόσο άσχημο γι' αυτή, αν δεν είχαν προηγηθεί μόλις λίγους μήνες πριν οι πανηγυρισμοί για το αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές. Όμως, τώρα αποδεικνύεται αυτό που από τότε ήταν προφανές, πως δεν έχει κατακτήσει το ρόλο του "τρίτου πόλου" στο κομματικό παιχνίδι. Τώρα απλώς επιβεβαιώθηκε ότι η εθνικιστική πλατφόρμα της ΠΟΛ.Α. για την εξωτερική πολιτική δεν συνιστά πολιτική γραμμή ικανή να την αναδείξει σήμερα σε "πλειοψηφικό" κόμμα κι ότι εξαντλείται και η δυναμική της "ανανέωσης της πολιτικής" που εκμεταλλεύτηκε κατά την ίδρυσή της.

Για την Αριστερά αυτές οι εκλογές βοήθησαν πολύ να οριστικοποιηθεί το σκηνικό που διαμορφώθηκε μετά τη διετία '89 - '91. Φάνηκε δηλαδή πώς μέσα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις της εποχής εκείνης και παρά την "πολυχρωμία" που αναδύθηκε από το ΚΚΕ παρέμειναν τελικά προς το παρόν δύο βασικές ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις. Μία τάση συνιστούν αυτοί - το σύνολο του ΣΥΝ και οι γύρω απ' αυτόν "παράγοντες" - που βλέπουν σαν μοναδική λύση σήμερα τη συμπόρευση με το ΠΑΣΟΚ στα πλαίσια σοσιαλδημοκρατικών λύσεων ("προοδευτικές προτάσεις", "δημοκρατική πλειοψηφία" κ.τ.λ.). Αυτή η τάση στερείται οποιουδήποτε άλλου πολιτικού ρόλου πλην της συμβολής στην ανατροφοδότηση της εκλογικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας για την κατάκτηση της πολυπόθητης πλειοψηφίας, κοινώς του ρόλου "ουράς" του ΠΑΣΟΚ. Γι' αυτό δεν έχει καμιά βάση ενότητας και δεν θα έχει μέλλον ως κόμμα, αν κάποια στιγμή η σοσιαλδημοκρατία δεν θα έχει ανάγκη από τέτιες "συνεργασίες" (ΠΑΣΟΚ - ΣΥΝ) για την κατάκτηση της πλειοψηφίας. Αυτό αποδείχτηκε στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.

Η άλλη τάση, το ΚΚΕ, αντιπροσωπεύει την κριτική στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία σήμερα και καλείται να συσπειρώσει τις δυνάμεις που αμφισβητούν το ΠΑΣΟΚ από τη σκοπιά όμως του σοσιαλρεφορμισμού. Παρά τις διαφορές του ΚΚΕ όμως από το σοσιαλδημοκρατισμό του ΣΥΝ έχουν δύο βασικά κοινά χαρακτηριστικά: πρώτο, τον ετεροκαθορισμό της πολιτικής τους με βάση τη σοσιαλδημοκρατία, συγκεκριμένα σήμερα το ΠΑΣΟΚ, και δεύτερο, την τεράστια απόσταση που υπάρχει μεταξύ του οποιουδήποτε μεταρρυθμισμού στα πλαίσια του συστήματος που υιοθετούν και της επαναστατικής πολιτικής. Το ΚΚΕ βέβαια μιλά στο όνομα της επαναστατικής πολιτικής, στην πράξη όμως εφαρμόζει σοσιαλρεφορμιστική πολιτική. Με βάση αυτή τη γραμμή, κοινώς της "αριστερής γωνίας" του κομματικού συστήματος, και με τη συνέχιση των "μεταπολιτευτικών παραδόσεων" στην κομματική συγκρότηση, το ΚΚΕ κατάφερε στις τελευταίες εκλογές να επανακατακτήσει την εκλογική του βάση. Στις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση αυτό ήταν το μόνο κέρδος: η διατήρηση σε απόλυτο αριθμό των ψήφων που είχε στις ευρωεκλογές. Κάποια υψηλά ποσοστά διαμορφώθηκαν από την αποχή και τα άκυρα και λευκά, που προέρχονταν από ψηφοφόρους άλλων κομμάτων. Ωστόσο, η χρεωκοπία της γραμμής του αγωνιστικού ρεφορμισμού που αντιπροσωπεύει το ΚΚΕ και σ' αυτό το πεδίο φάνηκε με την απώλεια πολλών δήμων - κάστρων της Αριστεράς και με την αδυναμία του να κερδίσει ψήφους από την αμφισβήτηση των άλλων δυνάμεων, που τελικά εκφράστηκε με άκυρο, λευκό και αποχή. Αδυναμία τελικά να πείσει γι' αυτό που διατυμπανίζει: "πέντε κόμματα, δύο πολιτικές".

