Δ. ΚΑΒΟΥΡΑΣ: Κριτική χωρίς αρχές, αντί της κριτικής πάνω στις αρχές

Κριτική χωρίς αρχές, αντί της κριτικής πάνω στις αρχές

αναδημοσίευση από τη Σεισάχθεια

 

Παλινωδίες, ανακολουθίες και οπορτουνισμός συνοδεύουν τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, στο ζήτημα της εξουσίας. Με τίμημα πολλές φορές την ιστορική μνήμη, την ευθυκρισία και τον ορθολογισμό, στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει την αδικαιολόγητη στάση της πάνω στο ζήτημα της εξουσίας, το οποίο έχει τεθεί εκ των πραγμάτων, βγάζει σκάρτες όλες σχεδόν τις απόπειρες των λαών να απαλλαγούν από τα δεσμά του κεφαλαίου καθώς και κάθε απόπειρα προσέγγισης, με προλεταριακό τρόπο, του ζητήματος της εξουσίας. Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται η αρθρογραφία η οποία λαμβάνει χώρα το τελευταίο διάστημα στο Ριζοσπάστη και στο πόρταλ του 902.gr.

Με άρθρο στο Ριζοσπάστη, ο αρθρογράφος με την υπογραφή «Ι.», το Σάββατο 4 Μάη 2013, χρεώνει στην «ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΧΩΡΙΣ ΧΡΕΟΣ ΜΝΗΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩ», την κακή πρόθεση ότι «Καλεί το λαό κάτω από ξένη σημαία».

Φυσικά πρόκειται για την άποψη της ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία ασκεί κριτική στη «Συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών», μιας και η «Πρωτοβουλία» έπαψε να υφίσταται ως τέτοια, προχώρησε σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και μετατράπηκε σε «Συμπόρευση», με στόχο την οικοδόμηση πολιτικού μετώπου εξουσίας στη βάση του προγράμματος των 6 σημείων.

Παραθέτοντας τα 6 σημεία του προγράμματος πάνω στα οποία συμφώνησαν για συμπόρευση οι δυνάμεις της ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, ΑΡΙΣ, το ΜΑΑ, η Παρέμβαση, η κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, καθώς και αρκετοί ανένταχτοι κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές, ο Ι., προβαίνει σε αυθαίρετες κρίσεις πάνω σε ιστορικά γεγονότα του κινήματος, και φτάνει σε αυθαίρετα συμπεράσματα σχετικά με τον χαρακτήρα της προσπάθειας που βρίσκεται σε εξέλιξη, αδιαφορώντας αν αυτά που γράφει καταρρίπτονται από την ιστορική πραγματικότητα που το ίδιο το ΚΚΕ έχει διαπιστώσει και από το πρόγραμμα του εγχειρήματος της «Συμπόρευσης» που ο ίδιος παραθέτει στο άρθρο του.

Γράφει ο Ι.: «…Αλλά το πρόγραμμα των 6 σημείων αποτελεί πρόγραμμα διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, με τους καπιταλιστές να έχουν και την εξουσία και την ιδιοκτησία στην οικονομία. Γιατί πουθενά δε μιλούν γι’ αυτά. Άρα αφήνουν ανέπαφη την ιδιοκτησία των μονοπωλίων…».

Η διαγραφή του χρέους, αίτημα-στόχος που βρίσκεται στην προμετωπίδα του εν λόγο προγράμματος, συνιστά απαλλοτρίωση καπιταλιστικών κεφαλαίων. Όπως, απαλλοτρίωση κεφαλαίων και χτύπημα της μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής προβλέπονται και στο υπόλοιπο μέρος του προγράμματος.

Στο πρόγραμμα των 6 σημείων, της Συμπόρευσης δυνάμεων και αγωνιστών, στο σημείο 3 και 4 αντίστοιχα, προβλέπεται: «Εθνικοποίηση των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας…Σχεδιασμό της οικονομίας με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες, με εργατικό και λαϊκό έλεγχο…».

Και μόνο η εθνικοποίηση των τραπεζών να γίνει πραγματικότητα, και η οποία πρέπει να είναι αναγκαστική και χωρίς αποζημίωση για να είναι σε προλεταριακή-φιλολαϊκή κατεύθυνση, αυτό θα σημάνει αυτόματα το πέρασμα της πλειοψηφίας των μετοχών και των κεφαλαίων όλων, σχεδόν, των μεγάλων επιχειρήσεων και εργοστασίων στις εθνικοποιημένες τράπεζες, δηλαδή στο κράτος.

