[2015-9-7] Οι πολιτικές προϋποθέσεις της εργατικής απάντησης στην κρίση (B. Θεοφανόπουλος)
Για να πούμε την αλήθεια πρέπει πρώτα να την κατανοήσουμε
Οι πολιτικές προϋποθέσεις της εργατικής απάντησης στην κρίση
Η συζήτηση στην Αριστερά για το αναγκαίο πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση, συνεχίζεται αδιάλειπτα τα τελευταία 5 χρόνια, από τότε δηλαδή, που η αστική τάξη ξεκίνησε να εφαρμόζει το δικό της πρόγραμμα διεξόδου με το μνημόνιο. Σε αυτήν τη συζήτηση συμμετέχουν όλες οι τάσεις και τα ρεύματα της Αριστεράς, καθώς και πλήθος διανοουμένων, ενώ σχεδόν όλοι όσοι έχουν εμπλακεί σε αυτόν τον διάλογο, έχουν στην πορεία του χρόνου αλλάξει – λιγότερο ή περισσότερο - τις θέσεις τους.
Πλέον, μετά την εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, την αποτυχημένη προσπάθεια ανατροπής του μνημονίου και της λιτότητας εντός ευρωζώνης και Ε.Ε. και τις εξελίξεις του τελευταίου 7μήνου, έχουμε ακόμα περισσότερα δεδομένα για το ποιο είναι το αναγκαίο πρόγραμμα εξόδου από την κρίση προς όφελος της εργατικής τάξης και ποιες είναι οι πολιτικές προϋποθέσεις εφαρμογής του.
Όμως, πλέον η συζήτηση γίνεται με εξαιρετικά πιεστικούς όρους. Οι αστικοί μηχανισμοί προπαγάνδας αξιοποιούν την παταγώδη αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ για να επιβάλουν στην εργατική συνείδηση τη λογική του μνημονιακού μονόδρομου και απαιτούν να μην υπάρξει πλέον καμία παρέκκλιση από το μνημονιακό πρόγραμμα. Η απαίτηση που διατυπώνεται στα αστικά ΜΜΕ είναι να ειπωθεί η αλήθεια στο λαό, δηλαδή η δική τους μνημονιακή αλήθεια. Σε αυτό το προπαγανδιστικό πακέτο, μπαίνουν στο κάδρο των ευθυνών όλοι όσοι χρησιμοποίησαν αντιμνημονιακή ρητορική αυτά τα 5 χρόνια: από τον Σαμαρά στον οποίον χρεώνουν – σωστά – ότι τροφοδότησε την κινηματική έκρηξη της διετίας 2010 – 2011, εκτρέφοντας τις αυταπάτες για μια εύκολη και αναίμακτη έξοδο από το μνημόνιο μέχρι τον Τσίπρα. Η απαίτηση αυτή όμως, κυρίως στοχεύει σε όσους επιμένουν ακόμα «αντιμνημονιακά». Και έχει στόχο την αποδόμηση κάθε αντιμνημονιακού σχεδίου.
Απέναντι σε αυτήν την επίθεση λοιπόν, πρέπει να πούμε την αλήθεια. Πρέπει όμως πρώτα να κατανοήσουμε ποια είναι η αλήθεια. Με ποιον τρόπο μπορεί να ανατραπεί το μνημονιακό καθεστώς και πως θα υπάρξει διέξοδος από την κρίση προς όφελος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων;
Τα δεδομένα που έχουν πια προκύψει από την ίδια την εμπειρία είναι ότι:
-καμία δυνατότητα ανατροπής της λιτότητας και κατάργηση του μνημονίου δεν υπάρχει εντός ευρωζώνης και ευρωπαϊκής ένωσης.
-καμία δυνατότητα διαπραγμάτευσης με στόχο το μετριασμό της λιτότητας δεν είναι εφικτή εντός ευρωζώνης και Ε.Ε.
-οι ισχυρισμοί για τη δυνατότητα δανεισμού από άλλες πηγές (Ρωσία, Κίνα, BRICS) δεν έχουν καμία βάση και όσοι δεν το κατάλαβαν από την εμπειρία της Κύπρου, πρέπει τώρα να το βάλουν καλά στο μυαλό τους.
-κανένα διεθνές δίκαιο δεν μπορεί να βοηθήσει τη διεκδίκηση του κατοχικού δανείου και των πολεμικών αποζημιώσεων
-κανένας μηχανισμός διεθνούς δικαίου δεν υφίσταται για να κατατεθεί το πόρισμα της επιτροπής αλήθειας για το δημόσιο χρέος και να διαγραφεί μέρος ή το σύνολο του δημόσιου χρέους
Τελειώσανε λοιπόν οι εύκολες απαντήσεις που πηγαίνανε χέρι – χέρι με την πλατιά διαδεδομένη αυταπάτη ότι η απαλλαγή από το μνημόνιο είναι κάτι απλό και εύκολο αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση.
