[2023-04-24] Η πρόσφατη κρίση στον τραπεζικό τομέα

Η πρόσφατη κρίση στον τραπεζικό τομέα

H χρεοκοπία της Credit Suisse και της Silicon Valley Bank (SVB) είναι ο πιο πρόσφατος κρίκος σε μια αλυσίδα εξελίξεων, των οποίων η άμεση αιτία είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία και το σπάσιμο των εφοδιαστικών αλυσίδων, αλλά το υπόστρωμα είναι η οικονομική κρίση του 2008-9, η γενικότερη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού και ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Εκ πρώτης όψεως, η SVB χρεοκόπησε όταν πολλοί από τους μεγαλοκαταθέτες της έκαναν μαζικά αναλήψεις και η τράπεζα δεν διέθετε τα απαιτούμενα ρευστά διαθέσιμα για να καλύψει αυτές τις αναλήψεις. Η συγκεκριμένη τράπεζα εξυπηρετούσε κυρίως επιχειρήσεις στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας. Οι τελευταίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα το τελευταίο διάστημα, κυρίως διότι τα περιθώρια κέρδους τους μειώνονται, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούν τις καταθέσεις τους για να συνεχίσουν να παραμένουν σε λειτουργία. Επιπλέον, οι μεγάλοι καταθέτες διαπιστώνουν ότι οι καταθέσεις αποφέρουν ελάχιστα σε σχέση με άλλα στοιχεία χαρτοφυλακίου (π.χ., κρατικά ομόλογα), καθώς η άνοδος των επιτοκίων αυξάνει τα επιτόκια των ομολόγων, ενώ οι τράπεζες συνεχίζουν να διατηρούν σχετικά χαμηλά τα επιτόκια καταθέσεων. Για παράδειγμα, την εβδομάδα που κατάρρευσε η SVB η απόδοση των διετών κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ είχε φτάσει στο 4,16%, όταν οι καταθέσεις έχουν επιτόκιο 0,2%. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς τα επιτόκια αυξάνονταν, πολλοί έσπευσαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους, ιδιαίτερα οι μεγαλο-επενδυτές (funds που επενδύουν σε εταιρείες υψηλής τεχνολογίας). Η τράπεζα δεν είχε ρευστό στα χρηματοκιβώτια της για να καλύψει όλες αυτές τις αναλήψεις. Για να αποκτήσει ρευστό, πούλησε στην αγορά κρατικά ομόλογα που είχε αγοράσει και τα οποία θα έληγαν κάποια χρόνια μετά, και θα απέδιδαν τότε τον καθορισμένο τόκο με τον οποίο αγοράστηκαν. Όμως, η άνοδος των επιτοκίων είχε μειώσει την αξία αυτών των ομολόγων στην αγορά, αφού είχαν εκδοθεί με χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό με το οποίο εκδίδονται τα πιο πρόσφατα ομόλογα, τα οποία εκδίδονται σε ένα περιβάλλον ανόδου των επιτοκίων. Το αποτέλεσμα είναι η SVB να πουλάει αυτά τα ομόλογα με απώλειες, δηλαδή, σε χαμηλότερες τιμές από αυτές που τα είχε αγοράσει. Όταν αυτό έγινε γνωστό, οι μεγαλοκαταθέτες άρχισαν να αποσύρουν ακόμα πιο μαζικά τις καταθέσεις τους από φόβο ότι η τράπεζα δεν θα έχει επαρκή ρευστότητα για να τους καλύψει. Και αυτό πράγματι έγινε.

Αυτή η περιγραφή, όμως, δεν εξηγεί τίποτα. Απλώς, περιγράφει την κατάσταση. Τα ερωτήματα που τίθενται είναι: γιατί αυξάνεται ο πληθωρισμός; Γιατί η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (γνωστή ως Fed) αυξάνει τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό; Γιατί γίνονται μαζικά αναλήψεις το τελευταίο διάστημα; Πού πάνε τα χρήματα που ρευστοποιούνται; Πώς αντιμετωπίζει το πρόβλημα της κατάρρευσης αυτών των τραπεζών η αστική τάξη και το κράτος της; Και κυρίως: έχουν τελειώσει τα προβλήματα για το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ (και του κόσμου);

 

Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι ο πληθωρισμός οφείλεται κυρίως σε προβλήματα από την πλευρά της προσφοράς και όχι από την αυξημένη ζήτηση. Οι αστοί οικονομολόγοι, οι Κεντρικές Τράπεζες και τα αστικά επιτελεία, ανάμεσά τους και αστικά κράτη, αντιμετωπίζουν τον πληθωρισμό ως ζήτημα ποσότητας χρήματος (στη συγκεκριμένη περίπτωση ως ύπαρξης περισσότερου χρήματος από ό,τι χρειάζεται), και μάλιστα αρκετοί θεωρούν ότι η εργατική τάξη έχει περισσότερο χρήμα από όσο πρέπει στα χέρια της, που την οδηγεί στο να καταναλώνει. (Οι δεξιοί νεοφιλελεύθεροι στις ΗΠΑ επικρίνουν τα μέτρα παροχής ρευστότητας, όπως τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, και ακόμα περισσότερο τα μέτρα που πάρθηκαν στην πανδημία με τα οποία στηρίχθηκαν αρκετοί εργαζόμενοι, ειδικά όσοι εργάζονταν σε επιχειρήσεις που υπολειτουργούσαν λόγω της πανδημίας, π.χ., η εστίαση ή ο τουρισμός. Είναι αδιανόητο γι’ αυτούς τους εκπροσώπους του κεφαλαίου να δίνει το κράτος χρήματα σε εργαζόμενους.)  Γι’ αυτό θεωρούν ότι κάνοντας το χρήμα ακριβό μέσω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού, θα περιοριστεί η κατανάλωση. Το σίγουρο είναι ότι με την αύξηση των επιτοκίων και τον περιορισμό της κατανάλωσης, η οικονομία οδηγείται σε ύφεση, την οποία πληρώνει η εργατική τάξη, καθώς πολλές επιχειρήσεις θα κλείσουν, αυξάνει η ανεργία και πέφτουν οι μισθοί για αυτούς που εργάζονται, πράγμα που είναι εν τέλει το πραγματικό ζητούμενο της αύξησης των επιτοκίων.

Όμως, το ζήτημα είναι ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός δεν οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση, και πολύ περισσότερο δεν οφείλεται στην αύξηση μισθών της εργατικής τάξης, μια επίσης αγαπημένη θεωρία των αστών οικονομολόγων για την εξήγηση του πληθωρισμού. Αντιθέτως, φαίνεται ότι το πρόβλημα βρίσκεται στην πλευρά της προσφοράς, δηλαδή στην καπιταλιστική παραγωγή. Η πανδημία στην αρχή και ο πόλεμος αργότερα και ο γενικευμένος ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (ιδιαίτερα ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα), έχει οδηγήσει σε προβλήματα στον τακτικό εφοδιασμό της αγοράς. Για παράδειγμα, οι μεγαλύτερες αυξήσεις και οι μεγαλύτερες ελλείψεις σε εμπορεύματα παρατηρούνται στον χώρο της ενέργειας, από τη στιγμή που η Ρωσία και οι ενεργειακοί της πόροι αποκλείστηκαν από την αγορά των ισχυρών καπιταλιστικών χώρων της Δύσης, στα τρόφιμα (για τους αντίστοιχους λόγους σε σχέση με τα σιτηρά και άλλα τρόφιμα) και στους ημιαγωγούς (τα τσιπς), ιδιαίτερα στο χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας, εξαιτίας της σύγκρουσης των ΗΠΑ και της Κίνας, και της προσπάθειας της πρώτης να αποκλείσει την πρόσβαση της δεύτερης στην παραγωγή και διανομή ημιαγωγών.

Οι εταιρείες που κάνουν μαζικά αναλήψεις από τις τράπεζες, όπως είπαμε, το κάνουν και γιατί υπάρχουν άλλες δυνατότητες για τοποθέτηση χρημάτων με καλύτερη απόδοση, όπως τα κρατικά ομόλογα που εκδίδονται με υψηλότερα επιτόκια σήμερα. Αξίζει να παρατηρηθεί όμως ότι η άνοδος των επιτοκίων σήμερα οδηγεί στην απώλεια αξίας όλων αυτών των περιουσιακών στοιχείων που έδωσαν ανάσα στις επιχειρήσεις στην περίοδο μετά την κρίση του 2008-9. Η αστική τάξη των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών αντιμετώπισε την κρίση που δημιουργήθηκε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008 με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, (Quantitative Easing, ή QE). Δηλαδή, με την εκτύπωση χρήματος και τη διοχέτευση του στους καπιταλιστές με πολύ χαμηλό, σχεδόν μηδενικό επιτόκιο. Οι καπιταλιστές χρησιμοποίησαν αυτό το χρήμα όχι τόσο για επενδύσεις, όσο για την αύξηση των τιμών των μετοχών των εταιρειών τους (μέσω της επαναγοράς μετοχών), για αγορά κρατικών ομολόγων και για αγορά στοιχείων ακίνητης περιουσίας. Το αποτέλεσμα είναι όλα αυτά τα στοιχεία χαρτοφυλακίου να αυξήσουν την αξία τους. Έτσι, φούσκωνε και ο πλούτος στα χέρια των καπιταλιστών, αφού αυτοί είναι οι κύριοι ιδιοκτήτες μετοχών, ομολόγων και ακινήτων. Η άνοδος όμως των επιτοκίων οδηγεί στη μείωση της αξίας όλων αυτών των στοιχείων χαρτοφυλακίου: τα νέα ομόλογα έχουν μεγαλύτερη αξία από τα παλιά με αποτέλεσμα να πέφτει η αξία των παλιών ομολόγων στην αγορά· πολλές εταιρείες αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας και κερδοφορίας, που εντείνεται με την άνοδο των επιτοκίων (ένα ποσοστό κοντά στο 20% στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι είναι εταιρείες «ζόμπι», δηλαδή, εταιρείες που μετά βίας βγάζουν αρκετά κέρδη για να εξυπηρετούν τα δάνειά τους), με συνέπεια να πέφτει η αξία των μετοχών τους· τα δάνεια για νέες κατοικίες, γραφεία κ.τ.λ., γίνονται πιο ακριβά και η εξυπηρέτηση τους (π.χ., στεγαστικών δανείων) γίνεται πιο ακριβή και δύσκολη, με αποτέλεσμα να πέφτει η αξία των δανείων και γενικότερα η αξία της ακίνητης περιουσίας. Το αποτέλεσμα είναι ένα γενικό ξεφούσκωμα της αξίας όλων αυτών και καθώς ο τράπεζες βρίσκονται να κατέχουν τέτοιου είδους περιουσιακά στοιχεία, καταγράφουν «απραγματοποίητες» απώλειες στα στοιχεία χαρτοφυλακίου. «Απραγματοποίητες», επειδή η σημερινή αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων στην αγορά έχει πέσει. Αν προσπαθήσουν να πουλήσουν αυτά τα στοιχεία σήμερα, οι απώλειες θα «πραγματοποιηθούν», ακριβώς όπως έγινε με την SVB. Σύμφωνα με υπολογισμούς ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, η αύξηση των επιτοκίων άφησε τις αμερικάνικες τράπεζες με απραγματοποίητες απώλειες 1,7 τρισ. δολαρίων, σχεδόν όσο τα ίδια κεφάλαιά τους (2,1 τρισ.). Πρακτικά, αυτό μας λέει ότι οι κλυδωνισμοί στο χώρο των τραπεζών θα έχουν συνέχεια.