Ένα από τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού είναι η σύμφυση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο, δηλαδή ο σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Με την εθνικοποίηση των τραπεζών το κράτος γίνεται ο βασικός μέτοχος των επιχειρήσεων αυτών και η κυβέρνηση μπορεί να ορίσει την πλειοψηφία του ΔΣ και να έχει τον έλεγχο της επιχείρησης. Μπορεί επίσης να έχει λεπτομερειακή εικόνα για την επιχείρηση, για τα περιουσιακά της στοιχεία, τον εξοπλισμό της, τη δυναμική της, τις συναλλαγές της, τις συμφωνίες της, τα πλάνα εργασίας της κλπ. Η λειτουργία αυτών των επιχειρήσεων κάτω από τον εργατικό έλεγχο, αποτελεί στοιχείο του χαρακτήρα της εξουσίας και αποφασιστικό βήμα στην κατεύθυνση της εργατικής εξουσίας. Η πάλη για το χαρακτήρα του κράτους, για το τσάκισμα του αστικού και την εγκαθίδρυση του εργατικού, δεν σταματά, αλλά, αντίθετα, οξύνεται.

Το πρόγραμμα των 6 σημείων απαντά με σχετική επάρκεια πάνω στο χαρακτήρα των συμφερόντων τα οποία διατίθεται να πλήξει η «Συμπόρευση», καθώς και σε αυτά που θέλει να εξυπηρετήσει. Τώρα, πώς εξηγείται το γεγονός ότι η εθνικοποίηση των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας σε συνδυασμό με τον εργατικό έλεγχο, «αφήνουν ανέπαφη την ιδιοκτησία των μονοπωλίων», είναι ένα ζήτημα που μόνο η ηγεσία του ΚΚΕ και ο Ι. μπορούν να απαντήσουν.

Στη συνέχεια του άρθρου του ο Ι. γράφει: «…Λένε δε ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα και μια τέτοια κυβέρνηση θα φέρει τη «ρήξη με τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις»! Αλλά ιστορικά ποτέ δεν μπόρεσε να γίνει τέτοια ρήξη από μια παρόμοια κυβέρνηση. Τα παραδείγματα πολλά. Από την κυβέρνηση Αλλιέντε στη Χιλή, μέχρι την «Επανάσταση των γαρυφάλλων». στην Πορτογαλία που έγινε μάλιστα και ένοπλη πάλη.»

Εδώ πρόκειται κυριολεκτικά για θεωρητικές ακροβασίες και ανιστόρητες προσεγγίσεις οι οποίες φτάνουν στα όρια της παραχάραξης της ιστορίας και προσβολής της μνήμης και των αγώνων του εργατικού και λαϊκού κινήματος της Χιλής και άλλων χωρών. Οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του Ριζοσπάστη, έχουν την πλήρη ευθύνη που επέτρεψαν τη δημοσίευση μιας τέτοιας προσβολής προς το κίνημα και το λαό της Χιλής. Διότι, είναι άλλο πράγμα να διαπιστώνεις ότι το εγχείρημα δεν νίκησε, ή, το πώς θα μπορούσε να νικήσει σαν εργατική εξουσία-δικτατορία του προλεταριάτου και αν μια κοινοβουλευτικά εκλεγμένη κυβέρνηση μπορεί να οδηγήσει στο ξέσπασμα της επανάστασης και στη νίκη της στην πρώτη της πράξη, και άλλο πράγμα να φτάνεις στο συμπέρασμα ότι: «…ιστορικά ποτέ δεν μπόρεσε να γίνει τέτοια ρήξη από μια παρόμοια κυβέρνηση».