Και φτάνουμε έτσι σ' αυτό που όλοι συμφωνούν ότι είναι το μεγάλο ζήτημα από τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών: άκυρο, λευκό και αποχή που ξεπερνούν κάθε προηγούμενο (45% στον πρώτο γύρο στο Δήμο Αθηναίων). Είμαστε απόλυτα δικαιολογημένοι να περιγράψουμε το φαινόμενο με τον όρο αποχή από τα συγκεκριμένα κόμματα. Γιατί δεν ήταν μια απλή αδιαφορία για τις εκλογές (κάτι ασυνήθιστο άλλωστε στην ελληνική πραγματικότητα), αλλά σε μεγάλο βαθμό αποστροφή στο συγκεκριμένο πολιτικό κλίμα και στις συγκεκριμένες αντιπαρατιθέμενες γραμμές που ζητούσαν την ψήφο μας. Ούτε πρόκειται αυτή τη φορά για εμμέσως κατευθυνόμενη πολιτική συμπεριφορά, όπως ήταν το φαινόμενο της "ψήφου στα μικρά κόμματα" στις ευρωεκλογές, αλλά για αποχή παρά την μεγάλη όξυνση της αντιπαράθεσης στον Τύπο, παρά τη συνεχή παρουσία υποψηφίων και στελεχών στα ΜΜΕ και παρά τις εκκλήσεις όλων για συμμετοχή και την κινητοποίηση των κομματικών μηχανισμών. Ήταν τελικά μια αυθόρμητη αμφισβήτηση από το λαό του συγκεκριμένου κομματικού συστήματος, αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό της απόστασης των πολιτικών γραμμών από την τραγική κατάσταση που βιώνει καθημερινά και που κάνει όλα τα ελπιδοφόρα συνθήματα και προγράμματα να ηχούν γελοία. Αυτή η τραγική γελοιοποίηση της πολιτικής επιβεβαιώθηκε με το πιο πειστικό τρόπο με την πλημμύρα στην Αθήνα. Οι υποψήφιοι μιλούσαν για πάρκα και πεζόδρομους, τη στιγμή που ο κόσμος πνιγόταν στην Πειραιώς, στις όχθες του Κηφισσού και του Ποδονίφτη και στους σταθμούς του ηλεκτρικού! Και την επομένη οι εφημερίδες διαφήμιζαν τον εκλεκτό τους υποψήφιο Δήμαρχο ως "σωσίβιο"!

Αναδείχτηκε λοιπόν μια κοινωνική τάση που δεν μπορεί παρά να προβληματίσει όλα τα κόμματα σχετικά με το προβληματικό και κρισιακό πολιτικό σύστημα που διαμορφώνουν. Είναι φανερό ότι στις σημερινές συνθήκες κανένα από τα κόμματα δεν μπορεί να πείσει με τον τρόπο που ως τώρα έπειθε. Όλες οι υπάρχουσες πολιτικές γραμμές τροφοδοτούν την αμφισβήτηση και την αγανάκτηση στις λαϊκές μάζες. Τα άμεσα επακόλουθα είναι πολύ σημαντικά για καθένα από τα κόμματα, για το σύνολο του "πολιτικού κόσμου". Για παράδειγμα, με τόσο μεγάλη αποχή κι επιπλέον άκυρα και λευκά, κάθε αναγωγή των ποσοστών των κομμάτων σε κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς δεν έχει κανένα νόημα, πέρα από την περιγραφή πολύ γενικών τάσεων, γιατί οι τόσοι πολύ ψηφοφόροι που απήχαν είναι αστάθμητος παράγοντας που μπορεί στην πορεία να ανατρέψει κάθε συσχετισμό μεταξύ των κομμάτων.

Τα απώτερα όμως επακόλουθα δεν είναι ούτε ορατά, ούτε καθορισμένα. Οποιαδήποτε πρόβλεψη σήμερα θα ήταν άστοχη. Η αποχή από τα κόμματα σ' αυτές τις εκλογές φανερώνει μόνο τη συσσωρευμένη αγανάκτηση και τίποτα παραπάνω. Δεν έχει καμιά προκαθορισμένη πολιτική ή ιδεολογική χροιά. Ήταν μια συγκεκριμένη αντίδραση κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Πέρα από τα πολιτικά συμπεράσματα που αφορούν τις αδυναμίες των συγκεκριμένων κομμάτων, την αποτυχία που μοιράστηκαν μεταξύ τους σ' αυτές τις εκλογές, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα βγει από τη συσσωρευμένη αυτή αγανάκτηση.