Επιπλέον, ένας ακόμα κίνδυνος φαίνεται να ελλοχεύει στα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών. Εκτός από τα ομόλογα που διακρατούν οι τράπεζες και τα οποία έχουν υποστεί (απραγματοποίητες) απώλειες, φαίνεται ότι πολλές τράπεζες στις ΗΠΑ είχαν επενδύσει σε εμπορικής χρήσης ακίνητα (γραφεία, σουπερμάρκετ, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία, κ.τ.λ.) δανείζοντας επενδυτικές εταιρείες ή αγοράζοντας ομόλογα αναπτυξιακών κατασκευαστικών εταιρειών αυτού του κλάδου. Όμως, μετά την πανδημία πολλά από αυτά τα εμπορικά κέντρα και τα γραφεία στέκουν άδεια, οι αναπτυξιακές κατασκευαστικές εταιρείες δεν εισπράττουν ενοίκια και επομένως αδυνατούν να ξεπληρώσουν τις τράπεζες από τις οποίες δανείστηκαν. Πολλές τέτοιες εταιρείες άρχισαν να χρεοκοπούν, πράγμα που το παρατήρησαν πρόσφατα και τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης στις ΗΠΑ. Οι μικρές τράπεζες διακρατούν το 80% τέτοιων δανείων αξίας 2,3 τρισ., ενώ 270 δισ. πρέπει να ξεπληρωθούν φέτος. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για να μη πιστέψουμε ότι η κρίση έχει τελειώσει.

Πώς αντιμετώπισαν τα αστικά κράτη την πρόσφατη τραπεζική κρίση; Διασώζοντας τους καπιταλιστές, όπως κάνουν συχνά τον τελευταίο καιρό. Στις ΗΠΑ πρόσφεραν κεφάλαια για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των καταθετών και κάλυψαν κάθε καταθέτη, ακόμα και αυτούς που είχαν καταθέσεις πάνω από 250 χιλ. δολ., που είναι το όριο μέχρι το οποίο οι καταθέσεις είναι εγγυημένες από το (αμερικανικό) κράτος. Επιπλέον, επιτρέπουν στις τράπεζες που έχουν κρατικά ομόλογα στο χαρτοφυλάκιο τους να τα βάλουν ως ενέχυρο στην κανονική τους αξία, και όχι στην (χαμηλότερη) αξία που έχουν στην αγορά, για να πάρουν δάνειο από την Fed. Στην Ελβετία, οι ελβετικές αρχές επέβαλαν στην UBS, τη μεγάλη αντίπαλο της Credit Suisse, να την αγοράσει με το ένα πέμπτο της τρέχουσας αγοραίας αξίας της. Επιπλέον, διέγραψαν ομόλογα αξίας 18 δισ. δολ. της Credit Suisse που βρίσκονταν στα χέρια των funds, ιδιωτών επενδυτών και άλλων τραπεζών, ενώ τα μερίσματα των μεγαλομετόχων της θα πληρωθούν κανονικά.

