19o Συνέδριο του ΚΚΕ: πολλά βήματα πίσω από τις ανάγκες της ταξικής πάλης

 

«Η 15η Απρίλη πρέπει να μας βρει ένα βήμα πιο μπροστά», έγραφε στην πρώτη του σελίδα ο Ριζοσπάστης το Σάββατο 13 Απρίλη 2013.

Αντί για τις 15 του μήνα, το ΚΚΕ, ξεκίνησε τη μετασυνεδριακή του πορεία μια μέρα πριν, στις 14 Απρίλη, μιας και οι εργασίες του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ τελείωσαν άρον-άρον το Σάββατο, 13 του μήνα, το βράδυ, με την εκλογή νέου Γραμματέα ο οποίος βγήκε μέσα από τον κομματικό μηχανισμό, σαν γνήσιο τέκνο του, για να συνεχίσει την ίδια πολιτική την οποία κατόρθωσε και επέβαλε η Αλέκα Παπαρήγα, κόντρα στις αποφάσεις και στο ίδιο το πρόγραμμα του ΚΚΕ.

 

 

 

Στον εκφυλισμό των διαδικασιών του Συνεδρίου και στην επίσπευση τους οδήγησε η μεθοδευμένη από την ηγεσία του εκλογή των αντιπροσώπων, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων τάχθηκαν ανεπιφύλακτα με τη γραμμή της ηγεσίας, καταρρίπτοντας στην πράξη ένα ακόμα ιδεολογικό εφεύρημα της Παπαρήγα, ότι, δήθεν, αυτοί που συμφωνούν με τη γραμμή, μπορούν να την κρίνουν καλύτερα και πιο ουσιαστικά από τους διαφωνούντες. Οι σύνεδροι δεν είχαν πλέον τι να συζητήσουν, από τη στιγμή που ήταν αναφανδόν με την κυρίαρχη γραμμή και γι’ αυτό σφύριξαν τη λήξη του Συνεδρίου πριν την ώρα του.

 

 

Σε αυτή την αποστεωμένη διαδικασία οδήγησε ο συγκεντρωτισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ, ο οποίος ανδρώθηκε σε βάρος του δημοκρατισμού, μιας και όποιος κατέθετε άλλη, πέρα από την κυρίαρχη, άποψη, γινόταν στόχος επιθέσεων και χαρακτηρισμών.

 

 

Στο δια ταύτα τώρα. Η εισήγηση της ΚΕ, δια στόματος Παπαρήγα, εκλαΐκευσε και συγκεκριμενοποίησε τη γραμμή της περιχαράκωσης και του σεχταρισμού, η οποία παγιώνει τη βούληση της ηγεσίας του στην κατεύθυνση της ειλημμένης απόφασης να μην κάνει τίποτα απολύτως που να διαταράξει τη σημερινή τάξη πραγμάτων στην Ελλάδα.

 

 

Στην «πολιτική απόφαση» του συνεδρίου επιβεβαιώνεται η άρνηση του ΚΚΕ να κάνει συμμαχίες γενικά, καθώς και η αποστολή του, την οποία ανέλαβε οικιοθελώς η ηγεσία του, να μην επιτρέψει καμιά κίνηση και προσπάθεια στην κατεύθυνση της ενότητας των κομμουνιστών. Για αυτό και επιφυλάσσει ιδιαίτερη μεταχείριση στα «οπορτουνιστικά πολιτικά κόμματα και ομάδες που αποσχίστηκαν και διαφοροποιούνται από το ΚΚΕ», με τους οποίους «…Το ΚΚΕ δεν κάνει καμία πολιτική συνεργασία με αυτές τις πολιτικές δυνάμεις».». Αυτό ισχύει «ανεξάρτητα από τους ελιγμούς που πραγματοποιούν οι οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις σε συνθήκες ανόδου του κινήματος, υιοθετώντας συνθήματα που φαίνονται φιλολαϊκά…».

 

 

Σε αυτή την πολιτική οδήγησε η ηγεσία του το ΚΚΕ, ορίζοντάς το, με ένα τρόπο, σαν το κέντρο του κόσμου, τη Μέκκα της εργατικής τάξης. Όλες οι άλλες δυνάμεις αποτελούν αναχώματα στο δρόμο ή στη θέα προς τη Μέκκα.

 

 

Η «πολιτική απόφαση» καλεί σε ένα πόλεμο κατά πάντων στο μαζικό κίνημα, καθώς βάζει ως άμεσο καθήκον «…Να ανοίξει πόλεμος με τον κυβερνητικό - εργοδοτικό συνδικαλισμό από πάνω μέχρι κάτω και τις παρατάξεις των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και νέων που εμφανίζονται.». Όλα αυτά μαζί σε ένα μεγάλο τσουβάλι, αυτό του Μ. Μαΐλη: κυβερνητικός και εργοδοτικός συνδικαλισμός μαζί με τις παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και …νέες που εμφανίζονται, οι οποίες ορίζονται εκ των προτέρων εχθρικές.

 

 

Μόνο από την πάλη ενάντια στην κυβέρνηση, τους καπιταλιστές και το κράτος τους, απουσιάζει η λέξη «πόλεμος». Αντί, λοιπόν, για την κήρυξη του πολέμου στον ταξικό εχθρό, το ΚΚΕ κηρύττει τον πόλεμο στις παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ και στις νέες που εμφανίζονται. Η άρχουσα αστική τάξη και η κυβέρνηση Σαμαρά βρήκαν έναν ανέλπιστο σύμμαχο στο αντεργατικό έργο τους.

 

 

Με την τελευταία ανακάλυψη της για τις αλλαγές που, δήθεν, επήλθαν στον ιμπεριαλισμό, η ηγεσία του ΚΚΕ έφτασε στο συμπέρασμα ότι: «Μια «μη αστική» κυβέρνηση στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, σχηματισμένη με το γενικό εκλογικό δικαίωμα δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για να ξεσπάσει επαναστατική κατάσταση, αφού αυτή έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να υποχρεώσει τους καπιταλιστές να δεχτούν πλήγματα στην κερδοφορία τους υπέρ των εργαζομένων, όταν μάλιστα το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε φάση που δυσκολεύεται να πετύχει τη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή με τον ίδιο τρόπο που το πετύχαινε στο παρελθόν. Το ερώτημα αν μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση μπορεί να ωθήσει στο άνοιγμα της επαναστατικής διαδικασίας είναι ανεδαφικό και ουτοπικό με βάση την πείρα του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα».

 

 

Είναι εκπληκτικό που η ηγεσία του ΚΚΕ δεν καταγγέλλει δημόσια το Λένιν, τον Τέλμαν και άλλους που πρόβαλαν και εφάρμοσαν την πολιτική του ενιαίου μετώπου με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης!

 

 

Το συμπέρασμα αυτό του ΚΚΕ συμπεριλαμβάνονταν στην εισήγηση της ΚΕ στο 19ο Συνέδριό του, και αποτελεί τη συμπύκνωση της πολιτικής του στο ζήτημα της κυβέρνησης, πολιτική που ταυτίζεται ουσιαστικά με τη στρατηγική του για την εξουσία.