Το σίγουρο είναι ότι οι μελλοντικές αναδιαρθρώσεις του αστικού κομματικού συστήματος θα έχουν ως στόχο την εξουδετέρωση αυτής της τάσης στην ελληνική κοινωνία, είτε με το να στοιχίσουν ξανά πίσω από κόμματα τις μάζες, είτε με το να οδηγήσουν ένα μέρος τους στην πάγια πολιτική αδιαφορία και περιθωριοποίηση. Γιατί κάθε διαμαρτυρία που δεν "μαντρώνεται" με κάποιο τρόπο στον κοινοβουλευτισμό είναι δυναμικό για τις "κοινωνικές εκρήξεις", τις τόσο ενοχλητικές για το κεφάλαιο και τον "πολιτικό κόσμο", όσο ελπιδοφόρες για το εργατικό κίνημα. Γι' αυτό, όπου δεν επαρκεί ο κοινοβουλευτισμός, το κεφάλαιο επιστρατεύει την αντιδραστική ιδεολογία.

 

2. Τα θεμέλια της δημοκρατίας

 

Οι διαδικασίες επιλογής υποψηφίων, οι προεκλογικές εκστρατείες, παράλληλα με τη συνεχή συζήτηση για το μέλλον του αστικού κομματικού συστήματος, έφεραν στο φως πολλά στοιχεία του πολιτικού παρασκηνίου κι επιβεβαίωσαν ακόμα μια φορά ότι ζούμε μια μεταβατική πολιτική περίοδο με άγνωστη προς το παρόν κατάληξη. Ήταν γνωστό πολύ καιρό τώρα ότι δρομολογούνται στους κόλπους του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων εξελίξεις που θα μεταβάλουν το πολιτικό σκηνικό σε σημαντικό βαθμό. Το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών όμως θα έβαζε τους διαχειριστές του ελληνικού καπιταλισμού μπροστά σε τέτοια ζητήματα ακόμα κι αν δεν οι ίδιοι δεν είχαν πρόθεση να τ' ανοίξουν.

Παρακολουθήσαμε λοιπόν τους τελευταίους μήνες πολλά επεισόδια από την εξέλιξη της πολύπλοκης αντιπαράθεσης στα εσωτερικά της ΝΔ, αλλά κι από την πορεία της "κούρσας διαδοχής" - που σημαίνει βέβαια διάδοχης κατάστασης κι όχι μόνο νέου αρχηγού - στο ΠΑΣΟΚ. Είναι σίγουρο ότι έχουμε ακόμα πολλά επεισόδια να παρακολουθήσουμε στο μέλλον. Και ίσως είναι ένας από τους βασικούς στόχους αυτός - να παρακολουθούμε. Να είναι είδηση οι εσωκομματικές εξελίξεις, τη στιγμή που στα βασικά καμιά διαφωνία δεν υπάρχει μέσα στα κόμματα και μεταξύ των κομμάτων, τη στιγμή που η νεοσυντηρητική "αναμόρφωση" προχωρά σταθερά και η "νέα Ελλάδα" οικοδομείται, υποθηκεύοντας το μέλλον του έλληνα εργαζόμενου.

Όσο όμως σκληραίνει το παιχνίδι μεταξύ των πολιτικών φατριών και των κομματικών και εξωκομματικών κέντρων που εμπλέκονται στην "αναδόμηση" του κομματικού συστήματος κι επιδιώκουν μερίδιο από την εξουσία, τόσο πληθαίνουν οι "αποκαλύψεις" και τα σκάνδαλα που βγαίνουν στην επιφάνεια. Φυσικά όλες οι βρώμικες ιστορίες σε κάποια φάση του παιχνιδιού "αποκαλύπτονται" για να εξυπηρετήσουν τους πολιτικούς ή οικονομικούς στόχους του ενός ή του άλλου κέντρου εξουσίας, μονοπωλιακού ομίλου κ.τ.λ. Κάθε αποκάλυψη είναι ταυτόχρονα μια συγκάλυψη, μια νέα σκευωρία. Έτσι κανείς τελικά δεν μπορεί να βρει την άκρη για το ποιος είναι πιο βρώμικος, ο συμμέτοχος στο σκάνδαλο που αποκαλύπτεται ή αυτός που το αποκαλύπτει. Για ένα όμως μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Οι συσχετισμοί, τα σενάρια, το μέλλον των κομμάτων και ο ρόλος των πολιτικών δεν κρίνονται πλέον στον πολιτικό διάλογο και την αντιπαράθεση ιδεών και προγραμμάτων, αλλά σε ένα άλλο πεδίο μη ορατό άμεσα, έξω από τους θεσμούς, κάτω από την επιφάνεια της πολιτικής σκηνής.