Τα μέτρα αυτά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα λύσουν το πρόβλημα καθώς οι τράπεζες «κάθονται» πάνω σε ένα μεγάλο ύψος «απραγματοποίητων» απωλειών, το οποίο κάθε τόσο θα πρέπει να παρεμβαίνει το αστικό κράτος για να το καλύπτει. Την ίδια στιγμή, η αντιμετώπιση της κρίσης της Credit Suisse υποσκάπτει το όποιο κύρος ακόμα και των πιο μεγάλων τραπεζών, ειδικά αν γίνει συνήθεια σε κάθε τέτοια κρίση να είναι προτεραιότητα η διάσωση των αφεντικών της τράπεζας σε βάρος των δανειστών της ή/και των καταθετών της.

Να σημειώσουμε ότι με τις τράπεζες σε τέτοια κατάσταση, θα δυσκολέψει ακόμα πιο πολύ ο δανεισμός της πραγματικής οικονομίας από αυτές. Η λεγόμενη «έλλειψη ρευστότητας» θα ενταθεί. Ας μην ξεχνάμε ότι η «έλλειψη ρευστότητας» είναι το όνομα που δίνει η αστική πολιτική επιστήμη σ’ αυτό που είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της εμπορευματικής παραγωγής στον καπιταλισμό: καθώς τα εμπορεύματα στον καπιταλισμό παράγονται με σκοπό την πραγματοποίηση κέρδους από τους καπιταλιστές και όχι για την ικανοποίηση των αναγκών των παραγωγών και γενικά της κοινωνίας, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος τα εμπορεύματα που φτάνουν στην αγορά να μην βρουν τα χρήματα που θα τα αγοράσουν (και επομένως, να μην πραγματοποιήσουν την αξία τους και να μην μετατραπούν σε χρήμα, δηλαδή, σε κέρδος, στην τσέπη του καπιταλιστή εμπορευματοκατόχου). Όπως είχε παρατηρήσει ο Μαρξ αναλύοντας τη χρηματική κυκλοφορία στο Κεφάλαιο, η πρώτη μεταμόρφωση του εμπορεύματος από εμπόρευμα σε χρήμα είναι το «salto mortale» του εμπορεύματος, ή για την ακρίβεια του εμπορευματοκατόχου. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα ένα εμπόρευμα, όταν φτάσει στην αγορά, να μην πραγματοποιήσει την αξία του, καθώς το χρήμα βρίσκεται στην τσέπη κάποιου άλλου και μπορεί να μην βγει ποτέ από εκεί [π.χ, γιατί ο κάτοχός του προτιμά να αγοράσει κάτι άλλο, ή γιατί υπάρχουν ήδη πολλά εμπορεύματα στην αγορά και η ανάγκη έχει ικανοποιηθεί, ή γιατί απλώς προτιμά να κρατήσει τα χρήματα στην τσέπη του ή κάτω από το στρώμα του ή στην τράπεζα (!), ή γιατί δεν υπάρχει καν χρήμα στην τσέπη του]. Καθώς λοιπόν χρήμα και εμπόρευμα είναι δύο διαφορετικά πράγματα, η κυκλοφορία χρήματος και εμπορευμάτων φέρει εντός της τη δυνατότητα να καταρρεύσει. Η κατάσταση που επικρατεί στον τραπεζικό τομέα επιτείνει το πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας και μπορεί να οδηγήσει σε μια τέτοια κατάρρευση. Καμία ρύθμιση από τη μεριά του αστικού κράτους δεν μπορεί να αποσοβήσει αυτές τις καταρρεύσεις, καθώς είναι εγγεγραμμένες στο γενετικό κώδικα του καπιταλισμού.

