[2020-01-27] Οι αστικές τάξεις ετοιμάζονται για πόλεμο, η εργατική τάξη πρέπει να απαντήσει
Οι αστικές τάξεις ετοιμάζονται για πόλεμο, η εργατική τάξη πρέπει να απαντήσει
Οι στιγμές είναι κρίσιμες για την εργατική τάξη της χώρας.
Η εργατική τάξη υπέστη μια συντριπτική ήττα το προηγούμενο διάστημα εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής. Από το εξεγερτικό πνεύμα του 2011-12, όπου στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, και το δημοψήφισμα του 2015, όπου η ελληνική κοινωνία διαχωρίστηκε ταξικά με νίκη της εργατικής τάξης και του ΟΧΙ, φτάσαμε στο 2019, οπότε επισφραγίστηκε η ήττα του εργατικού κινήματος με τη νίκη στις εκλογές του Ιουλίου ενός καθαρόαιμου εκφραστή της αστικής τάξης και της μνημονιακής πολιτικής, με ταυτόχρονη αποδυνάμωση όλων των οργανώσεων της εργατικής τάξης, πολιτικών και συνδικαλιστικών. Η ήττα αυτή οφείλεται, σε τελική ανάλυση, στην αδυναμία και ανικανότητα των οργανώσεων της εργατικής τάξης να προβάλλουν ως δύναμη εξουσίας, να διεκδικήσουν και να καταλάβουν την εξουσία όλο το προηγούμενο διάστημα, ιδιαίτερα την περίοδο του φθινοπώρου του 2011 έως την άνοιξη του 2012. Πράγμα που επέτρεψε τελικά στον ρεφορμιστικό ΣΥΡΙΖΑ να κυριαρχήσει πολιτικά, να αφομοιώσει τις αντιστάσεις της εργατικής τάξης και να οδηγήσει το κίνημά της σε ήττα, τραυματίζοντας την αξιοπιστία όχι μόνο της ρεφορμιστικής αριστεράς αλλά και συνολικά της αριστεράς και την απελευθερωτική προοπτική της εργατικής τάξης.
Στο έδαφος αυτής της ήττας, η αστική τάξη βρίσκει το δρόμο στρωμένο για να περνάει την αντεργατική πολιτική της (βλ. τον αναπτυξιακό νόμο με τη περαιτέρω διάλυση των συλλογικών συμβάσεων, την ένταση της καταστολής, την προώθηση της ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης, τον έλεγχο των κινητοποιήσεων, κτλ), ενώ παράλληλα ετοιμάζεται να σύρει την εργατική τάξη στον όλεθρο είτε με την εμπλοκή στις πολεμικές αναμετρήσεις στην περιοχή, είτε, ακόμα χειρότερα, με την κατά μέτωπο ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία.
Η αστική τάξη οργανώνει εδώ και καιρό συστηματικά την προετοιμασία ενός τέτοιου ενδεχομένου. Για να αποσπάσει τη συναίνεση των καταπιεζομένων, θα πρέπει να εμφανίσει τα συμφέροντά της ως δίκαια συμφέροντα, τη συμμετοχή σε πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς ως εθνικό συμφέρον ή ακόμα και ως αποστολή ειρήνης, και βέβαια η Τουρκία θα πρέπει να εμφανιστεί ως επιτιθέμενη. Ειδικά σε σχέση με την Τουρκία, η αστική τάξη, μέσω των πολιτικών και ιδεολογικών εκπροσώπων της, έχει αποδυθεί σε έντονη προσπάθεια να πείσει ότι η Τουρκία καταπατά το διεθνές δίκαιο, ότι είναι αναθεωρητική δύναμη, και ότι επιδιώκει την ένταση, ενώ η Ελλάδα είναι παράγοντας ειρήνης και δικαίου στην περιοχή.
Με αυτό το μότο κινούνται όλες οι πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούνται στη Βουλή αλλά και άλλες εκτός κοινοβουλίου. Η κοινή τους βάση είναι η αποδοχή και η αναφορά τους στην «επιθετικότητα της Τουρκίας» πράγμα που τις ενιαιοποιεί κάτω από την ομπρέλα της αστικής προπαγάνδας, την οποία διευκολύνουν σε μέγιστο βαθμό, ανεξάρτητα από περαιτέρω υπαρκτές διαφορές.
Περί διεθνούς «δικαίου»
Ποτέ τα ζητήματα ανάμεσα στις αστικές τάξεις των καπιταλιστικών κρατών δεν λύνονταν με βάση κάποια αφηρημένη έννοια δικαίου. Αντίθετα, το λεγόμενο διεθνές δίκαιο είναι το αποτέλεσμα, η έκφραση, του συσχετισμού δυνάμεων που έχει παγιωθεί σε μια προηγούμενη φάση της σύγκρουσης, συνήθως μέσω αιματηρού πολέμου, ανάμεσα σε ανταγωνιστικές αστικές τάξεις, σύγκρουσης για την οποία οι εργατικές τάξεις των εμπόλεμων έχυναν το αίμα τους για να διασφαλιστούν –και σε διεθνές δικαιικό επίπεδο– τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών τους. Οι συσχετισμοί δύναμης αποκρυσταλλώνονται σε σύνορα, εμπορικές συμφωνίες και διεθνείς συνθήκες. Η αλλαγή των συσχετισμών συνεπάγεται την αμφισβήτηση των συνθηκών που παγιώθηκαν με βάση τους προηγούμενους συσχετισμούς και οδηγεί σε αμφισβήτηση των υφισταμένων συνόρων, εμπορικών συμφωνιών και διεθνών συνθηκών.
Οι κατηγορίες περί αναθεωρητισμού εναντίον της Τουρκίας που εκτοξεύουν οι πολιτικοί και ιδεολογικοί εκπρόσωποί της αστικής τάξης δεν είναι τίποτα περισσότερο από απαιτήσεις να διατηρηθεί το ευνοϊκό για τους έλληνες καπιταλιστές status quo που επιβλήθηκε στην Τουρκία από το γεγονός ότι σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους η Τουρκία είτε βρέθηκε στην πλευρά των ηττημένων είτε κράτησε ουδέτερη στάση, ενώ η Ελλάδα πήρε ενεργό μέρος και βρέθηκε με τη μεριά των νικητών.
Πίσω όμως από την καταιγιστική προπαγάνδα υπάρχουν γεγονότα που υπονομεύουν τη θεωρία ότι μόνο η Τουρκία καταπατά το διεθνές δίκαιο.
Ο καθηγητής Άγγελος Συρίγος, βουλευτής της ΝΔ, φρόντισε να θυμίσει πρόσφατα (με άρθρο «γνώμης» στην «Εφ. Συν.») μια σχετικά «κρυφή» διαχρονική διάσταση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Με υπεύθυνες δηλώσεις των υπουργών εξωτερικών, το ελληνικό κράτος έχει υπογραμμίσει ότι αρνείται τη δικαιοδοσία του διεθνούς δικαίου σε τρεις κρίσιμους τομείς: α) Αποφάσεις που αφορούν την «αμυντική» δυνατότητα (δηλαδή τη στρατιωτικοποίηση των νησιών), β) Αποφάσεις που αφορούν κυριαρχία επί εδάφους (δηλαδή εθνική κυριαρχία σε νησίδες και βράχους που δεν έχει ρυθμιστεί στη Λωζάννη και στις μετέπειτα διεθνείς συνθήκες), γ) Αποφάσεις που αφορούν στη σχέση μεταξύ χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου (δηλαδή το νόμιμο ή το παράνομο της επέκτασης του ελληνικού εναέριου χώρου στα 10 ναυτικά μίλια)
Αυτό δηλαδή που λέει ο Συρίγος είναι ότι και η Ελλάδα επικαλείται το διεθνές δίκαιο στο βαθμό που αυτό υποστηρίζει τα συμφέροντά της. Παραπέρα, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν:
-Το παράδοξο γεγονός του ελληνικού εναέριου χώρου που επεκτείνεται στα 10 ναυτικά μίλια, 4 περισσότερα από τη ζώνη των χωρικών υδάτων, κάτι που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, καθώς δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που τα χωρικά ύδατα και ο εναέριος χώρος δεν ταυτίζονται. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική αστική τάξη διεκδικεί την επέκταση της επικράτειάς της, πράγμα που δεν αναγνωρίζεται από καμιά χώρα (ούτε και από το ΝΑΤΟ).
-Το γεγονός ότι η Ελλάδα παραβιάζει τη συνθήκη παραχώρησης των Δωδεκανήσων, η οποία όριζε ότι τα νησιά πρέπει να είναι αποστρατιωτικοποιημένα.
-Το γεγονός ότι η αστική τάξη της Ελλάδας και οι κυβερνήσεις της διεκδικούν για το Καστελόριζο υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ως αυτονόητο δικαίωμα, τη στιγμή που υπάρχουν εξειδικεύσεις του δικαίου της θάλασσας οι οποίες μειώνουν την επήρεια, δηλαδή, το ποσοστό κατά το οποίο μια εδαφική περιοχή δικαιούται ή δεν δικαιούται υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, με βάση μια σειρά από περαιτέρω κριτήρια (το μέγεθος του νησιού, την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται στο χώρο οριοθέτησης, κτλ). Τέτοια παραδείγματα αποτελούν οι αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου σε σχέση με τα αγγλικά νησάκια του καναλιού της Μάγχης που βρίσκονται κοντά στις ακτές της Γαλλίας, οι αποφάσεις για τη γραμμή των θαλάσσιων συνόρων της Λιβύης με τη Μάλτα, αλλά και η απόφαση για τη διένεξη Ρουμανίας-Ουκρανίας για τη νήσο των Όφεων (Serpent’s Island) (Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1)
-Το γεγονός ότι η χώρα με τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο, δηλαδή, η Τουρκία, επιχειρείται να αποκλειστεί από την εκμετάλλευση κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, αφού η ελληνική αστική τάξη, μαζί με την κυπριακή και τις αστικές τάξεις του καθεστώτος apartheid του Ισραήλ και της δικτατορίας του Σίσι στην Αίγυπτο, υπό την υψηλή εποπτεία αμερικανικών, γαλλικών και ιταλικών μονοπωλίων μοίρασαν τα οικόπεδα της Ανατολικής Μεσογείου μεταξύ τους. Η δημιουργία του «Φόρουμ για το Φυσικό Αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο», που έλαβε επίσημη μορφή από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ξεκίνησε πιο πριν από την κυβέρνηση Γ.Α. Παπανδρέου το 2011, και φυσικά συνεχίζεται από την κυβέρνηση της ΝΔ, περιλαμβάνει επτά χώρες της Ανατολικής Μεσογείου (Αίγυπτος, Ελλάδα, Ιταλία, Ιορδανία, Παλαιστινιακή Αρχή, Ισραήλ, Κύπρος), οι οποίες εμπλέκονται στην παραγωγή και στη διαμετακόμιση του φυσικού αερίου. Το Ισραήλ μάλιστα, είναι μία από τις τέσσερις χώρες που δεν έχει επικυρώσει τη διεθνή σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας (οι άλλες τρείς είναι οι ΗΠΑ, η Τουρκία και η Βενεζουέλα). Πώς λοιπόν οι ελληνικές κυβερνήσεις επικαλούνται το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας όταν κλείνουν συμφωνίες με μια χώρα που δεν αναγνωρίζει αυτό το δίκαιο;
Επιπλέον, η Παλαιστινιακή Αρχή έχει μάλλον συμβολική παρουσία σε αυτό το φόρουμ, αφού το Ισραήλ έχει απαγορεύσει την εκμετάλλευση της θαλάσσιας περιοχής στη Λωρίδα της Γάζας από την Παλαιστινιακή Αρχή με το πρόσχημα της κυριαρχίας της Χαμάς στην Λωρίδα της Γάζας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια προσπάθεια του κράτους του Ισραήλ να αποκόψει τους Παλαιστίνιους από τους φυσικούς πόρους που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ένα ανεξάρτητο κράτος, ώστε να τους μετατρέψει σε αντικείμενο εκμετάλλευσης για τους καπιταλιστές του Ισραήλ.
