[2014-06-09] Απόφαση της Π.Ε. της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ


Για τα αποτελέσματα των εκλογών

 

Στις ευρωεκλογές της 25ης Μάη ψήφισαν 300 χιλιάδες λιγότεροι σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012 και 700 χιλιάδες περισσότεροι από τις ευρωεκλογές του 2009. Η συμμετοχή έφτασε το 60%, έναντι 62,5% του Ιουνίου του 2012 και 65% το Μάιο του 2012. Τα έγκυρα σε σχέση με το 2012, ήταν λιγότερα κατά 440 χιλιάδες, καθώς τα άκυρα και τα λευκά ψηφοδέλτια εκτοξεύτηκαν στις 225 χιλιάδες από 60 χιλιάδες το 2012. Αν αφαιρεθούν τα άκυρα και τα λευκά, το ποσοστό των ψηφοφόρων που έριξε έγκυρο ψηφοδέλτιο περιορίζεται στο 57,6% του εκλογικού σώματος.

Από αυτό το 57,6% του εκλογικού σώματος που πήγε στην κάλπη και δεν έριξε άκυρο ή λευκό, το 57% επέλεξε να τοποθετηθεί απευθείας υπέρ ή κατά της κυβέρνησης είτε ψηφίζοντας ένα από τα δύο κυβερνητικά κόμματα είτε ψηφίζοντας το ΣΥΡΙΖΑ, το αποτέλεσμα του οποίου ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την τύχη της κυβέρνησης. Αντικυβερνητικά χαρακτηριστικά υπάρχουν φυσικά και στην ψήφο που κατευθύνεται σε άλλα ψηφοδέλτια – και ιδιαίτερα η ψήφος σε αριστερά ψηφοδέλτια – ωστόσο ήταν πλατιά κατανοητό ότι η τύχη της κυβέρνησης εξαρτιόταν από τη σύγκριση με τον ΣΥΡΙΖΑ.

 

Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος και μέσα σε αυτό και σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης δεν πήρε θέση στο διακύβευμα των εκλογών που ήταν η τύχη της μνημονιακής συγκυβέρνησης.

Αυτό το συμπέρασμα ενισχύεται από το ότι ένα 17% ψήφισε κόμματα που έμειναν εκτός ευρωβουλής. Ακόμα κι αν από αυτό το ποσοστό αφαιρέσουμε τα ποσοστά των κομμάτων που οι ψηφοφόροι τους είχαν λόγους να θεωρούν βάσιμο ότι διεκδικούν την είσοδο στο ευρωκοινοβούλιο (ΔΗΜΑΡ 1,2%, ΛΑΟΣ 2,7%, Χατζημαρκάκης 1,4%, οικολόγοι 0,9%, πράσινοι 0,5%, Γέφυρες 0,9%) και πάλι μας μένει ένα ποσοστό κοντά στο 10% που ψήφισε χωρίς προσδοκία κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης της ψήφου του.

Το 31% των ψηφοφόρων (17,7% του συνόλου των εκλογέων) που στήριξαν τα κυβερνητικά κόμματα, πήραν σαφή θέση υπέρ της κυβέρνησης. Παρά την κατάσταση οργανωτικής αποδιάρθρωσης και παρά τις μεγάλες απώλειές τους, τα κόμματα της συγκυβέρνησης κατορθώνουν να συγκρατούν σημαντικό τμήμα της εκλογικής τους βάσης. Στηρίζονται στην ταξική συμμαχία αστικής τάξης-μικροαστών και στην ισχύ αυτών των τάξεων που διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς (ΜΜΕ κλπ.). Ωστόσο, είναι σαφές ότι τα εκλογικά αποτελέσματα της 25 Μάη καθιστούν τη συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ μειοψηφία στο λαό με το ιστορικά χαμηλό - για κυβέρνηση - ποσοστό του 31%. Το βασικό κόμμα της συγκυβέρνησης, η Νέα Δημοκρατία, χάνει μισό εκατομμύριο ψήφους σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012, το ποσοστό της υποχωρεί κατά 7 μονάδες και βρίσκεται στη δεύτερη θέση πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΑΣΟΚ, παρά τη μεταμφίεσή του σε «Ελιά», χάνει επίσης 300 χιλιάδες ψήφους και 5 ποσοστιαίες μονάδες. Συνολικά, τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης χάνουν πάνω από 800 χιλιάδες ψηφοφόρους και τα ποσοστά τους πέφτουν κατά 12%. Αυτά τα νούμερα δίνουν και το κύριο μήνυμα των εκλογών, που είναι η καταδίκη της πολιτικής των μνημονίων και των κομμάτων που την υλοποιούν. Το εκλογικό αποτέλεσμα αδυνατίζει ακόμα περισσότερο την –ήδη αδύναμη– μνημονιακή συγκυβέρνηση, η οποία καταφέρνει να κυβερνά χάρη στην λυσσαλέα στήριξη όλων των μερίδων της αστικής τάξης και των μηχανισμών τους και εξαιτίας της αδυναμίας της αριστερής αντιπολίτευσης όλων των αποχρώσεων.

Το αποτέλεσμα αποτελεί καθαρή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατακτά την πρώτη θέση, χάνοντας όμως 140 χιλιάδες ψήφους. Διατηρεί σχεδόν ατόφιο το ποσοστό που είχε κατακτήσει το 2012, το οποίο αντιστοιχεί στο 15,3% του συνόλου του εκλογικού σώματος . Η Αριστερά συνολικά ενισχύει τις δυνάμεις της ξεπερνώντας το 33% (19% του εκλογικού σώματος). Το αποτέλεσμα αυτό είναι επαρκές για να κινητοποιηθεί η εργατική τάξη απέναντι σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας, η οποία δεν νομιμοποιείται να κυβερνά και πρέπει να ανατραπεί. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν συμβαίνει. Καμία δύναμη της Αριστεράς δεν αναγνωρίζει μια τέτοια δυνατότητα και δεν κινητοποιείται σε αυτήν την κατεύθυνση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει στη λογική της θεσμικής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης με βάση την οποία κινήθηκε τα τελευταία δύο χρόνια και αποτυπώθηκε στο προεκλογικό του σύνθημα: «Ψηφίζουμε – φεύγουν» από το οποίο απουσίαζε η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα. Με τον ίδιο τρόπο διάβασε η ηγεσία του και το εκλογικό αποτέλεσμα: «Η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να πάρει νέα μέτρα και νέα μνημόνια». Όμως, η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται ούτε καν να εφαρμόζει τα ήδη ψηφισμένα μέτρα και τα υπάρχοντα μνημόνια. Δεν νομιμοποιείται να εισπράττει φόρους, να κόβει συντάξεις, να απολύει.