Τέλος, αξίζει να παρατηρήσουμε το εξής. Με τη συνεχή αύξηση των επιτοκίων υπολογίζεται ότι έγιναν αναλήψεις πάνω από 500 δισ. δολ. μόνο σε διάστημα τριών εβδομάδων μετά την κατάρρευση της SVB. Πού πήγαν αυτά τα χρήματα; Τα μισά φαίνεται να πήγαν σε πιο ισχυρές τράπεζες (ο νόμος του ισχυρού είναι βασικός νόμος του καπιταλισμού). Τα άλλα μισά πήγαν στα λεγόμενα Money Market Funds. Αυτές είναι επενδυτικές εταιρείες που αγοράζουν μαζικά βραχυχρόνιους κρατικούς τίτλους με τα λεφτά που μεταφέρουν σε αυτές οι μεγαλοκαταθέτες, ακριβώς όπως οι τράπεζες, αλλά χωρίς να προσφέρουν άλλες τραπεζικές υπηρεσίες. Καθώς αυτό μειώνει το κόστος τους, μπορούν να προσφέρουν ένα καλύτερο επιτόκιο από ό,τι οι κανονικές τράπεζες, και να εκμεταλλευτούν τη διαφορά αυτού του επιτοκίου που πληρώνουν στους καταθέτες τους από αυτό που εισπράττουν από την αγορά βραχυχρόνιου χρέους του αμερικανικού κράτους. (Υπάρχει βέβαια και μεγαλύτερο ρίσκο από ό,τι σε μια κατάθεση: οι καταθέσεις είναι σε κάποιο βαθμό προστατευμένες και εγγυημένες. Τα κεφάλαια που τοποθετούνται στα Money Market Funds δεν είναι. Μπορούν να χαθούν εξ ολοκλήρου). Όμως, αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα τεράστια ρευστά διαθέσιμα που βρίσκονται στα χέρια των καπιταλιστών δεν οδηγούνται εν τέλει στην παραγωγή αλλά στη διόγκωση αυτού που ο Μαρξ ονόμασε «πλασματικό κεφάλαιο», δηλαδή, σε δανεισμό και ακίνητη περιουσία για προσπορισμό προσόδων. Και εδώ βρίσκεται η βαθύτερη ουσία του ζητήματος. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπορεί να παράγει περισσότερα κέρδη όσο δεν επενδύει στην ίδια την παραγωγή αλλά μεταφέρει κεφάλαια από την μια σπεκουλαδόρικη, μη παραγωγική επένδυση, στην άλλη (π.χ., από τα στεγαστικά δάνεια στα ομόλογα ή στα δάνεια για ακίνητα εμπορικής χρήσης). Ένα οικονομικό σύστημα έχει λόγο ύπαρξης στο βαθμό που ενισχύει τις παραγωγικές δυνάμεις και αυξάνει την παραγωγικότητα. Αυτός ήταν ένας βασικός λόγος της κυριαρχίας του καπιταλισμού σε βάρος της φεουδαρχίας και εν μέρει σε βάρος των μεταβατικών κοινωνιών. Όμως, τα στοιχεία δείχνουν ότι η παραγωγικότητα της εργασίας φθίνει τα τελευταία είκοσι χρόνια. Χωρίς το δυναμισμό μιας αυξημένης παραγωγικότητας, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει τα διάφορα σοκ στην παραγωγή που δημιουργούνται στις εφοδιαστικές αλυσίδες, και αυτό είναι η πιο μακρόχρονη αιτία που παραμένει ο πληθωρισμός.

Πίσω από την αδυναμία των καπιταλιστών να επενδύσουν στην παραγωγή δεν κρύβεται κάποια αδυναμία θέλησης ή ένας κακός υπολογισμός από την πλευρά των καπιταλιστών, αλλά το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι σύστημα που παράγει για το κέρδος και όχι για την κάλυψη των αναγκών. Και οι καπιταλιστές δεν αναμένουν κέρδος, κυρίως λόγω της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει καθώς αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (δηλαδή, η χρήση αυξανομένου σταθερού κεφαλαίου που κινείται από συνεχώς μειούμενο μεταβλητό κεφάλαιο). Όπως φαίνεται, οι καπιταλιστές δεν σκοπεύουν να επενδύσουν ούτε στο μέλλον στην παραγωγή, εκτός ίσως από την παραγωγή περισσότερων στρατιωτικών υλικών. Μάλλον προσπαθούν να βγάλουν από την μέση ο ένας τον άλλον, τραβώντας όλο τον πλανήτη στον όλεθρο του πολέμου. Αυτός είναι ένας βασικός τρόπος για να πέσει η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου: η μεγάλης έκτασης καταστροφή κεφαλαίου και γενικά παραγωγικών δυνάμεων, ανάμεσά τους βέβαια και της βασικής παραγωγικής δύναμης, της εργατικής δύναμης.

 

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι πολύ πιο ευαίσθητο από το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ ή της Ελβετίας. Η άνοδος των επιτοκίων και η διαφαινόμενη ύφεση θα επαναφέρει τα προβλήματά του.

Ας μην ξεχνάμε ότι το τραπεζικό σύστημα ανακεφαλαιοποιήθηκε διαδοχικές φορές ανάμεσα στο 2008 και 2015 με ποσά κοντά στα 50 δισ. ευρώ. Αυτά τα ποσά προστέθηκαν στο δημόσιο χρέος, δηλαδή, μετατράπηκαν σε χρέη της εργατικής τάξης, η οποία τα ξεπληρώνει υποβαλλόμενη σε λιτότητα και μνημόνια (κατακόρυφη μείωση μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, ελαστικοποίηση εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις, διάλυση των συλλογικών συμβάσεων, εξανέμιση των αποθεματικών των ασφαλιστικών της ταμείων, κ.τ.λ.). Από την άλλη, οι τραπεζίτες-ιδιοκτήτες των τραπεζών διασώθηκαν μαζί με τις χρεοκοπημένες τράπεζές τους. Για την ακρίβεια, έχει γίνει κανόνας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα τις αποτυχίες των τραπεζιτών να τις χρεώνεται η εργατική τάξη και να διασώζονται όχι απλώς οι τράπεζες αλλά και οι τραπεζίτες. Θεωρείται αδιανόητο για τους τάχα φιλελεύθερους πολιτικούς, εκπροσώπους του κεφαλαίου και λοιπούς απολογητές του καπιταλισμού, να κρατικοποιηθούν οι πτωχευμένες τράπεζες και να χάσουν οι ιδιοκτήτες τα ιδιοκτησιακά τους προνόμια πάνω στις επιχειρήσεις που οι ίδιοι φαλήρισαν. Για να είμαστε ακόμα πιο ακριβείς: σε τελική ανάλυση, το κράτος είναι ο συλλογικός διαχειριστής των συμφερόντων των τραπεζιτών. Στο πρόσωπα των τραπεζιτών συνενώνεται όλη η ισχύς του χρηματιστικού κεφαλαίου (της συνένωσης του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο), δηλαδή, της κυρίαρχης αστικής τάξης. Οι ίδιοι λοιπόν χρησιμοποιούν το κράτος τους προς όφελός τους διασώζοντας το τομάρι τους σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας. Αυτή είναι η ουσία του νέο-«φιλελευθερισμού».