 

 

Πράγμα που σημαίνει ότι οι επεξεργασίες του ΚΚΕ «με βάση την πείρα του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα», αναιρούν τις παλιότερες επεξεργασίες των πρώτων συνεδρίων της 3ης ΚΔ, στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, τις οποίες κατέρριψε, υποτίθεται, η πείρα του κινήματος.

 

 

Πιο συγκεκριμένα, η ηγεσία του ΚΚΕ «βγήκε από αριστερά» στην απόφαση του 4ου Συνεδρίου της 3ης ΚΔ, στην οποία διαβάζουμε ότι «…Οι δυο άλλες μορφές της εργατικής κυβέρνησης (κυβέρνηση εργατών και αγροτών/ εργατοαγροτική κυβέρνηση, σοσιαλδημοκρατική- κομμουνιστική κυβέρνηση) δεν είναι ακόμα η δικτατορία του προλεταριάτου, δεν είναι ούτε καν ένα ιστορικά αναπόφευκτο στάδιο μετάβασης στη δικτατορία, είναι όμως, οπουδήποτε κι αν πραγματωθούν, μια σημαντική αφετηρία για την κατάκτηση αυτής της δικτατορίας.», και ακόμα, «…μια εργατική κυβέρνηση η οποία προκύπτει από μια κοινοβουλευτική συγκυρία, η οποία λοιπόν είναι καθαρά κοινοβουλευτικής προέλευσης, μπορεί να παράσχει την ευκαιρία για μια αναζωπύρωση του επαναστατικού εργατικού κινήματος».

 

 

Η ηγεσία του ΚΚΕ ξεπέρασε, με τις πρόσφατες επεξεργασίες της, τις επεξεργασίες της 3ης ΚΔ, η οποία… δεν μπόρεσε να κατανοήσει ότι η επαναστατική κατάσταση είναι μια αντικειμενική κατάσταση, και πως, μια μη αστική, δηλαδή μια εργατική κυβέρνηση, «δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για να ξεσπάσει επαναστατική κατάσταση».

 

 

Στο πόρισμα αυτό έφτασε η ηγεσία του ΚΚΕ, λόγο του γεγονότος ότι «Άλλο ήταν το περιεχόμενο της πάλης σε συνθήκες εξέλιξης της αστικής επανάστασης, και άλλο σήμερα, σε εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, σε συνθήκες ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού».

 

 

Ως εκ τούτου «…Το ΚΚΕ δίνει σημασία σε όλες τις μορφές πάλης σε συνθήκες μη επαναστατικές και αξιοποιεί τον εκλογικό αγώνα και την κοινοβουλευτική δύναμη για να διαφωτίζει το λαό, να αποκαλύπτει τι σχεδιάζεται σε βάρος του, για να βάζει εμπόδια –όσο είναι δυνατό με βάση το συσχετισμό δυνάμεων– σε αντεργατικά, αντιλαϊκά μέτρα, για να δυναμώνει πριν απ’ όλα η ταξική πάλη, να κατανοείται όσο γίνεται από περισσότερους η ανάγκη συνολικής σύγκρουσης και προοπτικής».

 

 

Μέχρις εκεί φτάνει η κοινοβουλευτική πάλη του ΚΚΕ, απορρίπτοντας ως «ουτοπικό και ανεδαφικό» το άνοιγμα της επαναστατικής διαδικασίας από μια κοινοβουλευτικά εκλεγμένη κυβέρνηση!

 

 

Η αστική τάξη δεν έχει κανένα λόγο να απαγορέψει τις εκλογές, μιας και από αυτές, σύμφωνα με τις τελευταίες-τελευταίες επεξεργασίες της ηγεσίας του ΚΚΕ, όποια κυβέρνηση και να προκύψει δεν πρόκειται να δώσει ώθηση στην επαναστατική διαδικασία. (Παρόλο που το ΚΚΕ έφτασε στο παραπάνω συμπέρασμα, διακηρύσσοντας παράλληλα την άρνησή του για συμμετοχή του σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού, δεν τόλμησε ακόμα, 24 χρόνια μετά, να κάνει την αυτοκριτική του για την συμμετοχή του στις καπιταλιστικές κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα).

 

 

Συμπερασματικά λοιπόν, σύμφωνα με την ηγεσία του ΚΚΕ, οι αλλαγμένες σήμερα συνθήκες απαιτούν μια άλλη πολιτική, σαν αυτή που προβάλει, δηλαδή, τη λαϊκή εξουσία και οικονομία, η οποία θα προκύψει μετά την επανάσταση, η οποία όμως δεν είναι στην ημερήσια διάταξη λόγο της «ανωριμότητας του λαϊκού παράγοντα». Πάνω σε αυτό το ζήτημα η ηγεσία του ΚΚΕ δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της, δεν νερώνει το κρασί της και δεν κάνει κανένα συμβιβασμό. Η μόνη, λοιπόν, προσδοκία των κομμουνιστών και κατά συνέπεια της εργατικής τάξης, είναι η ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την επανάσταση και τη λαϊκή εξουσία και οικονομία.

 

 

Αυτή λίγο-πολύ είναι η συμπυκνωμένη πολιτική του ΚΚΕ.

 

 

Μέχρις ότου υπάρξουν αυτές οι συνθήκες η πάλη της εργατικής τάξης περιορίζεται, αντικειμενικά, στην αντίσταση για να μην περάσουν κάποια μέτρα. Αυτό το καθήκον συγκεκριμενοποιείται για τη «Λαϊκή συμμαχία» που προωθεί το ΚΚΕ, στην «πολιτική απόφαση». Η Λαϊκή συμμαχία: «…Στις δοσμένες συνθήκες οργανώνεται και συντονίζεται για την αντίσταση, την αλληλεγγύη, την επιβίωση».

 

 

Και αυτό ανεξάρτητα από την ίδια την πραγματικότητα της ταξικής πάλης, η οποία ανέδειξε σαν γεγονός το ότι, η πάλη αυτή, ως τέτοια, δηλαδή πάλη που περιορίζεται στην αντίσταση, χωρίς να βάζει το ζήτημα της εξουσίας, κρίθηκε αναποτελεσματική.

 

 

Το κατά πόσο έχουν σχέση με τις ανάγκες της ταξικής πάλης αυτά τα συμπεράσματα της ηγεσίας του ΚΚΕ, θα προσπαθήσουμε να το προσεγγίσουμε ευθύς αμέσως.

 

 

Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι οι αποφάσεις του 4ου Συνεδρίου της 3ης ΚΔ, σχετικά με το ενιαίο μέτωπο και την εργατική κυβέρνηση, πάρθηκαν σε συνθήκες ιμπεριαλισμού και οι αποφάσεις του αφορούσαν και τις ιμπεριαλιστές χώρες.