Η Τουρκία έχει αποκλειστεί από το φόρουμ, όπως και ο Λίβανος. Η Τουρκία έχει αποκλειστεί καθώς η ελληνοκυπριακή αστική τάξη, προφανώς σε συνέργεια με την ελληνική, αρνήθηκε να δημιουργηθεί αγωγός που να μεταφέρει τα κοιτάσματα φυσικού αερίου από τη «δική» της (η ελληνοκυπριακή αστική τάξη θεωρεί τον εαυτό της αυθαίρετα εκπρόσωπο όλου του νησιού) θαλάσσια περιοχή μέσω Τουρκίας. Έτσι, βέβαια έχουν αποκλειστεί όχι μόνο οι Τούρκοι αλλά και οι Τουρκοκύπριοι από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων.
Ο Λίβανος έχει αποκλειστεί γιατί το Ισραήλ βρίσκεται σε διαμάχη με το Λίβανο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι το Ισραήλ, με τη δύναμη των όπλων, εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα που εν μέρει βρίσκονται στη θαλάσσια περιοχή του Λιβάνου.
Φυσικά, για να μπορέσουν το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Κύπρος να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα με αποκλεισμό όλων των άλλων απαιτείται και η συναίνεση των πιο μεγάλων αφεντικών. Γι’ αυτό και έχουν κληθεί αμερικανικά, γαλλικά και ιταλικά μονοπώλια να συνεργαστούν σ’ αυτήν την εκμετάλλευση, ώστε να δεσμευτούν να παρέχουν οι χώρες τους την προστασία που απαιτείται στην κατ’ αποκλειστικότητα λεηλασία των κοιτασμάτων.
Οι Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες εκμετάλλευσης (ΑΟΖ)
Οι διαδικασίες χάραξης ΑΟΖ αποτελούν μια ιδιόμορφη διαδικασία εξαρχής χάραξης συνόρων στη θάλασσα, τα οποία προσδιορίζουν τα δικαιώματα που έχει μια χώρα στην εκμετάλλευση του θαλάσσιου και υποθαλάσσιου πλούτου. Η κατοχύρωση μιας θαλάσσιας περιοχής ως ζώνης εκμετάλλευσης ενός κράτους απαιτεί συμφωνία με τα υπόλοιπα εμπλεκόμενα κράτη. Οι συμφωνίες αυτές πραγματοποιούνται στη βάση της ισχύος και στο βαθμό που δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, το ζήτημα λύνεται με την πολεμική βία ή με την απειλή χρήσης πολεμικής βίας.
Το διεθνές δίκαιο καθορίζει κάποια γενικά χαρακτηριστικά για τον καθορισμό ΑΟΖ, αλλά η λύση του ζητήματος σε κάθε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων απαιτεί τη συμφωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων κρατών.
Η ελληνική αστική τάξη, οι πολιτικοί της εκπρόσωποι και τα δημοσιογραφικά της φερέφωνα προπαγανδίζουν συστηματικά τη θέση ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις είναι σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο και επιδιώκουν να εμφανίσουν τις διεκδικήσεις αυτές σαν «κυριαρχικά δικαιώματα».
Η ελληνική κυβέρνηση με το νόμο 4001 του 2011 καθόρισε τα απώτατα όρια της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης της. Αυτά τα απώτατα όρια δεν είναι όμως τα τελικά, για τα οποία απαιτείται οριοθέτηση με τις γειτονικές χώρες.
Από την πλευρά του ελληνικού καπιταλισμού, ακολουθήθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα μια πολιτική απομόνωσης της Τουρκίας. Μια έκφραση αυτής της απομόνωσης ήταν η συμμετοχή στο «Φόρουμ για το φυσικό αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο». Ταυτόχρονα, η αστική τάξη και οι πολιτικοί της φαίνεται να πιστεύουν ότι όσο πιο στενά προσδεθούνε στο άρμα του αμερικάνικου, του ισραηλινού και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού τόσο πιο πιθανό είναι να γίνουν δεκτές οι δικές τους θέσεις σε βάρος της Τουρκίας. Γι’ αυτό δεν έχει τόση σημασία ποια είναι η νομική βάση της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια ή της παροχής ΑΟΖ σε κάθε νησί, καθώς ευελπιστούν ότι με τη βοήθεια ισχυρών πατρώνων (κυρίως των αμερικανών ιμπεριαλιστών) τα σχέδια τους θα ευοδωθούν. Η έκφραση αυτού του σχεδίου είναι ο παρακάτω χάρτης που μετατρέπει το Αιγαίο σε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Ελλάδας και αποκλείει την έξοδο της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Από το βιβλίο του Κων. Ευσταθιάδη, Διεθνές Δίκαιο, σελ. 103.
Από την πλευρά της, η Τουρκία δεν υπήρχε περίπτωση να καθίσει με σταυρωμένα χέρια. Έτσι το τελευταίο διάστημα:
-Αναπτύσσει τη δική της εξορυκτική δραστηριότητα στη Μεσόγειο με τα δικά της πλωτά γεωτρύπανα, με συνοδεία πολεμικών πλοίων, εντός των οικοπέδων που έχει οριοθετήσει η Κυπριακή Δημοκρατία, και ταυτόχρονα προσπαθεί να εμποδίσει την αντίστοιχη δραστηριότητα των εταιρειών που έχουν συνάψει συμβόλαια με την Κυπριακή Δημοκρατία.
-Κατέθεσε επιστολή στον ΟΗΕ (στις 13 Νοεμβρίου 2019) με την οποία επαναλαμβάνει ότι έχει κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη την περιοχή δυτικά της Κύπρου και εγείρει απαιτήσεις σε περιοχές δυτικά του 28ου μεσημβρινού (ο οποίος τέμνει τη Ρόδο).
-Υπέγραψε μνημόνια συνεννόησης με τη Λιβύη (στις 27 Νοεμβρίου). Με το πρώτο τέτοιο μνημόνιο γίνεται οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών στη Μεσόγειο, με βάση το οποίο νησιά, όπως η Ρόδος, η Κάρπαθος και η Κρήτη στερούνται υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Με το δεύτερο μνημόνιο ενισχύεται η συνεργασία Τουρκίας και Λιβύης σε ζητήματα Ασφάλειας και Άμυνας.
Ως συνέπεια των μνημονίων (από τυπικής απόψεως του δευτέρου από αυτά περί αμυντικής συνεργασίας), η Τουρκία αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην προστασία της λεγόμενης Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας του πρωθυπουργού Φαγιέζ Αλ Σαράτζ, η οποία είναι η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση. Η Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας, όμως, ελέγχει μικρότερο τμήμα του λιβυκού εδάφους, καθώς ο στρατηγός Χαλίφα Χαφτάρ και ο λεγόμενος Λιβυκός Εθνικός Στρατός του κατέχει το μεγαλύτερο μέρος, κυρίως στην ανατολική και νότια Λιβύη, και διεκδικεί να καταλάβει ολόκληρη τη Λιβύη.
Ο χάρτης που καθορίζει τη δικαιοδοσία της Τουρκικής και Λιβυκής υφαλοκρηπίδας. Η υφαλοκρηπίδα της Τουρκίας έχει σχεδιαστεί έτσι που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν την υφαλοκρηπίδα του Καστελόριζου, της Ρόδου, της Καρπάθου και της Κρήτης και εκτείνεται σε σημείο που μπορεί να ενωθεί πλέον (στα σημεία E-F) με την υφαλοκρηπίδα της Λιβύης.
Μια ματιά στους δύο παραπάνω χάρτες δείχνει ότι οι μοιρασιές στην Ανατολική Μεσόγειο που φαντασιώνονται οι αστικές τάξεις των δύο χωρών είναι αλληλοαποκλειόμενες.
Με όλες τις παραπάνω κινήσεις, η τουρκική αστική τάξη προσπαθεί να σπάσει τον αποκλεισμό που επιχειρείται να της επιβληθεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Διεκδικεί μερίδιο από τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, πράγμα που είναι ζωτικής σημασίας για την ίδια καθώς εισάγει σήμερα το 99% του φυσικού αερίου και το 94% του πετρελαίου που καταναλώνει. Είναι επίσης εύλογο αυτό που λέει, ότι δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει μοιρασιά στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς τη συμμετοχή της. Και αφού οι άλλοι τοπικοί ιμπεριαλιστές (κυρίως η Ελλάδα και το Ισραήλ) θέλουν να τη βγάλουν έξω από τη μοιρασιά, θα διεκδικήσει με τη βία μερίδιο για τα δικά της μονοπώλια.
Η γεωπολιτική σύγκρουση στην Ανατολική Μεσόγειο
Το ζήτημα του καθορισμού ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο ήρθε στο προσκήνιο με την ανακάλυψη οικονομικά εκμεταλλεύσιμων ενεργειακών κοιτασμάτων. Καθόλου τυχαία μάλιστα, αυτό συνέβη σε μια περίοδο διεθνούς οικονομικής κρίσης, όταν – μεταξύ άλλων – οξύνεται και ο ανταγωνισμός για την εκμετάλλευση πρώτων υλών.
Στο μοίρασμα των κοιτασμάτων και των αγωγών μεταφοράς τους εμπλέκονται μια σειρά χώρες της περιοχής με συγκρουόμενα συμφέροντα. Σημαντική συνισταμένη της ευρύτερης αναμέτρησης στην περιοχή είναι η ελληνοτουρκική σύγκρουση.