Να δούμε την αλήθεια κατάματα
Η βάρβαρη ταξική πολιτική λιτότητας που συμπυκνώθηκε στα μνημόνια είναι προϊόν της καπιταλιστικής κρίσης. Το μνημόνιο είναι η απάντηση της αστικής τάξης στην κρίση. Και είναι η μοναδική απάντηση που μπορεί να δώσει. Γι’ αυτό στις σημερινές συνθήκες της κρίσης δεν μπορεί να υπάρξει στην Ελλάδα κάποιος άλλος «πιο ανθρώπινος» καπιταλισμός. Και γι’ αυτό είναι χρεοκοπημένες οι στρατηγικές που ψάχνουν να βρουν ένα νέο σημείο ισορροπίας, ένα καινούργιο «κοινωνικό συμβόλαιο», έναν κοινό τόπο στον οποίο να σταθεί ένα πολιτικό πρόγραμμα ανακούφισης της εργατικής τάξης που να είναι αποδεκτό και από τους κεφαλαιοκράτες. Τέτοιος κοινός τόπος σε συνθήκες κρίσης δεν υπάρχει, όπως απέδειξε και η παταγώδης αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εξέφραζε ακριβώς μια τέτοια χρεοκοπημένη στρατηγική.
Κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης της μνημονιακής πολιτικής, της μοναδικής – για την περίοδο της κρίσης – αστικής στρατηγικής, έρχεται σε σύγκρουση με το σύνολο των στρατηγικών επιλογών της ελληνικής αστικής τάξης, όπως η συμμετοχή στην ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και με την ίδια την εξουσία της αστικής τάξης.
Ας θυμηθούμε την αντίδραση των αστικών κομμάτων τις μέρες μετά το δημοψήφισμα, όταν η ομάδα Τσίπρα είχε ήδη εκφράσει τη βούλησή της να υποταχθεί στους δανειστές. Διατυπώνονταν απειλές για «αντίδραση του κόσμου της αστικής τάξης» και καλέσματα σε κατάληψη υπουργείων, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να μην καταληχθεί μια νέα μνημονιακή συμφωνία υποταγής στις απαιτήσεις των δανειστών, ώστε να μην κινδυνέψει η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη.
Ας σκεφτούμε τώρα ποια θα είναι η αντίδραση «του κόσμου της αστικής τάξης» απέναντι σε μια κυβέρνηση που όχι μόνο θα βγάλει τη χώρα από την ευρωζώνη, αλλά θα προχωρήσει σε ευρείας κλίμακας αναδιανομή πλούτου με τον μοναδικό τρόπο που μπορεί αυτό να γίνει: με απαλλοτρίωση της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας. Δηλαδή, με κρατικοποίηση τραπεζών και επιχειρήσεων, με την κρατικοποίηση της τράπεζας της Ελλάδος και του αποθέματός της σε φυσικό χρήμα, με την επαναφορά στο δημόσιο των επιχειρήσεων που ξεπουλήθηκαν και το μηδενισμό της αξίας των μετοχών των μεγαλομετόχων κλπ Κι επίσης ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε ποια θα είναι η αντίδραση της αστικής τάξης στο ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από την Ε.Ε., η οποία θα είναι μονόδρομος στην περίπτωση εφαρμογής ενός τέτοιου προγράμματος.
Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι «ο κόσμος της αστικής τάξης» θα σεβαστεί τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και θα αποδεχτεί την απώλεια της ιδιοκτησίας και της εξουσίας του, επειδή έτσι θα αποφασίσει η Βουλή;
Η αλήθεια λοιπόν, είναι ότι η κατάργηση του μνημονίου δεν μπορεί να υλοποιηθεί ομαλά – κοινοβουλευτικά, αλλά μόνο επαναστατικά. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να μην χρειαστεί καν, η επαναστατική κινητοποίηση της εργατικής τάξης όμως, είναι απολύτως αναγκαία. Και η κινητοποίηση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων προϋποθέτει μια ολοκληρωμένη και συμπαγή προγραμματική απάντηση από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, χωρίς αμφισημίες και κενά.
Οι απαντήσεις που φτάνουν «στα μισά του δρόμου»
Με το προχώρημα της συζήτησης και την διάψευση των «εύκολων απαντήσεων», όλες οι απόψεις πλέον υιοθετούν στοιχεία της αναγκαίας εργατικής απάντησης. Ακόμα και οι απόψεις που έχουν στο κέντρο τους την ανάγκη αλλαγής νομίσματος, διανθίζονται με ολίγη από διαγραφή χρέους ή κρατικοποίηση τραπεζών.