 

 

Το παρακάτω απόσπασμα από τις αποφάσεις της 3ης ΚΔ, είναι διαφωτιστικό:

 

 

«… στη Γερμανία το κομμουνιστικό κόμμα, στην τελευταία συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου του, τάχθηκε υπέρ της ενότητας του προλεταριακού μετώπου που αναγνώρισε ότι είναι δυνατό να υποστηριχθεί μια «ενωτική εργατική κυβέρνηση» που θα ήταν διατεθειμένη να πολεμήσει σοβαρά την καπιταλιστική εξουσία. Η εκτελεστική επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς εγκρίνει χωρίς επιφύλαξη αυτή την απόφαση έχοντας την πεποίθηση ότι το Κομμουνιστική Κόμμα Γερμανίας θα μπορέσει, διατηρώντας την ανεξαρτησία του, να εισχωρήσει στα πιο πλατιά προλεταριακά στρώματα και να ενισχύσει εκεί την κομμουνιστική επιρροή». (4ο Συνέδριο, 5 Δεκεμβρίου 1922, Θέσεις για το ενιαίο μέτωπο, σ. 402. 3η ΔΙΕΘΝΗΣ, ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΡΩΤΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ).

 

 

Ποιος μπορεί να φέρει αντίρρηση στο γεγονός ότι η Γερμανία ήταν και εξακολουθεί να είναι, ιμπεριαλιστική δύναμη; Φυσικά κανένας!

 

 

Εφόσον ξεκαθαρίστηκε το πρώτο ζήτημα, σχετικά με τις συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν την περίοδο που η ΚΔ επεξεργάστηκε την πολιτική της εργατικής κυβέρνησης και σε ποιες χώρες απευθύνονταν αυτή η πολιτική, τώρα πρέπει να δούμε τι απέδειξε η εμπειρία, τι άλλαξε στον ιμπεριαλισμό και στις συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης και στα περιθώρια του συστήματος να κάνει παραχωρήσεις, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης.

 

 

Ο ιμπεριαλισμός εξελίσσεται ιστορικά, ταυτόχρονα όμως παραμένει το ίδιο οικονομικοκοινωνικό σύστημα, τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου περιέγραψε ο Λένιν. Σε σχέση με την εποχή του Λένιν υπήρξαν τεράστιες αλλαγές και ο καπιταλισμός δεν έμεινε αναλλοίωτος. Όλες οι αλλαγές που συντελέστηκαν και συντελούνται δεν άλλαξαν την ουσία του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού. Το μονοπώλιο παραμένει η βάση του και οι αλλαγές στις μορφές του δεν αλλοίωσαν την ουσία του που παραμένει η ίδια. Το χρηματιστικό κεφάλαιο γιγαντώθηκε αλλά παραμένει χρηματιστικό κεφάλαιο.

 

 

Κανένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού, που περιέγραψε ο Λένιν, δεν έπαψε να ισχύει στις μέρες μας ούτε κάποιο προστέθηκε στη λίστα.

 

 

Αντίθετα, ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός, αναπτύσσοντας στο έπακρο αυτά τα χαρακτηριστικά, φανερώνει πολύ περισσότερο την αντιδραστική του φύση, την επιθετικότητα του ενάντια στην εργατική τάξη και τους άλλους εκμεταλλευόμενους, τον καταστροφικό του χαρακτήρα για την ανθρωπότητα. Όλες οι αλλαγές που συντελέστηκαν, οδήγησαν σε παραπέρα όξυνση όλων των ενδoϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών.

 

 

Τα νέα φαινόμενα στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι σύγχρονες μορφές εκδήλωσης των αντικειμενικών τάσεων ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού. Η επικράτηση των διεθνών μονοπωλίων και η τεράστια δύναμη του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, η επιταχυνόμενη ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, η πολύπλοκη διασύνδεση των οικονομιών όλων των καπιταλιστικών χωρών μεταξύ τους, όλα όσα σηματοδοτούν τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», είναι τα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας οικονομίας που αντιστοιχούν στη σύγχρονη βαθμίδα ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού και της αναδιάρθρωσης που επιχειρείται τις τελευταίες δεκαετίες.

 

 

Εξετάζοντας το σύγχρονο ιμπεριαλισμό βλέπουμε ότι δεν είναι και τόσο «σύγχρονος» σε σχέση με την εποχή του Λένιν, μιας και τα βασικά του χαρακτηριστικά δεν έχουν αλλάξει ούτε έχει αλλοιωθεί η ουσία του. Προκύπτει το συμπέρασμα ότι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν καινούργιο ιμπεριαλισμό, διαφορετικό, στην ουσία του, από την εποχή του Λένιν.

 

 

Η ΚΔ, με τις αποφάσεις των πρώτων συνεδρίων της, κάτω από τη βαθιά επίδραση και επιρροή του μπολσεβίκικου ρεύματος και του Λένιν, ο οποίος είχε κατανοήσει βαθιά και ολόπλευρα την πολιτική του ενιαίου μετώπου, σαν μια πολιτική των κομμουνιστών για την είσοδό τους στην πλατιά εργατική μάζα και την απόσπασή της από την αστική επιρροή, κατανοώντας τις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί, συνθήκες ιμπεριαλισμού, επεξεργάστηκε παραπέρα την πολιτική του ενιαίου μετώπου και έδωσε κατευθύνσεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό-εργατικό κίνημα.

 

 

Διαβάζουμε στις αποφάσεις του 4ου Συνεδρίου, στις «ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΧΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ», στη σελ. 390: «…η επίθεση του κεφαλαίου, που πήρε στα τελευταία χρόνια γιγάντιες διαστάσεις, αναγκάζει τους εργάτες σ’ όλες τις χώρες να κατεβαίνουν σε αγώνες αμυντικούς…», «…οι περισσότερες απ’ αυτές τις απεργίες δεν είχαν ως τώρα άμεση επιτυχία αλλά αυτός ο αγώνας προκαλεί σε καινούργιες και ολοένα και σημαντικότερες μάζες εργατών, που άλλοτε ήταν καθυστερημένες, απέραντο μίσος εναντίον των καπιταλιστών και της κρατικής εξουσίας που τους προστατεύει. Αυτός ο αγώνας που έχει επιβληθεί στο προλεταριάτο, καταστρέφει την πολιτική συνεργασίας κεφαλαίου και εργασίας, που την υποστηρίζουν οι σοσιαλρεφορμιστές και οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές».

 

 

Μήπως η επίθεση των κεφαλαιοκρατών τα τελευταία χρόνια δεν αναγκάζει την εργατική τάξη να κατεβαίνει σε αμυντικούς αγώνες, χωρίς αυτοί να έχουν άμεση επιτυχία;

 

 

Μήπως η καπιταλιστική επίθεση, η οξύτητα της οποίας καθορίζεται σ’ ένα μεγάλο βαθμό από την οξύτητα της κρίσης, δεν καταστρέφει την πολιτική της συνεργασίας κεφαλαίου και εργασίας, αλλά και συμμαχίες της αστικής τάξης με ένα προνομιούχο στρώμα της εργατικής τάξης, της διανόησης, των νέων μισθωτών στρωμάτων, της μικρομεσαίας τάξης;

 

 

Μήπως ολοένα και σημαντικότερες μάζες εργατών δεν τρέφουν απέραντο μίσος εναντίων των καπιταλιστών και της κρατικής εξουσίας που τους προστατεύει;

 

 

Μήπως οι σοσιαλρεφορμιστές και οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές δεν εξακολουθούν να υποστηρίζουν την πολιτική συνεργασίας κεφαλαίου και εργασίας;

 

Μήπως είναι η πρώτη φορά που το κεφάλαιο δυσκολεύεται να αναπαραχθεί με ένα ομαλό τρόπο;