Η κατάκτηση της πρώτης θέσης σε εκλογική διαδικασία από ένα κόμμα της Αριστεράς, αποτελεί μια ιστορική εξέλιξη για την Ελλάδα. Όμως αυτή η ιστορική εξέλιξη δεν φαίνεται να συνεγείρει τις καταπιεζόμενες τάξεις, ούτε να κινητοποιεί το εργατικό κίνημα. Κι αυτό έχει λιγότερο να κάνει με το εύρος της διαφοράς –το οποίο επέτρεψε στη συγκυβέρνηση να διαχειριστεί επικοινωνιακά την ήττα– και περισσότερο με τα εγγενή χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αδυνατεί να χαράξει συγκεκριμένη προοπτική και να διατυπώσει ένα σαφές σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αδυνατεί εν τέλει να πάρει σαφή θέση, που να αποτυπώνεται στο πρόγραμμά του, για το ποιας τάξης το μέρος παίρνει στην ταξική πάλη.

Η κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται και από τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών. Στον πρώτο γύρο το ποσοστό των ψηφοδελτίων που υποστηρίχτηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ στις περιφέρειες πέφτει στο 17%. Ακόμα κι αν υπολογίσουμε ότι τμήμα της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε συνειδητά να μην στηρίξει τις επιλογές της ηγεσίας του σε ορισμένες περιφέρειες, ψηφίζοντας είτε τα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ που καταγράφει 8,8% είτε της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που φτάνει στο 2,3% και πάλι αυτό που προκύπτει είναι ότι σημαντικό τμήμα της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε υποψηφίους των κυβερνητικών κομμάτων. Αυτό ισχύει και για τους Δήμους, οπού σχεδόν παντού τα ποσοστά των ψηφοδελτίων που στηρίζονται από το ΣΥΡΙΖΑ υπολείπονται του ποσοστού που κατέγραψε μόλις μία εβδομάδα μετά στην κάλπη των ευρωεκλογών. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν αδυναμία συσπείρωσης της εκλογικής του βάσης, η οποία έγινε βορά των τοπικών συμφερόντων και δικτύων. Η οργανωτική ισχύς του ΣΥΡΙΖΑ είναι δυσανάλογα μικρή σε σχέση με την εκλογική του επιρροή, την οποία δεν μπορεί να ελέγξει. Ωστόσο, το ότι καταγράφει το ίδιο υψηλό ποσοστό με τον Ιούνη του 2012, δείχνει ότι παραμένει ο βασικός φορέας στον οποίον ελπίζει η εργατική τάξη και αυτή του η θέση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από καμία άλλη δύναμη.

Η ενίσχυση της Χρυσής Αυγής δείχνει ότι οι φασίστες αποτελούν πλέον σημαντική δύναμη στο πολιτικό σκηνικό, καθώς κατακτούν την 3η θέση με 9,4%. Η εκλογική τους επιρροή εξακολουθεί να εμφανίζει σημαντική γεωγραφική διαφοροποίηση, δείχνοντας ότι στην επαρχία η επιρροή τους εξακολουθεί σε σημαντικό βαθμό να συνδέεται με την πολιτική παράδοση της περιοχής. Ωστόσο, ενισχύουν τη δύναμή τους και στα αστικά κέντρα και στις εργατικές περιοχές του λεκανοπεδίου. Στις περιφερειακές εκλογές κατάφεραν επίσης να καταγράψουν 8%, ποσοστό που δείχνει ότι η επιρροή τους δεν έγινε βορά των τοπικών δικτύων σε σημαντικό βαθμό. Ωστόσο, στους Δήμους τα αποτελέσματά τους υπολείπονταν του ποσοστού τους στις ευρωεκλογές, με την εξαίρεση του Δήμου Αθήνας.

Το ΚΚΕ καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό της ιστορίας του σε ευρωεκλογές. Το προηγούμενο χειρότερο ποσοστό του ήταν το 6,2% στις ευρωεκλογές του 1994, σε μια διαφορετική όμως περίοδο από πολλές απόψεις. Είχε προηγηθεί το 4,2% στις βουλευτικές εκλογές του 1993, αποτέλεσμα που θεωρήθηκε αποτέλεσμα επιβίωσης για το ΚΚΕ –και σωστά. Έτσι, το 6,2% των ευρωεκλογών έδωσε ελπίδα στον κόσμο του ΚΚΕ σε μια περίοδο που το κόμμα βρισκόταν σε φάση ανασυγκρότησης και πράγματι κατάφερνε να επανασυσπειρώνει δυνάμεις. Το σημερινό αποτέλεσμα, βρίσκει το ΚΚΕ σε μεγάλη πολιτική πίεση, η οποία επιδρά στις γραμμές του, καθώς δεν καταφέρνει να απαντήσει στα πολιτικά ζητήματα της περιόδου. Είναι γι’ αυτό που το τωρινό εκλογικό αποτέλεσμα, ενώ δεν είναι πολύ χειρότερο αριθμητικά, αποτυπώνει μια σημαντική χειροτέρευση της σχέσης της εργατικής τάξης με το κόμμα. Στις περιφερειακές καταγράφει πτώση σε σχέση με το 2010 (8,8% έναντι 10,5%), και στους δήμους τα ψηφοδέλτιά του πέφτουν παντού.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καταγράφει ένα αξιοπρεπές ποσοστό για τα δεδομένα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (0,72%). Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στο ότι έχει καταστεί μια αναγνωρίσιμη δύναμη με πανελλαδική δικτύωση. Χάρη σε αυτό κατάφερε να αποσπάσει ένα τμήμα της ψήφου διαμαρτυρίας που κινήθηκε αριστερόστροφα. Στις περιφερειακές εκλογές τα ψηφοδέλτιά της απέσπασαν 2,3% από 1,8% το 2010. Μέρος αυτής της αύξησης οφείλεται στο ότι κερδίζει τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για τις επιλογές της ηγεσίας τους (Δούρου, Βουδούρης κλπ.). Στους Δήμους καταγράφει αύξηση ψήφων, η οποία οφείλεται αποκλειστικά στα καινούργια κατεβάσματα. Στους Δήμους που είχε κατέβει και σε προηγούμενες εκλογές καταγράφει πτώση, πιεζόμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι υπόλοιπες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς καταγράφουν κακές επιδόσεις στις ευρωεκλογές.