Η Τουρκία σήμερα είναι μια ισχυρή χώρα, πιο ισχυρή από την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία:
Διαθέτει το 2ο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ, μετά τις ΗΠΑ. Η οικονομία της είναι πολύ μεγαλύτερη από την ελληνική με όρους ονομαστικού ΑΕΠ: η 19η μεγαλύτερη στον κόσμο (η Ελλάδα είναι η 51η). Από την άλλη, μετρημένη με ένα πιο ουσιαστικό δείκτη, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, βρίσκεται στην 68η θέση, ενώ η Ελλάδα στην 39η. Επιπλέον, ο πληθυσμός ανέρχεται σε πάνω από 80 εκ. και αυξάνει. Για τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία αποτελεί μια αγορά με πολύ περισσότερες δυνατότητες από την αγορά της Ελλάδας (της οποίας ο πληθυσμός βρίσκεται σε φάση μείωσης λόγω της οικονομικής κρίσης), πράγμα που σημαίνει ότι επιδιώκουν να κάνουν επενδύσεις στην Τουρκία και να διατηρούν καλές σχέσεις μαζί της. Το απόθεμα άμεσων ξένων επενδύσεων στην Τουρκία είναι τριπλάσιο από αυτό της Ελλάδας. Η Τουρκία επίσης έχει αναπτύξει ισχυρή πολεμική βιομηχανία αλλά και βιομηχανία παραγωγής οχημάτων και άλλων προϊόντων βαριάς βιομηχανίας. Διατηρεί στρατιωτικές βάσεις στο Κατάρ, στη Σομαλία και στην Κύπρο (όπου προτίθεται να κατασκευάσει και ναυτική βάση, αν το θεωρήσει απαραίτητο για να αποκτήσει δικαιώματα στα ενεργειακά αποθέματα της περιοχής, γεγονός που, αν πραγματοποιηθεί, θα οδηγήσει σε πλήρη αδιέξοδο την προσπάθεια ενοποίησης του νησιού). Η γεωστρατηγική της θέση είναι πολύ σημαντική για όλες τις μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία, Κίνα), καθώς συνδέει Ευρώπη και Ασία, ελέγχει τα στενά του Βοσπόρου, και δεσπόζει στην Ανατολική Μεσόγειο. Η θέση της και η δύναμη των μονοπωλίων της την έχει ευνοήσει ώστε να επέμβει και στο Ιράκ και στη Συρία και να διατηρεί εκεί στρατό και στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η Τουρκία, από τη μια, έχει κάθε λόγο να επαναδιαπραγματευθεί τη θέση της και τις συνθήκες εκείνες (όπως τη Συνθήκη της Λωζάννης) που ήταν αποτέλεσμα της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και, από την άλλη, δεν θα ανεχθεί να μείνει εκτός του μοιράσματος για τις πηγές υδρογονανθράκων και αγωγών. Αυτή είναι η βάση της «επιθετικότητας» της Τουρκίας, η οποία επαναλαμβάνει μονότονα σε κάθε ανακοίνωσή της ότι κανένα σχέδιο στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς τη συμμετοχή της, πράγμα που σε τελική ανάλυση έχει αντικειμενική βάση.
Φυσικά, η επιθετικότητά της αποτελεί διεκδίκηση για λογαριασμό των μονοπωλίων της, τα οποία καθορίζουν την εθνική πολιτική της και ταυτόχρονα απαντά στην επιθετικότητα της ελληνικής αστικής τάξης, η οποία φρόντισε να αξιοποιήσει κάποιες ευνοϊκές περιστάσεις για να απομονώσει την Τουρκία (κυρίως, την αποξένωση της Τουρκίας από τις ΗΠΑ, λόγω της αρχικής στήριξης των ΗΠΑ στους Κούρδους στη Συρία και λόγω της μη έκδοσης του Γκιουλέν στην Τουρκία μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία το 2016).
Πώς λοιπόν προσπαθεί να απαντήσει η ελληνική αστική τάξη στην αστική τάξη της Τουρκίας;
Η ελληνική αστική τάξη προσπαθεί να επιτύχει την ευόδωση των δικών της σχεδίων στηριζόμενη στις συμμαχίες που είχε συνάψει όλο αυτό το διάστημα, κυρίως στο γεγονός ότι έκανε φιλότιμες προσπάθειες να ικανοποιήσει σε κάθε τι τα αμερικανικά συμφέροντα. Επένδυσε πολλά επίσης στις συμμαχίες της με το καθεστώς του Ισραήλ και της Αιγύπτου. (Αλήθεια, αξίζει να αναρωτηθεί ο κάθε εργαζόμενος αυτής της χώρας, όταν οι Μητσοτάκης, Τσίπρας και Σία ωρύονται για την έλλειψη νομιμότητας της συμφωνίας της Τουρκίας με τη Λιβύη, ποια ακριβώς νομιμότητα έχουν οι δικές τους συμφωνίες με ένα κράτος-δολοφόνο και εποικιστή ξένης γης, όπως το Ισραήλ, και με μια κυβέρνηση ενός δικτάτορα που ανέτρεψε τον νόμιμα εκλεγμένο κυβερνήτη της χώρας, όπως έκανε ο στρατηγός Σίσι στην Αίγυπτο;)
Τι μένει λοιπόν από όλες αυτές τις συμμαχίες;
Οι ίδιοι οι αστοί αναλυτές αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν σύμμαχοι και ότι οι συμμαχίες είναι ρευστές και κινούνται από τα ιδιοτελή συμφέροντα όσων πιθανόν εμφανίζονται ως σύμμαχοι.
Η Αίγυπτος, για παράδειγμα, η οποία υποστηρίζει με όλα τα μέσα τον Χαφτάρ (μετά την πτώση του Καντάφι έχασε συμβόλαια 15 δισ. δολ. στον κατασκευαστικό τομέα, σύμφωνα με Το Βήμα), και η οποία έχει υπογράψει συμφωνίες με την Κύπρο για την οριοθέτηση των ΑΟΖ (το 2003) και συμμετέχει στο Φόρουμ για το Φυσικό Αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν έχει καμία διάθεση να αναγνωρίσει ΑΟΖ στο Καστελλόριζο αλλά ούτε και στην Κρήτη και τη Ρόδο. Η Τουρκία το γνωρίζει αυτό και γι’ αυτό ενώνει τη δική της ΑΟΖ με αυτήν της Αιγύπτου, χαρίζοντας στην Αίγυπτο χώρο στη Μεσόγειο ανάμεσα σε Ρόδο και Κύπρο, αγνοώντας το Καστελλόριζο.
Το Ισραήλ, με το οποίο η Κύπρος υπέγραψε συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ το 2010, είναι εξίσου ταλαντευόμενη δύναμη. Η Τουρκία προσέγγισε μάλιστα το Ισραήλ προτείνοντάς του «ακύρωση της συμφωνίας θαλασσίων ζωνών που έχει υπογράψει με την Κύπρο και την υπογραφή συμφωνίας με την Άγκυρα. Στο ‘πακέτο’ περιλαμβανόταν … τουρκική διαμεσολάβηση για υπογραφή συμφωνίας Ισραήλ-Λιβάνου αλλά και αναζωογόνηση της ιδέας για την κατασκευή αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από το Ισραήλ στην Τουρκία» (Το Βήμα, 08.12.2019). Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να επανέλθει.(Έχει απορριφθεί και επανέλθει κι άλλες φορές στο παρελθόν και μάλιστα με πρωτοβουλία του Ισραήλ και την πανταχού παρούσα διαμεσολάβηση των Αμερικάνων). Σε τελική ανάλυση, η μεταφορά μέσω Τουρκίας των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που ανακαλύφθηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο είναι πιο φθηνή, ενώ το δέλεαρ της μεγαλύτερης αγοράς της Τουρκίας παραμένει ισχυρό για το ισραηλινό κεφάλαιο.
Η Γαλλία, η οποία διαθέτει τον πιο ισχυρό στρατό στην ΕΕ, εφόσον η Βρετανία οδηγείται σε έξοδο από αυτή, είναι η χώρα που θα πρέπει να αναλάβει να στηρίξει στρατιωτικά τον περιορισμό και τη «χαλιναγώγηση» της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ελληνική και κυπριακή αστική τάξη πρόσφεραν στο ενεργειακό μονοπώλιο της Γαλλίας, την εταιρεία Total, οικόπεδα στην κυπριακή ΑΟΖ (σε συνδιαχείριση με την ιταλική ENI). Επίσης, η Γαλλία στηρίζει ενεργά (αλλά χωρίς να το δηλώνει ανοιχτά) τον Χαφτάρ στη Λιβύη. (Σύμφωνα με το Βήμα 29.12.2019, τον Ιούνιο εντοπίστηκαν τέσσερις υπερσύγχρονοι αμερικανοί αντιαρματικοί πύραυλοι Javelin, κόστους 170 χιλ. δολ. ο καθένας, οι οποίοι προήλθαν από τη Γαλλία. Οι Γάλλοι βέβαια κάνουν ότι δεν ξέρουν τίποτα). Όμως, το ερώτημα είναι αν θα είναι διατεθειμένοι να συγκρουστούν με την Τουρκία για τους υδρογονάνθρακες ή αν θα προτιμήσουν να έρθουν σε συμφωνία μαζί της. Ας μη ξεχνάμε ότι η υποστήριξη της Γαλλίας στην ελληνική αστικά τάξη εξαρτάται κι από το αν το ελληνικό κράτος θα αγοράσει τις γαλλικές φρεγάτες BELH@RRA, οι οποίες –μόνο δύο από αυτές– θα κοστίσουν γύρω στα 2 με 2,5 δισ. ευρώ. Φυσικά, και οι Τούρκοι μπορούν να γίνουν καλοί αγοραστές γαλλικών οπλικών συστημάτων.