 

 

Αυτές είναι οι αλλαγμένες συνθήκες οι οποίες επιβάλουν μια πολιτική σαν αυτή την οποία προβάλει το ΚΚΕ, η οποία έρχεται σε σύγκρουση με τη λενινιστική πολιτική;

 

 

Όσο αφορά το επιχείρημα ότι, μια μη αστική, κοινοβουλευτικά εκλεγμένη, κυβέρνηση «δεν μπορεί να υποχρεώσει τους καπιταλιστές να δεχτούν πλήγματα στην κερδοφορία τους υπέρ των εργαζομένων», είναι ανυπόστατο, διότι όλες οι μεγάλες καταχτήσεις έγιναν σε συνθήκες ιμπεριαλισμού και μάλιστα με αστικές κυβερνήσεις. Ακόμα και σήμερα που μιλάμε, σε συνθήκες οξυμένης καπιταλιστικής κρίσης, μπορούν να δημιουργηθούν συνθήκες απόκρουσης της καπιταλιστικής επίθεσης και απόσπασης καταχτήσεων! Και αυτό θα γίνει όταν οι καπιταλιστές νιώσουν στο σβέρκο τους την ανάσα ενός επαναστατικού κινήματος που θα απειλεί την ιδιοκτησία και την εξουσία τους. Ένα τέτοιο κίνημα, το οποίο αποτελεί άμεση αναγκαιότητα, μπορεί να υπάρξει μόνο αν έχει πολιτική πρόταση για το σήμερα, για το τώρα.

 

 

Ο αναχωρητισμός και η δραπέτευση, δεν αποτελούν χαρακτηριστικά επαναστατικού κινήματος. Τους φυγάδες χαρακτηρίζουν.

 

 

Να δούμε όμως με την ευκαιρία, συνοπτικά, ποια είναι η εργατική αριστοκρατία στην Ελλάδα και ποια είναι η γραφειοκρατία η οποία την εκπροσωπεί.

 

 

Η σχετική καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας δεν επέτρεψε τη δημιουργία ενός πλατιού στρώματος εργατικής αριστοκρατίας που να προέρχεται από το εργοστασιακό προλεταριάτο, όπως συμβαίνει στις περισσότερο ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες.

 

 

Τέτοιο στρώμα ασφαλώς και υπάρχει μέσα στα εργοστάσια, όπως υπάρχει και αλλού, π.χ. στις μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, και δεν είναι αμελητέο. Όμως, η πλατιά μάζα της εργατικής αριστοκρατίας στην Ελλάδα σχηματίστηκε στο δημόσιο τομέα, τόσο στο στενό (κρατική διοίκηση), όσο και στον «ευρύτερο» δημόσιο τομέα, δηλαδή στις ελεγχόμενες από το κράτος επιχειρήσεις (που πλέον έχουν στην πλειοψηφία τους πωληθεί σε ιδιώτες).

 

 

Κλασική περίπτωση εργατικής αριστοκρατίας, η οποία απολαμβάνει μέρος των κερδών που προέρχονται από τοποθέτηση κεφαλαίων στο εξωτερικό, αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα του στελεχικού δυναμικού των τραπεζών. Οι ελληνικές τράπεζες με τα κέρδη που απολαμβάνουν και από τις τοποθετήσεις τους στο εξωτερικό, έχουν καταφέρει να διαχωρίσουν ένα σημαντικό σε μέγεθος στρώμα των εργαζόμενων στις τράπεζες που αμείβεται αρκετά παραπάνω από τα προβλεπόμενα στις συλλογικές συμβάσεις και να διαβρώσουν έτσι τα τραπεζοϋπαλληλικά σωματεία και την Ομοσπονδία τους. Επομένως, η εργατική αριστοκρατία που αμείβεται από τα υπερκέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση άλλων χωρών είναι περιορισμένη στην Ελλάδα, αλλά οπωσδήποτε υπαρκτή.

 

 

Ζωντανό και κλασσικό παράδειγμα της γραφειοκρατίας στην Ελλάδα, είναι ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Παναγόπουλος, ο οποίος ήταν τραπεζικό στέλεχος, προέρχεται από την εργατική αριστοκρατία και τώρα εκπροσωπεί τα συμφέροντα της και υποστηρίζει ένθερμα την πολιτική συνεργασίας κεφαλαίου και εργασίας, από τη θέση του προέδρου της ανώτερης συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατών. Φυσικά με το αζημίωτο.

 

 

Η καπιταλιστική κρίση δεν άφησε στο απυρόβλητο την εργατική αριστοκρατία, στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

 

 

Τα στενά περιθώρια του κρατικού προϋπολογισμού, ο οποίος κινείται στην κατεύθυνση περικοπής δαπανών προς εξυπηρέτηση των δανειστών-τοκογλύφων και η πολιτική των μνημονίων, περιόρισαν σημαντικά τη δυνατότητα του κράτους να εξαγοράζει με υψηλές αμοιβές τμήματα της εργατικής τάξης του δημόσιου τομέα και του κρατικού μηχανισμού, και οδήγησαν σε πολιτικές που πλήττουν τμήματά του, όπως είναι οι εργαζόμενοι στα διάφορα υπουργεία που απολάμβαναν μέχρι τώρα διάφορα πριμ και επιδόματα (π.χ., Υπουργείο Οικονομικών και αλλού) αλλά και στρατιωτικούς, αστυνομικούς, δικαστικούς, και άλλους.

 

 

Η όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους καπιταλιστές, σε συνδυασμό με την υψηλή φορολόγηση από το κράτος, είχε επιπτώσεις στις απολαβές της εργατικής αριστοκρατίας στον ιδιωτικό τομέα. Η ιδιωτικοποίηση μιας σειράς ΔΕΚΟ συνέβαλαν στην υποβάθμιση κομματιού της εργατικής αριστοκρατίας η οποία, με την κατάλληλη πολιτική, μπορεί να τραβηχτεί με την πάλη της πλατιάς εργατικής τάξης, ενάντια στο κεφάλαιο.

 

 

Με αυτόν τον τρόπο η αστική τάξη περιόρισε τις συμμαχίες της στο ελάχιστο, σχεδόν απομονώθηκε, και γι’ αυτό το λόγο είναι σχετικά πιο ευάλωτη.

 

 

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κρίνονται οι όποιες επεξεργασίες και πολιτικές.

 

 

Η ανάλυση κάθε φορά της συγκεκριμένης κατάστασης με τα μαρξιστικά εργαλεία, είναι η μόνη ασφαλής μέθοδος για την εξαγωγή συμπερασμάτων τα οποία θα συμβάλουν στη διαμόρφωση της προλεταριακής πολιτικής που πρέπει να ακολουθήσει και να προβάλει ένα εργατικό κόμμα.

 

 

Αντί γι’ αυτό, η ηγεσία του ΚΚΕ προβάλει μια πολιτική παντός καιρού και χρόνου!

