Οι εργατικές οργανώσεις στην ταξική πάλη και οι σχέσεις μεταξύ τους

του Σωτήρη Μαλάμου

 

Στην καθημερινή μας συνδικαλιστική δράση συναντάμε τεράστιες δυσκολίες και σοβαρά εμπόδια. Παρωχημένες νοοτροπίες και νεότευκτες ιδεολογικές προσεγγίσεις και πρακτικές δυσκολεύουν την έτσι κι αλλιώς δύσκολη προσπάθεια για να γνωρίσει η συνδικαλιστική δράση μια αναζωογεννητική ανάταση. Η αστική επιρροή, η γραφειοκρατικοποίηση, ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός, οι αριστερίστικες χωριστικές τάσεις, η θεωρητική φτώχια και η ακτιβίστικη ιδεολογική κενολογία, βάζουν ανυπέρβλητους φραγμούς στην απαιτούμενη αναγέννηση του συνδικαλιστικού κινήματος, που μαζί με την επαναστατική ανασυγκρότηση του συνολικού εργατικού κινήματος (κόμμα – συνδικάτα – άλλες οργανώσεις της τάξης), είναι εντελώς απαραίτητη για την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου, των κοινωνικών δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών, για την απόκρουση των επιθέσεων του κεφαλαίου στο δρόμο της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Η εργατική τάξη και ιδιαίτερα τα πιο εξουθενωμένα τμήματά της λόγω της φτώχιας και της ανασφάλειας και λόγω της πολύμορφης νεοσυντηρητικής επίθεσης και παγίωσης της αντίληψης του «ο σώσων εαυτόν σωθείτω» στέκονται παράμερα, καθώς έχασαν προ πολλού την εμπιστοσύνη τους σε κάθε συνδικαλιστική εκπροσώπηση των συμφερόντων τους και σε κάθε αυτόβουλη δράση να υπερασπιστούν και να διευρύνουν τα κεκτημένα.

Το συνδικαλιστικό κίνημα κείτεται βαριά λαβωμένο στο περιθώριο, ανίκανο να αντιδράσει, χωρίς βούληση να ξεπεράσει τη βαθιά του κρίση.

Ο ρεφορμισμός, που το οδήγησε σ’ αυτήν την κατάσταση, όπως και κάθε άλλη παραλλαγή και απόχρωση της αστικής επιρροής, δεν είναι σε θέση να το βγάλουν απ’ αυτήν και να του δώσουν νέα ώθηση. Η κρίση του ρεφορμισμού, του μεταρρυθμισμού και των άλλων παραλλαγών της αστικής επιρροής είναι ιστορική, συνδέεται άρρηκτα με την κρίση του ίδιου του καπιταλισμού. Η επί δεκαετίες κυριαρχία της ήταν, που οδήγησαν το συνδικαλιστικό κίνημα στην παρακμή και την ανυποληψία και το συνολικό εργατικό κίνημα στην περιθωριοποίηση και τη διάλυση. Η επιμονή στον ίδιο δρόμο του μεταρρυθμισμού δεν μας βγάζει πουθενά, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αναπαράγει την κρίση και να οδηγεί στη σήψη.

Ο μόνος τρόπος, σήμερα, για μια αγωνιστική ταξική κατεύθυνση στο συνδικαλιστικό και για μια επαναστατική κατεύθυνση στο συνολικό εργατικό κίνημα είναι η απόκρουση του ρεφορμισμού και κάθε άλλης αστικής επιρροής.

Πώς θα γίνει όμως αυτό, τη στιγμή που:

• Οι δυνάμεις που αυτοαποκαλούνται «ταξικός συνδικαλισμός» (ΠΑΜΕ), δεν αποτελούν δυστυχώς μια ριζικά διαφορετική ποιότητα και είναι κι αυτές βαθιά επηρεασμένες από τη μεταρρυθμιστική σκουριά. Έτσι, προσφέρουν μια αλλοπρόσαλη τακτική, ένα ζικ-ζακ ρεφορμιστικής και αριστερίστικης χωριστικής πρακτικής. Το μόνο που ξέρουν είναι να προχωρούν σε ξεχωριστές συγκεντρώσεις χωρίς να νοιάζονται για τις επιπτώσεις στην εργατική πάλη και αδιαφορώντας για τις όποιες εργατικές μάζες βρίσκονται ακόμα υπό την επιρροή των επίσημων ηγεσιών των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το ΠΑΜΕ ανακήρυξε τον εαυτό του σε ηγέτη του κινήματος και απαιτεί προστακτικά να το ακολουθήσουμε, επιζητεί την υποταγή μας «για το καλό του κινήματος».

• Οι δυνάμεις της αυτοονομαζόμενης Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην απέραντη πολυμορφία τους δεν φαίνεται να είναι σε θέση, αλλά και ορισμένες απ’ αυτές ούτε καν επιδιώκουν μια αγωνιστική παρέμβαση στα συνδικάτα, στην κατεύθυνση της επαναστατικής αναζωογόνησής τους και με στόχο την κατάκτηση ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση και με τη δοσμένη στάση των δυνάμεων της Αριστεράς, το ζητούμενο της σημερινής συγκυρίας και ο διακηρυγμένος από πολλές πλευρές στόχος της επαναστατικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος δεν προχωράει, μπλοκάρεται στα αδιέξοδα της αστικής επιρροής που κυριαρχεί στο κίνημα. Στη βάση αυτών των αδιεξόδων βρίσκεται η υποχώρηση της μαρξιστικής αντίληψης και η καταθλιπτική κυριαρχία αντιμαρξιστικών δοξασιών αστικής κατεύθυνσης.