Σημαντικό στοιχείο των αποτελεσμάτων είναι η κατακρήμνιση της ΔΗΜΑΡ (-5%)και των ΑΝΕΛ (-4%). Η εξαφάνιση της ΔΗΜΑΡ από το κοινοβουλευτικό παιχνίδι και η αναμενόμενη εξαφάνιση και των ΑΝΕΛ διαμορφώνει νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό, καθώς καθιστά μη ρεαλιστικό το στόχο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση συνεργασίας με αυτές τις δυνάμεις.

Τέλος, έχει αξία να αναφέρουμε μια προσπάθεια καταγραφής της ταξικής σύνθεσης της ψήφου που έγινε από την VPRC, με όλες τις επιφυλάξεις για την αξιοπιστία της. Σύμφωνα με αυτήν, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτος με διαφορά στους εργαζόμενους στο δημόσιο με 43,1% (ΝΔ 7,2%, ΧΑ 2,9%, ΕΛΙΑ 7,2%, Ποτάμι 10%), όμως στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα εμφανίζεται ισοδύναμος με τη ΝΔ (ΣΥΡΙΖΑ 21%, ΝΔ 20%, ΧΑ 15%). Εμφανίζεται επίσης, πρώτος στους άνεργους με 36,3% (ΝΔ 12,9%, ΧΑ 12,9%), αλλά και στους νέους που αναζητούν δουλειά για πρώτη φορά με 27,3%, όπου δεύτερη είναι η Χρυσή Αυγή με 18,2% (Ποτάμι 15%, ΝΔ 9%, Ελιά 9%), καθώς και στους αυτοαπασχολούμενους αγρότες με 37,5% (ΝΔ 22,5%, ΧΑ 10%, ΚΚΕ 10%) και στην κατηγορία επαγγελματίες-βιοτέχνες-μικροί έμποροι με 32% (ΝΔ 12.8%, ΧΑ 11,2%), ενώ στους μαθητές-σπουδαστές-φοιτητές η έρευνα δείχνει ΣΥΡΙΖΑ 44%, ΝΔ 12%, Ελιά, Ποτάμι, ΚΚΕ στο 4% και ΧΑ 0%. Στους εργοδότες επιχειρηματίες η έρευνα δείχνει ΝΔ 37,4%, Χρυσή Αυγή 23,5%, Ελιά 9%, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ από 8,7%.

 

Ευρωεκλογές-Ευρώπη

 

Την τελευταία τετραετία, αλλά και ήδη από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, παρατηρείται στην Ευρώπη άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων. Η άνοδος αυτή δεν είναι ενιαία και συμπαγής, δεν οφείλεται δηλαδή σε μια πανευρωπαϊκή ακροδεξιά πολιτική τάση ή ρεύμα, αντίθετα αποτελεί την έκφραση της αντίθεσης τμημάτων της αστικής τάξης και των μικροαστών απέναντι στην υποβάθμιση της θέσης τους ή την καταστροφή τους. Σε κάθε περίπτωση είναι προϊόντα όχι μόνο της συντηρητικής παράδοσης κάθε χώρας, αλλά προϊόντα της καπιταλιστικής κρίσης. Η ελληνική αριστερά (στις διάφορες εκδοχές της), όχι άδικα, πολλές φορές αυτοπροβάλλεται ως η πιο προοδευτική ευρωσκεπτιστική ή αντι-ΕΕ αριστερά της Ευρώπης. Πλέον βάσει των ευρω-ποσοστών είναι και η πιο μαζική αριστερά σε ευρωπαϊκή χώρα. Ταυτόχρονα στην Ελλάδα η Χρυσή Αυγή είναι από τα πιο ενισχυμένα νεοναζιστικά κόμματα της Ευρώπης.