 

 

Η ηγεσία του ΚΚΕ προσπαθεί να αντιπαραβάλει την προλεταριακή επανάσταση με την εργατική κυβέρνηση χρησιμοποιώντας σε αντιδιαστολή το ένα με το άλλο, δείχνοντας ότι δεν κατανόησε ποτέ την πολιτική του ενιαίου μετώπου, την ενιαία επαναστατική διαδικασία και τη διαρκή επανάσταση, των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν. Προσπαθεί επίσης να αντιπαραβάλει τη δυνατότητα ανάδειξης εργατικής κυβέρνησης με κοινοβουλευτικές διαδικασίες, με την επανάσταση, στο όνομα της αρνητικής εμπειρίας του 20ού και 21ου αιώνα.

 

 

Να δούμε όμως τι απέδειξε η περίφημη «πείρα του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα».

 

 

Χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένα παραδείγματα η ηγεσία του ΚΚΕ, προφανώς, έχει κατά νου, τα εγχειρήματα του ΕΑΜ και της κυβέρνησης Αλιέντε, τα οποία αποτελούν κλασικά παραδείγματα των διαφόρων μετώπων και τύπων εργατικών κυβερνήσεων. Η συμμετοχή διάφορων ΚΚ σε κυβερνήσεις μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο πρέπει να ειδωθεί συγκεκριμένα, και όχι γενικά και ισοπεδωτικά.

 

 

Η συμμετοχή του ΚΚΕ, του ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας σε κυβερνήσεις το 1944-45, πλην της κυβέρνησης του βουνού, ήταν συμμετοχή σε καπιταλιστικές κυβερνήσεις, ήταν Μιλλερανισμός. Όπως Μιλλερανισμός ήταν και η μετέπειτα συμμετοχή τους σε καπιταλιστικές κυβερνήσεις (Τζαννετάκη και Ζολώτα στην Ελλάδα, «σοσιαλιστικές» και κεντροαριστερές κυβερνήσεις σε Γαλλία και Ιταλία). Επρόκειτο για κυβερνητισμό και όχι για την προάσπιση και προώθηση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου και της εργατικής κυβέρνησης.

 

 

Η σκόπιμη σύγχυση που προκαλεί η ηγεσία του ΚΚΕ γύρω από αυτά τα ζητήματα βοηθά μόνο στην παραπέρα συσκότιση και διαστρέβλωση των επεξεργασιών του κομμουνιστικού κινήματος και στον αποπροσανατολισμό των κομμουνιστών σε σχέση με την πολιτική του ενιαίου μετώπου.

 

 

Το ΕΑΜ σχημάτισε την κυβέρνηση του βουνού στην Ελλάδα, την ΠΕΕΑ, το 1944, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια κυβέρνηση εργατών-αγροτών, παρόλο που αυτή δεν πήρε πανεθνικό χαρακτήρα, αλλά περιορίστηκε στην ελεύθερη Ελλάδα.

 

 

Πιο ήταν άραγε το κύριο και βασικό λάθος, το πρόβλημα του όλου εγχειρήματος, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αρνητική εμπειρία και παράδειγμα προς αποφυγή; Η συγκρότηση του ΕΑΜ και ο σχηματισμός της κυβέρνησης της ΠΕΕΑ; Αυτά καθαυτά τα εγχειρήματα ήταν λάθος; Όχι!

 

 

Το λάθος είχε να κάνει με το γεγονός ότι η πρωτοπορία της εργατικής τάξης στη χώρα, δηλαδή το κομμουνιστικό κόμμα, πρώτον, δεν είχε χωνέψει την πολιτική του ενιαίου μετώπου και της διαρκούς επανάστασης του Λένιν και των μπολσεβίκων, για την αναγκαία μετεξέλιξη της αστικοδημοκρατικής σε σοσιαλιστική επανάσταση, και, δεύτερον, εξηγούσε και εφάρμοζε ρεφορμιστικά την πολιτική του ενιαίου μετώπου.

 

 

Εκείνη τη στιγμή, το 1944, ήταν ήδη εγκαθιδρυμένη στην Ελλάδα αυτό που ο Λένιν ονόμαζε «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Ήταν μια προσωρινή κατάσταση η οποία ενσάρκωνε τη συμμαχία της εργατικής τάξης και ολόκληρης της αγροτιάς και η οποία μάλιστα πήρε συγκεκριμένη πολιτική έκφραση στο πρόσωπο της ΠΕΕΑ.

 

 

Η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να μονιμοποιηθεί και έπρεπε να μετατραπεί σε εξουσία της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς, δηλαδή έπρεπε να μετατραπεί σε εργατική εξουσία ή να πισωγυρίσει, πράγμα που τελικά έγινε.

 

 

Η αστικοδημοκρατική επανάσταση, η οποία ταυτίστηκε με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, είχε «τελειώσει», είχε πραγματωθεί, με τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» και την ίδρυση της ΠΕΕΑ. Το βασικό, αν όχι το μοναδικό, ζήτημα που ήταν να λυθεί στη φάση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, πέρα από το καθήκον της απελευθέρωσης της χώρας, ήταν το ζήτημα της βασιλείας το οποίο λύθηκε με την ίδρυση της κυβέρνησης του βουνού, χωρίς βασιλιά. Δεν χρειαζόταν να έρθει στην πολιτική εξουσία η αστική τάξη για να επικυρώσει αυτή την πραγματικότητα. Η υλοποίηση όσων αστικοδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων δεν πρόλαβαν να υλοποιηθούν σε εκείνη τη φάση (π.χ. χωρισμός εκκλησίας-κράτους, μοίρασμα της εναπομένουσας μισοφεουδαρχικής περιουσίας και των τσιφλικιών, των βακουφιών κλπ) αποτελούσε πλέον καθήκον της εργατικής εξουσίας.

 

 

Για να γίνει αυτό χρειαζόταν μια επαναστατική προλεταριακή δύναμη που θα πρόβαλε τα εργατικά αιτήματα και δεν θα τα υπέτασσε στα μικροαστικά και τα αστικά. Τέτοια δύναμη δεν υπήρχε. Αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε. Εάν υπήρχε, θα έπρεπε να μετατρέψει άμεσα την ΠΕΕΑ από μια «μεταβατική στιγμή» σε μια μεταβατική κυβέρνηση μέχρι την πλήρη απελευθέρωση και τη δημιουργία-ανάδειξη των εργατικών οργάνων τα οποία, μαζί με τα λαϊκά όργανα και τη λαϊκή αυτοδιοίκηση και δικαιοσύνη, θα αναλάμβαναν να υλοποιήσουν και να διευρύνουν το πρόγραμμα της νέας εξουσίας, θα αναλάμβαναν και θα ασκούσαν τα ίδια, το σύνολο της εξουσίας.

 

 

Η νέα κυβέρνηση της ΠΕΕΑ, θα έπρεπε να εγκατασταθεί αμέσως στην Αθήνα, μιας και«τότε δεν υπήρχε ακόμα αστική κυβέρνηση στην Ελλάδα και γενικά ο κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος», να προχωρήσει στην εθνικοποίηση-κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και κάτω από εργατικό έλεγχο, να επιβάλει το χωρισμό εκκλησίας-κράτους, το μοίρασμα της εναπομένουσας μισοφεουδαρχικής περιουσίας, των τσιφλικιών, των βακουφιών, στους φτωχούς αγρότες, να ανακηρύξει τον ΕΛΑΣ σε Εθνικό στρατό, να προετοιμάσει το λαό για οποιαδήποτε επέμβαση, κ.λπ. Η ΠΕΕΑ θα έπρεπε να διακηρύξει ότι όλη η εξουσία ασκείται απ’ τα εργατικά και λαϊκά όργανα.