Η εντεινόμενη εμπλοκή του Τύπου και των Μ.Μ.Ε. στις πολιτικές εξελίξεις και η απόλυτη σύνδεσή τους με το μεγάλο κεφάλαιο αρκούν για να επιβεβαιώσουν αυτή τη διαπίστωση. Όμως η σφοδρότητα των ενδοαστικών διενέξεων μας παρουσιάζει ολοένα και πιο ανάγλυφα αυτή την πραγματικότητα. Σταχυολογούμε μερικές μόνο από τις χαρακτηριστικές αποκαλύψεις του τελευταίου τριμήνου.

Το ίδρυμα Βουδούρη, που είναι ιδιοκτήτης της πρώτης σε κυκλοφορία εφημερίδας της Δεξιάς, του Ελεύθερου Τύπου, και στο Δ.Σ. του οποίου συμμετέχουν ο Μ.Έβερτ και ο Γ.Βαρβιτσιώτης, κατηγορείται από το Δ.Ρίζο, που απολύεται από διευθυντής της εφημερίδας, για οικονομικά σκάνδαλα και διασυνδέσεις με εμπόρους ναρκωτικών. Στη θέση του Δ.Ρίζου διορίζεται ο Καρατζαφέρης, ο γνωστός "λαϊκιστής" δημοσιογράφος και βουλευτής της Ν.Δ. Λίγο μετά το Βήμα αποκαλύπτει επιστολή του Καρατζαφέρη προς τον Α.Παπανδρέου στην οποία του προτείνει, μιλώντας και γι' άλλους βουλευτές της Ν.Δ., υποστήριξη για την ανάδειξή του σε Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πηγή της αποκάλυψης είναι φυσικά το "περιβάλλον" του Α.Παπανδρέου. Η Αυριανή δε τελευταία έχει κυρήξει τον πόλεμο σ' αυτό το "περιβάλλον" του πρωθυπουργού και ιδιαίτερα στον Α.Λιβάνη, τον οποίο θεωρεί άνθρωπο που κάνει το γενικό κουμάντο, ελέγχει τόσο τις ισορροπίες μέσα στο ΠΑΣΟΚ όσο και τις σχέσεις κυβέρνησης - μονοπωλιακών ομάδων. Πρόσφατα ο Γ.Μπούτος εξαναγκάζεται σε παραίτηση από διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδας κι όλοι μιλούν για το ρόλο του "περιβάλλοντος" σ' αυτή την πρωτοφανή κίνηση. Αιτία της είναι οι διαδικασίες εκκαθάρισης της Τράπεζας Κρήτης και η μάχη για την εξαγορά της.

Η μοιρασιά του 2ου πακέτου Ντελόρ προβλέπεται να φέρει τέτοιες ενδοαστικές διαμάχες που μπορεί να τροφοδοτεί με σκάνδαλα για πολλά χρόνια την πολιτική ζωή της χώρας. Ήδη το συγκρότημα Κουρή κήρυξε τον πόλεμο στον Γ.Παπαντωνίου για την εύνοια που έδειξε στους Λαμπράκη και Τεγόπουλο, στο χέρι που τον τρέφει δηλαδή...

Στα μεγάλα σκάνδαλα της ΑΓΕΤ και των υποκλοπών δεν χρειάζεται καν να αναφερθούμε, όταν τα σκάνδαλα έχουν γίνει πλέον καθημερινή υπόθεση και η διαφθορά απαραίτητο προσόν για τους πολιτικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου. Δεν πρόκειται όμως για ξαφνική επιδημία σκανδάλων στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Αντίθετα, τώρα αποκαλύπτεται πως ό,τι πιο σταθερό υπάρχει στο δημοκρατικό μας πολίτευμα είναι οι υπόγειες συμμαχίες μεταξύ των "μεγάλων αφεντικών" της χώρας και των πολιτικών κυκλωμάτων για το μοίρασμα της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Συμμαχίες, που έχουν φυσικά "υπερκομματικό" χαρακτήρα, που είναι πάνω από ιδεολογίες και κομματικά προγράμματα. Συμμαχίες, που είναι "θεμέλια της δημοκρατίας", γιατί πραγματώνουν ένα μέρος της ουσίας της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας, της δικτατορίας των μονοπωλίων.