Η ακροδεξιά στην Ευρώπη δεν είναι ενιαίο μπλοκ. Δεν δείχνει οργανωμένη δύναμη με κοινούς πολιτικούς στόχους και συγκεκριμένη προοπτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να εξελιχθεί σε συμπαγές μπλοκ υπό την όξυνση της αδυναμίας των καπιταλιστών να ξεπεράσουν την κρίση. Αυτό δεν είναι απίθανο, καθώς όλη η ακροδεξιά εκφράζει μίσος και επιθετική μανία απέναντι στην εργατική τάξη και τους λαούς της Ευρώπης. Η ακροδεξιά τροφοδοτείται διαρκώς από τις ενδοαστικές αντιθέσεις, τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και από τις ταξικές αντιθέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό κάθε χώρας. Η νίκη του κόμματος της Ανεξαρτησίας στο Ηνωμένο Βασίλειο (26.77%) που δια στόματος του ηγέτη του Φάρατζ μιλά για έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε., μπορεί να συγκριθεί με το «Έξω η Γαλλία από το ευρώ» της Λεπέν (πρώτη θέση το Εθνικό Μέτωπο με 24.95%) και αυτό γιατί το Η.Β. και η Γαλλία είναι παραδοσιακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις οι οποίες δεν δέχονται την υποβάθμισή τους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και στο μοίρασμα της πίτας με άλλους καπιταλιστές. Είναι όμως ταυτόχρονα και διαφορετικές περιπτώσεις καθώς το Η.Β. δεν ανήκει στο ευρώ και έχει άλλη σχέση με την Ε.Ε., σε σχέση με την Γαλλία που είναι στο ευρώ και η θέση της έχει υποβαθμιστεί από την ισχυροποίηση της Γερμανίας. Επίσης ρόλο παίζει και το πώς ακριβώς έχει διαμορφωθεί η ακροδεξιά σε κάθε χώρα. Το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν είναι κόμμα με πολλά χρόνια παρουσίας, από τα χρόνια του πατέρα Λεπέν, ο οποίος με τα τάγματά του εξαπέλυε πογκρόμ εναντίον μεταναστών, μειονοτήτων, αντιφασιστών, είναι το κόμμα που τελικά νικήθηκε στο δρόμο από τις αντιφασιστικές ομάδες, ειδικά του Παρισιού και της Μασσαλίας τη δεκαετία του ’80, αλλά διατήρησε τα χαρακτηριστικά της αντιπαράθεσης στο δρόμο. Η πρόσφατη δολοφονία του φοιτητή Κλεμάν Μερίκ από μέλη του Εθνικού Μετώπου δεν έφερε καμιά φθορά στο κόμμα της Λεπέν η οποία εύκολα απαγκιστρώθηκε από το γεγονός, όπως αρκετά εύκολα φαίνεται πως απαγκιστρώθηκε και η Χρυσή Αυγή από τη σωρεία ρατσιστικών και φασιστικών εγκλημάτων που έχει διαπράξει. Και στις 2 περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με εξτρεμιστικές ακροδεξιές πρακτικές οι οποίες καλύπτονται από τον κρατικό μηχανισμό, το μιντιακό σύστημα και το αστικό πολιτικό σύστημα. Η Λεπέν όμως είναι μια πολιτικός η οποία αγκαλιάζεται από την αστική τάξη, έχει την μορφή του «καλού» ακροδεξιού, αυτού που τον έχει αποδεχτεί η αστική τάξη και τον θεωρεί συνομιλητή του, κάτι που δεν ισχύει ακόμα για τη Χρυσή Αυγή.

Η περίπτωση της Ουγγαρίας και το ακροδεξιό κόμμα Jobbik το οποίο στις εθνικές εκλογές της 6ης Απρίλη του 2014 απέσπασε το 20.54% (985.000) των ψήφων και στις 25 Μάη του 2014 έπεσε στο 14.67% (340.187) δείχνει επίσης μια ρευστή σχέση μεταξύ τέτοιων ακροδεξιών κομμάτων και των παραδοσιακών συντηρητικών κομμάτων αλλά και το ρόλο της εσωτερικής πόλωσης. Δείχνει μια μετακίνηση ψηφοφόρων ανάλογα με το διακύβευμα (ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας π.χ. και εκπροσώπηση στο ευρωκοινοβούλιο). Το Jobbik είναι, μεταξύ άλλων, αντισημητικό, αντι-Ρομά και φιλοναζιστικό κόμμα το οποίο έχαιρε στήριξης στις εθνικές εκλογές για το λόγο ότι ήταν ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και την υποδούλωση της Ουγγαρίας στους ξένους και τους εσωτερικούς παρείσακτους σε μια χώρα με εξωτερικό χρέος 200 δις ευρώ, δημόσιο χρέος στο 78% του ΑΕΠ και 4 δις έλλειμμα το 2013. Θυμίζει μια περίπτωση κόμματος σαν το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη.

Η μετακίνηση ψηφοφόρων μεταξύ συντηρητικών και ακροδεξιών κομμάτων ισχύει και στην περίπτωση της Ελλάδας. Η πτώση της ΝΔ σε ποσοστά και ψήφους σε συνδυασμό με τη διάλυση του ΛΑΟΣ και των ΑΝΕΛ (αλλά και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο επίσης έπαιρνε στήριξη από τέτοια στοιχεία λόγω του συστήματος διαπλοκής και διαφθοράς) ενισχύει το ρεύμα υποστήριξης προς την Χρυσή Αυγή. Δεν έχουμε να κάνουμε με την «ναζιστοποίηση» και «φασιστικοποίηση» του εκλογικού σώματος, ακόμα. Το πιο συντηρητικό και ακροδεξιό τμήμα της ΝΔ εύκολα στρέφεται στους ναζί, αντίστοιχα ψηφοφόροι των ΑΝΕΛ και του ΛΑΟΣ σε μια περίοδο που η δεξιά πολυκατοικία κλονίζεται συθέμελα και η μόνη ασφαλής βαλβίδα εκτόνωσης της είναι η μετακίνηση προς την Χ.Α., η οποία εξακολουθεί και χαίρει ασυλίας και προβολής στα ΜΜΕ. Εκεί που πρέπει να εντοπίσουμε ένα σοβαρό χαρακτηριστικό είναι ότι η Χρυσή Αυγή δεν κάνει πολιτική επικαλούμενη τους Ναζί και τα φασιστικά εγκλήματα. Ούτε έχει προμετωπίδα το αντι-ΕΕ ή το φιλο-ΕΕ. Κάνει πολιτική βάζοντας «την επιβίωση του Έλληνα» στο επίκεντρο, με λυσσαλέα έχθρα απέναντι στον κομμουνισμό και την Αριστερά εν συνόλω, πλάι σε μια έωλη αντι-παγκοσμιοποιητική και εθνικοαναπτυξιακή ρητορεία. Και το δεύτερο που πρέπει να εντοπίσουμε είναι ότι το σήριαλ φυλακίσεων και των διώξεων, ενισχύει το προφίλ των φασιστών ως «άφθαρτων», «τίμιων αγωνιστών» που είναι «εναντίον όλων των λαμόγιων». Αυτό το προφίλ συγκινεί πολιτικά καθυστερημένες μάζες. Συγκινεί αναμφίβολα το μικρό ποσοστό που έχει αναφορά στο ναζισμό και τον αντικομμουνισμό ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης ή επιλογής ψήφου. Το στοιχείο του «λαϊκού ήρωα» που καλλιεργεί η Χρυσή Αυγή θα ενισχύεται όσο η αστική τάξη δεν μπορεί να την χαλιναγωγεί πλήρως (όσο δηλαδή το φασιστικό κίνημα αυτονομείται από την αστική τάξη) και όσο η Αριστερά παραμένει άτολμη και δεν σηκώνει το καθήκον της κινητοποίησης της εργατικής τάξης και των μικροαστών καταρχήν για να πέσει η κυβέρνηση Σαμαρά και κατά δεύτερον για να διεκδικήσει την εξουσία.