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ένα ακόμα μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδας, τον Ιούνιο του 2022 το συνολικό απόθεμα το μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τέσσερις συστημικές τράπεζες ανέρχεται σε 14,9 δισ. ευρώ, και αποτελεί το 10,1% όλων των δανείων τους, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1,8%. Να θυμίσουμε ότι τον Μάρτιο του 2016 το ποσό των μη εξυπηρετούμενων δανείων είχε φτάσει τα 92,3 δισ. ευρώ ή ποσοστό 86,1% όλων των δανείων. Το συντριπτικό ποσοστό των δανείων αφορά δάνεια προς επιχειρήσεις (περίπου 74% όλων των δανείων), οι οποίες είναι και αυτές που έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Πώς κατάφεραν οι τράπεζες να αποσείσουν από πάνω τους όλο αυτό το βάρος «κόκκινων» δανείων (από το 2016 έως το 2022); Δεν το έκαναν διαγράφοντας χρέη ή καταφέρνοντας να πάρουν πίσω τα χρήματα που δάνεισαν. Το έκαναν πάλι με τη βοήθεια του κράτους. Τα κόκκινα δάνεια μεταφέρθηκαν σε καινούργια σχήματα διαχείρισης δανείων, κατόπιν τιτλοποιούνταν, δηλαδή, εκδίδονταν ομολογίες στις οποίες μπήκε εγγυητής το ελληνικό δημόσιο. Αυτό ήταν το περίφημο πρόγραμμα «Ηρακλής». Αρχικά, οι εγγυήσεις ήταν 12 δισ. ευρώ, πήρε παράταση («Ηρακλής ΙΙ») και τώρα οι εγγυήσεις ανέρχονται σε πάνω από 18 δισ. ευρώ. Σε περίπτωση που οι εγγυήσεις καταπέσουν, δηλαδή, αν οι εταιρείες που διαχειρίζονται τα δάνεια δεν βρουν πρόθυμα funds για να αγοράσουν σπίτια και επιχειρήσεις που έχουν δοθεί ως εξασφαλίσεις για τα κόκκινα δάνεια ή αν δεν καταφέρουν να πάρουν πίσω χρήματα από τους δανειολήπτες, και επομένως, δεν μπορούν να αποπληρώνονται οι ομολογιούχοι, τότε το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να πληρώσει τις εγγυήσεις. Πρόσφατα μάλιστα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή εξέτασε την ιδέα να προστεθούν αυτές οι εγγυήσεις στο δημόσιο χρέος, αλλά έκανε πίσω γιατί ανάλογο πρόγραμμα έχει και η Ιταλία και μάλιστα παλιότερο και οι ανάλογες εγγυήσεις του Ιταλικού κράτους ανέρχονται σε πολύ περισσότερα δισεκατομμύρια ευρώ (στην περίοδο της πανδημίας μόνο, η Ιταλία έδωσε εγγυήσεις 200 δισ. ευρώ).

Σήμερα, αυτός ο κίνδυνος, της κατάπτωσης των εγγυήσεων, μπορεί να εμφανιστεί, καθώς η αύξηση των επιτοκίων ακριβαίνει γενικά τα δάνεια και την ακίνητη περιουσία, κάνοντας πιο δύσκολη την πώληση των ακινήτων που έχουν μπει ως εξασφάλιση για τα δάνεια.