Γίνεται φανερό, ότι καθίσταται απολύτως αναγκαία μια πλατιά και ειλικρινής συζήτηση γύρω από τα ζητήματα αυτά.

• Τι πρέπει να κάνουν οι επαναστατικές δυνάμεις ώστε να προωθήσουν την αναγέννηση του κινήματος;

• Πώς πρέπει να παρεμβαίνουν στο υπάρχουν σ.κ. και με ποιο σκοπό;

• Χρειάζεται πλέον αυτή η παρέμβαση ή πρόκειται για μια χαμένη υπόθεση καθώς τα συνδικάτα χρεοκόπησαν και επιστροφή δεν έχουν;

• Ή μήπως οι παραδοσιακές οργανώσεις της εργατικής τάξης (κόμμα – συνδικάτα κ.ά.) από τις οποίες συγκροτείται το εργατικό κίνημα – το κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο της τάξης – είναι παρωχημένες και προϊόν μιας άλλης εποχής, ακατάλληλες για τη σύγχρονη, και πρέπει να αναζητήσουμε νέες που να ανταποκρίνονται στο σήμερα;

Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι αυθαίρετα. Υπάρχουν συγκεκριμένες απόψεις που επηρεάζουν σημαντικά τμήματα αριστερών δυνάμεων. Και δεν είναι μόνο οι αντιλήψεις του ΚΚΕ που βλέπει την παρέμβασή του στα συνδικάτα ως μέσο για να αυξήσει τις κομματικές του δυνάμεις ή για να δυναμώσει το μέτωπο, το οποίο το στριμώχνει ανάμεσα στο κόμμα και το συνδικάτο, αντικαθιστώντας εκείνο το πολιτικοσυνδικαλιστικό μόρφωμα με ιδιαίτερη δική του οργανωτική πανελλαδική συγκρότηση – την παράταξη.

Είναι και οι νεοφερμένες στην ελληνική πραγματικότητα αντιλήψεις αναρχοαυθορμιτίστικης κατεύθυνσης της πάλαι ποτέ Νέας Αριστεράς της Δ. Ευρώπης της δεκαετίας του ΄60 του προηγούμενου αιώνα, που θεωρούν ότι οι παραδοσιακές οργανώσεις του εργατικού κινήματος (κόμμα – συνδικάτα κ.ά.) ανήκουν στο παρελθόν και πρέπει να βρεθούν νέες που να εναρμονίζονται με τη σύγχρονη εποχή. Έτσι τα διάφορα νεοαριστερά ρεύματα της εποχής εκείνης κατασκεύασαν μια νέα οργάνωση, ένα σύγχρονο εργατικό κίνημα, το ΜΕΤΩΠΟ, που όφειλε να είναι το σύγχρονο πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο. Πρόκειται για μια κατασκευή που αποτελεί μια απίθανη σύνθεση αναρχικών, αναρχοσυνδικαλιστικών, σοσιαλδημοκρατικών και άλλων αστικών και μικροαστικών αντιλήψεων με ένα μαρξίζον περιτύλιγμα.

Φυσικά αυτή η κατασκευή ποτέ δεν έφθασε στην Ελλάδα στην αυθεντική της μορφή και φυσικά ποτέ δεν κατόρθωσε να αποκτήσει μια κάποια άξια λόγου επιρροή στο εργατικό κίνημα. Ωστόσο, παραλλαγές της άσκησαν κάποια επιρροή σε δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς και εξακολουθούν να ασκούν, δυσκολεύοντας την προσπάθεια για τη δημιουργία ενός διακριτού πόλου της επαναστατικής Αριστεράς και καθηλώνοντας την ανάπτυξη των οργανώσεων στις οποίες διατηρούν μια μεγαλύτερη ή μικρότερη παρουσία. Δυστυχώς αυτές οι παραλλαγές επηρέασαν αρνητικά και τη μεγαλύτερη οργάνωση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς – το ΝΑΡ, οδηγώντας το σε αδιέξοδο.

Για να μην κατηγορηθούμε για λαθροχειρία και για κακόβουλη κριτική θα αντιγράψουμε 1-2 αποσπάσματα από τα κείμενα του 1ου Συνεδρίου του ΝΑΡ (1998).

«…Η μακρόχρονη κυριαρχία στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της τάσης συνύπαρξης με το κεφάλαιο…έχει μετατρέψει αυτό το μόρφωμα…σε πολιτικό μηχανισμό εχθρικό – τόσο στη μορφή, όσο και στο περιεχόμενο – προς την εργατική πλειοψηφία, τον έχει οδηγήσει σε ιστορική κρίση και χρεοκοπία».

Και….