Η εύρυθμη λειτουργία του αστικοδημοκρατικού μας πολιτικού συστήματος στηρίζεται σε σχέδια, παζάρια και συμφωνίες οικονομικών κέντρων λήψης αποφάσεων και στον "διαμεσολαβητικό" ρόλο ανθρώπων των πολιτικών παρασκηνίων. Η κρίση του πολιτικού συστήματος ωθεί σε ακόμα πιο δυναμική παρέμβαση τέτοιων κέντρων στις εξελίξεις. Η "ανανέωση" του συστήματος πρέπει να στηριχτεί στα ίδια "θεμέλια". Οι νέες συμμαχίες οικονομικών και πολιτικών παραγόντων καλούνται να διαμορφώσουν το νέο πολιτικό σκηνικό.

Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, το ΠΑΣΟΚ διαφημίζει τη νέα λαϊκή κατάκτηση, την αιρετή αυτοδιοίκηση β' βαθμού, την περισσότερη και πιο άμεση δημοκρατία! Τι κι αν ο Νομάρχης δεν μπορεί να πάρει καμιά σημαντική απόφαση για τη ζωή του τόπου, είναι πάντως αιρετός. Τι κι αν η κεντρική εξουσία μοιράζεται μεταξύ των μονοπωλιακών ομίλων και οι αποφάσεις έχουν ληφθεί έξω από τα κόμματα και τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, ο λαός οδηγείται στις κάλπες και μπορεί να διαλέξει την εκδοχή της ίδιας πολιτικής που προτιμά.

Κλείσαμε εφέτος είκοσι χρόνια από την πτώση της χούντας, είκοσι χρόνια δημοκρατίας, την οποία ο λαός μας κέρδισε με αγώνες μακροχρόνιους και σκληρούς. Τώρα η δημοκρατία λειτουργεί σταθερά, όχι όμως σύμφωνα με το συμφέρον του λαού, αλλά σύμφωνα με τις επιλογές αυτών που δεν εκλέγονται και δεν ελέγχονται με δημοκρατικές διαδικασίες, τις επιλογές της ολιγαρχίας. Η δημοκρατία "ανανεώνεται", "διευρύνεται" και παρά την κρίση του κομματικού συστήματος είναι πιθανό σύντομα να ξεπεράσει τους κλιδωνισμούς και να ξεχαστεί η σημερινή γελοιοποίηση των προσώπων και των θεσμών. Η "ανανέωση" θα συγκαλύψει και πάλι την ουσία, το μεγάλο σκάνδαλο της εξουσίας των μονοπωλίων. Κι ενώ όλοι μιλούν για το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου, "δημοκρατία ανάπηρη πάλι μας τάζουν"...

 

3. Προς αναζήτηση του νέου επεκτατισμού

 

Το θέμα στο Προεδρικό Μέγαρο ήταν σχετικό με τα μποφόρ. Με πόσα μποφόρ υπολογίζουν Καραμανλής και Παπανδρέου ότι βάλλεται η χώρα σ' αυτή την περίοδο της διεθνούς τρικυμίας, που τόσο μακριά φαντάζει νά 'ναι από τη ψυχροπολεμική νηνεμία; Κατά την εκτίμησή τους η χώρα έπεσε ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα, ο διεθνής τύπος όμως αντιμετωπίζει την Ελλάδα σαν τον "άτακτο κι εγωιστικό παιδί" των Βαλκανίων.

Όσο κι αν υπάρχουν προκλήσεις από τα γειτονικά κράτη, είναι χωρίς προηγούμενο η ικανότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων χρόνων στο να ανοίγει εθνικά ζητήματα - Σκοπιανό πρώτα, Αλβανικό τώρα. Για τους αναλυτές της διεθνούς πολιτικής η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων χαρακτηρίζεται από άκαμπτη μέχρι επιθετική, αλλά και οι εκάστοτε κυβερνώντες παραδέχονται, όταν δεν βρίσκονται στο πεδίο των "διπλωματικών μαχών", ότι οι ως τώρα χειρισμοί στα Βαλκάνια είναι μάλλον κοντόφθαλμοι. Τι συμβαίνει λοιπόν;