Αλήθεια, η πολιτική της κυβέρνησης Αλιέντε δεν αποτέλεσε «ρήξη με τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις»; Δεν ήρθε σε ρήξη και σύγκρουση με τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και όχι μόνο; Δεν αποτέλεσε ρήξη και σύγκρουση με τα μονοπώλια και τα καπιταλιστικά συμφέροντα; Αλήθεια, δεν ήταν η κυβέρνηση Αλιέντε που μπήκε κυριολεκτικά σαν καρφί στο μάτι των ιμπεριαλιστών και γι’ αυτό λύσσαξαν να την ανατρέψουν; Αυτή είναι η αποτίμηση της ηγεσίας του ΚΚΕ για τον ηρωικό αγώνα του Χιλιανού λαού, των κομμουνιστών, των αριστερών και των δημοκρατικών δυνάμεων της Χιλής;

Είχε άδικο ο Λουίς Κορβαλάν, πρώην Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής, στη διαπίστωσή του, την οποία ασπάζονταν και το ΚΚΕ, ότι: «…Αυτή η κυβέρνηση ήταν η πιο δημοκρατική που είχε ποτέ η Χιλή, και ανατράπηκε λόγω των επιτυχιών της, λόγω των μεγάλων αλλαγών που πραγματοποίησε, γιατί εθνικοποίησε το χαλκό, γιατί πραγματοποίησε την αγροτική μεταρρύθμιση και κρατικοποίησε τις τράπεζες και τα μεγάλα μονοπώλια και διεύρυνε αποφασιστικά τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων»; (Ριζοσπάστης, Κυριακή 14 Σεπτέμβρη 2003)

Όλοι λοιπόν έχουν άδικο και κάνουν λάθος, και μόνο η ηγεσία του ΚΚΕ και ο Ι. έχουν διεισδυτική και αποκαλυπτική ματιά; Ή μήπως η δική τους ματιά είναι μυωπική και με σεχταριστικές παρωπίδες; Αλλιώς πώς να εξηγήσουμε το όψιμο συμπέρασμα στο οποίο έφτασε η ηγεσία του ΚΚΕ και ο Ι. ότι, με την κυβέρνηση Αλιέντε δεν επήλθε «ρήξη με τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις»;

Η κυβέρνηση Αλιέντε ήταν μια εργατοαγροτική κυβέρνηση, και πραγματική απόρροια της ταχτικής του ενιαίου μετώπου την οποία ακολουθούσε το ΚΚ Χιλής. Ο χαρακτήρας της κυβέρνησης προκύπτει από τους πολιτικούς στόχους που είχε ήδη θέσει η «Λαϊκή Ενότητα» που σκοπός της ήταν η πραγματοποίηση «θεμελιακών μεταβολών», «επαναστατικών μετασχηματισμών», και η «μετάθεση της εξουσίας από τις παλιές κυρίαρχες ομάδες στους εργάτες, τους αγρότες και τα προοδευτικά στρώματα της μεσαίας τάξης των πόλεων και της υπαίθρου».

Το ΚΚ Χιλής υποστήριζε, και σωστά το υποστήριζε, ότι με την ανάδειξη της κυβέρνησης Αλιέντε «είχε ξεκινήσει η επαναστατική διαδικασία της οποίας πρώτο στάδιο ήταν η αντιιμπεριαλιστική, αντιολιγαρχική, δημοκρατική επανάσταση και το δεύτερο θα ήταν η καθαυτό σοσιαλιστική επανάσταση.». Το λάθος του βρισκόταν στο ότι περίμενε να εδραιωθεί το πρώτο στάδιο, κάτι αδύνατο, για να προχωρήσει στο δεύτερο, εφαρμόζοντας στην πράξη τη λογική των σταδίων.

Η ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και άλλες δυνάμεις με εργατική αναφορά, δεν διδάχτηκαν τίποτα από την αυτοκριτική στάση του ΚΚ Χιλής, το 1974: «…το κόμμα επεξεργάστηκε σωστά την πολιτική γραμμή για όλη την περίοδο που το οδήγησε στη μερική κατάκτηση της εξουσίας, καθώς και στην πρώτη περίοδο δράσης της λαϊκής κυβέρνησης. Ωστόσο, τώρα έγινε σαφές ότι δεν είχαμε επεξεργαστεί αρκετά καθαρά τη γραμμή μας για την κατάκτηση όλης της εξουσίας και το πέρασμα από το ένα στάδιο της επανάστασης στο άλλο, που θα μας επέτρεπε πραγματικά να φτάσουμε στο σοσιαλισμό.».