Οι ΗΠΑ είναι ο μεγάλος επικυρίαρχος των συγκρούσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο στρατηγικός της στόχος είναι να εμποδίσει την εξάπλωση της επιρροής της Ρωσίας και της Κίνας, και όσων συμμαχούν μ’ αυτές (π.χ. το Ιράν). Στην τριμερή συνάντηση τον Μάρτιο του 2019 στην Ιερουσαλήμ μεταξύ Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας με τη συμμετοχή των ΗΠΑ (του γνωστού γερακιού κ. Πομπέο, Υπουργού Εξωτερικών) το κοινό ανακοινωθέν μιλούσε για την άμυνα «ενάντια σε εξωτερικές κακές επιρροές στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή». Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές έδωσαν την υποστήριξή τους στη συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο περιορίζουν την επίδραση της Ρωσίας και της Κίνας στην περιοχή. Η υποστήριξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για το Ισραήλ που αντιμετωπίζει υπαρξιακό κίνδυνο, αν μείνει χωρίς ενεργειακά αποθέματα. Περικυκλωμένο από κράτη και λαούς που έχουν κάθε λόγο να μισούνε την πολιτική του – δηλαδή τον ρόλο του χωροφύλακα των Αμερικανών, καταπιεστή των Παλαιστινίων, κατακτητή ξένης γης, υποστηρικτή των τυραννικών καθεστώτων που συνεργάζονται μαζί του και υπονομευτή της σταθερότητας κάθε δημοκρατίας που του αντιτάσσεται –, είναι υποχρεωμένο να βρει λύση στο ενεργειακό του πρόβλημα ώστε να μην εξαρτάται από τις διαθέσεις των γειτόνων του. Η σημασία του κράτους του Ισραήλ για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό είναι τεράστια: είναι το κράτος μέσω του οποίου ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός μπορεί να επεμβαίνει και να ελέγχει μια περιοχή που διαθέτει κρίσιμο ρόλο και λόγω των ενεργειακών της κοιτασμάτων και λόγω της γεωστρατηγικής της σημασίας. Για τον Αναστασιάδη και τον Τσίπρα όμως, η σημασία της συμμετοχής των Αμερικανών ήταν ότι μπορούσαν να περιορίσουν την Τουρκία και να επιτρέψουν στους καπιταλιστές Ελλάδας και Κύπρου να κάνουν μπίζνες με τον αποκλεισμό των τούρκων καπιταλιστών από τη μοιρασιά. Και οι δύο τους, Αναστασιάδης και Τσίπρας, όπως και οι προηγούμενοι ηγέτες της αστικής τάξης πριν από αυτούς και ο Μητσοτάκης σήμερα, επέδειξαν κάθε είδους δουλοπρέπεια απέναντι στους Αμερικανούς για να επιτύχουν τη συμμετοχή τους στη συνεργασία αυτή, πιστεύοντας ότι οι Αμερικανοί θα τους προστατέψουν σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία. Όπως δείχνουν τα γεγονότα, και πριν και μετά τον Μάρτιο του 2019, οι Τούρκοι αύξησαν τις «προκλήσεις» τους, στέλνοντας τα γεωτρύπανά τους με συνοδεία πολεμικών σκαφών σε περιοχές εντός οικοπέδων της Κύπρου και σε περιοχές από όπου θα περάσει ο αγωγός Eastmed, ενώ υπέγραψαν τα μνημόνια με τη Λιβύη. Κανένας σύμμαχος δεν βρέθηκε να διαμαρτυρηθεί γι’ αυτές τις «προκλήσεις», εκτός από τις γνωστές φραστικές ανακοινώσεις που δεν σημαίνουν και πολλά πράγματα.
Για τις ΗΠΑ, η Τουρκία είναι μια δύναμη που έχει στρατηγική σημασία και παρά τις αποκλίνουσες συμπεριφορές που επιδεικνύει (οι στενές σχέσεις που έχει αναπτύξει με τη Ρωσία, η αγορά ρωσικού στρατιωτικού υλικού, κυρίως των πυραύλων S-400), σίγουρα δεν σκοπεύει να τη χάσει από σύμμαχο. Η στάση των ΗΠΑ στο κουρδικό ζήτημα και η άδεια στον τουρκικό στρατό να εισβάλλει στη βόρειο Συρία δείχνουν ότι οι ΗΠΑ λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την Τουρκία στα σχέδιά τους στην περιοχή. Συμφέρον των ΗΠΑ είναι να διατηρήσουν τη συμμαχία με την Τουρκία και οι διαφορές τους, όσο κι αν κατά καιρούς οξύνονται, μπορούν να λειανθούν (π.χ., με την αγορά των αμερικανικών Patriot αντί των ρωσικών S-400), αν αυτό επιτάσσουν τα συμφέροντα των αμερικανικών μονοπωλίων.
Το γεγονός ότι αυτές οι συμμαχίες είναι ρευστές οδηγεί την πολιτική ηγεσία της χώρας να ενεργεί στην κατεύθυνση καλοπιάσματος των «συμμάχων» και εμπέδωσης αυτής της συμμαχίας, να μην διστάζει να αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις στο πλευρό τους στις πολεμικές τους εξορμήσεις, όπως δεν διστάζει να ικανοποιήσει τυχόν εντολές τους:
Σύμφωνα με δημοσιεύματα λοιπόν: «Μέχρι τον προσεχή Απρίλιο το Γαλλικό αεροπλανοφόρο «Σαρλ ντε Γκολ» θα συμμετάσχει σε στήριξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων «ChammaI», για την αντιμετώπιση, όπως τονίζεται, της τρομοκρατίας στη συγκεκριμένη περιοχή-επιχειρήσεις που έως τώρα, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, διεξάγονταν στη Συρία και το Ιράκ!». [H Επιχείρηση Chammal αφορά τη στρατιωτική επέμβαση της Γαλλίας στο Ιράκ και τη Συρία για την εξουδετέρωση του Ισλαμικού Κράτους και ξεκίνησε το 2014. Οι επιθέσεις στο Παρίσι, στο θέατρο Bataclan και αλλού, από το Ισλαμικό Κράτος το 2015 ήταν απάντηση στις επιχειρήσεις των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων στα πλαίσια της επιχείρησης Chammal]. Το Γαλλικό αεροπλανοφόρο θα συνοδεύεται και από φρεγάτα του πολεμικού ναυτικού της Ελλάδας: «Στην πορεία προς τη διώρυγα του Σουέζ, το γαλλικό αεροπλανοφόρο θα πραγματοποιήσει συνεκπαίδευση με μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού στην ευρύτερη περιοχή της Κρήτης και εν συνεχεία θα συνεχίσει τον πλου του προς τη διώρυγα του Σουέζ.»
Όπως επίσης ανακοίνωσε το ΥΠΕΞ της Γαλλίας:
«Συμμεριζόμενοι την εκτίμηση ότι η σημερινή κατάσταση στον Κόλπο και τα Στενά του Ορμούζ παραμένει ασταθής σε μια περιοχή κρίσιμη για την παγκόσμια σταθερότητα και υποστηρίζοντας την προσέγγιση αποκλιμάκωσης όσον αφορά την αντιμετώπιση περιφερειακών ζητημάτων ασφαλείας, οι κυβερνήσεις Βελγίου, Δανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ελλάδας, Ιταλίας, Ολλανδίας και Πορτογαλίας υποστηρίζουν πολιτικά τη δημιουργία μίας ευρωπαϊκής αποστολής θαλάσσιας επιτήρησης στα Στενά του Ορμούζ (European-led maritime surveillance mission in the Strait of Hormuz -EMASOH)».
Παράλληλα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει λάβει την απόφαση για την αποστολή συστοιχίας πυραύλων Patriot στη Σαουδική Αραβία, για να χρησιμοποιηθούν στον πόλεμο που διεξάγει με την Υεμένη ή στην αντιπαράθεση με το Ιράν, καθώς και του απαραίτητου προσωπικού που θα τους χειρίζεται (περίπου 50 άτομα). Θα είναι η πρώτη φορά, μετά τον πόλεμο της Κορέας, που στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας θα βρεθούν σε πολεμικές επιχειρήσεις πέραν της Μεσογείου για να στηρίξουν το θεοκρατικό, αντιδραστικό και βαθιά εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό Αμερικανοστήρικτο καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας.
Την ίδια στιγμή εκδηλώνει την πρόθεσή της να πάρει μέρος στο μοίρασμα της λείας στη Λιβύη:
«Η Ελλάδα είναι έτοιμη να συμμετέχει στην επιτήρηση του εμπάργκο και της εκεχειρίας εφόσον αποφασιστεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και υλοποιηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τη Λιβύη», δήλωσε ανώτατη διπλωματική πηγή που ενημέρωσε τον Τύπο στις Βρυξέλλες. Με αυτό το μανδύα η πολιτική ηγεσία και η κυβέρνηση της Ελλάδας εκδηλώνει την πρόθεσή της να συμμετέχει στον εμφύλιο που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Λιβύη αλλά και στη μοιρασιά του κουφαριού της για λογαριασμό της άρχουσας αστικής τάξης. Μια τέτοια συμμετοχή καθόλου δεν αποκλείει, αντίθετα φέρνει πιο κοντά, την πιθανότητα να έρθει σε πολεμική αντιπαράθεση με άλλες δυνάμεις, όπως για παράδειγμα την Τουρκία, η οποία επίσης θα σπεύσει για τους ίδιους λόγους στην περιοχή.
Η διπλωματία των αγωγών – ο αγωγός EastMed
Το «μεγάλο κόλπο» της αστικής μας τάξης είναι ο αγωγός EastMed, με τον οποίο θα μεταφερθεί το φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου στην Ευρώπη, μέσω Κύπρου, Κρήτης, Ελλάδας, Ιταλίας. (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2)
Το έργο είναι φαραωνικών διαστάσεων: 1.872 χλμ, εκ των οποίων τα 1.335 υποθαλάσσια και σε βάθος που φτάνει τα 3.000 μέτρα. Το κόστος του ανέρχεται στα 6-7 δισ. ευρώ. Είναι ζήτημα αν το έργο είναι οικονομικά βιώσιμο. Οι ίδιοι οι Ισραηλινοί εκτιμούν ότι θα ήταν πολύ πιο οικονομικό να περάσει ο αγωγός από την Τουρκία. Επιπλέον, υπολογίζεται ότι το κόστος της μεταφοράς φυσικού αερίου μέσω του αγωγού θα είναι αρκετά μεγαλύτερο για την Ευρώπη σε σχέση με το αέριο που έρχεται από τη Ρωσία. Καμιά μεγάλη εταιρεία πετρελαίου δεν έχει δεσμευτεί για να συμμετάσχει στο έργο. Και παρά τις υπογραφές της συμφωνίας στις 2 Γενάρη 2020, κάθε άλλο παρά σίγουρο είναι ότι θα υλοποιηθεί η κατασκευή του.
Είναι φανερό ότι ο αγωγός EastMed είναι αγωγός που στηρίζεται σε πολιτικούς και γεωστρατηγικούς υπολογισμούς και όχι σε τεχνικο-οικονομικούς. Η Τουρκία, η οποία, όπως αναφέρθηκε, εισάγει το 99% του φυσικού αερίου και το 94% του πετρελαίου που καταναλώνει, έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από ένα τέτοιο αγωγό και αυτό εξηγεί την επιθετικότητά της, καθώς τα κοιτάσματα που ανακαλύπτονται στην Ανατολική Μεσόγειο φυγαδεύονται χωρίς η ίδια να δει το παραμικρό όφελος από αυτά. Η συμφωνία με τη Λιβύη συνδέει τη δική της ΑΟΖ με εκείνη της Λιβύης κόβοντας στη μέση το σχέδιο του αγωγού EastMed. Είναι πραγματικά ζήτημα αν μπροστά σε όλες αυτές τις δυσκολίες θα προχωρήσει ο EastMed.