Παρά τα κοινά και διαφορετικά στοιχεία της ακροδεξιάς στις χώρες της Ε.Ε., οι κυβερνήσεις τουλάχιστον της Ε.Ε., αποδείχνουν στην περίπτωση της Ουκρανίας ότι μια γενικευμένη επίθεση στα εργατικά δικαιώματα με όπλο το φασισμό είναι κάτι που οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις δεν θα διστάσουν να το χρησιμοποιήσουν όπου η ομαλή κοινοβουλευτική διαδικασία «κολλήσει».

Τέλος, σε σειρά χωρών το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δείχνει πολυκερματισμό των αστικών κομμάτων. Και στις μεγάλες χώρες (Η.Β., Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία κ.α.) υπάρχει αδυναμία ανάδειξης κόμματος με ποσοστό πάνω από 35%. Η Ιταλία είναι από τις λίγες χώρες όπου ένα κόμμα καταφέρνει να συγκεντρώσει ποσοστό οριακά στο 40%. Στην Ουγγαρία το 51.48 % του πρώτου συνδυασμού είναι συνασπισμός κομμάτων. Συνήθως 3 ή και 4 κόμματα από κοινού δεν ξεπερνούν το 65% και κινούνται στο 18-25%. Η πλειοψηφία των κομμάτων που συμμετείχαν στις ευρωεκλογές είναι υπέρ της Ε.Ε.. Αυτό αποτελεί ίσως και ένδειξη ότι δύσκολα ένα κόμμα συνδέει πλέον την πολιτική του με τους στόχους της Ε.Ε., ότι αυτό που υπερτερεί είναι η εικόνα που έχει ο λαός για την πολιτική του κόμματος σε συνάρτηση με το τι κάνει στο εσωτερικό. Η νίκη της ελληνικής Αριστεράς στις ευρωεκλογές δεν μπορεί να διεθνοποιηθεί και να εμπνεύσει τους λαούς της Ευρώπης γιατί είναι ασθενική και χωρίς προοπτική. Ακόμα και το καθαρό αντι-ΕΕ αποτέλεσμα (ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι δύσκολο να εξαχθεί σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον που η αντι-ΕΕ ρητορική είναι αντιδραστική και ο ευρωσκεπτικισμός αποτέλεσμα εσωτερικών ενδοαστικών αντιθέσεων. Η συντριπτική νίκη ενός αριστερού κόμματος με την προοπτική σπασίματος της αλυσίδας των μνημονίων και της λιτότητας θα μπορούσε να πυροδοτήσει εξελίξεις στις χώρες της Ε.Ε.

 

Συμπεράσματα από την εκλογική μάχη

 

Είχαμε εκτιμήσει ότι στις τοπικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα κατάφερνε να πάρει το εκλογικό του ρεύμα, το οποίο θα λεηλατούσαν τα μνημονιακά ψηφοδέλτια μέσω των τοπικών δικτύων συμφερόντων. Αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώθηκε. Είχαμε επίσης εκτιμήσει ότι δημοτικοί συνδυασμοί που δεσμεύονταν να συγκρουστούν με το μνημόνιο και τον Καλλικράτη προκειμένου να υπερασπιστούν τα εργατικά συμφέροντα, θα μπορούσανε να αποφύγουν την εκλογική λεηλασία από τα τοπικά δίκτυα και να διεκδικήσουν τη διοίκηση των Δήμων στο βαθμό που καταφέρνανε να στηριχτούν σε μια ευρύτερη συνεργασία δυνάμεων και να διεκδικήσουν το ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε, τουλάχιστον για τον Α’ γύρο των τοπικών εκλογών. Και τα ψηφοδέλτια που στηρίξαμε λεηλατήθηκαν επίσης και δεν κατάφεραν να κερδίσουν το σύνολο του γενικότερου ρεύματος του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς. Ακόμα και στους Δήμους που μπήκαν στον Β’ γύρο (Χαλάνδρι, Κερατσίνι, Φιλαδέλφεια) το ποσοστό τους υπολείπεται πολύ του ποσοστού που κατέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις μία εβδομάδα μετά. Μόνο στον Β’ γύρο καταφέρανε τέτοιοι συνδυασμοί να νικήσουν τα τοπικά συμφέροντα, να ανατρέψουν τον πολιτικό συσχετισμό (ειδικά σε Φιλαδέλφεια και Χαλάνδρι) και να πάρουν το Δήμο.

Το συμπέρασμα που πρέπει να εξάγουμε από αυτήν την αστοχία στην εκτίμησή μας είναι ότι μια καλή προεκλογική περίοδος και η συγκρότηση ενός μάχιμου συνδυασμού δεν μπορεί να «ξεπλύνει» τα γενικά πολιτικά χαρακτηριστικά του βασικού πολιτικού φορέα που στηρίζει το συνδυασμό. Έτσι, δεν μπορεί να κινητοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τον εργατόκοσμο που αποκοίμιζε όλο το προηγούμενο διάστημα, επειδή συγκρότησε ένα καλό ψηφοδέλτιο, ούτε το ΚΚΕ μπορεί να αποτινάξει τη μακρόχρονη σεχταριστική πολιτική του με ένα προεκλογικό άνοιγμα.

Το δεύτερο συμπέρασμα που προκύπτει από την εμπειρία μας και την επαφή που είχαμε προεκλογικά με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι η αναντιστοιχία ανάμεσα στην εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ και την οργανωτική του συγκρότηση είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που είχαμε εκτιμήσει. Πρόκειται για ένα κόμμα που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στηρίξει μια κυβέρνηση.