 

 

Η απουσία επαναστατικής προλεταριακής δύναμης, οδήγησε σε ήττα το μεγαλειώδη αγώνα του Ελληνικού λαού, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και όλων των αγωνιστών του κινήματος αυτού.

 

 

Στη Χιλή, η ολιγωρία των κομμουνιστών στο να μετατραπεί η κυβέρνηση του μετώπου της Λαϊκής Ενότητας, σε κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου και να εξοπλίσει την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό, ενάντια στο στρατό και την αστική τάξη, οδήγησε στην ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε και στην εγκαθίδρυση αντιδραστικού-δικτατορικού καθεστώτος το οποίο εξυπηρετούσε τα συμφέροντα που ανέτρεψε και πολέμησε η κυβέρνηση Αλιέντε.

 

 

Το ΚΚ Χιλής υποστήριζε, και σωστά το υποστήριζε, ότι «είχε ξεκινήσει η επαναστατική διαδικασία (σ.σ με την ανάδειξη της κυβέρνησης Αλιέντε), της οποίας πρώτο στάδιο ήταν η αντιιμπεριαλιστική, αντιολιγαρχική, δημοκρατική επανάσταση και το δεύτερο θα ήταν η καθαυτό σοσιαλιστική επανάσταση.». Μόνο που στην πράξη χώρισε με τείχη τα στάδια αυτά μην έχοντας κατανοήσει τη διαρκή επανάσταση, την ενιαία επαναστατική διαδικασία.

 

 

Η ανάδειξη εργατικής κυβέρνησης με κοινοβουλευτικές διαδικασίες, δηλαδή μιας «μη αστικής κυβέρνησης», σύμφωνα με την ορολογία του ΚΚΕ, ενώ θεωρητικά αντιμετωπίστηκε σαν αφετηρία για την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, σαν «θεσμική έναρξη της προλεταριακής επανάστασης», στην πράξη αντιμετωπίστηκε σαν στάδιο πριν από αυτή.

 

 

Αυτός ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που οδήγησε στην ήττα. Σε αυτό το συμπέρασμα έφτασε το ΚΚ Χιλής το 1974, όπως εκφράστηκε δια στόματος του Λουίς Κορβαλάν, ο οποίος υποστήριξε ότι «…το κόμμα επεξεργάστηκε σωστά την πολιτική γραμμή για όλη την περίοδο που το οδήγησε στη μερική κατάκτηση της εξουσίας, καθώς και στην πρώτη περίοδο δράσης της λαϊκής κυβέρνησης. Ωστόσο, τώρα έγινε σαφές ότι δεν είχαμε επεξεργαστεί αρκετά καθαρά τη γραμμή μας για την κατάκτηση όλης της εξουσίας και το πέρασμα από το ένα στάδιο της επανάστασης στο άλλο, που θα μας επέτρεπε πραγματικά να φτάσουμε στο σοσιαλισμό.».

 

 

Η προλεταριακού τύπου αυτοκριτική του ΚΚ Χιλής φαίνεται ότι δεν μπόρεσε να φωτίσει κανένα ΚΚ. Ειδικότερα η ηγεσία του ΚΚΕ, φέρετε σαν τη γιαγιά, η οποία « κάηκε στην κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι».

 

 

Στη Νότια Αφρική, αντί οι κομμουνιστές να συνεχίσουν και να οδηγήσουν την κυβέρνηση του ANC στη νίκη με την μετατροπή της σε προλεταριακή κυβέρνηση, σταμάτησαν στη μέση της διαδρομής, περιορίστηκαν στο δημοκρατικό-αντιιμπεριαλιστικό-αντιρατσιστικό ρόλο της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσει η επανάσταση σαν τέτοια, σαν προλεταριακή επανάσταση, αλλά να επικρατήσει και να σταθεροποιηθεί ως εξουσία της αστικής τάξης των μαύρων, η οποία στράφηκε κατόπιν ενάντια στους μαύρους εργάτες.

 

 

Το ΚΚ Ν. Αφρικής με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση του ANC, προσχώρησε στο Μιλλερανισμό, μιας και δεν έβλεπε την κυβέρνηση αυτή σαν μια εργατική κυβέρνηση η οποία θα αποτελούσε την αφετηρία για την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά σαν μια κυβέρνηση η οποία θα μακροημέρευε και η οποία καλούταν να υλοποιήσει ένα συνολικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα.

 

 

Η αντίληψη αυτή του ΚΚ Ν. Αφρικής επιβεβαιώνεται από τα πράγματα, από το γεγονός ότι συμμετέχει σε αυτή πολλά χρόνια και τη στηρίζει. Η σφαγή των ανθρακωρύχων από αυτή την κυβέρνηση, απέδειξε σε ολόκληρο τον κόσμο το ποιόν της, ότι πρόκειται δηλαδή για μια καπιταλιστική κυβέρνηση η οποία δεν διστάζει να σκοτώσει τους εργάτες, πράγμα που αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της φαινομενικής δημοκρατικότητας της.

 

 

Να δούμε όμως, εν τάχει, και την θέση του ΑΚΕΛ πάνω στο ζήτημα της εξουσίας. Διαβάζουμε στο άρθρο 7 του καταστατικού του: «Tο AKEΛ θεωρεί σαν απαραίτητες προϋποθέσεις της κοινωνικής και πολιτειακής ανάπτυξης, την ελεύθερη λειτουργία κομμάτων, τη δημοκρατική κατάκτηση, άσκηση και εναλλαγή της εξουσίας, καθώς και οποιεσδήποτε αλλαγές στο σύνταγμα ή το κοινωνικό σύστημα που θα προέρχονται από την ελεύθερη επιλογή του λαού, μέσα από δημοκρατικές αδιάβλητες διαδικασίες.». Και παρακάτω στο άρθρο 9: «…Στο σημερινό αντιιμπεριαλιστικό, απελευθερωτικό, αντικατοχικό στάδιο αγώνα, το AKEΛ αγωνίζεται για μια Kύπρο ανεξάρτητη, κυρίαρχη, ομοσπονδιακή, κι αποστρατικοποιημένη, απαλλαγμένη από ξένους στρατούς, έποικους και βάσεις…».

 

 

Το ΑΚΕΛ επέλεξε σαν μοναδικό τον κοινοβουλευτικό δρόμο για την κατάχτηση της εξουσίας από τη εργατική τάξη, και αυτή την εξουσία την τοποθετεί μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου.

 

 

Πρόκειται για μια εξόφθαλμη σταδιοποίηση της διαδικασίας κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη, μιας και ο στόχος της υλοποίησή της παραπέμπεται για μετά την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου, μετά το «αντιιμπεριαλιστικό, απελευθερωτικό, αντικατοχικό στάδιο», το οποίο θα το ολοκληρώσει, υποτίθεται, η αστική εξουσία.