Να σημειώσουμε επίσης, ότι, παρά τα πανηγύρια των κυβερνώντων και των κολαούζων δημοσιογράφων, αναλυτών, κτλ, η συμφωνία για τον αγωγό δεν είναι συμφωνία για την έναρξη της κατασκευής του. Για να φτάσουν εκεί τα συνυπογράφοντα κράτη πρέπει να διανύσουν ακόμα αρκετό δρόμο. Μια τέτοια συμφωνία για έναν αγωγό που δείχνει σαν τελικό αποδέκτη την Ιταλία, δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς την συμμετοχή της χώρας-αποδέκτη του αγωγού. Όπως επίσης στη συμφωνία πρέπει να προσχωρήσει και η Αίγυπτος μιας και έχει άμεση σχέση με τη μεταφορά αερίου μέσου του εν λόγω αγωγού. Κάτι τέτοιο μέχρι τώρα δεν υπάρχει. Πράγμα που δείχνει ότι η συμφωνία για την οποία πανηγυρίζουν στην κυβέρνηση μάλλον δεν έχει το χαρακτήρα που της αποδίδουν, αλλά πρόκειται για κάτι άλλο. Πρόκειται μάλλον για ένα είδος πολιτικοστρατιωτικής συμφωνίας υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, που στρέφεται εναντίον της Τουρκίας. Και σε μια τέτοια συμφωνία, η συμφωνία της Ιταλίας και της Αιγύπτου, για διαφορετικούς λόγους, είναι αμφίβολη.
Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή η συμφωνία αφορούσε τον αγωγό καθ’ αυτό, έχοντας σαν δεδομένο πως δεν πρόκειται για συμφωνία έναρξης της κατασκευής του, ίσως η στάση των δύο άλλων κρατών που δεν υπογράφουν τη συμφωνία, να ήταν διαφορετική. Επιπλέον, σε αυτήν την περίπτωση το Ισραήλ είχε κάθε λόγο να επιμείνει στη γρήγορη υπογραφή της για να έχει και την έγκριση και άλλων κρατών για τη λεηλασία πλουτοπαραγωγικών πηγών των Παλαιστινίων.
Αν η συμφωνία αυτή αφορά τον αγωγό μεταφοράς υδρογονανθράκων, πρέπει να έχει την σύμφωνη γνώμη ή τη συμμετοχή της Τουρκίας για να περάσει από το θαλάσσιο δρόμο που μας δείχνουν στο χάρτη, μετά το μνημόνιο Τουρκίας και κυβέρνησης της Λιβύης. Σε διαφορετική περίπτωση η κατασκευή αλλά και κατόπιν η φύλαξη πρέπει να γίνει με την απειλή ή τη χρήση των όπλων. Τι διάβολο συμφωνία ειρήνης είναι αυτή, όπως διατείνονται κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όταν για να υλοποιηθεί χρειάζεται να επιδειχθούν ή να μιλήσουν τα όπλα;
Η συμμετοχή στον EastMed, υπό τους όρους που γίνεται –αποκλεισμός της Τουρκίας και του Λιβάνου, οι Παλαιστίνιοι υπό κατοχή, αλλά και χωρίς τη Συρία– σημαίνει ότι η αστική τάξη της Ελλάδας παίρνει θέση στη σύγκρουση υπέρ των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Το ίδιο κάνει και η Κύπρος. Μια νίκη αυτού του άξονα δυναμώνει την παρουσία των Αμερικανών στην περιοχή και εγκαθιδρύει το Ισραήλ ως δύναμη που αποκτά οικονομικούς δεσμούς με τις αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Ιορδανία). Είναι ήττα για την Τουρκία, το Ιράν και τους Παλαιστίνιους. Η Τουρκία αποκόπτεται από την προσπάθεια της να διεισδύσει στη Βόρεια Αφρική, στην Ερυθρά Θάλασσα και το Κέρας της Αφρικής. Το Ιράν περιορίζεται στην έξοδό του προς την Ανατολική Μεσόγειο. Χαμένος είναι και ο σύμμαχός της, η Χεζμπολάχ, στο Λίβανο. Η Ελλάδα και η Κύπρος αναβαθμίζονται ως μέλη του αμερικανικού άξονα (με το αζημίωτο βέβαια για τους αμερικανούς: είναι έτοιμοι να πουλήσουν οπλικά συστήματα και στις δύο χώρες: ήραν την απαγόρευση πώλησης όπλων για την Κύπρο και φυσικά η συζήτηση για την αναβάθμιση των F-16 ή την αγορά των νέων πανάκριβων F-35 είναι στην ημερήσια διάταξη). Αντίθετα, η Τουρκία φαίνεται να σπρώχνεται πιο κοντά στη Ρωσία.
Φυσικά, όλες αυτές οι γραμμές σύγκρουσης είναι πολύ ρευστές. Το κύριο ήταν, είναι και θα είναι το πώς οι λαοί όλων αυτών των χωρών θα εκλάβουν όλες αυτές τις συμμαχίες και τα σχέδια. Για παράδειγμα, οι συμφωνίες του Ισραήλ με Αίγυπτο και Ιορδανία μπορούν να γίνουν αδύνατες υπό την πίεση του λαϊκού κινήματος των χωρών αυτών. Το ίδιο και η στάση του λαού της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Κύπρου δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη. Το σίγουρο είναι ότι μόνο ο λαϊκός παράγοντας μπορεί να αντισταθεί στα σχέδια των ιμπεριαλιστών. Είναι το μοναδικό εμπόδιο το οποίο υπολογίζουν οι άρχουσες τάξεις.
Η αστική τάξη της Ελλάδας, είναι σταθερά τοποθετημένη στο αμερικανοΝΑΤΟικό στρατόπεδο. Η θέση της καθορίζεται κυρίως από τις στενές οικονομικές της σχέσεις με τις χώρες της ΕΕ με τις οποίες πραγματοποιείται η πλειοψηφία των εμπορικών της συναλλαγών, καθώς και από τις πολιτικές και στρατιωτικές συμφωνίες τις οποίες έχει συνάψει (μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ). Η θέση της αυτή καθορίζει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να κινηθεί. Μπορεί να κάνει «ανοίγματα» προς άλλες μεγάλες δυνάμεις (π.χ. Ρωσία ή Κίνα), αλλά δεν μπορεί να «αλλάξει στρατόπεδο» με κάποιο μαγικό τρόπο. Αυτός ο στρατηγικός της προσανατολισμός άλλωστε, διέσωσε την κυριαρχία της στην κρίσιμη περίοδο της κρίσης και ιδιαίτερα την περίοδο της πολιτικής κρίσης του 2011-12. Στην σύγκρουση που βρίσκεται σε εξέλιξη, επιδιώκει τη στήριξη στις διεκδικήσεις της από τις ισχυρότερες πολιτικά και στρατιωτικά δυνάμεις που βρίσκονται στο ίδιο «μπλοκ».
Μόνο που έχουν αλλάξει σημαντικά οι όροι με τους οποίους παίζεται το παιχνίδι. Στις συγκρούσεις του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, των βαλκανικών πολέμων, της μικρασιατικής εκστρατείας, η Ελλάδα διεκδικούσε εδαφικές περιοχές στις οποίες είτε υπήρχε ελληνικός πληθυσμός είτε είχε σημαντικές ιστορικές ρίζες. Οι θάλασσες όμως δεν έχουν πληθυσμό. Η χάραξη ΑΟΖ ή της διαδρομής των αγωγών είναι διαφορετική διαδικασία από τη χάραξη χερσαίων συνόρων που διαθέτουν φυσικά σημεία οριοθέτησης. Και οι συσχετισμοί είναι σήμερα πολύ πιο ρευστοί. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός βρίσκεται μάλλον σε φάση αποδυνάμωσης παρά την πρωτοκαθεδρία του, ενώ ανέρχεται αυτός της Κίνας, ο οποίος, για την ώρα τουλάχιστον, συμμαχεί με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός είναι επίσης αποδυναμωμένος και, με την εξαίρεση της Γαλλίας, δείχνει αρκετά αμήχανος απέναντι στις εξελίξεις.
Το χειρότερο είναι ότι η Ελλάδα είναι, μαζί με το Ισραήλ, ο βασικός υποστηρικτής των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή. Αυτό ακριβώς σημαίνει η φράση που πιπιλάνε όλες οι αστικές κυβερνήσεις από το 2010 και δώθε, και κάθε έλληνας πρωθυπουργός που υποβάλλει τα διαπιστευτήριά του στον εκάστοτε αμερικανό Πρόεδρο, ότι η Ελλάδα είναι «πυλώνας σταθερότητας». Ας μην ξεχνάμε, ότι και οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές θεωρούν τους εαυτούς τους δύναμη σταθερότητας και ειρήνης σε όλον τον πλανήτη και μάλιστα δικαιολογούν τα αιματοκυλίσματα των άλλων λαών ακριβώς ως επιβεβαίωση αυτού του ρόλου. Σ’ αυτήν τη σύγκρουση, η αστική τάξη της Ελλάδας και οι κυβερνήσεις της έχουν επιλέξει τον ρόλο του συνοριακού φυλακίου του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ελπίζοντας ότι θα έχουν την υποστήριξή του στα «εθνικά» θέματα, δηλαδή, στις διαμάχες τους με τις αστικές τάξεις των άλλων χωρών, κυρίως της Τουρκίας. Αυτή είναι η ουσία της «εθνικής» στρατηγικής και του εθνικού μετώπου των πολιτικών δυνάμεων στα «εθνικά ζητήματα». Και ακριβώς αυτό το μέτωπο ενισχύεται όταν προβάλλεται η επιθετικότητα της Τουρκίας από τη μια και τα «κυριαρχικά μας» δικαιώματα από την άλλη. Ενισχύεται δηλαδή το μέτωπο της αστικής τάξης της Ελλάδας, ώστε να μπορέσει να δώσει με μεγαλύτερη επιτυχία τον αγώνα της εναντίον των αστικών τάξεων άλλων χωρών. Κάθε αστική τάξη, αλλά και κάθε τάξη που είναι ή θέλει να γίνει κυρίαρχη, γνωρίζει ότι μόνο αν στοιχίσει τη μεγάλη μάζα του λαού και των εκμεταλλευόμενων πίσω από τα δικά της συμφέροντα, αν καταφέρει να θεωρηθούν αυτά «εθνικά», θα καταφέρει να αποκτήσει ή να διατηρήσει την κυριαρχία της αλλά και να υπερισχύσει εναντίον των ανταγωνιστικών κυρίαρχων τάξεων. Αυτό σημαίνει, από την πλευρά της εργατικής τάξης, των εκμεταλλευόμενων, ότι πρέπει ακριβώς να αρνηθούν τη στοίχισή τους πίσω από τα συμφέροντα των καπιταλιστών και αντιθέτως θα πρέπει να προβάλουν τα δικά τους συμφέροντα ως «εθνικά», δηλαδή ως συμφέροντα της τεράστιας πλειοψηφίας της κοινωνίας.