Αυτές οι θέσεις δείχνουν ωστόσο, την αγωνία των φορέων τους να βρουν κάποιον «κοινό τόπο» μεταξύ των εργατικών συμφερόντων, των συμφερόντων των μεσαίων στρωμάτων και της μικρής αστικής τάξης και – ει δυνατόν – και της μονοπωλιακής αστικής τάξης. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατον. Η «μονομερής διαγραφή του χρέους» δεν είναι απλά τέσσερις λέξεις στο χαρτί. Περιγράφει μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή κεφαλαίου. Ποια νομίζουμε ότι θα είναι η αντίδραση των κεφαλαιοκρατών που θα δούνε επενδύσεις τους να μηδενίζονται; Και ποια πιστεύουμε ότι θα είναι η αντίδραση των κρατών – μελών της ΕΕ που θα χάσουν πολλά δις. από κρατικά κεφάλαιά; Είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι η «μονομερής διαγραφή του χρέους» είναι συμβατή με την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Ακόμα και οι πιο ολοκληρωμένες απαντήσεις, που υιοθετούν το σύνολο του μεταβατικού προγράμματος, δηλαδή την ανάγκη διαγραφής του χρέους, την ανάγκη εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων επιχειρήσεων, την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και την Ε.Ε. κλπ, συνήθως αδυνατούν να κατανοήσουν τις πολιτικές προϋποθέσεις εφαρμογής ενός τέτοιου προγράμματος. Αδυνατούν να κατανοήσουν ότι το πρόγραμμα αυτό δεν είναι άθροισμα συνδικαλιστικών διεκδικήσεων, αλλά ολοκληρωμένο πρόγραμμα εξουσίας και μόνο από θέση εξουσίας μπορεί να υλοποιηθεί.
Χωρίς την κατανόηση αυτής της προϋπόθεσης, καταλήγουμε είτε στην ανεκδιήγητη θέση τμημάτων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς για τη δυνατότητα να κατακτηθούν «πλευρές του προγράμματος» με τη δράση του κινήματος είτε σε απόψεις που βλέπουν στην υλοποίησή του την «προετοιμασία» της «μετάβασης στο σοσιαλισμό» (όπως ονομάζουν οι ρεφορμιστές τη δικτατορία του προλεταριάτου). Η αντίφαση αυτών των απόψεων βρίσκεται στο ότι θεωρούν ότι είναι δυνατόν να υλοποιηθούν μέτρα που απαλλοτριώνουν την κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία ή ακόμα και να ολοκληρωθεί το μεταβατικό πρόγραμμα σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας και στην περίοδο της σημερινής καπιταλιστικής κρίσης. Εκτός πια αν φαντασιώνονται κάποιοι ότι η εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος δεν απαιτεί μεν τη δικτατορία του προλεταριάτου, μας οδηγεί όμως σε κάποια απροσδιόριστη κατάσταση εκτός αστικής κυριαρχίας.
Όπως όμως είναι γνωστό στους μαρξιστές, ανάμεσα στο κράτος της δικτατορίας της αστικής τάξης και το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν μπορεί να υπάρξει καμία ενδιάμεση βαθμίδα. Το μεταβατικό πρόγραμμα περιγράφει τη μετάβαση από τη σημερινή κατάσταση στη δικτατορία του προλεταριάτου. Οποιαδήποτε απόπειρα να εφευρεθεί κάποια «ενδιάμεση βαθμίδα», παραγνωρίζει τους νόμους κίνησης της ιστορίας και δεν κάνει τίποτε άλλο από το να υπονομεύει την προοπτική της εργατικής τάξης και να προετοιμάζει την ήττα.
Οι ιστορικές καταβολές των σημερινών απόψεων
Τα εγκεφαλικά κατασκευάσματα για τη δυνατότητα κάποιας ενδιάμεσης βαθμίδας ανάμεσα στη σημερινή δικτατορία της αστικής τάξης και τη δικτατορία του προλεταριάτου, όπως και η αναζήτηση ενδιάμεσων σταδίων πριν την προλεταριακή επανάσταση, δεν είναι κάτι καινούργιο. Οι σημερινές απόψεις έχουν τη ρίζα τους σε παλιότερες ανάλογες απόπειρες.