«…Εκείνο λοιπόν που απαιτούν οι καιροί δεν είναι μια πρόταση βελτιώσεων του σημερινού σ.κ., ούτε μια πρόταση καλύτερης παρέμβασης και αλλαγής των συσχετισμών στο εσωτερικό του. Απαιτούν, αντίθετα, μια πρόταση ριζικής ανασυγκρότησης με εργατικά – απελευθερωτικά κριτήρια που θα απαντάει ως λογική και πρακτική, ενιαία και ταυτόχρονα και στην ανάγκη υπέρβασης του σημερινού αστικοποιημένου συνδικαλισμού (και εδώ δεν εννοούμε μόνο το σ.κ.) και στην ανάγκη ανταπόκρισης στις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινωνικοταξικής αντιπαράθεσης».

Ώστε, λοιπόν, το «μόρφωμα», δηλαδή το συνδικάτο βρίσκεται σε «ιστορική κρίση» και σε «χρεοκοπία». Όχι η μεταρρυθμιστική αντίληψη και οι άλλες αντιλήψεις αστικής επιρροής – όπως νομίζουμε εμείς – το συνδικάτο ως μορφή οργάνωσης, ως συνιστώσα του εργατικού κινήματος βρίσκεται σε κρίση και χρεοκοπία.

Ο γράφων, και η Αριστερή Ανασύνταξη, είναι υπέρ της υπέρβασης της αστικής επιρροής στο σ.κ., όχι όμως και του ίδιου του συνδικάτου. Αυτό πρέπει να απαλλαγεί από κάθε αστική επιρροή και να γίνει συνδικάτο επαναστατικό. Σ’ αυτή την κατεύθυνση θέλουμε εμείς να οργανώσουμε την παρέμβασή μας.

Υπέρ της παρέμβασης στο σ.κ. τάσσεται βέβαια και αυτή η αυθορμιτίστικη παραλλαγή της αστικής επιρροής που βρήκε δεσπόζουσα θέση στα προγραμματικά κείμενα του ΝΑΡ. (Ποτέ δεν εμφανίστηκε στο ΝΑΡ μια σοβαρή αναρχοσυνδικαλιστική αντίληψη για έξοδο από τα συνδικάτα και για δημιουργία κόκκινων συνδικάτων όπως νόμισαν πολλοί). Την παρέμβαση αυτή η συγκεκριμένη αντίληψη τη θέλει με στόχο να προετοιμάσει τις προϋποθέσεις για το «Νέο Εργατικό Κίνημα», για ένα κίνημα όπου το «μέτωπο θα είναι το πρωταρχικό…», όπως φαίνεται και από το παραπάνω απόσπασμα κειμένου που παραθέσαμε.

Παρέμβαση λοιπόν με στόχο την «υπέρβαση» του συνδικάτου, που «ιστορικά χρεοκόπησε», και αντικατάσταση των παλιών παραδοσιακών μορφών οργάνωσης του κινήματος με το μέτωπο. Αυτό λέει αυτή η αντίληψη!

Θα είμασταν ευτυχείς αν οι σύντροφοι του ΝΑΡ μπορούσαν να μας διορθώσουν και να ξεκαθαρίσουν οι ίδιοι τι ακριβώς εννοούν. Καλύτερα βέβαια θα ήταν, στο επικείμενο συνέδριό τους να εκδιώξουν από τα κείμενά τους κάθε αστική επιρροή και να βαδίσουν στο δρόμο του μαρξισμού. Εμείς τους λέμε, συντροφικά, ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να συμβάλουν στην υπόθεση της επανάστασης. Το τι θα κάνουν, αυτό είναι αποκλειστικά δική τους υπόθεση και απόλυτο δικαίωμά τους.

Ότι μας αφορά, εμείς επιμένουμε, στην παραδοσιακή μορφή οργάνωσης. Το κόμμα, τα συνδικάτα, τα εργοστασιακά συμβούλια θα παίξουν και στις νέες επαναστατικές εξορμήσεις τον αναντικατάστατο ρόλο τους. Γι’ αυτό, όμως, πρέπει να απαλλαγούν από τις ξένες προς την εργατική υπόθεση επιρροές και να επαναστατικοποιηθούν.

Για μας που επιμένουμε στη μαρξιστική-λενινιστική κατεύθυνση, η παρέμβαση στο σ.κ. είναι αναγκαία. Για την αναζωογόνησή του, για τον εκδημοκρατισμό του, για να καταστεί ικανό να υπερασπίζεται το βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Για να αποκρουσθούν οι επιθέσεις του κεφαλαίου, να εκδιωχθεί η αστικοποιημένη γραφειοκρατία και να αποκτηθούν συνδικάτα ταξικά, όπως πρέπει να αποκτηθεί και το επαναστατικό κόμμα.

Το κόμμα, τα συνδικάτα, τα εργοστασιακά συμβούλια κλπ είναι απαραίτητα και αναγκαία, είναι αποφασιστικά εργαλεία στην ταξική πάλη και θα είναι όχι μόνο ως την ανατροπή, αλλά και σε ολόκληρη την μεταβατική περίοδο, ως το σοσιαλισμό-πρώτη φάση της κομμουνιστική κοινωνίας όπου θα απονεκρωθούν και η έννοια της πολιτικής θα περάσει οριστικά στο μουσείο της ιστορίας.