 

 

Η εργατική τάξη της Κύπρου πρέπει να περιμένει υπομονετικά να ολοκληρωθεί το ένα στάδιο για να περάσει η πάλη της σε ένα άλλο επίπεδο όπως περιγράφεται στο άρθρο 6: «…την οικοδόμηση κοινωνίας δημοκρατικού και ανθρώπινου σοσιαλισμού, μιας προηγμένης κοινωνίας που να βασίζεται στην ειρήνη και ελευθερία, στην πολιτική και κοινωνική δικαιοσύνη και στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. H οικοδόμηση σοσιαλιστικής κοινωνίας στην Kύπρο θάναι το αποτέλεσμα της ελεύθερα και δημοκρατικά εκφρασμένης θέλησης του κυπριακού λαού».

 

 

Στην προσπάθεια του ΑΚΕΛ να ολοκληρωθεί το πρώτο στάδιο εντάχθηκε και η, με τη σύμφωνη γνώμη του, προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ και στην ΟΝΕ, μιας και η προσχώρηση αυτή θα συνέβαλε στην αναγνώριση μιας και μόνης Κύπρου, πράγμα που, με τη σειρά του, θα συνέβαλε στη διευθέτηση του Εθνικού της προβλήματος, άρα και στην ολοκλήρωση του αντιιμπεριαλιστικού, απελευθερωτικού, αντικατοχικού σταδίου.

 

 

Όλες αυτές οι αυταπάτες οδήγησαν στη διαχείριση του καπιταλισμού από το ΑΚΕΛ, οδήγησαν στη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης στο πλαίσιο του ευρώ και της ΕΕ και τελικά, στα μνημόνια και στη συντριβή της αστικής τάξης και της οικονομίας της Κύπρου. Το μάρμαρο φυσικά καλείται να το πληρώσει η εργατική τάξη της Κύπρου, το τίμημα για την οποία θα είναι, ίσως, πολύ υψηλότερο, από το τίμημα που πληρώνει η εργατική τάξη της Ελλάδας.

 

 

Οι εντελώς συγκεκριμένοι λόγοι για την ήττα σε κάθε χώρα ποικίλουν, όπως ποικίλουν και τα μέτρα που έπρεπε να παρθούν και δεν πάρθηκαν. Αλλά η ουσία της υπόθεσης, σχετικά με τα αίτια της ήττας, δεν αλλάζει.

 

 

Οι κομμουνιστές έμειναν στην πρώτη φάση της επανάστασης, στην αστικοδημοκρατική, ή, την αντιιμπεριαλιστική της φάση, δεν προχώρησαν στο επόμενο βήμα για να ολοκληρωθεί η επανάσταση, έμειναν στο δόγμα «πρώτα δημοκρατία και μετά σοσιαλισμός», με αποτέλεσμα την ήττα της επανάστασης, με το αντίστοιχο βέβαια τίμημα για τους πρωταγωνιστές και πρωτεργάτες της.

 

 

Οι εργατικές κυβερνήσεις που αναδείχτηκαν και στις οποίες συμμετείχαν διάφορα ΚΚ, δεν αντιμετωπίστηκαν σαν αφετηρία για την κατάκτηση της δικτατορία του προλεταριάτου. Τα ΚΚ δεν κινήθηκαν για τη μετατροπή τους σε κυβερνήσεις της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά αντιμετωπιστήκαν σαν ένα ολόκληρο στάδιο πριν από αυτή.

 

 

Αντί η ηγεσία του ΚΚΕ να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα για τα αίτια της ήττας του ΕΑΜικού κινήματος, αλλά και άλλων κινημάτων και τύπων εργατικών κυβερνήσεων σε παγκόσμια κλίμακα, και να εντοπίσει σωστά, μαρξιστικολενινιστικά, τις ευθύνες των κομμουνιστών και να διορθώσει τη γραμμή της, αυτή χτυπάει την ενιαιομετωπική πολιτική και δράση, την πολιτική της επανάστασης, ξεχαλικώνοντας το δρόμο για την εργατική εξουσία.

 

 

(Φυσικά οι επεξεργασίες και η εμπειρία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος δεν αφορούν αποκλειστικά και μόνο το ΚΚΕ. Αφορούν όλες τις δυνάμεις που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη. Το παρόν άρθρο περιορίζεται στο ΚΚΕ λόγο του πρόσφατου συνεδρίου του).

 

 

Τα εκλογικά αποτελέσματα των δύο βασικών κυβερνητικών αστικών κομμάτων, το Μάη του 2012, αντικατόπτριζαν τη διάρρηξη των δεσμών τους με το λαό καθώς και τη διάρρηξη των συμμαχιών της αστικής τάξης με την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

 

 

Η διάρρηξη αυτών των δεσμών και η λαϊκή αμφισβήτηση των στρατηγικών επιλογών της αστικής τάξης, η αμφισβήτηση δηλαδή του μονόδρομου της παραμονής στο ευρώ και την ΕΕ, φαινόταν πριν την εκλογική αναμέτρηση. Η εμπιστοσύνη της εργατικής τάξης στο ευρώ και την ΕΕ κλονίστηκε σοβαρά, πράγμα που αποτυπωνόταν στις δημοσκοπήσεις. Και μόνο η άρνηση των δυνάμεων που είχαν στο πρόγραμμά τους την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ να απαντήσουν στο ζήτημα της εξουσίας και της κυβέρνησης που έμπαινε με ένα άμεσο τρόπο, εμπόδισε την εκλογική υπερψήφισή τους.

 

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ που απάντησε στο ζήτημα της κυβέρνησης με το σύνθημα «αριστερή κυβέρνηση», εισέπραξε την εργατική και λαϊκή δυσαρέσκεια. Το γεγονός ότι οι θέσεις του έλεγαν μέσα στο ευρώ και την ΕΕ, συνέβαλε στη μεταστροφή του κλίματος που είχε δημιουργηθεί, το οποίο σήμερα φαίνεται να επανακάμπτει.

 

 

Το εκλογικό αποτέλεσμα επίσης, συνέτριψε τα ηττοπαθή επιχειρήματα δυνάμεων της κομμουνιστικής αριστεράς που θεωρούσαν βέβαιη τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης απ’ τα κόμματα του κεφαλαίου και του μνημονίου. Εκεί τους οδήγησε το δέος τους για την παντοδυναμία του αστισμού και η αντικοινοβουλευτική τους ρητορεία (η οποία δεν συνάδει με την κοινοβουλευτική τους πρακτική και συμμόρφωση με τους κανόνες του κοινοβουλίου).

 

 

Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και αποδυνάμωσης των αστικών κομμάτων, ιδεολογικής και πολιτικής, η οποία εκφράστηκε με μαζική αποστοίχιση από τις γραμμές τους και την εγκατάλειψή τους από τους ψηφοφόρους τους, το ζήτημα της κυβέρνησης αναδείχτηκε σε κρίσιμο παράγοντα της ταξικής πάλης από την ίδια την ταξική πάλη.

 

 

Οι επεξεργασίες της 3ης ΚΔ σχετικά με την εργατική κυβέρνηση ήταν σαφείς: «…Ως επίκαιρο πολιτικό σύνθημα δράσης (Losung) ωστόσο, η εργατική κυβέρνηση έχει την πιο μεγάλη σπουδαιότητα σ’ εκείνες εκεί τις χώρες, στις οποίες η αστική κοινωνία είναι ιδιαιτέρως ανασφαλής, στις οποίες ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στα εργατικά κόμματα και την αστική τάξη θέτει ως πρακτική αναγκαιότητα στην ημερήσια διάταξη την τελική κρίση του ζητήματος της διακυβέρνησης».