Είναι φανερό ότι η περιοχή γίνεται η σκηνή νέων συγκρούσεων για τους ισχυρούς ιμπεριαλισμούς. Είναι γνωστό άλλωστε ότι αλλαγές στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν γίνονται αναίμακτα. Η άνοδος της Κίνας, η συμμαχία της με τη Ρωσία και η αποδυνάμωση των ΗΠΑ είναι αυτό που μετατρέπει την περιοχή σε διεκδικούμενο «κόκκαλο» για τον πιο ισχυρό. Περισσότερο από ποτέ σ’ αυτήν τη γενιά προβάλλεται η ορθότητα του συνθήματος ότι οι ιμπεριαλιστές χαράσσουν τα σύνορα με το αίμα των λαών. Μόνο η ανατροπή του ιμπεριαλισμού και η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να σταματήσει αυτήν τη βαρβαρότητα.
Το αδιέξοδο της ελληνικής αστικής τάξης: Συμφωνία ήττας ή πολεμικός τυχοδιωκτισμός
Η πορεία των εξελίξεων δείχνει ότι πλησιάζει η στιγμή μιας τελικής ρύθμισης του ζητήματος των ζωνών εκμετάλλευσης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, με την έννοια ότι θα υπάρξει μια συμφωνία που θα ανταποκρίνεται στους σημερινούς συσχετισμούς ισχύος. Επίσης, γίνεται όλο και πιο φανερό ότι σε αυτήν την τελική ρύθμιση δεν θα έχει κανένα ρόλο το λεγόμενο διεθνές δίκαιο και οι θεσμοί που σχετίζονται με αυτό.
Η προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, η οποία εξακολουθεί να προβάλλεται από ορισμένους αστούς πολιτικούς (π.χ. Βενιζέλος) σαν ενδεδειγμένη τακτική, φαίνεται μάλλον απίθανο να δώσει λύση στη διαμάχη. Καταρχήν, γιατί η προσφυγή σε αυτό απαιτεί συμφωνία μεταξύ των χωρών που προσφεύγουν για το ποια ζητήματα θα τεθούν προς επίλυση και σε αυτό δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Επιπλέον, μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα πρέπει να γίνει αποδεκτή από τις εμπλεκόμενες χώρες και κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου βέβαιο. Παράδειγμα μη αποδοχής αποτελεί η στάση της Κίνας, η οποία δεν αποδέχτηκε μια αρνητική για τα συμφέροντά της απόφαση σχετική με τη διένεξη που είχε με τις Φιλιππίνες για τη Νότια Σινική θάλασσα, χαρακτηρίζοντάς την «αστήρικτη και άκυρη». Η Κινεζική κυβέρνηση προχώρησε μάλιστα, στη δημοσίευση «λευκής βίβλου» υπό το γενικό τίτλο: «H Κίνα παραμένει στη θέση επίλυσης των διαφορών της με τις Φιλιππίνες για τη Νότια Σινική Θάλασσα μέσω διαπραγματεύσεων.»
Βγάζοντας λοιπόν από τα πιθανά ενδεχόμενα μια τέτοια διαδικασία (η οποία άλλωστε δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις μαξιμαλιστικές ελληνικές διεκδικήσεις), απομένει μόνο ο δρόμος των απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών και ιδιαίτερα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μια τέτοια διαδικασία «διαπραγμάτευσης» έχει επί της ουσίας ήδη ξεκινήσει και γίνεται με την απειλή χρήσης βίας και με προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων και από τα δύο μέρη. Και σε αυτήν τη διαπραγμάτευση είναι απίθανο να εκπληρωθούν οι διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς.
Συμφωνία με την Τουρκία για τον καθορισμό ΑΟΖ μπορεί να υπάρξει μόνο με υποχώρηση από τις μέχρι σήμερα διακηρυγμένες ελληνικές διεκδικήσεις. Κάτι τέτοιο θα αποτελέσει ήττα της ελληνικής αστικής τάξης. Επιπλέον, μια τέτοια υποχώρηση θα γίνει αντιληπτή σαν εθνική ήττα με ευθύνη της κυβέρνησης, μια και το σύνολο σχεδόν του πολιτικού προσωπικού έχει συμβάλει στην προπαγάνδιση των θέσεων που χαρακτηρίζουν τις ελληνικές διεκδικήσεις σαν «κυριαρχικά δικαιώματα». Η κυβέρνηση που θα βάλει την υπογραφή της σε μια τέτοια συμφωνία, θα πρέπει να προετοιμάζεται για μια σοβαρή πολιτική κρίση.
Με ορατό αυτό το ενδεχόμενο, το οποίο ήδη προεξοφλείται στη σχετική αρθρογραφία του ελληνικού τύπου, η πιθανότητα μιας ελληνοτουρκικής πολεμικής σύγκρουσης είναι ιδιαίτερα αυξημένη. Δηλαδή, είναι ενισχυμένη η πιθανότητα η ελληνική αστική τάξη και η κυβέρνησή της να ρισκάρει μια πολεμική περιπέτεια με στόχο να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την επόμενη μέρα.
Το ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου
Στην παρούσα φάση, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι εξελίξεις θα ακολουθήσουν το σενάριο που είδαμε το 1996 (κλιμάκωσης της έντασης – παρέμβαση ΗΠΑ – αποκλιμάκωση). Η κατάσταση είναι πιο ρευστή και τα ζητήματα που διακυβεύονται καθιστούν πολύ πιο δύσκολη μια συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Είναι αυξημένη η πιθανότητα, οι εξελίξεις να ακολουθήσουν διαφορετικό δρόμο, καθώς στρατιωτικοί και πολιτικοί γνωρίζουν ότι σε ένα θερμό επεισόδιο νικητής θα είναι αυτός που θα καταφέρει πρώτος ισχυρά πλήγματα στον αντίπαλο.
Η προσφυγή σε πολεμική αναμέτρηση είναι πάντοτε ένα ρίσκο για όποιον το επιχειρεί, ακόμα κι αν ο συσχετισμός δύναμης είναι υπέρ του, καθώς πάντοτε υπάρχει το ενδεχόμενο της πολεμικής ήττας. Η ήττα σε μια πολεμική αναμέτρηση πέρα από τις προφανείς συνέπειες που μπορεί να έχει (στη συγκεκριμένη περίπτωση μια ήττα της ελληνικής αστικής τάξης θα σημαίνει ότι οι ΑΟΖ θα χαραχτούν σύμφωνα με τα συμφέροντα της τούρκικης αστικής τάξης), κυοφορεί κινδύνους για την ίδια την κυριαρχία της αστικής τάξης, καθώς πάντοτε η πολεμική ήττα ακολουθείται από πολιτική κρίση, που μπορεί υπό προϋποθέσεις να μετατραπεί σε επαναστατική κρίση.
Οι βασικοί όροι για να προχωρήσει μια αστική τάξη σε πόλεμο είναι: συμφωνία μεταξύ όλων των μερίδων της κυρίαρχης τάξης και συναίνεση των καταπιεζόμενων τάξεων. Η εκπλήρωση αυτών των όρων χτίζει την αναγκαία για την πολεμική περιπέτεια «εθνική ενότητα». Και σε αυτό το πεδίο, η ελληνική αστική τάξη έχει πλεονέκτημα απέναντι σε μια Τουρκία που έχει πρόβλημα εθνικής συνοχής, λόγω της ισχυρής παρουσίας Κουρδικού πληθυσμού, αλλά και πολιτικό πρόβλημα εξαιτίας του πολιτικού διχασμού που κορυφώθηκε με το πραξικόπημα του 2016 και οδήγησε σε μαζικές εκκαθαρίσεις στον κρατικό μηχανισμό της Τουρκίας που αποψίλωσαν – μεταξύ άλλων – και τις τούρκικες ένοπλες δυνάμεις από στελέχη.
Η προπαγάνδα που βαφτίζει τις διεκδικήσεις της ελληνικής αστικής τάξης «κυριαρχικά δικαιώματα» στοχεύει ακριβώς στη συναίνεση των καταπιεζόμενων τάξεων και ιδιαίτερα στη συναίνεση της εργατικής τάξης. Η εθνική ενότητα και η συνοχή του στρατού απαιτεί την εμπέδωση της αντίληψης ότι ο πόλεμος είναι δίκαιος από τη μεριά μας και άδικος από τη μεριά των αντιπάλων. Η εθνική ενότητα είναι το ισχυρότερο όπλο που διαθέτει σήμερα στα χέρια της η ελληνική αστική τάξη. Η αποτροπή ενός πολέμου απαιτεί την υπονόμευση αυτού ακριβώς του πλεονεκτήματος.
Ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα έχει αντίκτυπο στις χώρες της περιοχής, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ κι ενδεχομένως την παγκόσμια οικονομία και θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή ευρύτερων εξελίξεων. Καθώς η κατάσταση στη Μέση Ανατολή είναι ιδιαίτερα ρευστή, θα αυξάνονταν οι κίνδυνοι ανάφλεξης με συνέπεια την εκτόξευση της τιμής του πετρελαίου. Αυτό θα μπορούσε να είναι το γεγονός που θα οδηγήσει σε κατάρρευση τη «φούσκα» των παγκόσμιων αγορών. Η σύγκρουση μεταξύ δύο χωρών του ΝΑΤΟ θα πολλαπλασίαζε τα προβλήματα της συμμαχίας, ενώ δεν θα γλίτωνε τους διαλυτικούς κραδασμούς και η ΕΕ, η οποία έχει ανάγκη την Τουρκία οικονομικά και γεωπολιτικά, καθώς μπορεί να εξασφαλίζει τα συμφέροντα της Δύσης στην περιοχή και την ομαλή ροή ενέργειας στην Ευρώπη.
Ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα είναι πολλαπλά καταστροφικός, με μεγάλες απώλειες στον άμαχο πληθυσμό και ιδιαίτερα στον τούρκικο πληθυσμό που συγκεντρώνεται στα αστικά κέντρα των τουρκικών παραλίων του Αιγαίου που βρίσκονται εντός εμβέλειας του ελληνικού πυροβολικού. Κεντρικός στόχος του τούρκικου στρατού θα είναι η κατάληψη του συμπλέγματος του Καστελόριζου, ώστε να καταστήσει άνευ νοήματος τη συζήτηση για ελληνική ΑΟΖ στη συγκεκριμένη περιοχή. Το Καστελόριζο το έχει καταστήσει Νο 1 στόχο της Τουρκίας η μαξιμαλιστική ελληνική διεκδίκηση που θεωρεί ότι ένα νησιωτικό σύμπλεγμα 500 κατοίκων δίνει στην Ελλάδα δικαιώματα για χάραξη ΑΟΖ, σε βάρος της ενδοχώρας με εκατομμύρια πληθυσμό που απέχει λίγα χιλιόμετρα.
Μια πολεμική αναμέτρηση θα είχε δραματικές συνέπειες για τις οικονομίες των δύο χωρών. Το πρώτο σοκ θα άγγιζε τα χρηματιστήρια των δύο χωρών, τα οποία φαίνεται με βάση την πορεία τους τον τελευταίο χρόνο να υποτιμούν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. H τουριστική βιομηχανία θα υποστεί σημαντικό πλήγμα και θα αποστερήσει έσοδα εκατομμυρίων ευρώ και δολαρίων, με παράπλευρη απώλεια τις χιλιάδες θέσεις εργασίας που θα εκτινάξουν την ανεργία στα ύψη.
Επιπλέον, ακόμη και μετά από ένα σύντομο θερμό επεισόδιο, το ρίσκο των δυο χωρών που αποτυπώνεται στα επιτόκια δανεισμού θα ανέβαινε στα ύψη. Οι ελληνικές επιχειρήσεις το 2019 βγήκαν στις αγορές και άντλησαν περί τα 6 δισ. ευρώ με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια. Οι τουρκικές επιχειρήσεις έχουν ένα τεράστιο χρέος σε δολάρια και η αύξηση του ρίσκου της χώρας θα καθιστούσε το χρέος αυτό μη εξυπηρετήσιμο. Η λίρα θα κατέρρεε χειρότερα από ότι κατέρρευσε το 2017, όταν η αύξηση των αμερικάνικων επιτοκίων έφερε πολλές επιχειρήσεις στο χείλος της χρεοκοπίας. Οι οικονομικές συνέπειες μιας πολεμικής εμπλοκής μπορούν να αντισταθμιστούν μόνο με μια νίκη στο πολεμικό πεδίο. Οι συνέπειες για τον ηττημένο θα είναι καταστροφικές. Γι’ αυτό και θα πρέπει να περιμένουμε μια εκστρατεία τρομοκρατίας στο εσωτερικό και των δύο χωρών ενάντια στις αντιπολεμικές φωνές που υπονομεύουν την πολεμική προσπάθεια και την επιβολή κλίματος αστυνομοκρατίας και καταστολής.
Τέλος, στις παράπλευρες συνέπειες μιας πολεμικής αναμέτρησης θα είναι η επαναφορά των capital controls στις τράπεζες (πριν το 2015, οι προηγούμενες περιπτώσεις μπλοκαρίσματος των καταθέσεων ήταν το 1974 με τον πόλεμο στην Κύπρο και το 1940 με την ιταλική εισβολή), κάτι που μπορεί να διασώσει το σμπαραλιασμένο ελληνικό τραπεζικό σύστημα αν συνδυαστεί με bail in (κούρεμα καταθέσεων).
Η στάση της κομμουνιστικής Αριστεράς
Τι πρέπει να κάνει η κομμουνιστική - επαναστατική αριστερά απέναντι στην πιθανότητα ενός πολέμου αλλά και απέναντι στη διένεξη μεταξύ των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, έστω κι αν δεν οδηγήσει σε γενικευμένο πόλεμο;
Οι συγκεκριμένες αιτίες μιας πολεμικής αναμέτρησης: Κυριαρχικά δικαιώματα ή διεκδικήσεις;
Η ελληνική αστική τάξη, το πολιτικό της προσωπικό και τα δημοσιογραφικά της φερέφωνα βαφτίζουν τις διεκδικήσεις της ελληνικής αστικής τάξης «κυριαρχικά δικαιώματα». Πρόκειται φυσικά, για καθαρή προπαγάνδα. Η απαίτηση της ελληνικής αστικής τάξης για εναέριο χώρο 10 ναυτικών μιλίων, για παράδειγμα, δεν είναι κυριαρχικό δικαίωμα, καθώς το ελληνικό κράτος δεν έχει καταφέρει να την επιβάλει και γι’ αυτό δεν γίνεται αποδεκτή από καμία άλλη χώρα. Αποτελεί επομένως μια διεκδίκηση. Διεκδικήσεις και όχι κυριαρχικά δικαιώματα αποτελούν και οι ελληνικές απαιτήσεις για τις ΑΟΖ. Διεκδικήσεις οι οποίες για να μετατραπούν σε κυριαρχικά δικαιώματα απαιτούν συμφωνία με τις υπόλοιπες εμπλεκόμενες χώρες, συμφωνία που – όπως δείχνουν οι εξελίξεις – προϋποθέτει τη χρήση βίας ή την απειλή χρήσης βίας.
Δυστυχώς, τις ίδιες εκφράσεις περί «κυριαρχικών δικαιωμάτων» χρησιμοποιούν και οι περισσότερες από τις δυνάμεις της Αριστεράς, είτε υιοθετώντας τις διεκδικήσεις αυτές, είτε αποφεύγοντας να τοποθετηθούν στο ζήτημα.
Η κατάσταση όμως είναι ξεκάθαρη. Η αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και η πιθανή πολεμική αναμέτρηση μεταξύ τους, δεν αφορά τα υπάρχοντα κυριαρχικά δικαιώματα καμίας από τις δύο χώρες, αλλά τις διεκδικήσεις και των δύο, τις οποίες στοχεύουν να μετατρέψουν σε κυριαρχικά δικαιώματα. Η σύγκρουση μεταξύ τους αφορά τις επιδιώξεις τους να μετατρέψουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου σε δική τους ζώνη εκμετάλλευσης.
Καθήκον της εργατικής τάξης της χώρας δεν είναι η προάσπιση των διεκδικήσεων της Ελλάδας σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, που στην πράξη σημαίνει το δικαίωμα των καπιταλιστών της Ελλάδας να πάρουν μερτικό από την πώληση δικαιωμάτων για την εκμετάλλευση του θαλάσσιου και υποθαλάσσιου πλούτου της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ (όπως επιθυμούν να τα οριοθετήσουν αυτά οι έλληνες καπιταλιστές) στους καπιταλιστές των πιο ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αντίθετα, άμεσο καθήκον είναι να αδυνατίσει το μέτωπο που προσπαθεί να κτίσει η αστική τάξη στο εσωτερικό, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως αμυνόμενο και την Τουρκία ως επιτιθέμενη, προκλητική, αναθεωρητική κτλ. Μια πολεμική σύγκρουση έχει πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να συμβεί, και βέβαια θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τις εργατικές τάξεις των χωρών της Τουρκίας και της Ελλάδας, στο βαθμό που αυτές ταυτιστούν με τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών τους.
Η εργατική τάξη της χώρας πρέπει να σπάσει την προπαγάνδα της αστικής τάξης για τα «δίκαια της Ελλάδας», δηλαδή, των εφοπλιστών της, των εργολάβων της, των τραπεζιτών της, των βιομηχάνων της, των παπάδων της, τα οποία υποτίθεται ότι καταπατά η Τουρκία: η ελληνική κεφαλαιοκρατία είναι εξίσου ιμπεριαλιστική και επιθετική όπως αυτή της Τουρκίας. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση οι δυνάμεις της εργατικής τάξης (συνδικαλιστικές και πολιτικές) πρέπει να αρνούνται την εθνικιστική υστερία, την ταύτιση με τα «εθνικά» συμφέροντα. Πρέπει να προβάλλουν αυτοτελώς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης για ανατροπή των συσχετισμών σε βάρος των αστικών τάξεων της περιοχής και των διεθνών ιμπεριαλιστών: την απαίτηση για ειρηνική επίλυση των διαφορών, την άρνηση να πολεμήσουν για τα συμφέροντα των μονοπωλίων ενέργειας, τη διεκδίκηση για σταμάτημα των πολεμικών εξοπλισμών και τη χρησιμοποίηση των κρατικών δαπανών για τις ανάγκες υγείας-παιδείας-ασφάλισης-πρόνοιας υπέρ της εργατικής τάξης, την πάλη για ανατροπή της αστικής κυριαρχίας σε Ελλάδα και Τουρκία και την εκδίωξη των μεγάλων δυνάμεων (κλείσιμο ξένων βάσεων και κατάργηση κάθε προνομίου που έχουν αποκτήσει οι μεγάλες δυνάμεις στην περιοχή).
Η κομμουνιστική αριστερά δεν μπορεί να είναι διεθνιστική, αν αναγνωρίζει τον διεθνισμό στα λόγια αλλά τον υποκαθιστά στην πράξη «σε όλη την προπαγάνδα τη ζύμωση και την πρακτική δουλειά, με το μικροαστικό εθνικισμό και πασιφισμό» (Λένιν, Άπαντα, τ. 41, σελ. 165, εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Δεν πρέπει να υποτάσσει τα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης στις διεκδικήσεις της αστικής τάξης, αλλά αντίθετα να υποτάσσει τα συμφέροντα «της προλεταριακής πάλης μιας χώρας στα συμφέροντα αυτής της πάλης σε παγκόσμια κλίμακα» (ό.π. σελ. 166).
Η υλοποίηση αυτού του καθήκοντος της εργατικής τάξης μεταφράζεται σε γενικευμένη άρνηση της εργατικής τάξης να δεχθεί στο εσωτερικό όλα τα μέτρα που παίρνει η αστική τάξη εναντίον της (φορομπηχτική πολιτική, επίθεση στην ασφάλιση και στους μισθούς, ιδιωτικοποιήσεις, διάλυση των συλλογικών συμβάσεων, έλεγχο της συνδικαλιστικής της δράσης, κράτος καταστολής, κτλ) και σε εναντίωση στις πολεμικές δαπάνες οι οποίες κατευθύνονται κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους, στους δανειστές-τοκογλύφους που γδέρνουν την εργατική τάξη και το λαό της χώρας, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζονται και ως σύμμαχοί μας. Αυτό βέβαια απαιτεί, όπως έδειξε η πρόσφατη εμπειρία της εφαρμογής των μνημονίων, η εργατική τάξη να διαθέτει πολιτικό πρόγραμμα, και κόμμα ή κόμματα αποφασισμένα να το εφαρμόσουν, που να στοχεύει στην ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης. Και δυστυχώς τέτοια πολιτική δύναμη δεν υπάρχει. Η ελληνική «επαναστατική» αριστερά είναι τέτοια μόνο στο όνομα, καθώς φαίνεται να πιστεύει περισσότερο κι από τους αστούς στο μέλλον του ελληνικού καπιταλισμού. Η κυρίαρχη αντίληψη στην Αριστερά ότι ο υποκειμενικός παράγοντας δεν είναι ώριμος για επανάσταση, είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται το δέος και η εμπιστοσύνη αυτών των δυνάμεων στον ελληνικό καπιταλισμό και η έλλειψη πίστης στη δυνατότητα επαναστατικής ανατροπής του.