Η αυτοκριτική του ΚΚ Χιλής, παρόλο που παραμένει στο έδαφος της λογικής των σταδίων, αυτό που αναδεικνύει, με έναν τρόπο, είναι η επισήμανση της μη σωστής και έγκαιρης κατανόησης εκ μέρους του, άρα και τη μη εφαρμογή της στην πράξη, της μαρξιστικολενινιστικής διαρκούς επανάστασης, του ενιαίου χαρακτήρα της επαναστατική διαδικασίας και την αντιμετώπιση της εργατικής κυβέρνησης που αναδείχτηκε στη Χιλή με κοινοβουλευτικό τρόπο, σαν αφετηρία για την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Η μη εμπέδωση της επαναστατικής διαδικασίας και εμπειρίας από μια σειρά εργατικά κόμματα και οργανώσεις, τους οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα, και στην υιοθέτηση, υποτιθέμενων, μονόδρομων για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, παραμερίζοντας με τον τρόπο αυτό, δυνατότητες οι οποίες αναδεικνύονται από την ίδια την ταξική πάλη.

Κατόπιν ο Ι. κρίνει την προτεινόμενη πολιτική διέξοδο του εγχειρήματος της «Συμπόρευσης» και φτάνει στο συμπέρασμα ότι: «Από την άποψη της πολιτικής διεξόδου, εκφράζει τμήματα του κεφαλαίου που καλοβλέπουν την έξοδο από το ευρώ και την αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού ως προς τις συμμαχίες των μονοπωλίων, με ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, κλπ. (εφοπλιστές, μεγαλοεπιχειρηματίες στον τομέα του τουρισμού, μεγαλοεξαγωγείς, μεγαλοεπιχειρηματίες του τομέα Ενέργειας, και κάποιοι τραπεζίτες). Τέτοια προγράμματα παρουσιάζουν δυνάμεις όπως το κόμμα του Γκρίλο στην Ιταλία ή το κόμμα «κατά του ευρώ» που έστησαν επιχειρηματίες στη Γερμανία.»

Η ηγεσία του ΚΚΕ και ο Ι., παρόλο που έχουν αναφορά στο νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης και της όξυνσης των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, οι οποίοι παροξύνονται σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, εν τούτοις επιμένουν να τσουβαλιάζουν τα πράγματα και τα καπιταλιστικά συμφέροντα, θεωρώντας ότι η αστική τάξη της Ελλάδας έχει τα ίδια ακριβώς συμφέροντα και βρίσκεται στην ίδια θέση με αυτή της Γερμανίας, της Ιταλίας κλπ. Με τον τρόπο αυτό υιοθετούν αντιμαρξιστικές θέσεις περί των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων και περί παγκοσμιοποίησης.

Θα είχε επίσης μεγάλο ενδιαφέρον ένα άρθρο-ανάλυση για τους λόγους που «εφοπλιστές, μεγαλοεπιχειρηματίες στον τομέα του τουρισμού, μεγαλοεξαγωγείς, μεγαλοεπιχειρηματίες του τομέα Ενέργειας, και κάποιοι τραπεζίτες», τάσσονται κατά του ευρώ και πώς αυτή τους η βούληση αποδεικνύεται και πώς εκφράζεται πολιτικά. Γιατί, δηλαδή, μόνο αριστερές δυνάμεις εκφράζουν τις αντι-ευρώ τάσεις μερίδων της αστικής τάξης και όχι αστικές πολιτικές δυνάμεις; Είναι τυχαίο το γεγονός ότι κανένα κόμμα του κεφαλαίου δεν ψελλίζει ούτε λέξη αντίθεσης στο ευρώ και στην ΕΕ;

Αλήθεια, τα τμήματα του κεφαλαίου στα οποία αναφέρεται ο Ι., εκτός από το συμφέρον τους για έξοδο από το ευρώ, έχουν συμφέρον και από την εθνικοποίησή τους, δηλαδή την αφαίρεση της ιδιοκτησίας τους και τη διαγραφή του δημόσιου χρέους; Έχουν μήπως συμφέρον και από την αποδέσμευση από την ΕΕ;

Επίσης, αν όλοι έκριναν με τα κριτήρια της ηγεσίας του ΚΚΕ, νυν και πρώην, τότε θα μπορούσαν να την κατηγορήσουν ότι ασκεί ένα είδος τρομοκρατίας προς το λαό, σχετικά με τις επιπτώσεις που μπορεί να υπάρχουν από μια ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ και με τον τρόπο αυτό έρχεται αρωγός στη γενικότερη εκστρατεία τρομοκράτησης του λαού που έχει εξαπολύσει η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά και τα κατεστημένα συμφέροντα, για τις συμφορές που περιμένουν τη χώρα εκτός ευρωζώνης.