Γι’ αυτό, η συζήτηση για τη θέση, το ρόλο τους στην ταξική πάλη και τις σχέσεις μεταξύ τους είναι σημαντική υποχρέωση των σύγχρονων επαναστατών, γιατί στην ιστορική τους διαδρομή υπήρξαν πολλές απόπειρες να αντικατασταθεί η μαρξιστική αντίληψη με διάφορα αστικά και μικροαστικά δόγματα, τα οποία κυριάρχησαν και οδήγησαν το εργατικό κίνημα στην κρίση. Η κατάκτηση της μαρξιστικής αντίληψης αποτελεί αναγκαίο όρο για κάθε αποτελεσματική παρέμβαση.

Συνδικάτο – κόμμα – εργοστασιακά συμβούλια: Ο ρόλος τους στην ταξική πάλη

Η εργατική τάξη στον αγώνα της ενάντια στους καπιταλιστές χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί διάφορες μορφές πάλης αλλά και διάφορες πολύμορφες οργανώσεις. Οι βασικές από αυτές τις εργατικές οργανώσεις είναι το συνδικάτο, το κόμμα και το εργοστασιακό συμβούλιο. Στο σύνολό τους και στην αλληλοσχέση τους στα πλαίσια της ενιαίας ταξικής πάλης οι οργανώσεις αυτές συναποτελούν αυτό που ονομάζουμε εργατικό κίνημα δηλαδή το κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο. Θυμίζοντας το Μαρξ σημειώνουμε ότι δεν υπάρχει κανένα κοινωνικό κίνημα που να μην είναι ταυτόχρονα και πολιτικό, όπως δεν υπάρχει κανένα πολιτικό κίνημα που να μην είναι ταυτόχρονα και κοινωνικό.

Η θέση και ο ρόλος τους στην ταξική πάλη καθώς και οι σχέσεις μεταξύ τους αποτέλεσαν σε ολόκληρη την ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος πεδίο σκληρών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων και αποτελούν και σήμερα κεντρικό ζήτημα, που χωρίς το ξεκαθάρισμά του, είναι αδύνατο να προχωρήσει η υπόθεση της επαναστατικής ανασυγκρότησης του κινήματος.

Τα συνδικάτα

Τα συνδικάτα είναι ιστορικά η αρχαιότερη μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης. Εμφανίστηκαν μαζί με τις απεργίες στην προσπάθεια των εργατών να οργανώσουν την αντίστασή τους στις επιθέσεις του κεφαλαίου και ως τη διαμόρφωσή τους σε σταθερές οργανώσεις της τάξης, χρειάστηκε να περάσουν από διάφορα στάδια ανάπτυξης. Τα συνδικάτα είναι οι πλατιές οργανώσεις της τάξης. Συνενώνουν (μπορούν να συνενώσουν) στις γραμμές τους ολόκληρη την εργατική τάξη ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της, όλους τους μισθωτούς ανεξάρτητα από φύλλο, εθνικότητα, επάγγελμα, ειδίκευση, ιδεολογικές, πολιτικές ή φιλοσοφικοθρησκευτικές πεποιθήσις. Ο Ένγκελς είχε δίκαιο, όταν αποκαλούσε τα συνδικάτα «αυθεντική ταξική οργάνωση του προλεταριάτου».

Στην πορεία ανάπτυξής τους τα συνδικάτα, όπως και το συνολικό εργατικό κίνημα, είχαν να αντιμετωπίσουν τη βία, τους διωγμούς, τους νομικούς περιορισμούς, αλλά και την ιδεολογική επίθεση της αστικής τάξης και όχι μόνο. Μέσα στο ίδιο το κίνημα εμφανίστηκαν πολλές φορές (ήταν πάντα παρούσες) λαθεμένες αντιλήψεις και πρακτικές που αποδυναμώνουν τη δράση του, περιορίζουν το ρόλο του και στρέφουν την αιχμή της πάλης του σε κατευθύνσεις μη αμφισβήτησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, σε κατευθύνσεις καταπολέμησης των συνεπειών της εκμετάλλευσης και όχι της ίδιας της ουσίας της.

Η ύπαρξη λαθεμένων αντιλήψεων έχει φυσικά αντικειμενικές αιτίες και δεν προέρχεται μόνο από την ιδεολογική επίδραση της αστικής τάξης. Αυτές οι αντιλήψεις δεν μπορούν να καταπολεμηθούν και να εξαλειφθούν αυθόρμητα. Αυθόρμητα οι εργάτες μέσα στην καθημερινή πρακτική τους πάλη μπορούν να φτάσουν μόνο ως την αστική ιδεολογία και αστική πολιτική, γιατί αυτή είναι κυρίαρχη. Για την καταπολέμηση και την εξάλειψή τους χρειάζεται η επιστημονική ιδιαίτερη δραστηριότητα των εργατών, χρειάζεται η επιστημονική ανάλυση της πραγματικότητας, μια ανάλυση που στα αρχικά στάδια του κινήματος την πρόσφερε η αστική διανόηση.

Όταν εμφανίστηκε ο μαρξισμός στη δεκαετία του 1840 το εργατικό κίνημα είχε ξεπεράσει τα πρωταρχικά στάδια ανάπτυξης και βρισκόταν σε ένα στάδιο ωρίμανσής του. Εμποδίζονταν όμως σ’ αυτό από τις ουτοπικές αντιλήψεις και τις αντιλήψεις του μικροαστικού σοσιαλισμού που κυριαρχούσαν τότε στο κίνημα. Σύμφωνα μ’ αυτές τις αντιλήψεις τα συνδικάτα αλλά και κάθε εργατική πάλη όχι μόνο ήταν άχρηστα αλλά και βλαβερά, μιας και δήθεν οι αυξήσεις των μισθών έχουν, όπως ισχυρίζονταν, ως συνέπεια τις αυξήσεις των τιμών, με αποτέλεσμα να μην κερδίζουν τίποτα οι εργάτες.