Η γραμμή που από τη μια καταγγέλλει τις αστικές δυνάμεις της Ελλάδας ότι ετοιμάζονται για συμβιβασμούς και συνεκμετάλλευση με την Τουρκία, και από την άλλη, κατακρίνει τον ρόλο των ξένων ιμπεριαλιστών και των μονοπωλίων, είναι γραμμή ουράς στον αστικό εθνικισμό και πασιφισμό. Η αστική τάξη πρέπει να καταγγελθεί όχι γιατί κάνει ή θα κάνει παραχωρήσεις στην Τουρκία αλλά γιατί συνεχίζει να επιτίθεται και στο εσωτερικό ενάντια στην εργατική τάξη (και έχει επιτύχει ήδη αρκετές νίκες), αλλά και στο εξωτερικό για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της.
«Σ’ ένα αντιδραστικό πόλεμο μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί παρά να εύχεται την ήττα της κυβέρνησής της», (Άπαντα Λένιν, τ. 26, σελ. 291), και «Η προπαγάνδα της ταξικής πάλης και στο στρατό είναι χρέος του κάθε σοσιαλιστή· η δουλιά που αποβλέπει στη μετατροπή του πολέμου των λαών σε εμφύλιο πόλεμο είναι η μοναδική σοσιαλιστική δουλιά στην εποχή της ιμπεριαλιστικής ένοπλης σύγκρουσης της αστικής τάξης όλων των εθνών», (ό.π., σελ. 41.) Ο ενδεχόμενος πόλεμος θα είναι αντιδραστικός από τη μεριά της Ελλάδας και η «μοναδική σοσιαλιστική δουλιά» δεν μπορεί να γίνει, από όσους αφήνουν την αστική τάξη της χώρας στο απυρόβλητο και την καταγγέλλουν μόνο γιατί κάνει υποχωρήσεις και συμβιβασμούς με την Τουρκία ή προσδένεται πιο γερά στο άρμα του αμερικάνικου (γαλλικού, ευρωπαϊκού) ιμπεριαλισμού.
Απάντηση από τη σκοπιά του μεταβατικού προγράμματος
Η κομμουνιστική - επαναστατική Αριστερά θα πρέπει να απαντήσει συγκεκριμένα στα ζητήματα που θέτουν οι συγκρούσεις των αστικών τάξεων για τους υδρογονάνθρακες, τον πλούτο των θαλασσών γενικότερα, και τις οριοθετήσεις.
Για την επαναστατική Αριστερά δίκαιο, σε τελική ανάλυση, είναι αυτό που φέρνει πιο κοντά την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την απελευθέρωση της εργατικής τάξης. Μ’ αυτήν την έννοια, χρειάζεται να απαντήσουμε ευθέως στο ερώτημα: τι θα έκανε μια επαναστατική κυβέρνηση απέναντι στις διεκδικήσεις της Τουρκίας, γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση της τελευταίας δεν είναι λευκή περιστερά; Δεν αποτελεί φυσικά απάντηση η μόνιμη απάντηση της ηγεσίας του ΚΚΕ αλλά και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, όταν στριμώχνεται από τέτοια ερωτήματα των αστών δημοσιογράφων, ότι «οι συνθήκες δεν είναι ώριμες», «εμείς δεν κυβερνάμε», «όταν θα κυβερνάμε, οι συνθήκες θα είναι διαφορετικές», «ο λαός πρέπει να αντισταθεί», κτλ, τα οποία είναι απαντήσεις υπεκφυγής.
Η ανατροπή της αστικής κυριαρχίας στην Ελλάδα και η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, τροποποιεί τα γεωπολιτικά δεδομένα και τη στάση των εμπλεκόμενων – μικρών και μεγάλων – δυνάμεων, οι οποίες θα επιχειρήσουν να καταπνίξουν την εργατική εξουσία και να ανατρέψουν το καθεστώς. Σύμμαχος του εργατικού κράτους, είναι μόνο η διεθνής αλληλεγγύη της εργατικής τάξης. Στην εργατική τάξη των γειτονικών χωρών θα απευθύνεται η εξωτερική πολιτική της επαναστατικής κυβέρνησης, προτείνοντας την ειρηνική λύση των διαφορών.
Η επαναστατική κυβέρνηση δεν κλείνει τα μάτια μπροστά στο μεγάλο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και της συνεισφοράς που έχει σε αυτό η εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο, σε μια κατάσταση ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, οικονομικού αποκλεισμού και προσπάθειας ανατροπής της εργατικής εξουσίας, η πρώτη προτεραιότητα θα είναι η επιβίωση του εργατικού κράτους. Οι κρίσιμοι και αναγκαίοι ενεργειακοί πόροι σε αυτήν την πρώτη φάση μπορούν να προέλθουν κυρίως από τις πηγές ορυκτών καυσίμων.
Μια επαναστατική κυβέρνηση, μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης που θα προέκυπτε από την ανατροπή της κυριαρχίας των καπιταλιστών, και επομένως θα είχε ελέγξει (δηλαδή, εθνικοποιήσει) τις τράπεζες, τις μεγάλες επιχειρήσεις κατασκευών και ενέργειας, θα είχε βγάλει τη χώρα από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ και θα είχε κλείσει τις ξένες βάσεις, θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να διαπραγματευθεί απευθείας με την Τουρκία την από κοινού εκμετάλλευση όποιων πλουτοπαραγωγικών πηγών θα κρίνονταν ικανές προς εκμετάλλευση. Ταυτόχρονα, θα καλούσε την εργατική τάξη της Τουρκίας να μιμηθεί το παράδειγμα της εργατικής τάξης της Ελλάδας: να ανατρέψει την εξουσία των καπιταλιστών στην Τουρκία και να εκδιώξει τους ξένους ιμπεριαλιστές από τη δικής της χώρα. Η διεθνιστική αλληλεγγύη είναι η πιο σημαντική ασπίδα, το μεγαλύτερο αποτρεπτικό όπλο σε οποιαδήποτε προσπάθεια να συντριβεί η κοινωνική επανάσταση στην Ελλάδα με στρατιωτική επέμβαση και κατάληψη εδαφών. Οποιεσδήποτε άλλες διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες μπορούν να λυθούν με όσες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς απαιτούνται, στο βαθμό που αποδυναμώνουν τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό και ενισχύουν την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση. Για να το πούμε και συγκεκριμένα: το να αποδεχτεί μια επαναστατική κυβέρνηση ότι το Καστελλόριζο δεν έχει ΑΟΖ είναι μια πράξη σύμφωνη με τα ιστορικά συμφέροντα της εργατικής τάξης εφόσον ενισχύει την ικανότητα των εργατικών τάξεων των δύο χωρών να εκδιώξουν τις μεγάλες δυνάμεις από την περιοχή, δυσκολεύει την τουρκική αστική τάξη να στοιχίσει την εργατική της τάξη πίσω από ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, δυναμώνει τον κοινό αγώνα του παγκόσμιου προλεταριάτου.
Για το αντιπολεμικό κίνημα
Άμεσα πρέπει να αναζητηθεί κοινός βηματισμός των πολιτικών δυνάμεων που συμφωνούν ότι:
-Η εργατική τάξη διεκδικεί τα δικαιώματα της από τους κεφαλαιοκράτες και δεν διεκδικεί μαζί τους.
-Οι εργαζόμενοι δεν αναγνωρίζουν τα δικά τους συμφέροντα στις διεκδικήσεις της ελληνικής αστικής τάξης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, διεκδικήσεις που η αστική προπαγάνδα βαφτίζει «κυριαρχικά δικαιώματα».
- Ο αγώνας για την αποτροπή της πολεμικής σύγκρουσης είναι κοινός αγώνας με την εργατική τάξη της Τουρκίας.
Διεκδικούμε:
-Κανένας φαντάρος/ναύτης/αεροπόρος νεκρός για τα συμφέροντα των πολυεθνικών του πετρελαίου και των ελλήνων υπεργολάβων τους, κανένας φαντάρος εκτός των συνόρων, να ανακληθούν οι συμφωνίες με την Σαουδική Αραβία και την Γαλλία.
-Καμιά μονομερή ανακήρυξη ΑΟΖ.
-Καμία ανάμειξη στον πόλεμο στη Λιβύη.
-Καμία συμφωνία με το κράτος απαρτχάιντ του Ισραήλ και τη δικτατορία του Σίσι.
-Σταμάτημα των εξοπλισμών, δαπάνες για τις κοινωνικές ανάγκες, ικανοποίηση των αιτημάτων του εργατικού κινήματος για δουλειά, ασφάλιση, αξιοπρεπείς μισθούς, ενάντια στα πλεονάσματα και την αποπληρωμή των χρεών.
-Έξοδος από το ΝΑΤΟ, κλείσιμο των βάσεων, έξοδος από την ΕΕ, απεμπλοκή από τον άξονα Ισραήλ-Αιγύπτου.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
Τα νησιωτικά συμπλέγματα Guernsey και Jersey στο κανάλι της Μάγχης, τα οποία ανήκουν στην Βρετανία αλλά βρίσκονται εγγύτερα των γαλλικών ακτών. Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δεν τους αναγνωρίζει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Η Νήσος των Όφεων ή Φιδονήσι (Serpents’ Island) στα σύνορα Ουκρανίας-Ρουμανίας διαθέτει μόνο χωρικά ύδατα ακτίνας 12 ναυτικών μιλίων, και όχι υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ, σύμφωνα με την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2
Πλέγμα αγωγών φυσικού αερίου που διέρχονται από την Ελλάδα ή σχεδιάζονται να διέλθουν από την Ελλάδα.
Ο χάρτης προέρχεται από την ιστοσελίδα της ΔΕΠΑ (Δημόσια ΕΠιχείρηση Αερίου). Δείχνει (με το βελάκι) τον EastMed (διακεκομμένη, μπλε-σκούρα γραμμή) και το δίκτυο των υπόλοιπων αγωγών που διέρχονται από την Ελλάδα.