Το πιο σημαντικό συμπέρασμα που πρέπει να βγάλουμε είναι ότι όσο η κατάσταση του εργατικού κινήματος παραμένει κακή, ο χρόνος δουλεύει εναντίον μας. Η προοπτική της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές θα απομακρύνεται και η μνημονιακή πραγματικότητα θα εμπεδώνεται όλο και περισσότερο βυθίζοντας την εργατική τάξη σε έναν φαύλο κύκλο απογοήτευσης, ήττας και διαρκούς αποδιάρθρωσης των οργανώσεών της. Τα σκιρτήματα που είχαμε δει με την τελευταία απεργία και την Πρωτομαγιά και που σχετίζονταν με την προοπτική ήττας της κυβέρνησης στις ευρωεκλογές, δείχνουν ότι η πολιτική προοπτική παραμένει το κλειδί για την αντιστροφή της κατάστασης. Η αντιστροφή της κατάστασης όμως δεν εξαρτάται μόνο από κεντρικές πολιτικές κινήσεις. Εξαρτάται κυρίως από τη γείωση της πολιτικής προοπτικής στις καθημερινές μάχες της εργατικής τάξης.

 

Το μετεκλογικό τοπίο

 

Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, η κυβέρνηση βρίσκεται υπό πίεση. Είναι κυβέρνηση μειοψηφίας και πρέπει να κινηθεί γρήγορα ώστε να ανακτήσει την πρωτοβουλία. Οι διεργασίες για την αναδιάταξη του μνημονιακού μπλοκ θα επιταχυνθούν.

Από την άλλη μεριά, η καταστροφή του σεναρίου της κυβέρνησης «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ» μια και οι σύμμαχοι που θα προσδένονταν στον «κορμό» τείνουν προς εξαφάνιση, επίσης θα επιταχύνει τις διεργασίες στο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίον οι πολιτικές αντιθέσεις θα συμπυκνωθούν σε δύο αντιθετικές μεταξύ τους προοπτικές: την προοπτική της κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας σε συνεργασία με μνημονιακές δυνάμεις και την προοπτική της αυτοδύναμης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγετική ομάδα θα δουλέψει παρασκηνιακά για την πρώτη κατεύθυνση, αν και θα είναι αρκετά έξυπνη ώστε να μην το διατυμπανίσει, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε γρήγορη φθορά. Ωστόσο, στο βαθμό που ένα τέτοιο σενάριο εκπληρωθεί, τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για την εργατική τάξη και το κίνημά της.

Σε σχέση με το πολιτικό προφίλ του, ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται ανάμεσα σε δύο αξεπέραστα όρια. Το πρώτο όριο είναι οι φιλοΕΕ θέσεις του, που αποτελούν στρατηγικό χαρακτηριστικό του. Και το δεύτερο όριο είναι η διακήρυξη της κατάργησης του μνημονίου από τη θέση της κυβέρνησης. Το όριο αυτό είναι συγκυριακό και το ξεπέρασμά του είναι αυτό που θα ολοκληρώσει τη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι τέτοιο όμως στη σημερινή συγκυρία θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ υπονομεύει συστηματικά την αντιμνημονιακή διακήρυξη, τόσο στο επίπεδο του πολιτικού λόγου, όσο και στα συνθήματα (π.χ. «Όχι άλλα μνημόνια») και όσο η ανάδειξή του σε κυβέρνηση καθυστερεί και η μνημονιακή πραγματικότητα εμπεδώνεται, αυτή η υπονόμευση θα εντείνεται, όμως δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί οριστικά από αυτήν.

Μετά τις εκλογές, το κλίμα που προσπαθούν να επιβάλουν τα αστικά επικοινωνιακά επιτελεία είναι ότι η πολιτική σταθερότητα εμπεδώνεται, η κυβέρνηση έχει μακρύ χρονικό ορίζοντα και είναι θέμα χρόνου η αντιστροφή της κατάστασης. Η εκτίμηση που είχαμε κάνει, είναι ότι το σχέδιο της αστικής τάξης εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες, όπως η διεθνής οικονομική κατάσταση, η εσωτερική οικονομική κατάσταση και η διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας.

Σε σχέση με τη διεθνή οικονομία, τα στοιχεία δείχνουν μια αναιμική ανάκαμψη η οποία δεν είναι σε θέση, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, να βγάλει την οικονομία από τη στασιμότητα και πολύ περισσότερο να αναπληρώσει τις απώλειες της κρίσης.

Για την ευρωζώνη, η ΕΚΤ προβλέπει ανάπτυξη μόνο 1% αυτό το έτος και κάτω από 2% ακόμα και το 2016 (1,8% είναι η πρόβλεψη). Τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου, –ανακοινώθηκαν την 15η Μαΐου– ήταν απογοητευτικά. Έδειχναν ότι το πρώτο τρίμηνο του 2014 ο ρυθμός ανάπτυξης παρέμεινε στο πολύ χαμηλό 0,2%. Η Γερμανία τα καταφέρνει πολύ καλύτερα με ρυθμό ανάπτυξης στο πρώτο τρίμηνο 0,8% αλλά η Γαλλία είχε πλήρη στασιμότητα, η Ισπανία ρυθμό ανάπτυξης 0,4%, ενώ η Ιταλία είχε συρρίκνωση με αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης -0,1%. Και ενώ η ανάκαμψη αργεί, η ανεργία κινείται σε πολύ υψηλά ποσοστά σε όλη τη Ευρωζώνη (11,8%). Επιπλέον, αργή ανάκαμψη σημαίνει αδυναμία να μειωθεί το χρέος.

Αυτό οδήγησε την ΕΚΤ να αναγγείλει νέα μέτρα τον Ιούνη: μείωση των επιτοκίων δανεισμού των τραπεζών από την ΕΚΤ (από 0,25 σε 0,15), αρνητικά επιτόκια καταθέσεων των τραπεζών στην ΕΚΤ (-0,10%), χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού, 4ετή φτηνά δάνεια σε τράπεζες για να δανείσουν απευθείας μικρές επιχειρήσεις και ακόμα συζήτηση για την εξαγορά των ομολόγων που έχουν στα χέρια τους οι τράπεζες (μια μορφή ποσοτικής χαλάρωσης).