Οι κλασικοί του μαρξισμού κήρυξαν πόλεμο ενάντια σ’ αυτές τις αντιλήψεις, υπερασπίστηκαν την αναγκαιότητα των συνδικάτων και της εργατικής πάλης και απόδειξαν ότι δεν ευθύνονται οι μισθοί για την αύξηση των τιμών. Οι μισθοί, διαπίστωναν, δεν πρέπει να συσχετίζονται με τις τιμές αλλά με τα καπιταλιστικά κέρδη. Επεξεργάστηκαν την αντίληψή τους για το ρόλο των συνδικάτων, που την τελειοποίησαν αργότερα μετά τις κοσμοϊστορικές επιστημονικές ανακαλύψεις του Μαρξ στο «ΚΕΦΑΛΑΙΟ», δημιουργώντας τη μαρξιστική θεωρία για τα συνδικάτα. Τα συνδικάτα, σύμφωνα με τους κλασικούς, έχουν ένα διπλό ρόλο. Ο ρόλος τους είναι αποφασιστικός τόσο για τον καθορισμό των μισθών όσο και για την κατάργηση του καπιταλισμού. Αρχικά διαπίστωναν τη μεγάλη σημασία των συνδικάτων στη διαδικασία μετατροπής της εργατικής από «τάξη καθ’ εαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της».

Πολύ νωρίς έφτασαν στο συμπέρασμα ότι, για μια αποτελεσματική πάλη της εργατικής τάξης δεν αρκούν ούτε οι απεργίες, ούτε οι συνδικαλιστικές ενώσεις. Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Δεν είναι αρκετό να καταργηθεί μόνο ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους εργάτες, πρέπει να καταργηθεί ο ανταγωνισμός γενικά. Οι απεργίες, οι «σχολές πολέμου» δεν αρκούν από μόνες τους, δεν είναι αυτοσκοπός, δεν είναι ο ίδιος ο πόλεμος. Για την κοινωνική της απελευθέρωση η εργατική τάξη πρέπει να συνενώσει τους αγώνες της σε έναν ενιαίο, έναν ταξικό αγώνα, σε έναν πολιτικό αγώνα για την εξουσία, πρέπει να μετατραπεί σε «τάξη για τον εαυτό της». Σ’ αυτή τη διαδικασία ο ρόλος του συνδικάτου, δίπλα σ’ αυτόν του κόμματος είναι αποφασιστικός.

Τα συνδικάτα, όμως, είναι απολύτως αναγκαία και για τον καθορισμό του ύψους των μισθών, για τον καθορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης.

Οι μισθοί δεν καθορίζονται από κάποιους «σιδερένιους νόμους», όπως ισχυριζόταν ο Λασάλ. Οι νόμοι που καθορίζουν τους μισθούς δεν είναι καθόλου σιδερένιοι, αντίθετα είναι πολύ ελαστικοί. Δεν καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση εργασίας, αλλά από πολλούς παράγοντες σε μια σύνθετη διαδικασία, όπου πότε υπερτερεί τούτο και πότε το άλλο στοιχείο της. «Ανάμεσα στο φυσικό μίνιμουμ, πέρα από το οποίο θα έμπαινε σε κίνδυνο η ίδια η ικανότητα του εργάτη για εργασία, και το μάξιμουμ, πέρα από το οποίο θα εξαντλώνταν τα περιθώρια κέρδους για τον καπιταλιστή, υπάρχει μια ολόκληρη κλίμακα από παραλλαγές. Εκείνος που αποφασίζει γι’ αυτές τις παραλλαγές, για το ύψος των μισθών, είναι ο συσχετισμός δύναμης, είναι ο καθημερινός ταξικός αγώνας». Εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη σημασία των συνδικάτων και από εδώ βγαίνει ο αποφασιστικός ρόλος τους στον καθορισμό του ύψους του μισθού με βάση την αξία της εργατικής δύναμης.

Η οικονομική πάλη, η πάλη για ζητήματα του μισθού και του χρόνου εργασίας, είναι, σύμφωνα με τους κλασικούς, «όχι μόνο νόμιμη και κανονική, είναι αναγκαία και δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί όσον καιρό θα υπάρχει ο σημερινός τρόπος παραγωγής». Η οικονομική πάλη αποτελεί τη βάση της δράσης των συνδικάτων. Ο ρόλος τους όμως δεν εξαντλείται σ’ αυτό. Πρέπει να διεξάγουν και πάλη πολιτική, αλλά ποια; Πολιτική πάλη είναι και η πάλη για τους μισθούς και για μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του συστήματος, όταν οι εργάτες απευθύνουν τις διεκδικήσεις τους προς το κράτος και η ικανοποίηση των αιτημάτων τους απαιτεί πολιτική δύναμη. Αυτή η πάλη είναι βέβαια πολιτική, είναι όμως από μόνη της πολιτική αστική. Και τα συνδικα΄τα δεν πρέπει να σταματήσουν σ’ αυτήν. Πάνω στη βάση της διεκδίκησης των καθημερινών ζητημάτων πρέπει να φτάσουν ως την πραγματική πολιτική, ως την προλεταριακή πολιτική ως την πάλη για την πολιτική εξουσία. Πρέπει να γράψουν στη σημαία τους το σύνθημα «κάτω η μισθωτή σκλαβιά».