Αποτελεί στρατηγική επιλογή για την άρχουσα αστική τάξη της χώρας η παραμονή της στο ευρώ και την ΕΕ. Και αυτό διότι, η αστική τάξη αδυνατεί να βγει από την κρίση μόνη της και η ίδια της η εξουσία βρίσκεται σε κίνδυνο. Αυτό άλλωστε σημαίνει η ανάδειξή της Ελλάδας σε αδύνατο κρίκο.

Ούτε όμως την έξοδο από το ευρώ επιδιώκει κανένα τμήμα της αστικής τάξης, καθώς τα οφέλη που έχουν αποκομίσει από το μνημόνιο είναι πολύ μεγαλύτερα από τα οφέλη που θα τους έδινε το εθνικό νόμισμα και η υποτίμησή του.

Το πρόγραμμα της «Συμπόρευσης» δεν αναφέρεται μόνο στην έξοδο από το ευρώ, όπως διατείνεται ο Ι. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα το οποίο προβλέπει μέτρα ενάντια στο μονοπωλιακό κεφάλαιο και υπέρ της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού.

Η επιλεκτική κριτική του Ι. γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να φέρει τον αντίπαλο στα μέτρα της κριτικής του και όχι για να ασκήσει κριτική πάνω στο συγκεκριμένο πρόγραμμα.

Η άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να παρέμβει στην ταξική πάλη με σημαία το ζήτημα της εξουσίας, σαν άμεσο ζήτημα, το εμποδίζει να κάνει συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, και να χαράζει κάθε φορά συγκεκριμένη πολιτική ταχτική, και έτσι προβάλει μια πολιτική «παντός καιρού και χρόνου».

 

Ο Ι., καταλήγει γράφοντας:

«Το εργατικό - λαϊκό κίνημα σήμερα πρέπει να γυρίσει την πλάτη σε θέσεις και κινήσεις που επιχειρούν να φρενάρουν τη ριζοσπαστικοποίησή του και να το δέσουν πισθάγκωνα στις επιδιώξεις της πλουτοκρατίας και στις αντιθέσεις εντός της αστικής τάξης. Το κίνημα σήμερα πρέπει να αξιοποιεί όλες τις δυσκολίες που έχουν τα μονοπώλια, η ΕΕ, η αστική εξουσία σε κάθε χώρα και να βάζει πλώρη μαζί με την αποδέσμευση από την ΕΕ ο λαός να παλεύει για τη δική του εξουσία, ώστε να γίνει κυρίαρχος, να κοινωνικοποιήσει τα μονοπώλια, τον πλούτο που παράγει.»

Ο Ι., δίνει, υποτίθεται, κατεύθυνση στο κίνημα: «…ο λαός να παλεύει για τη δική του εξουσία». Τέτοια εξουσία φυσικά, δεν υπάρχει. Ή θα πρόκειται για την εργατική, ή για την αστική εξουσία. Η λέξη «λαός» δεν μπορεί να χρησιμοποιείται από κομμουνιστές σαν το μεγάλο χωνευτήρι το οποίο καταπίνει την αυτοτέλεια της εργατικής τάξης, η οποία είναι η μόνη μέχρι το τέλος επαναστατική τάξη και αυτό, λόγο της θέσης της στην παραγωγή.

Είναι πασίγνωστο ότι τα μικρομεσαία στρώματα, οι μικροαστοί γενικά, που εντάσσονται στη γενική έννοια της λέξης «λαός», δεν μπορούν να ασκήσουν αυτοτελή πολιτική για τον απλούστατο λόγο ότι δεν αποτελούν αυτοτελή τάξη. Είναι «καταδικασμένα» να τραβιούνται είτε από την αστική, είτε από την εργατική πολιτική.

Μόνο η εξουσία της εργατικής τάξης μπορεί να απελευθερώσει την κοινωνία από τα καπιταλιστικά δεσμά. Και μόνο αυτή μπορεί να υλοποιήσει το στόχο της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων και του πλούτου. Η εργατική τάξη με τη δική της απελευθέρωση, απελευθερώνει και τα άλλα καταπιεζόμενα και εκμεταλλευόμενα στρώματα της κοινωνίας.