Κάθε κυβέρνηση μετά το '89 ενδιαφέρεται έντονα ν' αποδείξει με τον τρόπο της τον "πατριωτισμό" της, τρέμει στην ιδέα ότι θα κατηγορηθεί για ενδοτισμό. Εθνικιστικές πτέρυγες έχουν διαμορφωθεί σ' όλα τα κόμματα και τα Μ.Μ.Ε. κι ο Τύπος παίζουν στο σύνολό τους το ρόλο φύλακα - αγγέλου των "εθνικών δικαίων". Μέσα σ' ένα τέτοιο κλίμα δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια διαλόγου για την λύση των ζητημάτων που προκύπτουν στα Βαλκάνια, ακόμα κι αυτών που θεωρούνται επείγοντα κι έχει επιτευχθεί συναίνεση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τη λύση τους, όπως η σταθεροποίηση του κρατιδίου των Σκοπίων. Αυτή είναι η αιτία των τόσων μποφόρ που αισθάνονται οι Καραμανλής και Παπανδρέου, όπως άλλωστε κι ο Μητσοτάκης, όταν ήταν πρωθυπουργός.

Είναι σαφές ότι η μετάβαση στη μεταψυχροπολεμική εποχή επέτεινε τα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού, αλλάζοντας τα γεωπολιτικά δεδομένα μέσα στα οποία η αστική τάξη της χώρας διεκδικούσε ένα ρόλο και διαπραγματευόταν τη θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Οι διέξοδοι που χρησιμοποιήθηκαν μετά το '74 - "σκληρή στάση" σε ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, σχέσεις με τους Άραβες και το λεγόμενο "σοσιαλιστικό στρατόπεδο" - δεν υπάρχουν πια. Όμως αυτές οι αλλαγές βρήκαν τον ελληνικό καπιταλισμό σε μια ιστορική στιγμή που ξεκινούσε για την αναδιάρθρωσή του και στόχευε σε ένα πιο "ενεργητικό ρόλο" στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική. Έτσι δημιουργήθηκε η πολυσυζητημένη από τους πολιτικούς έλλειψη "εθνικής στρατηγικής".

Ο ελληνικός καπιταλισμός ασφυκτιά πλέον μέσα στα σύνορά του. Τα οικονομικά, γεωγραφικά, στρατοπολιτικά του όρια είναι πολύ στενά για τη δυναμική ανάπτυξη που θέλει να επιδιώξει. Η αστική τάξη της χώρα τείνει γενικά στον επεκτατισμό, πολλοί πολιτικοί απ' όλους τους χώρους αναφέρονται συχνά στον Ε.Βενιζέλο και προσδιορίζουν τη νέα στρατηγική που πρέπει ν' ακολουθηθεί ως ένα είδος "βενιζελισμού". Βέβαια ο καθένας προσδίδει στον "βενιζελισμό" του το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο της αρεσκείας του - από τον "αριστερό βενιζελισμό" του Δ.Τσοβόλα μέχρι τον μεγαλοϊδεατισμό του Α.Σαμαρά - αλλά κοινό χαρακτηριστικό κάθε "μακρόπνοου οράματος" είναι ο επεκτατισμός.

Μπορούμε σήμερα να προδιορίσουμε δύο βασικές τάσεις - γραμμές επεκτατισμού που διαμορφώνονται μέσα στον "πολιτικό κόσμο" και τείνουν μάλιστα να τον διαιρέσουν κάθετα, δημιουργώντας μια νέα και "υπερκομματική" διαχωριστική γραμμή μεταξύ των εκπροσώπων του κεφαλαίου.

Μία τάση συνιστούν οι υποστηρικτές της "ρεαλιστικής πολιτικής", αυτής δηλαδή που σέβεται τα γεωπολιτικά πλαίσια που διαμορφώνουν οι εξελίξεις στον ανταγωνισμό των ιμπεριαλιστικών κέντρων και επιδιώκει την καλύτερη εκμετάλλευση των μέχρι τώρα κεκτημένων της χώρας, τη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, για την οικονομική επέκταση στα Βαλκάνια και ένα δυναμικό οικονομικό ρόλο στις νέες συνθήκες της διευρυμένης ευρωπαϊκής αγοράς. Αυτή τη γραμμή πλεύσης επιδιώκουν οι μέχρι τώρα βασικοί ιθύνοντες της κυβερνητικής πολιτικής - Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Καραμανλής - παρά τις επιμέρους διαφορές τους και τις παρεκκλίσεις που τους επέβαλε η εκάστοτε συγκυρία. Μια "νέα γενιά" πολιτικών στα πλαίσια των μεγάλων κομμάτων και του ΣΥΝ εμφανίζονται ως υπέρμαχοι της "ρεαλιστικής πολιτικής" κι εκφράζουν σίγουρα την πλειοψηφία των στελεχών αυτών των κομμάτων.