Έτσι απάντησαν οι Μαρξ και Ένγκελς στις δεκαετίες του 1860 και 1870, όταν στο εργατικό κίνημα ήταν πλατιά διαδεδομένες εκτός από τις αντιλήψεις του Λασάλ και οι αντιλήψεις των Άγγλων συνδικαλιστών, που περιόριζαν το ρόλο των συνδικάτων αποκλειστικά στις αυξήσεις των μισθών και σε ζητήματα του χρόνου εργασίας. Έτσι απάντησαν και στους αναρχικούς του Μπακούνιν που θεωρούσαν ότι τα συνδικάτα δεν πρέπει να ασχολούνται ούτε με τα ζητήματα των μισθών και του χρόνου εργασίας αλλά ούτε και με οποιαδήποτε πολιτική πάλη καθώς μοναδικός σκοπός των συνδικάτων, που κατά τους αναρχικούς αποτελούσε τη μοναδική ταξική οργάνωση του προλεταριάτου, έπρεπε να είναι η γενική απεργία που θα καταργήσει το αστικό κράτος και στη θέση του θα βάλει αμέσως την ένωση των συνεταιρισμένων παραγωγών.

Στις ίδιες απόψεις που επανέρχονταν αναγκάστηκαν να απαντήσουν αργότερα οι μαρξιστές στις αρχές του 20ού αιώνα και αργότερα, τόσο στον κλασικό ρεφορμισμό που ήθελε τα συνδικάτα αρμόδια για την οικονομική και τα κόμματα για την πολιτική πάλη, όσο και στους αναρχοσυνδικαλιστές που θεωρούσαν τα συνδικάτα τη μοναδική ταξική οργάνωση του προλεταριάτου.

Και σήμερα, ύστερα από μια παγιωμένη κατάσταση, όπου τον τελευταίο μισό αιώνα, όχι μόνο η Σοσιαλδημοκρατία αλλά και το εκφυλισμένο κομμουνιστικό κίνημα, ανοιχτά ή συγκαλυμένα, ασκούσε την πρακτική «το κόμμα για την πολιτική» και το «συνδικάτο για την οικονομική πάλη», οδηγώντας το εργατικό κίνημα στην υποταγή και την κρίση, η λύση δεν βρίσκεται στην επιλογή μιας άλλης αστικής παραλλαγής του τύπου των αυθορμιτίστικων κατασκευών. Βρίσκεται στο μαρξισμό!

Για συνδικάτα που στη βάση της πάλης για τα καθημερινά ζητήματα της τάξης θα φτάνουν στην πολιτική, στην εργατική πολιτική. Θα δρουν ως κέντρα συγκέντρωσης της εργατικής τάξης, ως σχολεία της ταξικής πάλης και του σοσιαλισμού. Για συνδικάτα που θα δρουν με επαναστατικό τρόπο.

«Χωρίς την επαναστατική πάλη και η παραμικρότερη βελτίωση στα πλαίσια του συστήματος αποτελεί ουτοπία». Τα λόγια αυτά του Μαρξ αποκτούν στις μέρες μας δραματική επικαιρότητα και απόλυτη ισχύ.

Δραματική επικαιρότητα έχει στην εποχή μας και η μαρξιστική θεωρία για τα συνδικάτα. Οι τεράστιες αλλαγές που έγιναν από την εποχή της διατύπωσής της όχι μόνο δεν την καθιστούν παρωχημένη αλλά και της δίδουν απόλυτη ισχύ καθώς αυτές οι αλλαγές έφεραν την βαθιά και αγιάτρευτη κρίση του ρεφορμισμού και του μεταρρυθμισμού. Μια κρίση που τον καθιστά πλέον ανίκανο να παίξει το ρόλο που έπαιζε παλιότερα, να κάνει δηλαδή προτάσεις στους καπιταλιστές προκειμένου αυτοί να κάνουν τις αναγκαίες παραχωρήσεις για να σώσουν το βασικό, την ιδιοκτησία τους και την εξουσία τους. Αυτός ο ρόλος τους τείνει στην εποχή μας να γίνει αχρείαστος.

Μια συνδικαλιστική δράση αστικής επιρροής δεν μπορεί πλέον να έχει κανένα – ούτε κοντοπρόθεσμο – αποτέλεσμα. Οδηγεί τα συνδικάτα στο περιθώριο και τη διάλυση, προς μεγάλη αγαλλίαση της αστικής τάξης, που αν ήταν στο χέρι της, δεν θα επιθυμούσε κανενός είδους συνδικάτο.

Την απόλυτη ανάγκη ύπαρξης των συνδικάτων θα την καλύψει τελικά μόνο η μαρξιστική, η επαναστατική αντίληψη και μόνο αυτή θα εξασφαλίσει συνδικάτα στο ύψος των σημερινών απαιτήσεων και αναγκών.