Η πιο ενδεδειγμένη σήμερα πολιτική για την απελευθέρωση της κοινωνίας, είναι η πολιτική του ενιαίου εργατικού πολιτικού μετώπου με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης, η εγκαθίδρυση της οποίας αποτελεί, για τους κομμουνιστές, το άνοιγμα της επαναστατικής διαδικασίας, την αφετηρία για την κατάκτησή της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Η κριτική της ηγεσίας του ΚΚΕ στη «Συμπόρευση» αποτελεί εμπαθή κριτική η οποία δεν μπορεί και δεν συμβάλει στον σωστό προσανατολισμό της, που μόνο οι κομμουνιστές μπορούν να διασφαλίσουν.

 

Η «Συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών» αποτελεί βήμα στην απαραίτητη συγκέντρωση δυνάμεων, συμβολή στην κατεύθυνση οικοδόμησης ενιαίου πολιτικού μετώπου, το οποίο, με μια συνολική πρόταση εξουσίας θα απαντήσει στην επιθετικότητα της Τρόικας, των καπιταλιστών και της κυβέρνησής τους, η οποία δρα σχεδόν ανενόχλητη, μιας και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ περιμένει την πτώση της με την υπερωρίμανσή της. Η δε ηγεσία του ΚΚΕ δεν την αμφισβητεί καν άμεσα, μιας και η πτώση της κυβέρνησης πρέπει να συνοδεύεται από την ταυτόχρονη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος με επανάσταση, η οποία όμως, για το ΚΚΕ, δεν είναι στην ημερήσια διάταξη.

Στο όνομα της συνολικής ανατροπής του καπιταλισμού η ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και άλλες αριστερές δυνάμεις, αρνούνται να οργανώσουν την πάλη για αυτή την ανατροπή θέτοντας το ζήτημα της εξουσίας μέσα στους αγώνες που αναπτύσσονται. Επαναστάσεις δεν γίνονται με αίτημα την επανάσταση, ούτε με θεωρητική ζύμωση για την αναγκαιότητα της επανάστασης, αλλά συνδέοντας εκείνα τα ζητήματα που απαιτούν ρήξεις με τον καπιταλισμό, όπως το πρόγραμμα των έξι σημείων το οποίο σε γενικές γραμμές το ενστερνίζεται και το ΚΚΕ, με την απάντηση στο ερώτημα ποιος θα εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα, δηλαδή θέτοντας το ζήτημα της εξουσίας στο σήμερα.

Η στάση των δυνάμεων αυτών έχει επίπτωση και στη δράση του κινήματος. Η κάμψη των αγώνων δεν είναι ανεξάρτητη από τη στάση τους.

Ένας επιπλέον λόγος, αν όχι ο πιο κρίσιμος, για την επίσπευση των διεργασιών στην κατεύθυνση της οικοδόμησης ενιαίου πολιτικού εργατικού μετώπου, είναι η στάση του ρεφορμισμού και του σεχταρισμού απέναντι στην κυβέρνηση. Επείγει η ύπαρξη και η ανάπτυξη μετώπου με αυτοτελή πολιτική και δράση, με στόχο την δυναμική ανασύνταξη των εργατικών δυνάμεων.

Το εγχείρημα της «Συμπόρευσης» μπορεί να αναπτερώσει τις ελπίδες της αγωνιζόμενης εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού, να συμβάλει στην ανάπτυξη νέων αγώνων, να παίξει ρόλο στον προσανατολισμό τους. Η αποφασιστικότητα με την οποία θα απευθυνθεί στην κοινωνία, και με την οποία θα υποστηρίξουν οι δυνάμεις της το κοινό πρόγραμμα, θα κρίνουν την αξιοπιστία της, άρα και το μέλλον της.

Κρίσιμο ζήτημα για την εξέλιξη του εγχειρήματος θα είναι η ταχτική που πρέπει να έχει η «Συμπόρευση» απέναντι στις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς. Η «Συμπόρευση» πρέπει να έχει ανοιχτές τις πόρτες και ένα διαρκές κάλεσμα προς τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΚΚΕ, και να κινηθεί ενιαιομετωπικά και σε πολιτικό επίπεδο, με συγκεκριμένη ταχτική, σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ.

 

Κάβουρας Δημήτρης

 

Τα παραθέματα που αφορούν τη Χιλή είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Καλτσώνη «H ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ «ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ» ΣΤΗ ΧIΛΗ 1970-1973».