 

 

Το ζήτημα της διακυβέρνησης της χώρας αναδείχθηκε σε άμεση πρακτική αναγκαιότητα στην Ελλάδα και η πλειοψηφία των δυνάμεων της κομμουνιστικής Αριστεράς το απάντησε αρνητικά, στο όνομα της …συνολικής εξουσίας, αδυνατώντας να συνδέσουν την κυβερνητική με τη συνολική εξουσία.

 

 

Η κομμουνιστική Αριστερά απέδειξε, με την άρνησή της αυτή, ότι ταλαιπωρείται από την ίδια αρρώστια που ταλαιπωρούνται πολλά κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα στον κόσμο: το ρεφορμισμό και το σεχταρισμό σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

 

 

Απέδειξε ότι δεν κατανόησε και δεν εμπέδωσε ποτέ την πολιτική του ενιαίου μετώπου, την ενιαία επαναστατική διαδικασία, τη διαρκή επανάσταση των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν και τις επεξεργασίες των πρώτων Συνεδρίων της 3ης ΚΔ.

 

 

Διότι, τι περισσότερο κάνει το ΚΚΕ φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι: «Το ερώτημα αν μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση μπορεί να ωθήσει στο άνοιγμα της επαναστατικής διαδικασίας είναι ανεδαφικό και ουτοπικό με βάση την πείρα του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα», από το να επιβεβαιώνει τη θεωρία του Μπορντίγκα, πως «η εργατική κυβέρνηση ως σύνθημα μόνο σύγχυση προκαλεί στη θεωρία και στην πρακτική»;

 

 

Εν κατακλείδι, η ρητορική του ΚΚΕ για την επανάσταση δεν έχει να προσφέρει τίποτα το πραγματικό και το ουσιαστικό στην πάλη της εργατικής τάξης για την απόκρουση της καπιταλιστικής επίθεσης και την απελευθέρωσή της από τα καπιταλιστικά δεσμά. Πρόκειται κυριολεκτικά για ακίνδυνη ρητορική και πολιτική και γι’ αυτό το λόγο αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση μέχρι και επιβράβευση για την «καθαρότητά της» και την «ωριμότητά της» από τους κορυφαίους αστούς πολιτικούς οι οποίοι έδωσαν το παρόν στο 19ο Συνέδριο του.

 

 

Η πολιτική την οποία προβάλει το ΚΚΕ και οι επεξεργασίες του σχετικά με την επανάσταση και την, δήθεν, ανωριμότητα του λαϊκού παράγοντα να την πραγματοποιήσει, το εμποδίζουν να βάλει το ζήτημα της ανατροπής της αντεργατικής-αντιλαϊκής τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά, ο ρόλος της οποίας είναι η υλοποίηση της πολιτικής των μνημονίων. Η άρνησή του αυτή δεν αφήνει περιθώρια για δεύτερες σκέψεις σχετικά με την επικινδυνότητα, ή μη, της πολιτικής του ΚΚΕ. Τα εργατικά κόμματα και οι οργανώσεις που δεν κατανοούν και δεν αναδείχνουν αυτή την αναγκαιότητα σήμερα, δεν εξυπηρετούν τα εργατικά συμφέροντα.

 

 

Οι αποφάσεις του 19ου Συνεδρίου θα οδηγήσουν στην παραπέρα συρρίκνωση της εμβέλειας της πολιτικής του ΚΚΕ, στην οργανωτική συρρίκνωση και περιθωριοποίηση του ίδιου. Ένας επιπλέον λόγος που θα το οδηγήσει στην περιθωριοποίηση είναι η απόφασή του σχετικά με το ζήτημα της κυβέρνησης. Αν φώναξε μια φορά, προεκλογικά, «Απεταξάμην» την κυβέρνηση, τώρα, με τη βούλα του 19ου Συνεδρίου του, θα το φωνάζει δέκα. Και αυτό σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία «…ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στα εργατικά κόμματα και την αστική τάξη θέτει ως πρακτική αναγκαιότητα στην ημερήσια διάταξη την τελική κρίση του ζητήματος της διακυβέρνησης». Και οι ψηφοφόροι θα το «τιμήσουν» ανάλογα.

 

 

Η εργατική τάξη δεν έχει τίποτα το καλό να περιμένει στο αμέσως επόμενο διάστημα από μια τέτοια πολιτική η οποία, στο επίπεδο του κινήματος παραμένει διασπαστική και σεχταριστική, πολεμική σε κάθε άλλη δύναμη, χωρίς καμιά δυνατότητα να συμβάλει στην ενιαιομετωπική δράση του κινήματος και την απόκρουση της καπιταλιστικής και κυβερνητικής επίθεσης, και στο επίπεδο της πολιτικής πρότασης εξουσίας, παραπέμπει τα πράγματα σε κάποιο μακρινό μέλλον.

 

 

Οι κομμουνιστές που εξακολουθούν να βρίσκονται στις γραμμές του και διαφωνούν με αυτή την πολιτική, πρέπει να κατανοήσουν ότι το ΚΚΕ βρίσκεται σε διάσταση με το Μαρξισμό-Λενινισμό και την επανάσταση και ο μόνος δρόμος που τους απομένει είναι να το εγκαταλείψουν και να πάρουν πρωτοβουλίες, να κινηθούν μαζί με άλλους κομμουνιστές, για την ενότητά τους και την ίδρυση επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος νέου τύπου και τη συμβολή τους στην οικοδόμηση ενιαίου μετώπου με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης.

 

 

Δυστυχώς, η μέχρι τώρα στάση κάποιων εξ αυτών των κομμουνιστών, όπως τεκμαίρεται από την υπερψήφιση εκ μέρους τους όλων των ντοκουμέντων του συνεδρίου, δηλαδή, της εισήγησης, των θέσεων και της πολιτικής απόφασης, παρ’ όλες της διαφωνίες τους, δείχνει μια τάση υποταγής στην πολιτική της ηγεσίας τους στο όνομα μιας, κακώς εννοούμενης, ενότητας. Αυτή η υποταγή δεν ταιριάζει σε κομμουνιστές. Διότι οι κομμουνιστές υποτάσσουν την πάλη τους στις αρχές της επανάστασης και όχι στο όχημα προς αυτή.

 

 

Η προλεταριακή επανάσταση βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, είναι επίκαιρη, πολιτικά και οικονομικά δυνατή. Καθήκον των κομμουνιστών είναι να τη φέρουν στην άμεση ημερήσια διάταξη. Η πολιτική που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εργατική κυβέρνηση», έχει να κάνει ακριβώς με την επανάσταση. Ούτε την αντικαθιστά, ούτε την υποκαθιστά. Αντίθετα, την καθιστά άμεσο καθήκον. Η εγκαθίδρυση μιας εργατικής κυβέρνησης αποτελεί, για τους κομμουνιστές, την έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας και η ανάδειξή της με κοινοβουλευτικό τρόπο τη θεσμική της έναρξη.

 

 

 

Κάβουρας Δημήτρης