Το κόμμα

Το κόμμα, η ανώτερη - σύμφωνα με το Λένιν– μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης συμπεριλαβαίνει στις γραμμές του, όχι όλη την τάξη, αλλά μονο το συνειδητό της τμήμα. Είναι μια οργάνωση ομοϊδεατών. Εκφράζει τα συνολικά συμφέροντα της εργατικής τάξης αποτυπωμενα στο πρόγραμμά του. Είναι μια ξεχωριστή και ανεξάρτητη από την αστική τάξη και την ιδεολογία της οργάνωση, που έκανε πρόγραμμά της την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης και την εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής. Για να είναι το κόμμα επαναστατικό, πρέπει το πρόγραμμά του να βασίζεται στην πιο βαθιά επιστημονική γνώση και ο αγώνας του να είναι επιστημονικα τεκμηριωμένος. Πρέπει, όχι μόνο το πρόγραμμά του, αλλά και η πρακτική του δράση, να βρίσκονται σε αντιστοιχία με τους αντικειμενικούς νόμους κίνησης της κοινωνικής εξέλιξης και να μη στηρίζονται στη βουλησιαρχία και το δογματισμό. Δηλαδή πρέπει να καθοδηγείται από την πιο πρωτοπόρα επιστημονική και επαναστατική θεωρία, το μαρξισμό, να κατέχει αυτή τη θεωρία και να μπορεί να την επεξεργάζεται με αυτοτέλεια και να την αναπτύσσει παραπέρα στην κάθε δοσμένη στιγμή, γιατί η μαρξιστική θεωρία δίνει μόνο γενικές κατευθύνσεις, γενικές καθοδηγητικές θέσεις. Η επεξεργασία της θεωρίας και η παραπέρα ανάπτυξή της γίνεται μέσα στην πρακτική και δίνει απαντήσεις στα ζητήματα που βάζει η πρακτική δουλειά. Δεν νοείται επαναστατικό κόμμα, συνειδητή πρωτοπορία, έξω απο το πρακτικό εργατικο κίνημα, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του εργατικού κινήματος, βρίσκεται μπροστά από το αυθόρμητο κίνημα, δεν υποτάσσεται σ’ αυτό, αλλά του δείχνει το δρόμο. Με τη δράση των μελών του μέσα στην καθημερινή εργατική πάλη συνδέει την επαναστατική θεωρια, τον επιστημονικό σοσιαλισμό, με το πρακτικό εργατικό κίνημα.

Το επαναστατικό κόμμα είναι η οργανωμένη έκφραση του μαρξισμού, η συνείδηση της τάξης. Έχει σαφή, αποτυπωμένη στο πρόγραμμά του, ιδέα για το τελικό σκοπό της εργατικής πάλης, σωστή κατανόηση του δρόμου που οδηγεί στην εκπλήρωση αυτού του σκοπού και ακριβή αντίληψη της πραγματικής κατάστασης στην κάθε δεδομένη στιγμή και σαφή γνώση των καθηκόντων της στιγμής.

Μόνο έτσι μπορεί να εκπληρώνει το ρόλο του ως καθοδήγηση της τάξης. Μόνο έτσι είναι σε θέση να καθοδηγεί όλες τις εκδηλώσεις της ταξικής πάλης και να οργανώνει τις συμμαχίες της τάξης, να αναπτύσει την ταξική συνείδηση και να προετοιμάζει την εργατική τάξη για την επαναστατική ανατροπή και την κοινωνική απελευθέρωση.

Τα εργοστασιακά συμβούλια

Σε επαναστατικές περιόδους η ταξική πάλη ανέδειξε και μια άλλη βασική εργατική οργάνωση, τα εργοστασιακά συμβούλια. Στα εργοστασιακά συμβούλια δόθηκε σε επαναστατικές περιόδους και κατά τη διάρκεια της επαναστατικής ανατροπής ο ρόλος του εργατικού ελέγχου της παραγωγής. Μετά τη νίκη της επανάστασης και την εγκαθίδρυση της εργατικής τεξουσίας τα εργοστασιακά συμβούλια αποτέλεσαν τη βάση της κρατικής συγκρότησης της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Οι σχέσεις μεταξύ τους

Οι οργανώσεις της εργατικής τάξης παλεύοντας για τα συμφέροντά της, τόσο τα άμεσα όσο και τα μακροπρόθεσμα, επιδιώκουν σε τελευταία ανάλυση τους ίδιους σκοπούς, την ανατροπή του καπιταλισμού και την κοινωνική απελευθέρωση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπιε να οικοδομούν μεταξύ τους συντροφικές σχέσεις αλληλουποστήριξης και αλληλοσεβασμού, δηλαδή σχέσεις τέτοιες που να βοηθούν, ώστε να προωθούνται καλύτερα τα εργατικά ζητήματα και να ωριμάζουν οι όροι για την κοινωνική απελευθέρωση.

Οι Μαρξ και Ένγκελς, απαντώντας στις αστικές αντιλήψεις της εποχής τους πού περιόριζαν και διαστρέβλωναν το ρόλο των εργατικών οργανώσεων, διατύπωσαν την αντίληψή τους ότι, τόσο το κόμμα όσο και τα συνδικάτα πρέπει να παλεύουν για την κοινωνική απελευθέρωση. Να έχουν στενούς συναγωνιστικούς δεσμούς μεταξύ τους και η πάλη τους να κατευθύνεται στον ίδιο στόχο, στη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και την εκπλήρωση του ιστορικού της ρόλου.