Παρ’ όλα τα μέτρα, το βασικό είναι αν τα χρήματα αυτά θα κατευθυνθούν σε παραγωγικές επενδύσεις. Μέχρι στιγμής οι καπιταλιστές, ενώ χαίρονται μ’ αυτά τα μέτρα (τα χρηματιστήρια σε Ευρώπη και Αμερική ανέβηκαν με την εξαγγελία των μέτρων), δεν φαίνονται διατεθειμένοι να επενδύσουν αυτό το ρευστό στην παραγωγή. Οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις δανείζονται όλο αυτό το φτηνό χρήμα και το αποθεματοποιούν σε φορολογικούς παραδείσους ή το χρησιμοποιούν για να αγοράσουν πίσω τις μετοχές των εταιριών τους που είχαν πουλήσει την προηγούμενη περίοδο, με αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών τους και την απόδοση μεγαλύτερου μερίσματος στους μετόχους. Οι καπιταλιστές θα αρχίσουν να επενδύουν μόνο όταν θα ανακάμψει το ποσοστό κέρδους σε επίπεδα προ της κρίσης και αυτό δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί ακόμα. Οι μικρές καπιταλιστικές επιχειρήσεις από την άλλη δεν γίνονται αποδέκτες των τραπεζικών δανείων γιατί τα δάνεια προς μικρές επιχειρήσεις θεωρούνται κακά δάνεια για τις τράπεζες, οι οποίες προσπαθούν να τα ξεφορτωθούν.

Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στις ΗΠΑ, σε ελαφρώς πιο βελτιωμένη εκδοχή. Ο ρυθμός ανάπτυξης στις ΗΠΑ ήταν 4% το τελευταίο τρίμηνο του 2013. Είχε προβλεφτεί ρυθμός ανάπτυξης 1,2% για το πρώτο τρίμηνο του 2014, κατόπιν, μια πρώτη εκτίμηση τον Απρίλιο, έδινε μόνο 0,1% ρυθμό ανάπτυξη και τα αναθεωρημένα στοιχεία της προηγούμενης εβδομάδας έδειξαν τελικά ότι ο ρυθμός ήταν αρνητικός, -1%. Αυτή η μεγάλη αναστροφή του ρυθμού ανάπτυξης (από +4% στο τελευταίο τρίμηνο του 2013 στο -1% στο πρώτο τρίμηνο του 2014) δείχνει καταρχήν ότι το +4% του τελευταίου τριμήνου του 2013 δεν ήταν τόσο πραγματικό όσο φαίνεται και σίγουρα δεν ήταν βιώσιμο. Είχε προκληθεί κατά ένα μέρος από τις επενδύσεις στην αύξηση των αποθεμάτων των εταιριών με την ελπίδα υψηλής κατανάλωσης στην περίοδο των γιορτών Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου. Όμως, η κατανάλωση δεν κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα (μόλις 0,2% ήταν η αύξηση των λιανικών πωλήσεων στην Αμερική το Δεκ. του 2013). Η χαμηλή κατανάλωση των νοικοκυριών των ΗΠΑ οφείλεται στο γεγονός ότι έχει μειωθεί αρκετά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Έτσι το επόμενο τρίμηνο οι εταιρίες σταμάτησαν κάθε επένδυση προσπαθώντας να εξαντλήσουν τα αποθέματά τους. Κατά ένα άλλο μέρος, και μεγαλύτερο, η κάμψη οφείλεται στο γεγονός της επιβραδυνόμενης ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο που έβλαψε τις εξαγωγές των ΗΠΑ και τις επενδύσεις σε εξοπλισμό..

Η πρόβλεψη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ για το 2014 είναι για ρυθμό ανάπτυξης ανάμεσα στο 2,8%-3%. Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια όλες οι εκτιμήσεις ήταν πιο αισιόδοξες από το τελικό αποτέλεσμα και από το γεγονός ότι το 2014 ξεκίνησε με μείωση -1%, μάλλον η πρόβλεψη αυτή είναι αισιόδοξη.

Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το στοιχείο που δείχνει ότι τα κέρδη των μεγάλων εταιριών της Αμερικής είχαν μείωση το πρώτο τρίμηνο του 2014 σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2013. Αυτό είναι ενδιαφέρον γιατί συνήθως η πτώση των κερδών προηγείται της πτώσης των επενδύσεων και της αρχής ενός κύκλου ύφεσης. Μένει να παρακολουθήσουμε το πώς θα εξελιχθούνε αυτές οι τάσεις, αν δηλαδή είναι τυχαία περιστατικά ή δείχνουν βαθύτερες αδυναμίες της καπιταλιστικής οικονομίας που θα οδηγήσουν σύντομα σε νέα υφεσιακά φαινόμενα.

Το σίγουρο είναι ότι και στην Αμερική και στην Ευρώπη το πρόβλημα της ανάκαμψης δεν λύνεται με την παροχή ρευστότητας στην αγορά καθώς το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα προσφοράς αλλά πρόβλημα ζήτησης: οι καπιταλιστές δεν ζητάνε ρευστό για επενδύσεις γιατί δεν έχει ανακάμψει το ποσοστό κέρδους, ενώ από την άλλη, οι εργαζόμενοι ζούνε με μειωμένο εισόδημα (άρα, λιγότερη ικανότητα να καταναλώσουν), με χειρότερες δουλειές και με μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας. Γι’ αυτό όσο ρευστό κι αν πέσει στην αγορά κάνει απλώς του καπιταλιστές πλουσιότερους και τους εργαζόμενους φτωχότερους χωρίς να αλλάζει την κατάσταση στασιμότητας.

Στο εσωτερικό τα στοιχεία που δείχνουν συνεχή αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο, ίσως να σημαίνουν την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των μεσαίων στρωμάτων, εξέλιξη που θα έχει και πολιτικές συνέπειες.

Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να μας ξεγελά η επίπλαστη εικόνα σταθερότητας και ηρεμίας που καλλιεργείται από τα αστικά επιτελεία. Η κατάσταση είναι ακόμα ρευστή. Το ότι η κυβέρνηση Σαμαρά κλείνει δύο χρόνια, στη διάρκεια των οποίων διαψεύστηκαν οι εκτιμήσεις (και οι δικές μας) για γρήγορη ανατροπή της, δεν σημαίνει ότι οι συνθήκες είναι σήμερα καλύτερες για τη μακροημέρευσή της. Αντιμετωπίζει –και θα αντιμετωπίζει για όσο διατηρηθεί στην εξουσία– τους ίδιους κινδύνους.

Στοιχείο της μετεκλογικής πραγματικότητας που πρέπει να αξιοποιήσουμε, είναι η εκλογή των δημάρχων στους 3 Δήμους (Φιλαδέλφεια, Χαλάνδρι, Κερατσίνι). Δίνουν ένα θετικό και απτό παράδειγμα της τακτικής μας και θα είναι κρίσιμη η στάση τους και η πολιτική που θα ασκήσουν.

Η τακτική μας στις δημοτικές εκλογές, στόχευε στην απόσπαση της διοίκησης των δήμων από τα χέρια των μνημονιακών δυνάμεων και στην ανάδειξη δημοτικών αρχών που θα συγκρουστούν με το μνημόνιο, τον Καλλικράτη και την κυβέρνηση. Τέτοιες αρχές εκλέχτηκαν σε 3 δήμους του Λεκανοπεδίου και συγκεκριμένα στους δήμους Φιλαδέλφειας-Χαλκηδόνας, Χαλανδρίου και Κερατσινίου. Οι δήμαρχοι που έχουν εκλεγεί εκεί, αργά ή γρήγορα θα έρθουν σε σύγκρουση είτε με την κυβέρνηση είτε με τοπικά συμφέροντα και σε αυτήν τη σύγκρουση θα κριθούν και οι ίδιοι για το αν τηρούν τις δεσμεύσεις τους και στέκονται με τη μεριά της εργατικής τάξης ή τις απεμπολούν και υποτάσσονται στα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα. Στο βαθμό που αυτοί οι 3 δήμοι σταθούν μαχητικά απέναντι στην κυβέρνηση, μπορούν να παρασύρουν στο πλευρό τους και τους 2 δήμους που κέρδισε το ΚΚΕ και να διεκδικήσουν τη συμπαράταξη των δημοτικών αρχών σε 7 ακόμα Δήμους του Λεκανοπεδίου τους οποίους κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ με διαχειριστικά ψηφοδέλτια. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην κινητοποίηση του λαού απέναντι στην κυβέρνηση.

Ήδη έχει αρχίσει η πρώτη σημαντική σύγκρουση που αφορά το γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια. Συνοπτικά: η αντιπαράθεση αφορά τον τρόπο κατασκευής του νέου γηπέδου. Η ιδιοκτησία της ΑΕΚ (Μελισσανίδης) επιδιώκει να πάρει τμήμα του άλσους ώστε να χτίσει ένα μεγαλύτερο γήπεδο σε σύγκριση με το παλιό και να μπορούν να στεγαστούν διάφορες εμπορικές χρήσεις (μαγαζιά, καφέ, εστιατόρια) αυξάνοντας τη δυνατότητα κερδοφορίας. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι το άλσος αποχαρακτηρίζεται συνολικά και γίνεται φέτες. Η θέση του νέου δημάρχου και του τοπικού ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι το νέο γήπεδο πρέπει να χτιστεί στην παλιά χωροθέτηση χωρίς να πειραχτεί ούτε ένα δέντρο. Με αυτή την θέση κέρδισε ο Βασιλόπουλος τις εκλογές στο δήμο κόντρα στον εκλεκτό του Μελισσανίδη. Δεν πέρασε όμως ούτε ένας μήνας από τις εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ κεντρικά, μαζί με τη Δούρου ήρθαν σε συμφωνία με τον Μελισσανίδη, βρίσκοντας το εξής σημείο συμβιβασμού: όποια έκταση άλσους πάρει η ΑΕΚ για το γήπεδο θα ισοφαριστεί με την αγορά από την ΠΑΕ και την απόδοση στο Δήμο ίδιας έκτασης χώρου πρασίνου μέσα στο Δήμο. Σε αυτήν τη συμφωνία αντιδρά ο τοπικός ΣΥΡΙΖΑ και η δημοτική παράταξη. Ο νέος δήμαρχος (Βασιλόπουλος) ήδη δέχεται απειλές από μπράβους του Μελισσανίδη για τη στάση του. Ακόμα κι αν η απόφαση της τοπικής του ΣΥΡΙΖΑ ανατραπεί και ο ΣΥΡΙΖΑ κεντρικά βγει με δημόσια τοποθέτηση υπέρ του συμβιβασμού που περιγράφηκε και πάλι ο Βασιλόπουλος έχει περιθώριο αντίστασης, καθώς είναι εκλεγμένος δήμαρχος κι έχει εκλεγεί με τη θέση που έχει και σήμερα και όχι με το συμβιβασμό ΣΥΡΙΖΑ-Μελισσανίδη.

Η σύγκρουση αυτή είναι η πρώτη μάχη στην οποία εμπλέκονται οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ από θέσεις εξουσίας και είναι μικρογραφία του τι θα συμβεί σε περίπτωση ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση: η σύγκρουση μεταφέρεται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και η υπόλοιπη Αριστερά κοιτάει αδιάφορη περιμένοντας να δικαιωθεί μετά το συμβιβασμό και την ήττα. Στο βαθμό που θα υπάρξει αντίσταση από τη δημοτική παράταξη και τον τοπικό ΣΥΡΙΖΑ, διαμορφώνεται η δυνατότητα συγκρότησης ενός μετώπου δυνάμεων στην περιοχή που θα κοντράρουν τον Μελισσανίδη. Σε αυτήν τη μάχη θα κριθούν πολλά και θα κριθούν και όλες οι πολιτικές δυνάμεις. 

 

 Η Πολιτική Επιτροπή της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ

ΙΟΥΝΗΣ 2014