Ταυτόχρονα, για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται ένας καινούργιος κίνδυνος. Από την εποχή του PSI, οι τράπεζες έχασαν μεγάλο μέρος των περιουσιακών τους στοιχείων που ήταν στη μορφή των κρατικών ομολόγων που κουρεύτηκαν. Οι τράπεζες θα έπρεπε από τη στιγμή που είχαν ζημιές να προχωρήσουν στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και να παραχωρήσουν μετοχές στο δημόσιο. Αυτό όμως θα έκανε το κράτος (τι τρομερό) συνιδιοκτήτη των τραπεζών. Έτσι, ξεκίνησε ένα μικρό λογιστικό κόλπο. Οι ζημιές πιστώνονταν ως επιστροφή φόρου που χρωστά το κράτος στις τράπεζες, την οποία επιστροφή φόρου, αντί να την αποδώσει άμεσα το κράτος, θα την ισοσκελίσει με πιθανό φόρο που θα πρέπει να εισπράξει από τις τράπεζες στο μέλλον –σε βάθος εικοσαετίας–, όταν θα εμφανίσουν κέρδη. Αυτός είναι ο αναβαλλόμενος φόρος. Αυτή η λογιστική αλχημεία –το απόγειο της δημιουργικής λογιστικής– συνεχίστηκε και όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα «Ηρακλής». Οι τράπεζες καταγράφουν απώλειες όταν τιτλοποιούν τα δάνεια και τα παραχωρούν σε εταιρείες διαχείρισης, καθώς τα πωλούν σε τιμές χαμηλότερες από τη λογιστική τους αξία. Και οι απώλειες αυτές καταγράφονται ως αναβαλλόμενος φόρος, ο οποίος μετριέται στο κεφάλαιο της τράπεζας, σαν να υπάρχει πραγματικά στα ταμεία τους. [Να ήμασταν όλοι τόσο τυχεροί: με βάση αυτό το λογιστικό κόλπο θα ήμασταν όλοι εκατομμυριούχοι]. Το ποσό αυτών των κεφαλαίων, οριστικές και εκκαθαρισμένες φορολογικές απαιτήσεις, έχει φτάσει στα 14 δισ. ευρώ και αντιπροσώπευε το 58% των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των συστημικών τραπεζών τον Ιούνιο του 2022. Δηλαδή, με απλά λόγια, σχεδόν το 60% των κεφαλαίων των τραπεζών είναι αέρας κοπανιστός: χρήματα που θα συμψηφιστούν με φόρο που θα πρέπει να πληρώσουν τα επόμενα 20 χρόνια, αν (η έμφαση είναι στο ‘αν’) εμφανίσουν κέρδη. Για την ακρίβεια, οι τράπεζες θα πρέπει να εμφανίζουν κέρδη δισεκατομμυρίων για αρκετά χρόνια (γύρω στα 10 δισ. ευρώ κάθε χρόνο για τα επόμενα 10 χρόνια), ώστε να αποσβαίνεται ο αναβαλλόμενος φόρος. Παρόλα αυτά, ο αναβαλλόμενος φόρος μετριέται σαν να υπάρχει πραγματικά στα ταμεία τους, όταν οι τράπεζες υποβάλλονται στα λεγόμενα stress test, και με βάση αυτά τα κεφάλαια, τα εντελώς φανταστικά, περνάνε τα stress test. Όπως καταλαβαίνουν όλοι, όμως, σε περίπτωση πραγματικής κρίσης ρευστότητας (που κάλλιστα μπορεί να προκληθεί με την άνοδο των επιτοκίων), οι ελληνικές τράπεζες δεν θα έχουν πραγματική ρευστότητα, αλλά άδεια ταμεία. Και τότε, όπως γίνεται συνήθως, το ελληνικό δημόσιο θα κληθεί να διασώσει τις τράπεζες και τους τραπεζίτες με τα δικά μας χρήματα.

Αυτήν την αδυναμία του τραπεζικού συστήματος την καταλαβαίνουν πολύ καλά οι τραπεζίτες και οι εκπρόσωποί τους. Η Τράπεζα της Ελλάδος μιλάει για την πρόκληση της «χαμηλής ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων» των τραπεζών, δηλαδή, για το ότι ο πυρήνας των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών αποτελείται από αναβαλλόμενο φόρο, ενώ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα αυτόν τον κίνδυνο και κάνει παραινέσεις για μια πιο ριζική λύση. Προς το παρόν, όλοι προκρίνουν το να ξεφορτωθούν οι ελληνικές τράπεζες τα βαρίδια των κόκκινων δανείων, γι’ αυτό προτιμούν να βάλουν στην άκρη το πρόβλημα του αναβαλλόμενου φόρου, παρόλο που το πρώτο, το ξεφόρτωμα των δανείων, αυξάνει το δεύτερο, τον αναβαλλόμενο φόρο. Και γιατί γίνονται όλα αυτά τα τερτίπια; Μα για να μην μπει το κράτος στην ιδιοκτησία των τραπεζών.