Στενές σχέσεις και αγωνιστικοί δεσμοί δεν σημαίνουν υποκατάσταση των ιδιαίτερων ρόλων που η κάθε μιά απ’ αυτές τις οργανώσεις έχει στα πλαίσια της ενιαίας ταξικής πάλης, ούτε σημαίνει υποταγή της μιας στην άλλη. Τα μέλη των τμημάτων της Α΄ Διεθνούς δρούσαν μέσα στα συνδικάτα και πάλευσαν για να μπουν οι πλατιές οργανώσεις της τάξης στην τροχιά της ταξικής πάλης, να απαλλαγούν από τις στενότητες και τις αστικές επιρροές, για την ταξική τους αυτοτέλεια.

Αυτήν τη μαρξιστική κατεύθυνση πού από την εποχή ακόμα της Α΄ Διεθνούς έγινε επαναστατική παράδοση, χρειάστηκε πολλές φορές να την υπερασπιστούν οι μαρξιστές.

Στίς αρχές του 20 ου αιώνα, οι μαρξιστές της εποχής απέκρουσαν τις αντιλήψεις του αναθεωρητισμού που μιλούσε για αυτονομία των συνδικάτων απέναντι στο κόμμα, για μη υποχρέωση των κομματικών μελών που δουλεύουν στα συνδικάτα, να διαδίδουν τη γραμμή και τις κατευθύνσεις του κόμματος, μιλούσε δηλαδή για αυτονομία των κομμουνιστικών συνδικαλιστών και των ίδιων των συνδικάτων από τη μαρξιστική αντίληψη.

Το μπλοκ των μαρξιστών στο σοσιαλιστικό συνέδριο της Στουτγάρδης το 1907, επαναβεβαίωσε τη μαρξιστική αρχή των συναγωνιστικών δεσμών συνδικάτου-κόμματος και ξεκαθάρισε ότι οι αποφάσεις του κόμματος δεν είναι, βέβαια, υποχρεωτικές για τα συνδικάτα, είναι όμως υποχρεωτικές για τα μέλη του κόμματος που δρουν στα συνδικάτα.

Οι σχέσεις κόμματος - συνδικάτου - εργοστασιακών συμβουλίων δεν αλλάζουν στην περίοδο μετάβασης, στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου, τροποποιούνται μερικώς.

Το κόμμα δεν διοικεί, καθοδηγεί, επεξεργάζεται τη γενική κατεύθυνση της κοινωνικής εξέλιξης σύμφωνα με τους αντικειμενικούς νόμους κτήσης. Δεν υποκαθιστά, ούτε υποτάσσει τα συνδικάτα και τα κρατικά όργανα. Δρα ως οργανωμένη συνειδητή πρωτοπορία, ως ηγεμονική δύναμη στην πορεία υλοποίησης των επαναστατικών μετασχηματισμών και αποδειχνει και κατακτά στην πράξη αυτήν την ηγεμονία.

Τα μέλη του κόμματος αναδεικνύονται στις κρατικές θέσεις και στα συνδικαλιστικά όργανα μέσα στην πάλη για την κατάκτηση της ηγεμονίας, μέσα στην πάλη για να παίρνονται οι πιο σωστές αποφάσεις και να υλοποιούνται στην πράξη. Αναδεικνύονται δημοκρατικά με την ψήφο των εργατών, ύστερα από ζωντανές αντιπαραθέσεις και συζητήσεις στα συμβούλια, στις εργοστασιακές συνελεύσεις και στις συνελεύσεις των μελών των συνδικάτων.

Το κόμμα δεν διοικεί, καθοδηγεί.

Διοίκηση ασκούν τα εργατικά συμβούλια σε εργοστασιακό, τοπικό, περιφερειακό και πανεθνικό επίπεδο, δηλαδή το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Τα συνδικάτα δεν χάνουν το ρόλο τους που είχαν και στον καπιταλισμό, παραμένουν σχολειά ταξικής διαπαιδαγώγησης, σχολειά του σοσιαλισμού, αλλά και εντελώς απαραίτητα για την υπεράσπιση των εργατών απέναντι στο κράτος τους, απέναντι στο εργατικό κράτος. Δεν υποτάσσονται στο κόμμα και δεν μετατρέπονται σε κρατικό θεσμό, σε κρίκο της κρατικής οργάνσης.

Είναι γνωστές οι αντιπαραθέσεις στο κόμμα των μπολσεβίκων γύρω από αυτά τα ζητήματα.

Είναι επίσης γνωστή η πάλη του Λένιν ενάντια σε λαθεμένες αντιλήψεις και η συμπύκνωση της μαρξιστικής θέσης γύρω από το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στις εργατικές οργανώσεις στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου:

«Το σημερινό κράτος είναι τέτοιο, ώστε το καθολικά οργανωμένο προλεταριάτο πρέπει να υπερασπίζει τον εαυτό του κι εμείς πρέπει να χρησιμοποιούμε αυτές τις εργατικές οργανώσεις για να υπερασπίζουμε τους εργάτες από το κράτος τους και να υπερασπίζουμε με τους εργάτες το κράτος μας».