Η άλλη τάση είναι αυτή της πολιτικοστρατιωτικής διεκδίκησης ρόλου στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή με την "ανυποχώρητη" στάση απέναντι στους γείτονες και με την όξυνση του ανταγωνισμού με την Τουρκία. Είναι η γραμμή του επιθετικού εθνικισμού, που πρωτοπαρουσίασε στην εξωτερική πολιτική ο Α.Σαμαράς ως ΥΠΕΞ και βρίσκει υποστηρικτές σε όλα τα κόμματα. Παρόλο που στον επίσημο "πολιτικό κόσμο" της χώρας η γραμμή αυτή μειοψηφεί σαφώς, η στάση του Τύπου και των Μ.Μ.Ε. φανερώνει ότι, ενώ δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμη μια τέτοια πολιτική, χρησιμοποιείται σαν μέσο πίεσης απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις, όποτε οι απαιτήσεις τους κρίνονται παράλογες από την ελληνική αστική τάξη, και αξιοποιείται για την ενίσχυση της αντιδραστικής ιδεολογίας μέσα στις μάζες.

Με αφορμή την κριτική που δέχτηκε η κυβέρνηση για τη στάση της σχετικά με τη δίκη των στελεχών της Ομόνοιας πρόσφατα στην Αλβανία κηρύχθηκε η αντεπίθεση των "ρεαλιστών" ενάντια στους "υπερπατριώτες". Ξεκίνησε ένας νέος πόλεμος δηλώσεων μεταξύ όλων των πολιτικών αρχηγών για τα εθνικά θέματα με τη συμμετοχή τώρα και του ίδιου του Κ.Καραμανλή, που μίλησε για εθνική απομόνωση της χώρας κι έδωσε έτσι σε όλους να καταλάβουν πως δεν είναι δυνατό να παραμείνουν άλλο ανοικτά το Αλβανικό και το Σκοπιανό, γιατί οι "σύμμαχοι", Ευρωπαίοι κι Αμερικανοί, απαιτούν άμεσα αλλαγή πλεύσης από την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι αποκαλύφθηκε όμως έμμεσα πόσο σημαντικό πρόβλημα θεωρούν οι κυβερνώντες την ύπαρξη των εθνικιστών.

Σε κάθε περίπτωση ο νέος επεκτατισμός του ελληνικού κεφαλαίου είναι σε βάρος των εργαζομένων της χώρας. Οι τυχοδιωκτισμοί που προτείνονται από τους εθνικιστές ενισχύουν σήμερα το κλίμα αντίδρασης και, αν ποτέ εφαρμοστούν, επιφυλάσσουν για τον ελληνικό λαό την ίδια δυστυχία που έχει επιφέρει στον τουρκικό η επιθετικότητα της δικής του αστικής τάξης. Αλλά και η "ρεαλιστική πολιτική" σημαίνει ακόμα μεγαλύτερες θυσίες από τους εργαζόμενες για την έξοδο από την κρίση, για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού και για την επέκταση των δραστηριοτήτων του στα Βαλκάνια. Σημαίνει επίσης πιο ισχυρή προσκόλληση στις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε., πιο ασφυκτική συμμόρφωση στα προγράμματα τύπου Μάαστριχτ, ενίσχυση της πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης της χώρας.

 

4. Το ΠΑΣΟΚ "ανακαλύπτει" την παλιά, καλή συνταγή (της ΝΔ)

 

Το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην κυβερνητική εξουσία πριν από ένα χρόνο ως αντίδοτο στην πρώτη γεύση "άγριου νεοφιλελευθερισμού" των Μητσοτάκη, Μάνου, Ανδριανόπουλου που κράτησε μόλις τριάμισι χρόνια. Ήταν βέβαια από τότε φανερό πως η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ δεν σήμαινε απαλλαγή από το νεοφιλελευθερισμό, αλλά συνέχισή του σε άλλη παραλλαγή. Το ΠΑΣΟΚ είχε ολοκληρώσει τη νεοσυντηρητική του στροφή και είχε ένα πρόγραμμα εφαρμογής "ήπιου νεοσυντηρητισμού" με εκμηδενισμό των αντιστάσεων των εργαζομένων μέσω του "εθνικού συμβολαίου". Δεν είχε κανένα "όραμα" τώρα πια να παρουσιάσει στους εργαζόμενους παρά μόνο μια εναλλακτική λύση διαχείρισης που θα διέφερε από αυτή της ΝΔ στην "κοινωνική της ευαισθησία".