Επομένως, παρά τις πομπώδεις διακηρύξεις των υπουργών και του πρωθυπουργού, όταν δημιουργούσαν το πρόγραμμα «Ηρακλής», ότι πρόκειται για πρόγραμμα που δεν επιβαρύνει τον φορολογούμενο, στην πραγματικότητα όλη η διαχείριση του χρέους και των ζημιών γίνεται με τις πλάτες του φορολογούμενου, δηλαδή, με τις δικές μας πλάτες. Ακόμα, και οι τραπεζίτες το καταλαβαίνουν αυτό και με τη διπλωματική τους γλώσσα το ονομάζουν «κίνδυνο υψηλής εξάρτησης του τραπεζικού συστήματος από την κεντρική κυβέρνηση», δηλαδή, θεωρούν κίνδυνο το γεγονός ότι τα στοιχεία ενεργητικού τους αποτελούνται από τη στήριξη που τους παρέχει το κράτος (δηλαδή, εγγυήσεις, αναβαλλόμενο φόρο και ομόλογα). Αυτό είναι σαν να διαμαρτύρεται ο πνιγμένος για το γεγονός ότι αυτός που τον βοηθάει να μην πνιγεί τον τραβάει από τα μαλλιά. Και στην περίπτωσή μας, οι τραπεζίτες είναι ακόμα πιο χυδαίοι, γιατί, σε αντίθεση με τον πνιγμένο, καλοπερνούν σε βάρος μας. Χωρίς το κράτος (τους) θα είχαν χάσει προ πολλού τις επιχειρήσεις τους.

 ***

Το γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι η πρόσφατη τραπεζική κρίση δεν είναι μια ξεκομμένη κρίση που δεν θα έχει συνέπειες. Είναι το σύμπτωμα μιας βαθύτερης κρίσης, και μάλιστα ένα ελαφρύ σύμπτωμα. Τα χειρότερα έπονται. Ολόκληρη η τελευταία δεκαπενταετία, από την κατάρρευση της Lehman Brothers, κινείται στο αστερισμό μιας κρίσης που δεν έχει βρει την τελική της λύση. Οι κρίσεις στον καπιταλισμό είναι κατά κύριο λόγο κρίσεις κερδοφορίας από την πλευρά των καπιταλιστών. Φαίνεται ότι μόνο μια μεγάλη έκτασης καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να βοηθήσει το κεφάλαιο να αντιστρέψει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Η πτώση των κερδών βρίσκεται πίσω από την όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στους καπιταλιστές, καθώς ο ένας καπιταλιστής και το ένα αστικό κράτος προσπαθεί να αυξήσει την κερδοφορία του καταστρέφοντας τα κεφάλαια των ανταγωνιστικών καπιταλιστών και κρατών. Καθώς τα λιμνάζοντα κεφάλαια των καπιταλιστών δεν βρίσκουν τρόπους να τοποθετηθούν στην παραγωγή με κέρδος, τοποθετούνται σε σπεκουλαδόρικες επενδύσεις (δάνεια, ακίνητη περιουσία, κ.τ.λ.) στις οποίες διαπρέπουν οι τράπεζες ως οι βασικοί δίαυλοι μεταφοράς κεφαλαίων. Και γι’ αυτό καμιά ρύθμιση δεν πρόκειται να εξασφαλίσει τις τράπεζες από χρεοκοπίες. Ακόμα κι αν τα αφεντικά τους δεν ήταν παράσιτα που εκμεταλλεύονται το πόστο τους για να βάζουν χρήμα στις τσέπες τους (οι μέτοχοι της SVB έδιναν δάνεια στους εαυτούς τους), δεν υπάρχουν κανόνες, νόμοι και ρυθμίσεις που θα εμποδίσουν τους καπιταλιστές να κυνηγήσουν το κέρδος –τον όρο ύπαρξής τους–, και αυτό είναι αρκετό για να οδηγήσει αυτές τις επιχειρήσεις σε κρίση.

Το μόνο πράγμα που δεν ακούγεται από καμιά πλευρά του πολιτικού συστήματος, ούτε καν από εκπροσώπους της εργατικής τάξης, είναι η εθνικοποίηση των τραπεζών υπό τον εργατικό έλεγχο των εργαζομένων, η απώλεια χωρίς αποζημίωση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των ιδιωτών μετόχων, και η μετατροπή των τραπεζών σε δημόσια υπηρεσία κοινής ωφέλειας. Μια υπηρεσία που θα κάνει αυτό που μας κοροϊδεύουν σήμερα οι εκπρόσωποι του αστικού κόσμου ότι τάχα κάνουν οι ιδιώτες-τραπεζίτες: να γίνει αιμοδότης της πραγματικής οικονομίας. Δηλαδή, οι τράπεζες, ή μάλλον η μία τράπεζα, γιατί δεν χρειάζονται περισσότερες, να συγκεντρώνει τις καταθέσεις που θα της εμπιστεύεται η εργατική τάξη, και υπό τον έλεγχο της εργατικής τάξης (πράγμα που σημαίνει και την κατάργηση όλων των απορρήτων – τραπεζικού, εμπορικού, βιομηχανικού, κτλ) να επενδύει σε έργα και υποδομές που είναι απαραίτητα για την ικανοποίηση των αναγκών της τεράστιας πλειοψηφίας, δηλ. της ίδιας της εργατικής τάξης.

Αλλά αυτό απαιτεί επανάσταση.

Βάιος Παπαθεοχάρης