Στο 9ο συνέδριο του ΚΚΕ το 1973 εφευρέθηκε το αντιμονοπωλιακό στάδιο. «Η Ελλάδα θα φτάσει στο σοσιαλισμό περνώντας μέσα από μια ενιαία επαναστατική διαδικασία, που θα περιλαβαίνει δύο στάδια επαναστατικών μετασχηματισμών. Ένα δημοκρατικό, αντιμονοπωλιακό, αντιμπεριαλιστικό και ένα σοσιαλιστικό.» (Το 9ο συνέδριο του ΚΚΕ, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1974, Σελ. 173)
Το αντιμονοπωλιακό στάδιο δεν είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά τοποθετείται πριν από αυτήν, καθώς στο στάδιο αυτό «η Βουλή αποτελεί το ανώτατο κυρίαρχο σώμα, που αποφασίζει για όλα τα εθνικά ζητήματα, εκλέγει κυβέρνηση υπόλογη απέναντί της…» (Σελ. 174), ενώ αυτό προκύπτει και από το ότι «η εργατική τάξη θα επιδιώξει να διατηρήσει και στο στάδιο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού τη συμμαχία με όσο το δυνατόν περισσότερες από εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις, με τις οποίες θα έχει συνεργαστεί στο δημοκρατικό – αντιιμπεριαλιστικό στάδιο. […] Η εργατική τάξη […] δημιουργεί το δικό της κράτος – το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου.» (Σελ. 182)
Τι θα γίνει στο πρώτο στάδιο - στο οποίο δεν έχει κατακτήσει την εξουσία η εργατική τάξη, άρα την εξουσία εξακολουθούν να διατηρούν οι κεφαλαιοκράτες; Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «θα εθνικοποιηθούν οι ντόπιες μονοπωλιακές επιχειρήσεις εθνικής σημασίας και οι μεγάλες τράπεζες», «θα εθνικοποιηθούν οι ξένες μονοπωλιακές επιχειρήσεις και θα αποδεσμευθεί η χώρα από τη συμφωνία σύνδεσής της με την Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά», «θα κρατικοποιηθεί το εξωτερικό εμπόριο», «Αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ».
Αυτό λοιπόν που έλεγε το 9ο συνέδριο ήταν ότι σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας με κυρίαρχο όργανο τη Βουλή, είναι δυνατόν να κρατικοποιηθεί η μεγάλη κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία, να ανατραπούν οι βασικές στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης και να προετοιμαστεί η έλευση του 2ου, του «σοσιαλιστικού σταδίου». Κάτι ανάλογο, δηλαδή με αυτό που ακούμε σήμερα να λέγεται για εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος (ή πλευρών του) σε καθεστώς κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Μια παρόμοια θεωρητική λαθροχειρία θα συναντήσουμε ακόμα παλιότερα, στην απόφαση της 6ης ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1934, η οποία ανακάλυψε την ανάγκη αστικοδημοκρατικής επανάστασης στην Ελλάδα με καθήκοντα: «η γη στους αγρότες, απελευθέρωση της χώρας από το ζυγό του ξένου κεφαλαίου, απελευθέρωση των καταπιεζόμενων εθνικοτήτων», εκτιμώντας ότι τα καθήκοντα αυτά «είναι ικανά να ενώσουν γύρω από το προλεταριάτο τις πιο πλατειές λαϊκές μάζες» (;;;). Ενώ, «σε συνδυασμό με αυτά το Κομμουνιστικό Κόμμα βάζει τα εξής καθήκοντα:», στα οποία διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «ακύρωση των ξένων χρεών, δήμευση και εθνικοποίηση των ξένων επιχειρήσεων».
Το προφανές άτοπο της υλοποίησης τέτοιων καθηκόντων σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας, η απόφαση αυτή σχεδόν το παραδέχεται ανοιχτά με τη φράση: «Ωστόσο, αρχίζοντας σαν αστικοδημοκρατική η επανάσταση, δεν θα μπορέσει να λύσει τα επιταχτικά της καθήκοντα χωρίς να προσβάλει την κεφαλαιοκρατική ατομική ιδιοκτησία» και «λύνει» το πρόβλημα με «το εντατικά γρήγορο πέρασμα της αστικοδημοκρατικής εργατοαγροτικής επανάστασης σε προλεταριακή σοσιαλιστική».
Σήμερα, οι απόψεις που δεν κατανοούν τις αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις της εργατικής απάντησης στην κρίση, θυμίζουν παλιότερες απόπειρες ανακάλυψης ενδιάμεσων σταδίων και «πρωτότυπων καταστάσεων», χωρίς όμως να βασίζονται σε μια ανάλογη θεωρητική κατασκευή. Αποτελούν ως επί το πλείστον, εκδηλώσεις της νοσταλγίας των προλεταριοποιημένων μικροαστών και των κατεστραμμένων μισθωτών για την προ μνημονίου εποχή. Ο διασκορπισμός των αυταπατών – ιδιαίτερα της εργατικής τάξης - με την αυστηρή κριτική σε τέτοιες θέσεις, είναι κρίσιμος όρος για να μην οδηγηθεί η εργατική τάξη σε μια νέα επώδυνη ήττα.
Βασίλης Θεοφανόπουλος