Κλείνοντας ένα χρόνο διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, μπορούμε να εξετάσουμε καλύτερα την πορεία εφαρμογής του προγράμματός του. Είναι άλλωστε άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το φαντάζεσαι! Παράταση και σκλήρυνση της λιτότητας, "σταθεροποίηση" της ανεργίας στο 10%, δημιουργία νέων προβληματικών, κλείσιμο πολλών μικρών επιχειρήσεων, αντεργατική "εξυγίανση" του δημόσιου τομέα... Μόνο ήπιος δεν είναι ο νεοσυντηρητισμός που εφαρμόζεται για τους εργαζόμενους. Το μόνο ήπιο στοιχείο είναι η έλλειψη αντίδρασης του συνδικαλιστικού κινήματος, για την οποία φροντίζει με κάθε δυνατό τρόπο η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ο εγγυητής του "εθνικού συμβολαίου".

Το ΠΑΣΟΚ απέδειξε έμπρακτα πως δεν υπάρχουν σοβαρά περιθώρια "κοινωνικής ευαισθησίας" στο βαθμό που ακολουθείται η βασική στρατηγική του κεφαλαίου για αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, με την πιστή εφαρμογή των στόχων του Μάαστριχτ. Η λιτότητα και η ανεργία είναι ο μονόδρομος της διαχείρισης. Μονόδρομος είναι και η δημιουργία νέων προβληματικών και το κλείσιμο των μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων και οι αποκρατικοποιήσεις και η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο τομέα. Στην Ολυμπιακή κι άλλες κρατικές επιχειρήσεις που δεν είναι δυνατό να εκποιηθούν λόγω έλλειψης αγοραστών, η κυβέρνηση επιχειρεί με κάθε τρόπο να εισάγει τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας, την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης δηλαδή, γιατί δεν έχει άλλη επιλογή από το κλείσιμο. Τα ναυπηγεία αφέθηκαν στην τύχη τους. Ο ΟΤΕ ξεπουλιέται κατά πολύ περισσότερο από 25%, αφού η εξασφάλιση κερδοφορίας στους επενδυτές θα πληρωθεί από τους εργαζόμενους όλης της χώρας με ασύληπτου μεγέθους ανατιμήσεις κι από τους εργαζόμενους στον ΟΤΕ με αύξηση της παραγωγικότητας και μείωση των αποδοχών.

Αλλά δεν τελειώνει εδώ η "ευαισθησία" απέναντι στους εργαζόμενους. Κάτω από τη σημαία του "εκσυγχρονισμού" ετοιμάζονται πολλές νέες ρυθμίσεις, με τις οποίες θα αναδιαρθρωθεί νεοσυντηρητικά το σύνολο της κοινωνικής αναπαραγωγής. Υγεία, ασφάλιση και παιδεία βρίσκονται ήδη στο στόχαστρο του καταστροφικού "κυβερνητικού έργου". Στα υπουργικά επιτελεία αναλύονται όλες οι μέθοδοι για να πληρώνει ο εργαζόμενος πολύ περισσότερα από όσα παίρνει. Να πληρώσει τελικά ο λαός την οικονομική "εξυγίανση" και τον "εκσυγχρονισμό", για να γίνουν οι "κοινωνικές παροχές" πιο λειτουργικές για τα μονοπώλια, πιο κερδοφόρες για τον ιδιωτικό τομέα, πιο ακριβοπληρωμένες από το λαό και πολύ λιγότερο στην υπηρεσία του!

Μια νέα επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους έχει ήδη ξεκινήσει. Πάλι οι "εκπρόσωποι των εργαζομένων" θα μπαινοβγαίνουν στα υπουργεία για τον καθιερωμένο "διάλογο". Έχουν όλοι οι συμμετέχοντες σε τέτοιο "διάλογο" την αίσθηση, ίσως και σιγουριά, πως θα δώσουν την παράσταση ανενόχλητα, πως οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σώπασαν για πάντα. Κάποιοι όμως πρέπει να κάνουμε και θα κάνουμε κάθε προσπάθεια ν' ανατραπούν τέτοιες φρικτές πεποιθήσεις...